Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/klimakes/to-swsto-kai-to-laoos-sth-glwssa
Η νεοελληνική γλώσσα, όπως κάθε γλώσσα, εξελίσσεται διαρκώς παρακολουθώντας τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία, διαπίστωση την οποία ορισμένοι δεν θέλουν να παραδεχτούν. Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν εκατοντάδες άρθρα με θέμα «Γλωσσικά λάθη», «Επισημάνσεις ποικίλων γραμματικών και εκφραστικών λαθών», κ.τ.ό., συχνά όμως οι αναπαραγόμενες «οδηγίες και συμβουλές» των υποτιθέμενων ειδικών στηρίζονται σε εσφαλμένη βάση. Πρόκειται κατά κανόνα για μονόπλευρες και ατεκμηρίωτες θέσεις, χωρίς το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο. Το «σωστό» και το «λάθος» στη γλώσσα έχει σχετική αξία, όπως θα φανεί από την αντίκρουση των παρακάτω υποδείξεων.
1. Το ουσ. λάθος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως επιθετικός προσδιορισμός: λανθασμένη άποψη (και όχι: λάθος άποψη).
Το ουσιαστικό λάθος χρησιμοποιείται ευρύτατα ως επίθετο κυρίως στον προφορικό λόγο. Συγγνώμη, πήρα λάθος νούμερο θα ανταπαντήσει κάποιος στο άγνωστο πρόσωπο που σήκωσε το τηλέφωνο. Από την αφηρημάδα μου πήρα λάθος λεωφορείο θα πει κάποιος αυθόρμητα. Αν πει: Πήρα λανθασμένο λεωφορείο θα βάλει τα γέλια όποιος το ακούσει.
2. Κακώς χρησιμοποιούνται αδόκιμες λέξεις όπως: νεολαίος, πισωγύρισμα, αντιπαλότητα κλπ.
Γιατί είναι αδόκιμες οι λέξεις αυτές; Οι νεολαίοι του κόμματος θα πούμε, όχι οι νέοι. Το πισωγύρισμα ανήκει στον προφορικό λόγο, εκτός του ότι παραπέμπει σε συγκεκριμένο κομματικό λεξιλόγιο. Θα διαγράψουμε με μια μονοκοντυλιά την αντιπαλότητα επειδή δεν αρέσει σε κάποιον η λέξη; Η χρησιμότητά της φαίνεται με μια πρώτη ματιά στο σχετικό λήμμα του Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2014: Εθνικό Τυπογραφείο. [εφεξής ΧρΛεξ]
αντιπαλότητα [ἀντιπαλότητα] α-ντι-πα-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {αντιπαλοτήτ-ων}: ανταγωνισμός, σύγκρουση, αντιπαράθεση: αιώνια/θρησκευτική/ιδεολογική/πολιτική ~. Παραδοσιακή ~ μεταξύ δύο χωρών. Μίσος και ~ (πβ. εχθροπάθεια). Κλίμα/σχέση ~ας. ~ες, πάθη και εντάσεις. Επίλυση των ~ων. Πβ. αντιζηλία, διαμάχη, εχθρότητα. Βλ. -ότητα.
[< γαλλ. rivalité]
3. Δέσμη μέτρων (και όχι: πακέτο), εκδοχή πολιτικών εξελίξεων (και όχι: σενάριο).
Η υπόδειξη να αποφεύγουμε την έκφραση πακέτο μέτρων υποδηλώνει άγνοια των σημασιολογικών αλλαγών που έχει υποστεί η λέξη πακέτο, οποία δεν σημαίνει μόνο «τυποποιημένη συσκευασία, συνήθ. με τη μορφή μικρού χάρτινου κουτιού». Έχει αποκτήσει τη μεταφορική σημασία (βλ. ΧρΛεξ) «σύνολο στοιχείων που συνδέονται μεταξύ τους, δέσμη»: ασφαλιστικό πακέτο.
Η λεξική σύναψη εκδοχή πολιτικών εξελίξεων εμφανίζει πολύ χαμηλή συχνότητα σε σχέση με τα σενάρια πολιτικών εξελίξεων. Ο συνδυασμός σενάρια εκλογών παρουσιάζει στο Google 46.600, ενώ οι εκδοχές εκλογών 0 παραδείγματα (28.9.2018). Αν ενοχλεί το σενάριο, διερωτώμαι πώς θα πούμε το διδακτικό/εκπαιδευτικό σενάριο το οποίο αξιοποιεί τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας και έχει ανοίξει νέους δρόμους στη μαθησιακή διαδικασία.
