Χάρτης 4 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-4/hartaki/roza-rozalia-h-o-hxos-twn-xrwmatwn
(Με αφορμή μια εικονογράφηση της Μαρίας Χαραλάμπους πάνω στο “Ροζ χρώμα” της Μαριανίνας Κριεζή και της Λένας Πλάτωνος)*
Στη ροδοζαχαρένια παραλία
μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα Ροζαλία
που ‘χε στα δυο της μάγουλα
λιγάκι κρέμα φράουλα
κι έβγαζε βόλτα μες στη ροζ ανατολή
το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί.
Και σύννεφα από ροζ πουλιά φλαμίνγκος
της κελαηδούσανε: «Ρόζα ροδαλή»
Αχ! Ρόζα Ροζαλία
πάμε μαζί στη συναυλία
ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά
μια ροζ μεγάλη βυσσινιά
στο πρώτο μας φιλί.
Στη ροδοζαχαρένια παραλία
μιλούν ακόμα για τη Ρόζα Ροζαλία
και λένε πως την άνοιξη
σα ρόδινη ανάμνηση
περνάει πέρα, μες στη ροζ ανατολή
το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί.
Και κάποια ροζ οπάλινη λατέρνα
ακόμα παίζει το: «Ρόζα ροδαλή»
Αχ! Ρόζα …
Διαπερνώντας την ελληνική ύπαιθρο, πρωινό Μαρτίου, και ενώ ο ήλιος βάζει τα δυνατά του σ’ αυτήν την περιοχή της επικράτειας να υπενθυμίσει στους υπηκόους πως το καλοκαίρι δεν μπορεί πια να είναι μακριά, σκέψεις μετέωρες, ακριβοδίκαια ζυγιασμένες ανάμεσα σ’ αυτήν την κεχαριτωμένη ευλογία που κατακλύζει τον χρόνο σου, και (…) και πάντα κάτι θα αποσυναρμολογεί το μηχάνημα, όπως τηλέφωνο που διακορεύει –καλή ώρα– το πρόσω ολοταχώς, την εμβριθή κολύμβηση σε σύμπαν ιδιωτικό, ξέχειλο ελληνικά τοπία και νταμιτζάνες κοκκινέλι αφημένες στα πόδια ενός καλόκαρδου Μαΐου της νεότητάς μας, και να με τι μοιάζει το μέρος που πάντα θα επιστρέφουμε.
Ναι, ένα δεντρό, που λέμε στην Κρήτη, κι ένας άνθρωπος είναι το ίδιο πράγμα, μ’ άλλα λόγια ειπωμένο. Το μόνο που τους ξεχωρίζει είναι που στο δεντρό εδόθηκε η χάρη της ακινησίας, καθώς και η σιωπή, κι έτσι απάνω στα κλαδιά του κουρνιάζουν τα απαραίτητα, σαν πουλιά μόλις πιασμένα στην ξόβεργα της ανάγκης.
Και γιατί, θα μου πείτε, όλα τούτα τα εισαγωγικά; Μα για να προετοιμαστείς, να οπισθοπορίσεις, να αφουγκραστείς (μουσικός είμαι, κι αυτό μου φτάνει) τη μία λέξη που στοιχειώνει τον λαβύρινθο, τη λέξη δίχως σημαινόμενο στα παραμύθια του αρσενικού, την εξοστρακισμένη απ’ της ιδιαίτερης πατρίδας μου το λεξικό σαν λέξη ύποπτη ψευδομαρτυρίας, μια λέξη ελαφρών ηθών (στην Κρήτη ήταν πάντα το μαύρο που δέσποζε, φορέας πένθους, καθότι στην άκρη ετούτη του θαλασσινού φτερού που μας επέταξε ο θεός ο πόλεμος ουδέποτε εξέλιπε, καθώς ίσως κι η Άνοιξη), κι η λέξη αυτή που θέλω να τολμήσω είναι το ΡΟΖ.
[Μια γριά ελιά απέναντι με κοιτά με καχυποψία. Θα της εξηγήσω αργότερα.]
Λέξη-προνόμιο της φωτοχυσίας, μνήμη παιδικού ύπνου σε δροσερές αυλές το καλοκαίρι, στιγμή που να χωρά το σώμα του ρεμβασμού μαζί με τα κατουρημένα βρακάκια, και να γιατί η Μαριανίνα Κριεζή, όταν δοκίμαζε να πει τη λέξη, συλλάβιζε κάτι όχι λιγότερο απ’ τα μυστικά των εφηβικών ονειρώξεων, στρογγυλεμένα στην εξαίσια κουβέντα: «το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί».
