Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/klimakes/eisagwgiko
Χαιρετώ!
Έρχομαι κι εγώ να συμμετάσχω στη συλλογική προσπάθεια επανέκδοσης του Χάρτη, στη νέα μορφή του της ηλεκτρονικής μας εποχής, με διάθεση δημιουργική και μάλλον ανάλαφρη, ή έστω σκωπτική – για λίγη αποσυμπίεση απ’ το βαρύ φορτίο που μας πλακώνει, ολοένα και περισσότερο, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που μας πιάσανε, θαρρώ, κάπως απροετοίμαστους.
Έχω σκοπό να μοιραστώ μαζί σας (κατά το κοινώς λεγόμενον εδώ και λίγα χρόνια) μερικές σκέψεις, εντυπώσεις, αναζητήσεις, αλλά και αναγνώσεις, μεταφράσεις, καθώς και διάφορα υλικά «από το αρχείο», και φιλοδοξώ να οργανώσω τη συνεισφορά μου, τα κείμενά μου, σε τέσσερις ενότητες, ή στήλες, ως ακολούθως (και με τις απαραίτητες επεξηγήσεις):
Περιπατητική επιστολογραφία
Ο Χέρτσογκ, ο loser ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Σωλ Μπέλλοου, συνεχώς συντάσσει νοερώς επιστολές, διαμαρτυρόμενος προς κάθε αρμόδιο. Παρόμοια κι εγώ, καθώς περπατώ κάθε πρωί στη δουλειά μου, αλλά και σε άλλους περιπάτους ανά την πόλη, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να αναπτύσσει σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο άρθρα που μάχονται τα κακώς κείμενα – πάντα ημιτελή και, φυσικά, ατελέσφορα.
Άκαιρες σκέψεις
Ολίγον υπερφίαλος ο τίτλος, δάνειο από τον Νίτσε και τον Γκόρκυ, αλλά εκλαμβάνεται εδώ με μια έννοια πλησιέστερη στην κυριολεκτική εκδοχή της φράσης: Σκέψεις για άλλους καιρούς (είτε του παρελθόντος είτε του μέλλοντος).
Τα εις εαυτόν
Ακόμη πιο υπερφίαλος εδώ, αλλά η αναφορά στον στωικισμό δεν είναι τυχαία. Προσπάθειες για έναν κατά το δυνατόν νηφάλιο απολογισμό πεπραγμένων –ιδία δε της συμμετοχής στο πολιτικό και πνευματικό γίγνεσθαι της τελευταίας πεντηκονταετίας– και τη διαχείριση της απογοήτευσης του παρόντος.
Ex Libris
Αναγνώσεις διάφορες και μεταφράσεις, καθώς και υλικό «από το αρχείο»
Προς τιμήν του ονόματος του περιοδικού μας, ξεκινώ με τέσσερα κείμενα, ένα σε κάθε ενότητα, που όλα σχετίζονται με χάρτες ή με τη χαρτογραφία.
ΦΑΚΕΛΟΣ 1 - ΓΚΡΙΝΙΕΣ
ΟΙ ΔΥΟ ΧΑΡΤΕΣ
Κύριε Διευθυντά,
Υπάρχουν δύο χάρτες που συχνά πυκνά συναντούσα στα σχολικά μου χρόνια και στον στρατό, σε κορνίζες σκονισμένες σε τάξεις, διαδρόμους, διοικητήρια και θαλάμους. Πάνε πολλά χρόνια –είμαι βλέπετε κάπως προχωρημένης ηλικίας– και δεν ξέρω αν και τι έχει αλλάξει. Αν κρίνω όμως από όσα ακούω και βλέπω από τα τόσα μέσα επικοινωνίας, οι χάρτες αυτοί κι εκείνο που αντιπροσωπεύουν στο φαντασιακό των Νεοελλήνων πρέπει να αποτελούν πηγή μεγάλης εθνικής υπερηφάνειας και μεταξύ των νεωτέρων ηλικιακών ομάδων.