4. Αποφεύγουμε ξένες λέξεις και εκφράσεις, όταν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές: καριέρα (σταδιοδρομία), σαμποτάζ (δολιοφθορά), ίματζ (εικόνα, εντύπωση), πρεστίζ (κύρος), γκλάμουρ (σαγήνη, αίγλη), σνομπάρω (περιφρονώ, υποτιμώ), μίτινγκ (συνάντηση), κουλ (ψύχραιμος), τιμ (ομάδα), πρότζεκτ (έργο, μελέτη), ντιζάιν (σχέδιο).
Όλες οι παραπάνω λέξεις έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής και δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά ούτε και χρειάζεται, να τις αποφεύγουμε.
Καριέρα είναι βέβαια η σταδιοδρομία, επομένως οι δύο λέξεις ταυτίζονται κατά κάποιον τρόπο σε ορισμένα συγκείμενα (λαμπρή καριέρα/σταδιοδρομία), στα περισσότερα όμως διαφοροποιούνται. Στα σώματα κειμένων της Ακαδημίας Αθηνών η καριέρα εμφανίζεται 5 φορές συχνότερα απ’ ό,τι η σταδιοδρομία. Ο διπλωμάτης καριέρας είναι παγιωμένη έκφραση, ενώ ο διπλωμάτης σταδιοδρομίας δεν λέγεται, εκτός αν θέλει κάποιος να δείξει ότι είναι καθαρολόγος. Έκανε καριέρα στο εξωτερικό είναι μια απόλυτα φυσιολογική διατύπωση, ενώ το Έκανε σταδιοδρομία στο εξωτερικό είναι κάπως αφύσικη έκφραση. Αποδεκτή είναι η πρόταση Σταδιοδρόμησε στο εξωτερικό. Η καριέρα συνυποδηλώνει την επαγγελματική εξέλιξη ή καταξίωση με κάθε τρόπο, συχνά με εγωιστικά ή άλλα κίνητρα, φτάνοντας στα όρια του τυχοδιωκτισμού. Ενδιαφέρεται μόνο για την καριέρα του λέμε απαξιωτικά, εξού και καριερισμός, καριερίστας, καριερίστικος, δεν υπάρχουν όμως αντίστοιχα παράγωγα από τη λέξη σταδιοδρομία.
Τo σαμποτάζ < γαλλ. sabotage, 1870, αποτελεί διεθνισμό. Στη Νεοελληνική μεταφράστηκε ως «δολιοφθορά», δεν καλύπτει όμως όλες τις σημασίες της γαλλικής λέξης. Ακόμα και αν μπορέσει κάποιος να αποφύγει το ουσιαστικό, το ρήμα σαμποτάρω είναι δύσκολο να αποδοθεί με ένα μόνο ρήμα, αφού, ανάλογα με το συγκείμενο, δηλώνει «δυναμιτίζω, ναρκοθετώ, τορπιλίζω, υπονομεύω, υποσκάπτω, φαλκιδεύω».
Το ίματζ δεν είναι ούτε για μένα «ωραία λέξη». Η υποκειμενική αυτή διαπίστωση δεν σημαίνει από μόνη της τίποτα. Σημασία έχει ότι ο νεολογισμός αυτός απεικονίζει μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Δεν ισοδυναμεί ούτε με την «εικόνα» ούτε με την «εντύπωση». Πιο πολύ έχει να κάνει με το γόητρο, το κύρος, το πρεστίζ (και η λέξη αυτή επικρίνεται από τους καθαρολόγους οι οποίοι παραγνωρίζουν τις υφολογικές της ιδιαιτερότητες). Πρόκειται για τη «δημόσια εικόνα προσώπου, θεσμού, προϊόντος, η οποία προβάλλει κυρίως τα θετικά του στοιχεία από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας».
Το γκλάμουρ συνδέεται με την αίγλη, όχι όμως με τη σαγήνη που σημαίνει «γοητεία, ακατανίκητη έλξη». Τα παράγωγα γκλαμουράτος και γκλαμουριά έχουν, όπως και η πρωτότυπη λέξη, ειρωνική σημασία. Ο γκλαμουράτος γάμος παραπέμπει σε χουλιγουντιανή υπερπαραγωγή, σε γάμο με ασυνήθιστη χλιδή, προκλητική πολυτέλεια και επιδειξιομανία, δεν είναι ούτε «καλαίσθητος», ούτε «κομψός», ούτε «σαγηνευτικός», αφού τα επίθετα αυτά έχουν πάντα θετική συνυποδήλωση.