Μπορώ να υποθέσω πως το σχήμα της Ροζαλίας κυρίευσε μιαν άγνωστη στιγμή του ’70 τη φαντασία της Μαριανίνας σαν καθρέφτισμα και σαν αντικείμενο πόθου, σαν μαριονέτα χτισμένη από ασταθή ύλη του ονείρου και επιθυμία μιας ιδιωτικότητας που ισορροπούσε πάνω σε υποσχέσεις ευδαιμονίας από τη μια και λατρείας των καταστροφών από την άλλη, μιας ιδιωτικότητας της οποίας η εφιαλτική ύφανση είχε με τυμπανοκρουσίες εγκαινιαστεί κατά τη στιγμή της γέννησης, για να ολοκληρωθεί ως χαρμόσυνο σάβανο κάποτε – σ’ όποιο κομμάτι χρόνου κι αν κατοικεί αυτό το κάποτε. Έτσι, το ροζ της Μαριανίνας θα παρέμενε στον χρόνο μας ταυτισμένο με την θλίψη και με τη χαρά της Ροζαλίας, ενός προσώπου με κόμη χέουσα –κατά πως μας υπόσχεται η Χαραλάμπους– ενός θηλυκού που υποπτεύεσαι πως συλλαβίζει το όνομά του με ψηφίδες απ’ τα Ρω του Έρωτα του Ελύτη, που, εκών άκων, δάνειζε τις καθημερινές του κλωστές σε τούτο το ωραίο εργόχειρο.
Ίσως. Ζωή. Έρωτας. Ρόζα. Ρόζα όπως Ρόζα Εσκενάζυ, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Ρόζα Μπλου, για να θυμηθώ τις τρεις Χατζιδακικές Ρόζες, καθότι παππούς της Ροζαλίας υπήρξε το Τρίτο Πρόγραμμα του δεύτερου μισού της δεκαετίας του εβδομήντα. Ζωή και έρωτας, και για αυτό ένα θλιμμένο θέμα και μια μουσική σαν υπόκρουση ακυρωμένης επιθυμίας που χορεύει το βαλς των χαμένων ονείρων του Χατζιδάκι, της Κριεζή, της Πλάτωνος – δεν έχει σημασία ποιανού … Η Μαρία Χαραλάμπους πιάνει το νήμα αυτής της ύφανσης χρόνια μετά –ο ήλιος που έβλεπε τη Λιλιπούπολη δεν πρόλαβε να δει την ίδια– κι αφήνει ένα τρίτο τραγούδι, φτιαγμένο από ήχους-χρώματα μιας ελληνικότητας της οποίας τη σημασία ψυχανεμιζόμαστε μα δεν μπορούμε να ορίσουμε παρά μόνον ίσως αποφατικά, και που, όπως κάθε βαθύ πράγμα, δεν διατυμπανίζεται με εθνικά σύμβολα μα στέκει με εμπιστοσύνη στα κοινά μες στους αιώνες, λουσμένα αττικό ήλιο, σύμβολα.
Τα βουνά απέναντι στεγνώνουν τη ράχη τους στον αέρα της Μαρτιάτικης ώρας, κι οι πέτρες ξεπροβάλλουν φρεσκοπλυμένες μέσα απ’ τη μήτρα κίτρινων εκρήξεων από μαργαρίτες –Μαργαρίτες Μαγιοπούλες ή όποιες ο καθένας ζωγραφίζει μέσα του. Αυτό κι αν είναι συναυλία χρωμάτων, εμμονικός λόγος παρθενικότητας που ασφυκτιά, και που τη βλέπεις τώρα να χορεύει μπρος στα μάτια σου, δείχνοντας με το δάχτυλο, «Εκεί! Εκεί!», προς την πλευρά που ξέρεις, που εποπτεύεις, που κατέχεις, και όμως …
«–Αχ, Ρόζα Ροζαλία», είπε, και κάθε φτερωτός θεός μας μελαγχόλησε. Γιατί κάθε Ροζαλία είναι μια χαμένη υπόθεση, όπως κι η παιδικότητα. Να όμως που η τελευταία επιμένει στο κρυφτό της, παραφυλά στις μετονομασίες, λασπώνει απερίσκεπτα τα γιορτινά της ρούχα, κάθε στιγμή πανέτοιμη για την προσοδοφόρα σκανδαλιά, να βγάλει γλώσσα στους μικρούς θανάτους της, μια Ροζαλία και αυτή, που κυματίζει το φουστάνι της στο αεράκι του ρεμβασμού, αν τύχει και της κάνεις δώρο ένα λιβάδι ν’ αγκαλιάζει τα Φλαμίνγκος της.