Πρόκειται για τους χάρτες της επικράτειας, ή καλύτερα των κτήσεων, του Αλεξάνδρου και του Ιουστινιανού (και οι δύο Μακεδόνες παρεμπιπτόντως, ο ένας από Πέλλα και ο άλλος από λίγο έξω από τα Σκόπια). Τοποθετημένοι ο πρώτος δεξιά και ο άλλος αριστερά στον τοίχο, οι χάρτες αυτοί καλύπτουν μια περιοχή που εκτείνεται από το Γιβραλτάρ ώς τον Ινδό ποταμό και ακόμα παραπέρα. Και γεννούν τις ευγενείς εκείνες σκέψεις με χρήση του πρώτου πληθυντικού «ε ρε, μέχρι πού είχαμε φτάσει!»
Όμως, αν ήταν να κρατήσουμε κάτι από αυτούς τους χάρτες, δεν είναι το αίσθημα υπεροχής, του εθνικά ανώτερου, που ενεργοποιούν και το οποίο ωθεί προς τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, αλλά η επίγνωση ότι κι οι δυο τους μάς παρουσιάζουν μια μαγική, στιγμιαία, εικόνα: οι αυτοκρατορίες αυτές δεν είχαν διάρκεια. Σε λίγες δεκαετίες θα άρχιζαν να αποσυντίθενται και σε τρεις τέσσερις γενιές θα γίνονταν σκορποχώρι, ροκανισμένες εκ των έξω και των έσω.
Αυτό νομίζω κάτι μας λέει πιο ουσιαστικό.
Με τιμή
Υμέτερος
ΦΑΚΕΛΟΣ 1 - ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΕΦΤΕΡΙΑ
ΠΟΙΑ ΔΥΣΗ;
Πριν από κάμποσα χρόνια, πάνω από δύο δεκαετίες, ξεκινώντας τη συνεργασία μου με ένα άλλο έντυπο, είχα συντάξει ένα κείμενο σχετικό με τη χαρτογραφία. Ήταν μια αναφορά σε μια πρόσφατη τότε έκδοση (1995) του βιβλίου Longitude (Γεωγραφικό μήκος) της Αμερικανίδας συγγραφέως Dava Sobel. Ο πλήρης τίτλος ήταν Longitude: The True Story of a Lone Genius Who Solved the Greatest Scientific Problem of His Time και παρέπεμπε στον Άγγλο αυτοδίδακτο ξυλουργό και ωρολογοποιό John Harrison, που κατασκεύασε το μεγάλης ακρίβειας χρονόμετρο περίπου το 1770, με το οποίο λύθηκε οριστικά ο τρόπος προσδιορισμού του Γεωγραφικού Μήκους. Δηλαδή, πόσο δυτικά ή ανατολικά βρίσκεσαι πάνω στην υδρόγειο σφαίρα εν σχέσει προς ένα επιλεγμένο σημείο εκκίνησης.
«Η γεωγραφική θέση», έγραφα, «συνήθως εκφράζεται σε γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Η ιδέα ενός πλέγματος παράλληλων προς τον ισημερινό κύκλων, που διατέμνονται από καθέτους μεσημβρινούς κύκλους διερχόμενους από τους πόλους (οι οποίοι προσδιορίζονται από τον άξονα της Γης), γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ανά είκοσι τέσσερις ώρες (δηλαδή μία μοίρα ανά τέσσερα λεπτά), είναι πολύ παλιά και χρονολογείται τουλάχιστον από τον 3ο π.Χ. αιώνα, ενώ χρησιμοποιήθηκε από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο γύρω στο 150 μ.Χ., όταν σχεδίασε τον πρώτο Άτλαντα του τότε γνωστού κόσμου».