To σνομπάρω εκφράζει ό,τι περίπου και τα ρήματα περιφρονώ και υποτιμώ. Δεν μεταφέρουν, όμως, με την ίδια ένταση τη συνυποδηλωτική σημασία του υπερόπτη και αλαζόνα. Ας υποθέσουμε ότι μπορεί να περιθωριοποιηθεί το σνομπάρω. Το ουσιαστικό σνομπ, σε ρόλο ουσιαστικού και επιθέτου, δεν είναι εύκολο να διαγραφεί από το νεοελληνικό λεξιλόγιο για ιστορικούς και υφολογικούς λόγους. Ένας ηλικιωμένος κύριος μπορεί να πει: Αυτός ο νεαρός υποτιμά τους άλλους. Ας αφήσουμε και το νέο παιδί να εκφραστεί στη δική του γλώσσα: Αυτός ο κυριλέ τύπος το παίζει πολύ σνομπ. Η σνομπαρία, το σνομπάρισμα και ο σνομπισμός επιτελούν ανάλογες υφολογικές λειτουργίες στον προφορικό λόγο. Ο όρος σνομπ διαδόθηκε ευρύτατα και εκτός Αγγλίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, χάρη στο αξεπέραστο για το γεμάτο κυνισμό και τρυφερότητα έργο The Book of Snobs (1848) (Το βιβλίο των σνομπ) του William Makepeace Thackeray (1811-1863).
Το μίτινγκ δηλώνει «συνάντηση», αλλά όχι την οποιαδήποτε. Αν πει κάποιος: Το μίτινγκ με τους παλιούς συμμαθητές μου με συγκίνησε σημαίνει ότι έχει άγνοια της σημασίας της λέξης. Πρόκειται για «αθλητική διοργάνωση και γενικότερα επίσημη συνάντηση προσώπων για επαγγελματικούς λόγους». Είναι πιθανόν να έχει κάποιος μια τυχαία συνάντηση, όχι όμως ένα τυχαίο μίτινγκ.
Η επιμονή ορισμένων ότι το επίθετο κουλ πρέπει να αντικατασταθεί από το υποτιθέμενο συνώνυμο «ψύχραιμος» κρίνεται παράλογη από αυτούς που ξέρουν την ακατανίκητη δύναμη της νεανικής αργκό, όπως επίσης την ιστορία και την πολυσημία της λέξης, η οποία έχει γίνει δεκτή σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Θα γελοιοποιηθεί αναμφισβήτητα όποιος επιχειρήσει, σύμφωνα με τις υποδείξεις των καθαρολόγων, να κάνει λόγο για «ψύχραιμη τζαζ». Jazz cool τη λένε οι Γάλλοι από το 1952. Στο ΧρΛεξ το σχετικό λήμμα έχει την ακόλουθη μορφή:
κουλ επίθ. {άκλ.} (νεαν. αργκό) ΣΥΝ. κουλαριστός 1. ατάραχος, ήρεμος, ψύχραιμος: Να είσαι ~. Πολύ ~ τύπος. Πβ. ακομπλεξάριστος. ΑΝΤ. αγχώδης, νευρικός.|| (ΜΟΥΣ.) ~ τζαζ (= χαλαρή). 2. προς δήλωση επιδοκιμασίας· πολύ καλός: ~ μέρος. Πολύ ~ ιδέα.|| (ως επίρρ.) -Πώς σου φαίνεται/το βλέπεις; -~! 3. μοδάτος, μοντέρνος: ~ ντύσιμο/στιλ. Δεν είναι ~ να ... Πβ. τρέντι. [< αγγλ. cool, γαλλ. ~, 1952, ιταλ. ~, 1960]
Το τιμ συμπίπτει σε ορισμένα συγκείμενα με την ομάδα. Σε κάποιες περιπτώσεις υπερτερεί στατιστικά το αγγλικό team. Το σύμπλοκο προπονητικό τιμ είναι πολύ πιο συχνό από το συνώνυμο προπονητική ομάδα. Αν, σύμφωνα με τους καθαρολόγους, πρέπει να αποφύγει κάποιος το τιμ, η έκφραση το προπονητικό τιμ της ομάδας οφείλει να γίνει η προπονητική ομάδα της ομάδας, πρόταση που είναι αφύσικη. Η ποδοσφαιρική ομάδα, εξάλλου, δεν ταυτίζεται με το ποδοσφαιρικό τιμ. Το ιατρικό τιμ της ομάδας υπάρχει. Η ιατρική ομάδα της ομάδας είναι άγνωστη. Εδώ δεν παίζουμε με τις λέξεις, αλλά διαπιστώνουμε τα αδιέξοδα των μονόπλευρων ή ισοπεδωτικών προτάσεων.