Η Μαρία Χαραλάμπους, μια Ροζαλία που ονειρεύεται πως ονειρεύεται τη χάρη της Ροζαλίας, και μαζί ένα νέο κορίτσι που, ευλογημένο απ’ τους χυμούς της μέσα γεωγραφίας, ζει το χρώμα και τη μουσική με τον πιο βαθύ τρόπο, πασκίζοντας να μιλήσει, άλλοτε αμήχανα κι άλλοτε οδυνηρά εύστοχα, για αυτό το φίλτρο που είναι ο κοινός μας τόπος (ο μόνος άλλωστε που θα απομείνει κατά πως κυλούν τα πράγματα), αναζητώντας μέσα της εκείνο το πλατύ Εγώ που να χωρά τη μια ωραία του τόπου μας Συλλογικότητα, κι ύστερα επιστρέφοντας στα ρηχά για να ξεκουραστεί, πατώντας στο σύνορο –μια από δω μια από κει– και για τούτο ειλικρινής, ώσπου μια μέρα, είτε με ήχους είτε με μουσικές είτε με παρέες που θα καταδείξουν πως το φίλτρο αυτό –και ας το πούμε «ο τρόπος μας»– δεν είναι παρά ένα διαυγές βλέμμα στον κόσμο, βλέμμα πεσμένο κατ’ ευθείαν απ’ το στόμα του Ομήρου σε μια λάμπουσα ακρογιαλιά κάτω από τα κλεισμένα βλέφαρα, και μόλις τώρα ξεθαμμένο σαν πολύχρωμο κοχύλι στην άκρη αυτής της ίδιας της ακρογιαλιάς (…)
… Η Μαρία επιχειρεί μια αγκαλιά στο σώμα των ήχων της Λένας και της Μαριανίνας και μαζί –σαν μονοκοντυλιά– μια μεταγλώττιση του ροζ χρώματος πάνω σ’ αυτή τη γη που είναι άλλη απ’ των Βορειοευρωπαίων. Στην ευαισθησία εκείνων (μια λέξη νεκρή μετά από τόσα χρόνια σπατάλης) η φύση δεν μπορεί να μιλήσει παρά μόνο μέσα απ’ την προσωποποίηση, παραμένει στερητική σύζυγος, μάσκα αδιατάρακτα αδιάφορη κάτω απ’ το λευκό που δεσπόζει στο ψυχικό περιβόλι της νεκρώσιμης γεωγραφίας του βορρά, κανένα ροζ δε μπορεί να της ξυπνήσει πόθο, εκτός ίσως και ακουμπά στον σαδισμό του Άντερσεν ή στην εσωτερικευμένη στρυφνότητα των αδελφών Γκριμ. Στην δική μας Ανατολή, αυτή η γυναίκα είναι μια διαρκής ερωμένη, ξέρει να ψιθυρίζει κατευθείαν μέσα απ’ τον φυσικό κόσμο, όχι τον μεταφυσικό, συλλαβίζει αβίαστα τους χρησμούς της στο «εδώ και τώρα», πριν η ωραία κουβέντα λερωθεί απ’ την χρήση που της επιφύλαξε μεταδικτατορικά η επένδυση πολιτικών ελπίδων.
Η Μαρία αντέγραψε τα εσωτερικά τοπία αυτής της «εδώ και τώρα» φύσης, καθώς και τα εξαίσια ηχητικά τοπία της Πλάτωνος, και τα έκρυψε πίσω απ’ τις συμβάσεις ενός βιβλίου για παιδιά. Τι είναι όμως ένα βιβλίο για παιδιά;
[Θα παρατηρήσω πως αυτή η Ροζαλία δεν είναι θλιμμένη. Το βλέμμα της βλέπει τη φύση που την περιβάλλει με τον τρόπο του μέσα-έξω, έτσι όπως κάποιες Παναγίες στις εκκλησιές κοιτούν τη γη και τον ουρανό ταυτόχρονα. Από κει και η ανεξήγητη γλύκα τους.]