«Ο προσδιορισμός του γεωγραφικού πλάτους», συνέχιζα, «δηλαδή πόσο νότια ή βόρεια ως προς τον ισημερινό βρίσκεσαι, είναι μια σχετικά απλή υπόθεση, καθώς μπορεί να γίνει με την παρατήρηση της γωνίας που σχηματίζει ο ήλιος με την επιφάνεια σε μια τοποθεσία σε μια συγκεκριμένη ώρα και ανάλογα με την εποχή του έτους. Όμως, ο προσδιορισμός του γεωγραφικού μήκους (πόσο ανατολικά ή δυτικά βρίσκεσαι) είναι πολύπλοκο πρόβλημα διότι δεν υπάρχει εδώ ένα φυσικό σημείο αναφοράς. Πρέπει, λοιπόν, να προσδιοριστεί πρώτα ένα σημείο μηδέν, ως σημείο αναφοράς και σύγκρισης».
Το θέμα του προσδιορισμού της θέσης ενός πλοίου στη θάλασσα ήταν καίριας σημασίας την εποχή που αναπτυσσόταν το κυριαρχούμενο από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις παγκόσμιο εμπόριο, ενώ δημιουργούνταν οι σύγχρονες αυτοκρατορίες, πρωτίστως της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος επικεντρώθηκαν στις παρατηρήσεις του έναστρου ουρανού, μερικές από τις οποίες απέδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα όταν το σημείο παρατήρησης ήταν στην ξηρά, αλλά ήταν πολύ επισφαλείς στη θάλασσα, σε μια κινούμενη επιφάνεια, και υπό την προϋπόθεση ότι ο ουρανός ήταν καθαρός. Πέρα από αυτά, το μεγαλύτερο μειονέκτημα ήταν πως απαιτούσαν πολύωρους και πολύπλοκους υπολογισμούς.
Οι δυσκολίες αυτές ξεπεράστηκαν με την τελειοποίηση του χρονόμετρου από τον Harrison (μια δουλειά τεσσάρων δεκαετιών από το 1730 έως το 1772), ο οποίος κατόρθωσε να κατασκευάσει ένα εύχρηστο και αξιόπιστο όργανο που έχανε μόλις τρία δευτερόλεπτα την ημέρα, σε μια περίοδο άνω των τριών εβδομάδων, που χρειαζόταν τότε για να ολοκληρωθεί ο διάπλους από Αγγλία σε Καραϊβική. Αν σύγκρινες το χρονόμετρο που έδειχνε ώρα Αγγλίας με την ώρα στον τόπο άφιξης (όπως θα είχε ήδη προσδιοριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια της εποχής) και διαιρούσες τη διαφορά διά του 4 είχες τις μοίρες της απόστασης. Υπολογίζεται ότι η απόκλιση που είχε η μέτρηση του Harrison ήταν μόλις κάτι περισσότερο από ένα ναυτικό μίλι.
Η ιστορία της επίπονης διαδικασίας της κατασκευής του χρονομέτρου, που ουσιαστικά κράτησε μια ολόκληρη ζωή, και της άθλιας αντιμετώπισης του Harrison από την Επιτροπή του Γεωγραφικού Μήκους του Βρετανικού Κοινοβουλίου, της οποίας τα μέλη της αρνούνταν να πειστούν από μια τόσο απλή λύση και απαιτούσαν ξανά και ξανά μετρήσεις και κατασκευές νέων χρονομέτρων ακόμη μεγαλύτερης ακρίβειας, καθώς και της σύγκρουσης με τον πρόεδρο του Βασιλικού Αστεροσκοπείου, ο οποίος είχε επινοήσει μια δική του μέτρηση με παρατηρήσεις της κίνησης της σελήνης και γι’ αυτό απέρριψε το τελικό αίτημα του Harrison για το μεγάλο χρηματικό έπαθλο που είχε θεσπιστεί για τη λύση του προβλήματος, όλα αυτά συνθέτουν ένα συναρπαστικό αφήγημα και η Dava Sobel την αφηγείται με δεξιοτεχνία, γοητεύοντας ένα πολύ μεγάλο αναγνωστικό κοινό, που κανείς δεν θα ανέμενε να ενδιαφερθεί για ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα. Το βιβλίο έγινε best-seller και λίγο αργότερα (1999) τηλεταινία με τον Jeremy Irons. Το 1997 έλαβε το βραβείο British Book of the Year, ενώ το 2005 υπήρξε επετειακή εικονογραφημένη έκδοση που γνώρισε πολλές ανατυπώσεις και κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.[1]
Μα και η τύχη του πρώτου αντίγραφου του χρονομέτρου που έλυσε το πρόβλημα, το οποίο πήρε μαζί του ο πλοίαρχος Κουκ στο δεύτερο και τρίτο ταξίδι του στην Αυστραλία (1772-75 και 1776-79), είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, θα λέγαμε μυθιστορηματική, καθώς ο Κουκ το εμπιστεύθηκε στη συνέχεια στον πλοηγό του υποπλοίαρχο Μπλάι, που έμελλε να γίνει κυβερνήτης του διαβόητου Μπάουντι. Μετά την ανταρσία στο πλοίο αυτό (28.4.1789), ο ηγέτης των εξεγερμένων ναυτικών, ο υπαξιωματικός Κρίστιαν Φλέτσερ, το πήρε μαζί του στο νησί Πίτκαιρν. Το χρονόμετρο βρέθηκε εκεί και επέστρεψε στην Αγγλία το 1840.
Όμως δεν είχα γράψει το κείμενο εκείνο για να μιλήσω για όλες αυτές τις ιστορίες. Ο σκοπός ήταν να σημειώσω ότι σε μια χώρα όπου διαρκώς ανατροφοδοτείται μια συζήτηση, ή μάλλον διαμάχη, περί ανατολής και δύσης για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς μας, «η υπόθεση αυτή αποκτά ένα παράξενο ενδιαφέρον».
Και κατέληγα με τα ερωτήματα: «Γιατί ποιο αλήθεια είναι το σημείο μηδέν; Πώς και με ποια όργανα μετράμε τις αποστάσεις; Μπορούμε να προσδιορίσουμε το σημείο όπου βρισκόμαστε ώστε να πάψουμε, κάποτε, να πελαγοδρομούμε;»
Μολονότι τα ερωτήματα που έθετα προ εικοσαετίας υπονοούσαν ότι κατά πρώτον οφείλουμε να συζητάμε τα θέματα σοβαρά, όπως εκείνο το βιβλίο που μπορούσε να συναντά το ευρύ κοινό σε ένα τόσο εξειδικευμένο πεδίο και να γίνεται best-seller σε κάποιες (δυτικές) κοινωνίες, αλλά και κυρίως ότι προς το πρότυπο αυτών των (δυτικών) κοινωνιών θα έπρεπε πάντα να είμαστε στραμμένοι, σήμερα νομίζω ότι τα πράγματα τείνουν να αλλάξουν τόσο ριζικά ώστε πλέον τέτοια ερωτήματα να χάνουν τη σημασία τους.
Γιατί μοιάζει να έχει αρχίσει μια αντίστροφη μέτρηση σε όλο τον χώρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κι απλά: όταν ένας Αμερικανός πρόεδρος φαίνεται να μη διαφέρει πολύ από έναν Οθωμανό σουλτάνο ή έναν Ρώσο ηγεμόνα, γίνεται φανερό ποιος κερδίζει τη σύγκρουση των πολιτισμών. Τι να συζητάμε περί ανατολής και δύσης;
ΦΑΚΕΛΟΣ 1 - ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑ ΤΟΥ ΧΑΡΤΟ-ΓΡΑΦΕΙΝ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΔΕΚΑ ΣΗΜΕΙΩΝ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΣΚΟΠΗ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
1. Είναι γνωστό, έχει γραφεί σε τόσα κείμενα, έχει ειπωθεί σε τόσα συνέδρια και έχει ακουστεί τόσες φορές ως ευφυολόγημα σε διάφορα πλαίσια άσχετα προς το αρχικό, γεωγραφικό, του: δε μαπ ιζ νοτ δε τερριτόρυ, ο χάρτης δεν ταυτίζεται με την επικράτεια, με την έκταση της επιφάνειας της γης που αποτυπώνει. Το ίδιο, θα μπορούσε να πει κανείς, ισχύει και για την αφήγηση μιας ιστορίας σε σχέση με τον κόσμο που αναπλάθει.
2. Παρά ταύτα, παρά την επίγνωση αυτή, υπάρχει μια ροπή από πολύ παλιά, μια ροπή αδηφάγος, προς το «ακριβές αντίγραφο», δηλαδή την απόλυτη ομοιότητα πράγματος και εικόνας, που εν τέλει σημαίνει ότι αυτό που βλέπω/αγγίζω/βιώνω και η εικόνα του πρέπει να συμπίπτουν.
3. Έτσι, αν ο χάρτης θέλει να είναι ακριβής, απόλυτα ακριβής, θα πρέπει να συμπέσει με την επικράτεια, να σχεδιαστεί σε κλίμακα 1:1. Όμως τότε η μοίρα του θα είναι εκείνη που περιγράφει ο Σουάρεθ Μιράντα στο πασίγνωστο πλέον βιβλίο του για τα Ταξίδια συνετών ανδρών που δημοσιεύτηκε στη Λερίδα της Ισπανίας το 1658: καθίσταται άχρηστος και εγκαταλείπεται στο έλεος του ήλιου και των χειμώνων. Παρόμοια και μια διήγηση που θα ’θελε να παραμείνει απόλυτα πιστή σε όλες τις λεπτομέρειες των γεγονότων που αναμεταδίδει: καθίσταται ανυπόφορα ανιαρή και ακατάληπτη.
4. Τελικά, μας λέει ο Μιράντα στη σύντομη εκείνη αναφορά, στο ξεχασμένο βιβλίο του (που πριν κάποιες δεκαετίες έφερε στο φως ένας ακάματος αρχειοφύλακας του πολιτισμού μας στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής), μόνο λίγα χαλάσματα εκείνου του μεγαλεπήβολου εκτεταμένου χάρτη μένουν να θυμίζουν πως κάποτε υπήρξε.
5. Άραγε μια τέτοια μοίρα επιφυλάσσει η ιστορία και για την πανταχού παρούσα σύγχρονη εκδοχή του εκτεταμένου χάρτη που φέρει το όνομα Γκουγκλ μαψ; Διότι πράγματι, καθώς προσγειώνεται κανείς στο επίπεδο του στρητ βιου, αισθάνεται να συμμετέχει στο φιλόδοξο σχέδιο των χαρτογράφων εκείνης της παλαιάς αυτοκρατορίας, καθώς προσεγγίζει την απεικόνιση του 1:1 – που μπορεί σχεδόν να επιτευχθεί αρκεί να έχει ο χρήστης μια λάιφ σάιζ οθόνη.
6. Σε περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας (βέρτσιουαλ ρηάλιτυ) η αίσθηση –μολονότι ψευδαίσθηση– της κλίμακας 1:1 μπορεί να είναι πλήρης. Ακόμη δε περισσότερο όταν η εμπειρία περνά στο περιβάλλον της επαυξημένης πραγματικότητας (ωγκμέντεντ ρηάλιτυ), που περιέχει και σχετικές με την παρατηρούμενη τοποθεσία πληροφορίες –δηλαδή και αφήγηση–, τότε η σύμπτωση χάρτη και επικράτειας, μάλιστα σαν βιωμένος χώρος, είναι πολύ κοντά.