Η ταύτιση του πρότζεκτ με το «έργο» και τη «μελέτη» είναι εντελώς εσφαλμένη. Δεν είναι, επίσης, σε καμιά περίπτωση συνώνυμο με την «ερευνητική εργασία». Τα υποτιθέμενα δύο πρώτα μεταφραστικά ισοδύναμα είναι πολύσημα και ανήκουν μαζί με το πρότζεκτ στο ίδιο χαλαρό σημασιολογικό πεδίο. Αυτό δεν σημαίνει ότι στη θέση της αγγλικής λέξης μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι δύο αυτές ελληνικές λέξεις, οι οποίες συνειδητά δεν αναφέρονται καν στο σχετικό λήμμα του Χρηστικού Λεξικού:
πρότζεκτ πρό-τζεκτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σχέδιο, σχεδιασμός εργασίας, δράσης, που εκπονείται συνήθ. με ομαδικό πνεύμα: Εταιρεία που αναλαμβάνει μεγάλα ~. ~ μάνατζερ. 2. ΠΑΙΔΑΓ. & (συχνότ.) σχέδιο εργασίας: διδακτική μέθοδος, τρόπος ομαδικής εργασίας στην οποία συμμετέχουν μέλη της σχολικής τάξης: διαθεματικά ~. [< αγγλ. project, 1916]
Τα πρότζεκτ αποτελούν οργανωμένο πλαίσιο έρευνας, με επίκεντρο βιωματικές και επικοινωνιακές δραστηριότητες τις οποίες υλοποιεί συνήθως ομάδα μαθητών με την εποπτεία και εμψύχωση του δασκάλου ή του καθηγητή τους.
Το ντιζάιν (design) οι καθαριστές της γλώσσας υποδεικνύουν να το λέμε «σχέδιο». Άλλοι προτείνουν εντελώς αδόκιμες μεταφράσεις: «σχεδιασμός, σχεδιολόγηση, σχεδιολόγημα, προσχέδιο, προμελέτη, πρότυπο, τύπος», φέρνοντας στην επιφάνεια την πλήρη αμηχανία αντιμετώπισης του μεταφραστικού αυτού προβλήματος. Δεν κατάλαβαν ότι η λέξη πρέπει να μείνει αμετάφραστη γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Και ο ντιζάινερ θα παραμείνει γιατί δεν είναι απλώς «διακοσμητής, στιλίστας, σχεδιαστής». Το επίθετο ντιζαϊνάτος, κυρίως στον προφορικό λόγο, δεν έχει, επίσης, κάτι ισοδύναμο στη γλώσσα μας.
5. Αποφεύγουμε ερμηνεύματα αγγλικών λέξεων ελληνικής προελεύσεως που οι αντίστοιχες τους ελληνικές έχουν άλλη σημασία (π.χ. φανταστικός: ο της φαντασίας, τρομερός: ο προξενών τρόμο, και όχι καταπληκτικός, υπέροχος, που σημαίνουν οι αγγλικές fantastic, terrific). Επίσης, δεν μεταφράζονται αγγλισμοί: απευθείας μετάδοση (και όχι: ζωντανή μετάδοση).
Η πρώτη υπόδειξη είναι από μόνη της «τρομερή» με την αρχική σημασία της λέξης, καθώς γίνεται προσπάθεια ταρίχευσης της γλώσσας. Οι σημασίες «καταπληκτικός, υπέροχος» και για τα δύο επίθετα είναι προϊόν της αναπόφευκτης γλωσσικής εξέλιξης και της αλληλεπίδρασης των γλωσσών. Οι νεότερες σημασίες τις οποίες αποκηρύσσουν οι επίδοξοι προστάτες της γλώσσας υπάρχουν σε όλα τα νεότερα λεξικά της Νεοελληνικής, το γεγονός όμως αυτό δεν τους αρκεί για να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα.