Συμπληρώνω πως δεν μπορώ παρά να συνυπολογίσω στα παραπάνω καθρεφτίσματα την τρυφερή αλλά σχεδόν νεκρική εκφορά της Σαββίνας – την προσωπική της συμβολή στον μύθο της Λιλιπούπολης. Πρώτα απ’ αυτήν, αν δεν κάνω λάθος, κι ύστερα απ’ την γενναιόδωρη, εξωστρεφή φωνή της Πλάτωνος άκουσα για πρώτη φορά τη Ροζαλία. Και πάλι δεν θα ξεφύγω τον συνειρμό που πάντα μου γεννούσε το όνομα της Σαββίνας. Το αυτί ενός σχεδόν παιδιού, τότε, ήξερε πως μια εγκορμισμένη στο ηχόχρωμά της χαρμολύπη θα μου την έκανε για πάντα οικεία μαζί κι ανατριχιαστική.
Το ίδιο οικεία θυμάμαι την Μαριανίνα, ένα όμορφο, ζωντανό κορίτσι, ντυμένο ολόσωμη εργατική φόρμα, που περιέφερε τον ερωτισμό του σε μια οργιάζουσα μες στον διονυσιασμό του Χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος Κρήτη, στο Ηράκλειο, στους Μουσικούς Αυγούστους, στις ιερές ισημερίες όπου η ρίζα του μελλοντικού μας λυρισμού θα εύρισκε το πλούσιο χώμα για να πιάσει.
Στην μυθολογία της ελληνικότητας όπως την υπονόησαν και προσπάθησαν να την ορίσουν ο Σεφέρης, ο Ελύτης και οι λοιποί εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 (μυθολογία-καθρέφτισμα μιας διαρκούς ζώσας όσο και απαραίτητης για την ψυχή μας πραγματικότητας, που δεν μπορώ να απαρνηθώ στο όνομα της όποιας πολιτικά ορθής οπτικής προς εκείνες τις προθέσεις, που κατά τη γνώμη μου αποδεικνύει κάτι άλλο από εκείνο που ξεκινά για να αποδείξει), και στην μυθολογία της ελιάς που σφραγίζει με τη μορφή της το σώμα αυτής εδώ της υπαίθρου (αυτής που τώρα διαπερνώ για πολλοστή φορά, σαν να ’ταν κι αυτή ένα κορίτσι που του διαρρηγνύεις την παρθενιά των αγνώστων δυνατοτήτων, στην ουσία όμως την δική σου ακόμα αδιατάρακτη παρθενία), στην φύση αυτή μέσα, η ροδοζαχαρένια παραλία είναι ένας τόπος που αγκαλιάζει και αγαπά τα χρώματα του Θεόφιλου και τον τζουρά του Μακρυγιάννη. Η Μαρία δοκιμάζει να μιλήσει γι’ αυτά περπατώντας πλάι τους αδιάφορα, σκιτσάροντας παραμύθια, καταφέρνοντας όμως παράλληλα ένα σύμπαν οπλισμένο για να εκραγεί στη μνήμη την κατάλληλη στιγμή, και να απαιτήσει ένα ζυγιασμένο βλέμμα ανάμεσα στη φύση μας και στη φύση που μιλά εκεί έξω. Και λέει (…)
… τα λόγια που γυρνούν ανάποδα τη φόδρα του ύπνου. Που διαβρώνουν την ακινησία σφάζοντας τον πιο λεβέντη κόκορα στο θεμέλιο του τότε. Πάνω σ’ αυτό το αίμα έρχονται οι προγιαγιάδες να ευλογήσουν το σήμερα, σαν ανακαινισμένο σημείο της μοίρας μας. Τις βλέπω ήδη να σταυρώνουν τον αέρα.
Η Ροζαλία κατοικεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην επικράτεια του μύθου της διαβάζω ένα διαρκές σήμερα στο βλέμμα που, ως τέχνη, δωρίζεται από στόμα σε στόμα. Κι αυτό το βλέμμα είναι ο μόνος σύμμαχός μας κόντρα σε ό,τι υπόσχεται η ασημαντότητα των αγοραίων μέσων γύρω. Στην οθόνη του δικού μας παραδείσου, έτσι καθώς στον απέραντο λαβύρινθο της μέσα ακοής, θροΐζει το φόρεμα μιας μέλλουσας (σώπα, όπου να ’ναι …) Ροζαλίας.
(*)Το βιβλίο “Ρόζα Ροζαλία ή το ροζ χρώμα”, σε στίχους Μαριανίνας Κριεζή και εικονογράφηση Μαρίας Χαραλάμπους, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2019 απ’ τις εκδόσεις “Μικροσκόπιο”.
Κι εδώ –παρότι προτιμώ την μνήμη του αρχικού αισθήματος, απ’ την επιβεβαίωση της αληθείας του– η ηχογράφηση του τραγουδιού απ’ τον γνωστό δίσκο της Λιλιπούπολης: