Χάρτης 5 - ΜΑΪΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-5/arxitektonikh/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
Όπου ο εγκυκλοπαιδιστής των γυμνών ποδιών αναζητά την Ηλέκτρα στην Κωνσταντινούπολη, στους βυζαντινούς ναούς που αναστηλώνει, με την ελπίδα της διαιώνισης μιας ερωτικής μυθιστορίας.
Αφανέρωτες των συνοικιών
H βάρδια των αναστηλωτών είχε προ πολλού λήξει αλλά συνέχισα να αναζητώ ίχνη της Ηλέκτρας όπου έβλεπα κλειστά εργοτάξια ή λυόμενα δωμάτια στις άκρες των μνημείων. Η τελευταία στάση ήταν στην έρημη, σχεδόν μελαγχολική γειτονιά της Βεφά, στο ναό ενός από τους Αγίους Θεοδώρους, συγκατοικία τώρα Θεών, υπό την ονομασία Vefa Kilise ή Molla Gürani Camii. Δεκαπέντε αιώνες πριν ο ναός λεγόταν και Φανερωτής, εκείνος που φανέρωνε κάποιο χαμένο αντικείμενο. Ερμήνευσα διασταλτικά το δόξασμα, πως επεκτείνεται και στην εύρεση προσώπων. Καθώς πλησίαζα, μικρά χαμηλά μαγαζιά, σχεδόν βυθισμένα στραβά στο οδόστρωμα, είχαν την δική τους ταπεινή εξειδίκευση – σακιά με κάρβουνο, μεταχειρισμένες βρύσες, σκόρπια ψιλοπράγματα.
Σε λίγο βρήκα τον ναό, που όπως και οι άλλοι άγνωστοι περικαλλείς της Πόλης ήταν μισοφανερωμένος από εδώ ή από εκεί και περικυκλωμένος από σκελετούς σπιτιών και ρημαγμένα διώροφα. Η πίσω πλευρά χορταριασμένη κι απροσπέλαστη, στα βόρεια πλαϊνά του παρκαρισμένα αυτοκίνητα σ’ ένα άδειο οικόπεδο. Παραδίπλα μια αποθήκη με τσιμεντόλιθους κι ένα μικρό νεκροταφείο. Αναρωτήθηκα ποια γειτονία δικαιώνει περισσότερο τέτοιους ναούς· τα χαλασμένα σπίτια, υπολείμματα τραγικών συνθηκών ζωής που ακόμα ταλαιπωρούν αμέτρητες ψυχές, οι μάντρες με τα υλικά ή τα υπερσύγχρονα κτίρια· ποια τους αποκαλύπτει μια άλλη όψη, αλλόκοτη κι εκθαμβωτική μέσα στην απόλυτη αντίφαση. Ύστερα αποδέχτηκα το ενδεχόμενο χάρη σε τέτοια ζευγαρώματα να παραμένουν ζωντανοί οργανισμοί του ζέοντος σώματος της πόλης, μέλη της αλήθειας του, ή, έστω, οστά παραμελημένα αλλά απαραίτητα για να στέκει όρθια.
Ένθετες των θόλων
Ένα τεράστιο πάρκινγκ αυτοκινήτων με χρωματιστά παραπήγματα και πινακίδες που σχεδόν φώναζαν έφραζε την μια όψη του ναού. Μια μικτή συντροφιά ευθυμούσε χάρη σ’ ένα ραδιόφωνο με άσματα εμφανούς εξομολογητικής. Στις αυτές τις δεύτερες ζωές τους, οι ναοί εντάσσονταν σιωπηλά στο καθημερινό περιβάλλον άλλων χρόνων, άλλων ανθρώπων. Νωρίτερα είχα δει αραδιασμένες στα τείχη της πόλης μεταχειρισμένες πόρτες αυτοκινήτων προς πώληση, ενώ μια μικρή σκοτεινή πύλη ήταν γεμάτη προσωπικά αντικείμενα και μια παλιά πολυθρόνα που σαφώς ξεκούραζε τον καταλήπτη. Η βαρύτητα ή η κρισιμότητα των τειχών περιγελούσαν την ραστώνη του ή το αντίθετο;
Οι πόρτες του ναού ήταν κλειστές, αλλά από ένα παράθυρο μπόρεσα να δω σκορπισμένα μπάζα, τον ξύλινο μεντρεσέ και την ξεφτισμένη πράσινη και λευκή ριγέ διακόσμηση στους τοίχους. Ο νάρθηκας σπάνιζε χάρη σε τρεις χορταριασμένους τρούλους. Από το παράθυρο του ενός έβγαιναν φυλλοφόρα κλαδιά. Στο εσωτερικό ενός άλλου βρισκόταν το ψηφιδωτό μιας Γυναίκας που γράφτηκε πως γέννησε έναν Θεό. Η εικόνα της ολοένα και ξεθώριαζε, μέχρι να απορροφηθεί οριστικά από τον μέσα θόλο μέχρι το άβλεπτο. Πώς θα διακοσμούνταν ο τρούλος ενός Ναού των Ποδιών; Μια τεράστια ζωγραφιά πελμάτων, όπως το έργο του Νταλί; Σ’ εκείνα «τα ζωγραφισμένα πόδια στην οροφή», μια γυναικεία μορφή κατέρχεται από τα βάθη της οροφής, με το πρόσωπο άφαντο στο σκοτάδι της, το φόρεμα κατακόκκινο φόρεμά της και τα πόδια της γυμνά. Τα καφετιά της πέλματα της κατακλύζουν τον πίνακα, έτσι όπως κρέμονται καφετιά στον αέρα ή ετοιμάζονται να προσγειωθούν πάνω μας. Η υπερβολική τους μεγέθυνση έχει τα στοιχεία τόσο του ωραίου ονείρου όσο και του εφιάλτη – ανάλογα με την σκοπιά του ονειρευτή.
Δημόσιες της παλέτας
Αναμφισβήτητα ένας Ναός του Έρωτα για κάποια συγκεκριμένη Γυναίκα θα τοιχογραφούσε την τιμώμενη μέχρι το παραμικρό της δαχτυλάκι. Μακάριοι οι ζωγράφοι που χάρη στην παλέτα τους πολλαπλασίασαν την αγαπημένη τους σε αιώνια ακινησία, δίνοντας και σ’ εμάς τους ταπεινούς βλεψίες την δυνατότητα να κρυφοκοιτάξουμε εκείνα που μόνο αυτοί έβλεπαν. Αυτοί δεν ζήλευαν όπως εγώ, που θεωρούσα αδιανόητο να εκθέτω σε κοινή θέα εκείνα που με τόσο κόπο έφταναν στην δική μου. Ο Νταλί κοινώνησε τα πόδια της Γκαλά του σε άλλα δυο έργα: στο «Πόδι της Γκαλά» (δεξιό τμήμα), ο ίδιος αγγίζει εν είδει δακτυλικής αυτοψίας με τον δείκτη του αριστερού χεριού το προτεταμένο δεξί πέλμα της, που, αναδυόμενο μέσα από ένα κατάλευκο παντελόνι, καθίσταται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Δεκαετίες νωρίτερα από τους χαριεντισμούς του εργαστηρίου, την είχε χρωματίσει ως Ατομική Λήδα, με τα νύχια των ποδιών της βαμμένα κόκκινα. Εδώ ο μύθος της Λήδας με τον Κύκνο (κατά την φιλοτέχνηση του οποίου δεκάδες έργα αποδίδουν τις εύγλωττες κινήσεις των ποδιών ενός σώματος που ετοιμάζεται να βιαστεί ή ήδη βιάζεται) τοποθετείται σε πεντάγωνο που συμβολίζει, σύμφωνα με μια ερμηνεία, την τελειότητα στην ζωή και την χρυσή αναλογία στην τέχνη.
Σε αντίθεση με την ακόρεστη των συνουσιών κυρία Νταλί, λιγότερο εξωστρεφής κι εμφανώς πιο μυστηριώδης ήταν μια άλλη εκτεθειμένη σύνευνη περιώνυμου, η κυρία Ντε Κίρικο, που ο καλλιτέχνης απέδωσε με ευκρινέστατα πέλματα στους Λουόμενους στην παραλία αλλά και με όλες τις απόψεις των ποδιών της, ταυτοποιώντας την ως Άρτεμη που κοιμάται στο δάσος, ως Αλκμήνη που ξεκουράζεται, ως καθήμενη γυμνή και ως ανώνυμη γυμνόστηθη αυτόπτη των ηρωισμών του Αγίου Γεωργίου κατά του δράκου.
Να λοιπόν που ένα έργο τέχνης καταμαρτυρούσε κάτι που συνήθως χαριζόταν μόνο στον νόμιμο θεατή. Άραγε θα μπορούσα να κάνω το ίδιο; Αν για έναν μέσο όρο η γυμνότητα της αγαπημένης αποτελεί απολύτως ιδιωτικό θέαμα, πόσο μάλλον κάθε ερωτικό της σημείο (άρα κι εκείνα που ο καθείς θεωρεί ερωτικά), τότε πώς να μοιραζόμουν τα πέλματα, αποκορυφώματα γύμνιας και λιβιδισμού; Δεν θα υπέκυπτα σε μια μορφή κανδαυλισμού, όπως ονόμασαν διακεκριμένοι ψυχοπαθολόγοι την επίδειξη ιδιαίτερων στιγμών ή σημείων μιας γυναίκας σε τρίτους, πρακτική που άσκησαν αμέτρητοι άντρες, από τον ονοματοδότη Κανδαύλη, που παρέδωσε το θέαμα της λουόμενης γυναίκας του στον Γύγη μέχρι τον Νταλί, που απολάμβανε την Γκαλά του συνουσιαζόμενη με εραστές εύκαιρους και μάρτυρες εν γνώσει της αυτόπτες;
Έστω, η Ιζαμπέλλα και η Γκαλά καταλάγιασαν την ζήλεια που με καψάλιζε κάθε φορά που τα πόδια της Ηλέκτρας μου έβγαιναν στις αγορές, όπως έγραφα με τον άκομψο οικονομικό όρο που εννοούσα κατά κυριολεξία, καθώς η εκλεκτή μου συχνά τα περιέφερε μπροστά στα βλέμματα των άλλων. Τουλάχιστον, άνοιγαν μια ρωγμή στην κτητική ζηλοτυπία ή έστω την εξευμένιζαν με έναν όρο: αν η αγαπώμενη δεν προσφέρεται σε μερικούς τυχαίους περαστικούς αλλά στην επικράτεια των πινέλων ή των μολυβιών και άλλων τεχνοπλαστικών, τότε πρόκειται για άξια κατάθεση στο πολύτιμο κοινόβιο ταμείο της τέχνης από το οποίο αντλούμε για να επιβιώνουμε όσο γλυκύτερα γίνεται, συνεπώς οφείλουμε, ενίοτε, να ενισχύουμε.
Πιστωμένες των ταπεινών πραγμάτων
Έξω από την πανύψηλη Αγία Θεοδοσία, την επαναβαφτισμένη ως Γκιούλ τζαμί, ένας καναπές στην μέση του πεζοδρομίου μου θύμισε έναν παλιό έρωτα που με συντρόφευε σ’ όλες τις χειρονακτικές μου μετακομίσεις. Κουβαλούσαμε το ασήκωτο έπιπλο από το ένα σπίτι στο άλλο και όταν νιώθαμε πως θα σωριαστούμε το αφήναμε στο πεζοδρόμιο και καθόμασταν, αγκαλιασμένοι, χαζεύοντας τους περαστικούς που με την σειρά τους μας κοιτούσαν με απορία ή οίκτο. Εμείς το θέαμά τους κι εκείνοι το δικό μας. Υπάρχει κάποιο κοιμητήριο όπου ξεκουράζονται για πάντα οι παλιοί έρωτες, όπου διατηρούνται άφθαρτοι οι εαυτοί που άλλοτε και αλλού ζευγάρωσαν, μέχρι να αντικατασταθούν από επόμενους εαυτούς και νέους εραστές; Μήπως μοιάζει με τα οθωμανικά νεκροταφεία, σαν κι αυτό που είδα κολλητά με τα μαρμαράδικα, δίπλα στην Βεφά, με τους κάθετες λίθινες πλάκες, κάποτε στραβά χωμένες, που κρατούν έτσι σε κοινό τόπο όσους ξάπλωναν σε κοινή κλίνη;
Κι αν τα ζεύγη αυτά διατηρούνται σφιχταγκαλιασμένα ασφαλώς σε κάποια γη, τα πράγματα της καθημερινότητάς τους δεν αξίζουν ένα δικό τους μουσείο; Εκεί θα είχε θέση ο καναπές που ενέγραψε σε μια οριζόντια και μια κάθετη πλευρά την καμπύλη γεωμετρία μιας αγκάλης αλλά και τα πλέον ταπεινά αντικείμενα, που άλλοτε έβλεπα πεταμένα στις εγκαταλειμμένες μονοκατοικίες της Άνω Πόλης και ξανάβρισκα εδώ σε κατάφορτα μπαλκόνια και αυλές: τα τσίγκινα κουτιά με την σάλτσα ντομάτας που μπορεί να έδεσε ένα φαγητό λατρείας ή τα πλαστικά μπουκάλια των απορρυπαντικών που καθάρισαν τα ρούχα των αγαπώμενων. Κι αν τα ποτισμένα συναισθήματα δεν είναι ορατά, τα ίδια τα άφθαρτα υλικά των αντικειμένων εγγυώνται για το αρχαιολογικό τους μέλλον. Από την άλλη, οι ναοί, δείγματα ενός άλλου, υπερβατικού έρωτα, περιδεείς κτίσεις του χθες έγιναν ταπεινές κατοικίες ή αποθήκες του σήμερα, οικοδομικό υλικό ή απαρατήρητο φόντο άλλων κτισμάτων. Αλλάζουν εμφάνιση και χρήση, βρίσκονται πια «αλλού».
Όμως τα πόδια παραμένουν ίδια κι απαράλλαχτα ανά τους αιώνες – όχι μόνο η κάτοψή τους με τις μύριες για τον υποψιασμένο μελετητή παραλλαγές αλλά και τα έθιμα και οι συνήθειές τους, η εξάρτησή τους από τους τόπους που ζουν, η προσφορά τους στα σώματα όλης της ανθρωπότητας, που την πηγαίνουν, την φέρνουν, την κρατούν όρθια και την προχωρούν μπροστά. Μόνο που παραμένουν αδικημένα μέσα στον χρόνο, καθώς κάποια μνημεία τουλάχιστον «σώζονται» και στέκουν, αναδύονται από την γη ή αναστηλώνονται περίοπτα μπροστά στα μάτια των επισκεπτών, κερδίζοντας μια οριστική θέση στα λευκώματα και τα ειδικά βιβλία, ενώ τα πόδια περνούν φευγαλέα στην Ιστορία, χωρίς κεντρική θέση στις τέχνες των ανθρώπων.
Μαθητευόμενες των τακουνιών
Τότε για άλλη μια φορά με είδα σε θέση που μου άρμοζε, αρμονική όχι μόνο για μένα αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο, καθώς θα αποκαθιστούσε οριστικά την αδικία. Βρέθηκα ψηλά, στον τρούλο του Παντεπόπτη, και παρατηρούσα τις γυναίκες της πόλης, εκατομμύρια ποδιών να την ομορφαίνουν. Απ’ όσο γνώριζα, το προσωνύμιό του ήταν μοναδικό στην ιστορία, πιστωμένο μόνο σ’ εκείνο τον ναό. Τώρα ο Παντεπόπτης των ποδιών θα ήμουν εγώ, ο Ιστορικός και Αρχαιολόγος τους, ο Συγγραφέας και Εγκυκλοπαιδιστής τους. Άκουγα ακόμα και τους ήχους τους, να πλατσουρίζουν στα χαμάμ, να τρίβονται στα κρεβάτια ή να στραβοπατούν με τακούνια στα λιθόστρωτα.
Τα τακούνια μιας γυναίκας που ολοένα και πλησίαζε με ξύπνησαν. Είχα αποκοιμηθεί στον καναπέ, σε ύπνο δημόσιο, και με ξύπνησε μια νεαρή περαστική με τις πρώτες γυμνές γάμπες της σαιζόν. Σηκώθηκα σαν υπνωτισμένος και την ακολούθησα, με υπόκρουση το κρουστό της σάουντρακ. Οι γόβες της με ενδιέφεραν όχι επειδή άλλαζαν την γεωμετρία των ποδιών της αλλά για την βέβαιη εκσφενδόνισή τους μόλις έφτανε στο σπίτι της, συνοδευόμενη ίσως με κάποιο «αχ». Η κοπέλα, μια εμφανώς μαθητευόμενη των τακουνιών, με οδήγησε μέσα από παρόδους σε μια σκεπαστή αγορά, χώθηκε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και φόρεσε μια λευκή ποδιά. Την αιχμαλώτισα στο γάμμα που σχημάτιζε το κατάστημα και με το θάρρος του πελάτη τής ψέλλισα σε αργά αγγλικά πόσο γλυκά φάνταζαν τα πόδια της μέσα στις γόβες. Μου ζήτησε να την ακολουθήσω, πράγμα που έκανα, όχι χωρίς κάποια αμυδρή ανησυχία μήπως με οδηγήσει σε κάποιον κρυμμένο προσωπάρχη των ηθών, και σταμάτησε μπροστά σε μια προθήκη πλημμυρισμένη κόκκινες, κίτρινες και μωβ γόβες, γεμάτες με σοκολατάκια τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο.
Εκεί με παράτησε σύξυλο, ορθά μεταφρασμένο ως προς τα γλυκά και τις γόβες, αλλά θλιβερά διαπιστευμένο ως έναν από τους χιλιάδες αγοραστές μιας τουριστικής συσκευασίας. Τότε, καθώς αλλεπάλληλα χέρια άρπαζαν τα ψεύτικα παπούτσια για κάποιο δώρο ή ενθύμιο, ευχήθηκα, τουλάχιστον, κάποιος αποδέκτης, την στιγμή που θα ξετύλιγε με βουλιμία τα περιεχόμενα, να αντιλαμβανόταν πως τα πραγματικά γλυκίσματα κρύβονται στις γόβες των δρόμων και μπορεί να μην τρώγονται, όμως δαγκώνονται σαν την πρώτη μπουκιά μιας πάστας ή γλείφονται όπως το παγωτό. Πήρα κι εγώ ένα ζευγάρι, ευχαρίστησα με γλυκόπικρο χαμόγελο την υπάλληλο και κάθισα έξω σ’ ένα πεζούλι να τα φάω, ένα για κάθε περαστική με αξιοφάγωτα, όπως μάντευα, πόδια.
{συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Οι φωτογραφίες είναι του συγγραφέα.