7. Παρόμοια φιλοδοξία με εκείνη των χαρτογράφων της παλαιάς αυτοκρατορίας και των νυν γκουγκλ μαψ ντιζάινερς ίσως να παρακίνησε και τον σχεδιαστή του μεγάλου ψηφιδωτού που βρίσκεται στο δάπεδο του ελληνορθόδοξου ναού του Αγίου Γεωργίου στο Ματαμπά της Ιορδανίας, και μπορεί να χρονολογηθεί μεταξύ του 542 και του 570 μ.Χ. Πρόκειται για έναν χάρτη των Αγίων Τόπων ο οποίος, στις ονομασίες των διαφόρων πόλεων και τοποθεσιών που περιλαμβάνει, ακολουθεί το Ονομαστικόν του Ευσέβιου Καισαρείας, δηλαδή τον σχολιασμένο κατάλογο των διαφόρων τόπων που αναφέρονται στην Παλαιά και τη Νέα Διαθήκη τον οποίο συνέταξε ο δραστήριος εκείνος επίσκοπος του 4ου μ.Χ. αιώνα – ο και συγγράψας την πρώτη, και πασίγνωστη, Εκκλησιαστική Ιστορία.
8. Όποιοι έχουν ταξιδέψει στην Ιορδανία (εγώ δεν συγκαταλέγομαι σε αυτούς) θα έχουν επισκεφθεί αυτήν την ορθόδοξη εκκλησία – που, φυσικά, τη βρίσκεις και στους χάρτες του γκουγκλ και σε πολλούς άλλους ιστοτόπους του ηλεκτρονικού παγκόσμιου διαδικτύου, ιδία τους διαφημιστικούς τουριστικών πρακτόρων, που αναπαράγουν φωτογραφίες αυτού του εκπληκτικού δαπέδου.
9. Βέβαια, το ψηφιδωτό δεν σώζεται ολόκληρο. Είχε υποστεί φθορές από τον χρόνο και τους ανθρώπους στα πρώτα διακόσια χρόνια της ζωής του, με τα διαδοχικά περάσματα από τον ένα επικυρίαρχο στον άλλο της πολύπαθης εκείνης περιοχής εκείνα ακριβώς τα χρόνια, μέχρι να χτυπήσει ο σεισμός το 746, ο οποίος οδήγησε στην εγκατάλειψη της πόλης και του ναού που στέγαζε τον χάρτη. Ανακαλύφθηκε ξανά το 1884, τυχαία, κατά τη διάρκεια έργων για την οικοδόμηση του νέου ναού στη θέση του παλαιού.
10. Ο επισκέπτης που θα ερχόταν να σταθεί εκεί και να μετακινηθεί πάνω στον χάρτη θα μπορούσε να πει κανείς ότι μετείχε σ’ ένα περιβάλλον εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας, καθώς περιδιάβαινε από την Ιεριχώ στην Ιερουσαλήμ, ή στις όχθες του Ιορδάνη και έβλεπε τον ποταμό να ρέει, με τα ψάρια στα νερά του, τις πολιτείες με τα τείχη τους και τα κτίσματά τους, τα δέντρα και την άλλη βλάστηση, αλλά ταυτόχρονα διάβαζε τα ονόματα, παλαιά και νέα, των διαφόρων τόπων, άλλα γνωστά και μη εξαιρετέα όπως ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ή ΙΕΡΙΧΩ, άλλα που ακούγονται σαν επινοήσεις ενός Μπόρχες ή Καλβίνο, όπως ΣΕΑΝΑ, ΘΜΟΥΙΣ και ΑΤΡΙΒΙΣ (πόλεις που όντως υπήρξαν στο Δέλτα του Νείλου), ή τοπωνύμια γνωστά στους πιστούς Χριστιανούς αλλά ξεχασμένα από τους υπόλοιπους, όπως ΓΑΛΓΑΛΑ ΤΟ ΚΑΙ ΔΩΔΕΚΑΛΙΘΟΝ, ή ΒΕΘΑΒΑΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ή ΑΛΩΝΑΤΑΘ Η ΝΥΝ ΒΗΘΑΓΛΑ.
Η τελευταία τοποθεσία, με το παράξενο όνομα, είναι η Άλων Ατάδ, που αναφέρεται στη Γένεση (50:7-10)[2] ως η τοποθεσία όπου έγινε η τελετή πένθους για τον νεκρό Ιακώβ, κατά τη μεταφορά της σορού του από την Αίγυπτο για να ταφεί στη γη Χαναάν (στο σπήλαιο Μαχπελά κοντά στη Χεβρώνα), και βρίσκεται ανατολικά της Ιεριχούς, κοντά στη δυτική όχθη του Ιορδάνη. Ο Ευσέβιος αναφέρει: «Ἅλων Ἀτάδ, ̣ὅ ἐστιν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ἔνθα ἐκόψαντο τὸν Ἰακώβ. διέστηκεν ὁ τόπος Ἱεριχοῦς τρισὶ σημείοις, ὡς ἀπὸ δύο σημείων τοῦ Ἰορδάνου. καὶ νῦν καλεῖται Βηθαγλά, ὅπερ ἑρμηνεύεται τόπος κύκλου διὰ τὸ ἐκεῖ κοπτομένους τὸν Ἰακὼβ κυκλοῦν».
Αυτό το ο εστίν πέραν του Ιορδάνου έχει πονοκεφαλιάσει κάποιους ερευνητές, γιατί κανονικά θα έπρεπε η τοποθεσία να είναι, ακριβώς, «πέρα» από τον Ιορδάνη, δηλαδή στην Υπεριορδανία, ήτοι στην ανατολική όχθη του ποταμού. Το ίδιο, σύμφωνα με τα ολίγα που γνωρίζω, αναφέρει και η Τορά, που μας λέει ότι το Goren Ha-atad (η εβραϊκή ονομασία της τοποθεσίας) είναι επέκεινα του Ιορδάνη (be-ever ha-Yarden). Όμως, όπως μας λέει ένας μελετητής, σε μια πορεία από την Αίγυπτο προς τη Χεβρώνα δεν είχαν λόγο οι πενθούντες να διαβούν τον Ιορδάνη προς ανατολάς. Εξετάζοντας όλες τις (πολυάριθμες) αναφορές της φράσης be-ever ha-Yarden στην Παλαιά Διαθήκη, ο μελετητής μας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μολονότι κυριολεκτικώς η φράση δηλώνει την Υπεριορδανία, σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κοιλάδα του Ιορδάνη γενικώς. Επιπλέον, παλαιές παραδόσεις τοποθετούν το Goren Ha-atad κοντά στο Beit-Hogla (η Βηθαγλά του Ευσέβιου και του χάρτη μας), νοτιοανατολικά της Ιεριχούς, ενώ Goren σημαίνει αλώνι (εξού και το Άλων στο τοπωνύμιο Άλων Ατάδ στη Βίβλο των εβδομήκοντα, στο Ονομαστικόν και στον χάρτη). Όπως είδαμε, στο κείμενο του Ευσέβιου οι πενθούντες τον Ιακώβ σχημάτισαν τελετουργικά κύκλο (παραπέμποντας στο αλώνι), εικόνα που υποστηρίζεται από ένα ταλμουδικό εδάφιο, το οποίο θέτει ένα ερώτημα για την μάλλον παράξενο αυτό τοπωνύμιο, που σημαίνει αλώνι για βάτα (goren=αλώνι, atad= βάτα): «Μα υπάρχει αλώνι για βάτα;» Κι αμέσως προσθέτει την απάντηση, με μια παρομοίωση που αποκαλύπτει εν τέλει και την προέλευση της ονομασίας: «Και εδώ ο Ραββί Αβαχού είπε: Η φράση τούτη μάς διδάσκει ότι περιέβαλαν το φέρετρο του Ιακώβ με στέφανα, σαν ένα αλώνι που έχει ολόγυρα φράχτη από βάτα».
Οπωσδήποτε, αγαπητέ αναγνώστη, αν μας έχεις παρακολουθήσει ως εδώ, θα έχεις αντιληφθεί ότι έχουμε παρεκτραπεί κατά πολύ από την αρχική μας πορεία. Όμως μάλλον αυτός είναι πάντα ο προορισμός σε μια τέτοια φλανερί, όπως θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτή την άσκοπη περιπλάνηση, στην οποία αναζητώ συνοδοιπόρους, μέσα από καραμπόλες «άκαιρων σκέψεων», που, βέβαια, μπορούν να συνδεθούν με πλήθος επίκαιρων ζητημάτων (όπως ο παρατηρητικός αναγνώστης πιστεύω ότι έχει ήδη διακρίνει).
ΦΑΚΕΛΟΣ 3 - ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΜΙΑΣ ΔΩΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (1940-1952)
Απόσπασμα επιστολής του Τάκη Παπατσώνη (1895-1976) προς Θ.Δ. Φραγκόπουλο (1923-1998)/ 15 Φεβρουαρίου 1952
Φίλε κύριε Φραγκόπουλε,
[...]
Μη νομίσετε ότι εξάντλησα εναντίον σας όλη μου την αυστηρότητα, που εκτός των άλλων θάταν ανοίκειο, δεν βρίσκω νάχω κανένα δικαίωμα να διδάσκω ή να κηρύττω. Κρίνω μονάχα, μιας και μου κάνατε την τιμή να μου εμπιστευθείτε το έργο σας, με την ελπίδα μήπως συμπέσουν κάπου οι γνώμες μας και σας ωφελήσω σε τίποτε.
Αρκεί να σας πω ότι για το διάστημα πόλεμος-κατοχή-σήμερα δεν ξεχωρίζω για πραγματικά αντιπροσωπευτικά και άξια λόγου ποιήματα [παρά μόνο] τα δύο του Καμπά* που σας ανέφερα, το Bolivar του Εγγονόπουλου που βγήκε μετέωρο στην κατάλληλη στιγμή κι ανατρέχοντας λίγο πριν στην Αμοργό του Γκάτσου, με αρκετές επιφυλάξεις. Θάθελα πολύ να μπορούσα να προσθέσω τον Ανθυπολοχαγό του Ελύτη, αλλά δεν το κάνω γιατί απ’ τη μια μεριά γράφτηκε (με θυσία της αυθόρμητης και πηγαίας έμπνευσης και της gratuité**) [για] επικαιρότητα και προγραμματισμένα και απ’ την άλλη έχει τη σφραγίδα της έκδηλα ξένης μορφής, του αριστουργηματικού Mejia του Lorca, και όλα αυτά με απομακρύνουν. Όσο για την περίφημη Κίχλη, που γίνεται τόσος τεχνητός και αηδιαστικός θόρυβος, ούτε λίγο ούτε πολύ, και το λέω με λύπη μου, τη βρίσκω οικτρή, ένα μωσαϊκό μαδήματος (Braconnage***) ξένων μορφών, ξένων συγκινήσεων, πλαστής μυθολογίας, για να πετύχει ένα άθλιο αποτέλεσμα. Περσότερο δικαιολογημένος θα ήμουν, αν δεν φοβόμουν να θεωρηθώ εγωπαθής, αν πρόσθετα στα λιγοστά ποιήματα τα δικά μου της Ursa Minor, σαν μια νότα της εποχής του 44, πριν απ’ την απελευθέρωση. Αλλά πολύ πρόθυμα την διαγράφω, αν το νομίζετε, χωρίς κανένα κακοφανισμό μου.
* Πρόκειται για τα ποιήματα του Αντρέα Καμπά «Η γυναίκα της Κρήτης» και ‘‘La Belle et la Bête’’ (αμφότερα 1945).
** Δυσμετάφραστος όρος που έχει τις σημασίες του δωρεάν, του χαρίσματος, αλλά και του άσκοπου, του άνευ λόγου, εδώ ίσως θα μπορούσαν να αποδοθούν με το άνευ στόχου, ή με το ανιδιοτελές.
*** Σύμφωνα με τα λεξικά, braconnage= λαθροθηρία.