Τέλειος παραλογισμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η υπόδειξη να αποφεύγει ο κόσμος αυτό που έχει εδώ και δεκαετίες καθιερωθεί. Η ζωντανή μετάδοση παρουσιάζει στο Google 949.000 παραδείγματα και η απευθείας μετάδοση 176.000 (28.9.2018).
6. Πριν από την έναρξη (και όχι: πριν την έναρξη).
Το πριν ως πρόθεση συντάσσεται με την από, στον προφορικό όμως λόγο παραλείπεται πολύ συχνά. Η απορριπτέα σύνταξη ανταγωνίζεται πλήρως την προτεινόμενη. Η έκφραση πριν λίγες μέρες λέγεται συχνότερα. Το πριν από λίγες μέρες παρουσιάζεται σε προσεγμένο γράψιμο. Απόλυτοι κανόνες δεν υπάρχουν, όπως δείχνει η στερεότυπη έκφραση Πέθανε πριν την ώρα της.
7. Ευχαριστούμε όλους όσοι μας συμπαραστάθηκαν (και όχι: όσους, διότι είναι υποκ. στο ρ. που ακολουθεί), ή: ευχαριστούμε όσους ...
Η υπόδειξη αυτή δείχνει την εμμονή σε μονόπλευρους κανόνες. Με το σκεπτικό ότι το υποκείμενο είναι πάντα σε ονομαστική πτώση εκφοβίζονται και νιώθουν ντροπή πολλοί φυσικοί ομιλητές, ιδίως οι μαθητές, καθώς δεν θα έλεγαν ποτέ «τον Γιώργο είναι καλό παιδί». Αποδέχονται, επομένως, ασυζητητί το «φρικτό λάθος» τους. Όταν όμως μιλούν αυθόρμητα ξεχνούν τον κανόνα και λένε «όλους όσους», χωρίς πολλοί να γνωρίζουν ότι δεν κάνουν κανένα λάθος, αφού η έλξη του αναφορικού είναι ήδη αρχαία.
8. απαθανατίζω (και όχι: αποθανατίζω), αντεπεξέρχομαι (και όχι: ανταπεξέρχομαι), μελαψός (και όχι: μελαμψός), χειρουργός (και όχι: χειρούργος), παρεισφρέω (και όχι: παρεισφρύω), ακατονόμαστος (και όχι: ακατανόμαστος).
Το αποθανατίζω, όπως και το ανταπεξέρχομαι, αποτελούν στοιχεία του προφορικού λόγου και δεν είναι καταδικαστέα.
Η απόρριψη του τύπου μελαμψός είναι ακατανόητη, κυρίως για τους αρχαιόπληκτους, αφού η λέξη υπάρχει ήδη στον Κοσμά Ινδικοπλεύστη, χριστιανό γεωγράφο του 6ου μ.X. αιώνα, με τη σημασία «μαύρος, μαυριδερός» (για το κόκκινο κρέας). Στο ΧρΛεξ καταγράφονται οι δύο τύποι ως ισοδύναμοι, προκρίνεται όμως με στατιστικά κριτήρια ο τύπος μελαμψός. Η προτίμηση που δείχνει ο κόσμος στον τύπο με -μ- οφείλεται στο ότι θεωρείται πιο εύηχος, με παράλληλη επίδραση των λέξεων γαμψός και κομψός, καθώς δεν υπάρχουν νεοελληνικές λέξεις που λήγουν σε –ψός.
Έχει χυθεί πολύ μελάνι χωρίς λόγο για να απαντηθεί το ερώτημα: «χειρούργος ή χειρουργός»; Το χειρούργος ενοχλεί ορισμένους γιατρούς της ειδικότητας αυτής γιατί παραπέμπει στο «κακούργος» και «πανούργος». Η χρήση έχει επιβάλει το χειρούργος στον προφορικό λόγο, ενώ το χειρουργός ανήκει στο επίσημο ύφος. Ο κόσμος, πάντως, λέει αυθόρμητα: «χειρούργος» και «χειρούργος οδοντίατρος». ΄Ηδη στο λεξικό της «Πρωίας» οι δύο τύποι εμφανίζονται ισοδύναμοι.
Το παρεισφρέω ανήκει στο απαιτητικό λεξιλόγιο. Η καταχρηστική χρήση παρεισφρύω οφείλεται στην αναλογική δύναμη των συνωνύμων διεισδύω και παρεισδύω. Το καταχρηστικό παρείσφρυση, αντί παρείσφρηση, οφείλεται, επίσης, στη δύναμη της αναλογίας, κατά το διείσδυση και παρείσδυση.
Το ακατονόμαστος των μεταγενέστερων χρόνων λέγεται και γράφεται συχνότερα από το αποδεκτό ακατανόμαστος, προφανώς λόγω αναλογικού σχηματισμού, μονοπώλησης σχεδόν στη Νεοελληνική του μορφήματος ακατα-: ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ακατανόητος, ακαταπόνητος, ακατάστατος κ.τ.ό., έναντι μόνο του ακατόρθωτος. Ενδέχεται σε λίγες δεκαετίες να μην ενοχλεί πια.
9. Των (πρώην) τριτόκλιτων θηλυκών ουσιαστικών να προτιμάται η γενική σε -έως αντί σε -ης μετά από λόγιες προθέσεις ή λόγιες ή μη λόγιες τυποποιημένες φράσεις: σχέδιο πόλεως, πρώτης τάξεως, οδηγίες χρήσεως, έτος ιδρύσεως κλπ.
Η γενική σε -εως υποχωρεί σταθερά σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και δεν πρόκειται να βελτιωθεί η θέση της με αυτές τις γενικόλογες υποδείξεις. Θα ήταν προτιμότερο να συγκεντρωθούν οι σταθερές συνάψεις που δεν επιδέχονται αλλαγή, όπως βρέθηκα προ εκπλήξεως και όχι προ έκπληξης. Η έκφραση ένταξη στο σχέδιο πόλης έχει διπλάσια συχνότητα απ’ ό,τι η λόγια διατύπωση. Αντίθετα, το σύμπλποκο μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία παρουσιάζεται τρεις φορές πιο συχνά από το μιας πρώτης τάξης ευκαιρία. Το έτος ιδρύσεως της εταιρείας παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές. Το έτος ίδρυσης ανταποκρίνεται περισσότερο στη σύγχρονη γλωσσική χρήση.
10. Τέως βασιλιάς: ο μέχρι προ τινος βασιλιάς. Πρώην βασιλιάς: ο πριν από πολύ καιρό βασιλιάς.
Η σαφής διάκριση ανάμεσα στα επιρρήματα τέως και πρώην δεν ισχύει πια. Στην πράξη ίσως να μην ίσχυσε ποτέ. Στο εννεάτομο Mέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης του Δ. Δημητράκου (1936-1950) είχε ήδη καταγραφεί η διαπίστωση ότι το τέως χρησιμοποιείται αντί του πρώην (βλ. λήμμα τέως). Οι σημασίες του τέως «μέχρι πριν από λίγο καιρό» και του πρώην «για ιδιότητα που ανήκει στο παρελθόν» δεν είναι χρονικά ακριβώς προσδιορίσιμες, με αποτέλεσμα να συμπίπτουν ως προς την παρελθοντολογική δήλωση, επομένως να ταυτίζονται στα περισσότερα συγκείμενα. Δεν υπάρχει «χρονόμετρο» για να καθορίσει πότε ένας βασιλιάς, πρωθυπουργός, υπουργός, βουλευτής, δήμαρχος κ.ο.κ. είναι πρώην ή τέως.
11. Δεν αποφάσισα ακόμη, γιατί δεν έχω τα απαιτούμενα στοιχεία (και όχι: Δεν αποφάσισα ακόμη. Και αυτό γιατί ...).
Η παραπάνω υπόδειξη στερεί από τον φυσικό ομιλητή τον αυθορμητισμό του. Το θεωρούμενο ως εσφαλμένο εκφώνημα φέρνει στην επιφάνεια τη γνησιότητα της προφορικής επικοινωνίας. Ο άνθρωπος δεν είναι ρομπότ. Σκέπτεται και μιλά και συγχρόνως μιλά και σκέπτεται. Γιατί θεωρείται επιλήψιμο αν κάποιος, καθώς μιλά, κάνει μικρή ή μεγάλη παύση για να βρει τρόπο να συνεχίσει τη διατύπωση της σκέψης του; Το συχνά εμφανιζόμενο σύμπλοκο «και αυτό γιατί» λειτουργεί ως εμφατικό αιτιολογικό της προηγούμενης απόφανσης, με ή χωρίς παύση. Η Γαλλίδα συγγραφέας Ζοέλ Λοπινό έχει στο ενεργητικό της υπέροχα μυθιστορήματα στη γλώσσα μας, η οποία δεν είναι μητρική της. Δεν λαμβάνει υπόψη της τις ανούσιες υποδείξεις των καθαρολόγων γι’ αυτό γράφει τόσο ζεστά και ανθρώπινα. Στο μυθιστόρημα Αυτό το σπίτι είσαι εσύ (Αθήνα 2012: Καστανιώτης) διαβάζουμε: «Δεν πά’ να έχουν αποκτήσει όλα τα πτυχία του κόσμου, διαστρεβλώνουν συστηματικά την πραγματικότητα, και αυτό γιατί δεν είναι η γνώση που μας οδηγεί στον εαυτό μας, αλλά η σοφία».
12. Ποιούμαι την νήσσαν (κοινώς: κάνω την πάπια) (και όχι: ποιώ την νήσσαν).
Και οι δύο διατυπώσεις είναι αποδεκτές. Η φράση εμφανίζεται κυρίως στο γ΄ πρόσωπο. Το ποιεί τη(ν) νήσσα(ν) έχει πλέον καθιερωθεί, ενώ το ποιείται τη(ν) νήσσα(ν) περιθωριοποιείται ολοένα και περισσότερο ως «υπερκαθαρευουσιανισμός». Συμμερίζομαι την άποψη του Σαραντάκου ότι «εδώ έχουμε χαριτόλογη ‘‘μετάφραση’’ της λαϊκής έκφρασης ‘‘κάνει την πάπια’’ στην καθαρεύουσα, όπως άλλοι λένε ‘‘στα παλαιότερα των υποδημάτων του’’, οπότε δεν βλέπω γιατί είναι σωστό μόνο το ποιούμαι και όχι το ποιώ».
13. Η λέξη αυτή απαντά συχνά στον Όμηρο (και όχι: απαντάται).
Και οι δύο διατυπώσεις είναι δόκιμες. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες εναλλακτικές δυνατότητες οι οποίες καταγράφονται στο ΧρΛεξ: βρίσκεται, εμφανίζεται, μαρτυρείται, συναντάται, υπάρχει, χρησιμοποιείται. Ο γλωσσικός ρυθμιστής σε άλλη περίπτωση αντιφάσκει, καθώς προτιμά το ποιούμαι την νήσσαν και απορρίπτει το ποιεί.
14. Επί τούτω (και όχι: επί τούτου).
Στο ΧρΛεξ καταγράφεται η πραγματική χρήση η οποία αναιρεί την υπόδειξη του γλωσσικού ρυθμιστή:
επί τούτου 1. & (σπάν.-λόγ.) επί τούτω & επί τούτο: για τον λόγο ή τον σκοπό αυτό, επίτηδες: Το κάνει ~ ~, για να με εξοργίσει. Ο νόμος έγινε ~ ~ (πβ. ad hoc). Ο διαγωνισμός διενεργείται από την ~ τούτω συγκροτηθείσα επιτροπή. 2. σχετικά με αυτό: Θα ενημερωθείτε ~ ~. Η κυβέρνηση δεν θα τοποθετηθεί ~ ~. Ουδέν σχόλιον ~ ~!
15. Ενήργησα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μου (και όχι: στα πλαίσια). Τα τελευταία γεγονότα φοβάμαι πως θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου (και όχι: τους ασκούς).
Οι παραπάνω υποδείξεις αναπαράγουν τη στενή και μονόπλευρη λογική ανθρώπων που δεν συμβιβάζονται με τη γλωσσική πραγματικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις ο πληθυντικός εκφράζει έμφαση. Στατιστικά εμφανίζονται συχνότερα τα πλαίσια (που μπορεί να είναι πολλά) και οι ασκοί (ενώ ήταν πράγματι ένας, σύμφωνα με την ομηρική Οδύσσεια). Η γλώσσα δεν λειτουργεί ομοιόμορφα ούτε στηρίζεται στην άτεγκτη λογική. Η φράση άνοιξε το κουτί της Πανδώρας δεν έγινε τα κουτιά για να δηλωθεί έμφαση.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι τα ενδεικτικά παραδείγματα που παρουσίασα σε αυτήν εδώ την εργασία καθιστούν σαφές ότι τα κριτήρια με τα οποία ορίζεται το μεταγλωσσικό δίπολο «ορθό» - «λάθος» είναι σε αρκετές περιπτώσεις αυθαίρετα. Οι αλιευτές λαθών ή υποτιθέμενων «μαργαριταριών» αποδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις ότι δεν γνωρίζουν ή παραβλέπουν τους κανόνες λειτουργίας της γλώσσας οι οποίοι δεν συμβαδίζουν με αυτούς που δημιουργούν ή εφαρμόζουν εσφαλμένα οι ρυθμιστές της. Οι αποκλίσεις από τον κανόνα και οι νεολογισμοί αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του γλωσσικού συστήματος. Επιβεβαιώνουν ότι η γλώσσα δεν είναι κάτι το στατικό, ούτε μπορεί να περιοριστεί σε στενά καλούπια. Πρόκειται για ένα άψογα δομημένο και αρκετά ευέλικτο σύστημα, με πολλά υποσυστήματα, που υπόκειται σε διαρκείς αλλαγές, ανάλογες με αυτές που βλέπουμε στην κοινωνία χωρίς την οποία δεν υπάρχει γλώσσα.
Όλες οι περιπτώσεις που ανέφερα πιο πάνω εντάσσονται ρητά ή υπόρρητα στη γενική αντίληψη ότι η εξέλιξη της γλώσσας ισοδυναμεί συχνά με υποβάθμιση και παρακμή. Ορισμένες από τις παραπάνω υποδείξεις επιβεβαιώνουν ότι όσοι τις προτείνουν ή τις ασπάζονται περιφρονούν την αξία του προφορικού λόγου, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν είναι υποδεέστερος του γραπτού. Τα στερεότυπα εν γένει, και οι γλωσσικές προκαταλήψεις ειδικότερα, αναπαράγονται εδώ και χιλιάδες χρόνια και δεν ανατρέπονται από τη μια μέρα στην άλλη. Άλλο τόσο αποδεικνύεται η άγνοια ή υποβάθμιση της υφολογικής λειτουργίας που επιτελούν λέξεις και εκφράσεις που βρίσκονται στο στόχαστρο των κυνηγών λαθών. Οι ξένες λέξεις, ιδίως οι αγγλικές, οι οποίες εισέρχονται, ιδίως σήμερα, σε όλες της γλώσσες του κόσμου, λόγω των μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων και της οικονομικής, πολιτιστικής και τεχνολογικής επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, μπορεί να ενοχλούν πολλούς, τους περισσότερους όμως ενθουσιάζει το περιεχόμενο που μεταφέρουν και τα οφέλη που έχουν όλοι οι άνθρωποι όπου γης. Οι λέξεις σέλφι (αγγλικό selfie, 2002), σκάιπ (αγγλική εμπορική ονομασία Skype, 2003), φέισμπουκ (αμερικανική εμπορική ονομασία Facebook, 2004), και γιουτιούμπ (αμερικανικό YouTube, 2005), για να αναφέρω λίγους μόνο νεολογισμούς των αρχών του 21ου αιώνα από τον χώρο της υψηλής τεχνολογίας, έχουν γίνει δεκτές σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου, όχι γιατί είναι ωραίες, αλλά γιατί συνδέονται με ανακαλύψεις που άλλαξαν τη ζωή των ανθρώπων και τους φέρνουν πιο κοντά.
Η μεγάλη πρόκληση για όλους, ιδίως για τους δασκάλους, τους φιλολόγους και τους καθηγητές ξένων γλωσσών, είναι να απαγκιστρωθούν από τα γλωσσικά στερεότυπα. Για να διευρύνεται ο ορίζοντας της σκέψης τους, είναι απαραίτητο να συμβουλεύονται τουλάχιστον τρία με τέσσερα λεξικά, να επισημαίνουν τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, και να διαμορφώνουν τη δική τους άποψη ως αποτέλεσμα ώριμης κριτικής σκέψης την οποία μόνο έτσι θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν και στους μαθητές τους. Όπως σε ποικίλες ατομικές και κοινωνικές εκφάνσεις, έτσι και στη γλώσσα, δεν αρκεί η ανοχή στη διαφορετικότητα, όπως διακηρύσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρειάζεται να προχωρήσουμε ένα βήμα μπροστά. Προέχει ο σεβασμός της διαφορετικότητας ο οποίος όμως, για να έχει διάρκεια, επιβάλλεται να εδράζεται στην κατανόησή της. Το δικαίωμα στη διαφορά ισχύει για κάθε άτομο και για κάθε γλώσσα.