Χάρτης 4 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-4/afierwma/poios-fwkner-nikos-xoyliaras-einai
Πώς χάθηκε το βιβλίο; Να το χάρισα, αποκλείεται. Να το δάνεισα, ούτε γι’ αστείο. Διότι Ο Λούσιας, πρώτη έκδοση, δεν δανείζεται, δεν χαρίζεται. Κι όσο έψαχνα από ράφι και ράφι, έψαχνα και τίνος ονόματος υποκοριστικό θα μπορούσε να είναι ο Λούσιας. Λούσιας από το Χαρίλαος; Και περνούσαν οι μέρες. Το βιβλίο δεν το βρήκα.
Κι ας νομίζω ότι τα θυμάμαι όλα, δεν τα θυμάμαι. Γι’ αυτό και αναγκάζομαι να επινοώ όσα θα όφειλα να θυμάμαι, όσα θα όφειλαν να είναι έτσι και όχι αλλιώς. Πανεπιστημίου 44, δεύτερος όροφος. Δίπλα στο παράθυρο. Λίγο αν τέντωνα το κεφάλι, θα έβλεπα τους περαστικούς απέναντι. Όπου μια μέρα εμφανίζεται αυτός με τα χαμογελαστά, σκιστά μάτια, τα γένια, τη φαλάκρα. Ο πολυτάλαντος. Με την ωραία φωνή. Κανονικός τραγουδιστής, του Νέου Κύματος. Και μουσικός. Και ποιητής. Φιλόσοφος. Είναι όμως και ζωγράφος. Με κάτι ανθρωπάκια που του μοιάζουν κάπως. Και με κάτι άλλα σαν τέρατα. Με ανέμους στα δέντρα και στα μαλλιά. Νίκος Χουλιαράς. Ηπειρώτης. Γιαννιώτης. Κι εμφανίζεται με τον Γιάννη Κοντό χαμογελαστός. Μ’ έναν φάκελο.
Είπε η Νανά, λέει ο Γιάννης, έφερε ο Νίκος τα χειρόγραφα, μυθιστόρημα, είπε η Νανά, καλύτερα εσύ, είναι και λίγο αλλιώτικο, μην πάθουν οι άλλες. (Άλλες ήταν οι δυο παλαίμαχες φίλες της Νανάς, διορθώτριες με άποψη για το λογοτεχνικό κείμενο, τη στίξη, τη σύνταξη. Αυστηρές, αλάνθαστες με μεζούρα, με χάρακα.) Α, α, εγώ, πολύ χαίρομαι, πόσο χαίρομαι (αν και καθόλου δεν χαιρόμουν), εφόσον είχα κι εγώ τα δικά μου χειρόγραφα της Αρχαίας σκουριάς. Εκείνες τις μέρες υπολόγιζα να τα παραδώσω. Διορθώτρια, και ας πούμε κάτι σαν επιμελήτρια στον «Κέδρο», αντί να ασχοληθώ τώρα με τα δικά μου χειρόγραφα, θα έπρεπε να αναλάβω τα χειρόγραφα του Χουλιαρά; Πόσο χαίρομαι, Νίκο, πολύ χαίρομαι. Και σκεφτόμουν στα γρήγορα: Τα δικά μου, δικά μου είναι, ό,τι θέλω τα κάνω. Ας περιμένουν. Πολύ χαίρομαι, Νίκο, πολύ χαίρομαι. Επαναληπτικά, χαμογελαστά. Πώς αλλιώς θα επιβίωνα; Το έλεγα και το εννοούσα. Έστω και αν μόλις πριν από λίγο το έλεγα χωρίς να το εννοώ. Μας άφησε μόνους ο Γιάννης. Κάθισε δίπλα στο γραφειάκι ο Νίκος. Άνοιξε τον φάκελο. Είδα τις σελίδες. Τα γράμματά του. Τι είπαμε, τι δεν είπαμε, κενό.
Μας ξαναβλέπω στον ίδιο χώρο έπειτα από δυο, ας πούμε, βδομάδες με τα «δοκίμια» (τις στοιχειοθετημένες σελίδες) του Λούσια. Εγώ καταγοητευμένη. Ευχαριστημένος και ο Νίκος που του έπλεκα εις επήκοον όλων το εγκώμιο. Κατάλαβες τώρα, Λάμπη, γιατί ήθελα να αναλάβει τις διορθώσεις η Μάρω; είπε η Νανά. Λάμπης ήταν ο Λάμπης Ράππας ο θρυλικός υπεύθυνος των εκδόσεων εκείνα τα χρόνια στον «Κέδρο».
Και περνούσε η ώρα, λέξη-λέξη, μάχη με τα κόμματα, φωναχτά το κείμενό σου, Νίκο, να το παιδεύεις, να ακολουθείς τον βηματισμό του. Χαρά ο Νίκος, χαρά κι εγώ. Κι εκεί που τον άκουγα, κι έλεγα μέσα μου, ποιος Φώκνερ; Νίκος Χουλιαράς είναι αυτός, χτυπάει το τηλέφωνο. Η γυναίκα του, και είχε κλειστεί έξω απ’ το σπίτι με το μωρό. Πάλι; καλά, σε λίγο θα είμαι εκεί. Γυρίζει και μου λέει πετιέμαι στο Παγκράτι, σε λίγο θα είμαι εδώ. Σχόλασαν στο μεταξύ οι άλλοι. Εγώ εκεί, σκυφτά, ψιθυριστά, συλλαβιστά. Επιτέλους ήρθε. Λαχανιασμένος, ιδρωμένος. Α, Μάρω, πού πήγαν οι άλλοι; Του εξήγησα. Α, Μάρω, αφού εσύ το προχωράς, εντάξει, είμαι και κουρασμένος, καλύτερα έτσι. Φαινόταν και λυπημένος. Κάτι μου είπε, μπορεί και κάτι σαν ο Λούσιας είμαι εγώ που δεν μεγάλωσα. Αλλά μεγάλωσα. Ένα παιχνίδι μόνο μπορεί να είναι, από μέσα μου η κουβέντα. Από μέσα μου και ο κόσμος. Στο κεφάλι μου όλα.
Σίγουρα είχε έρθει, όπως το συνήθιζε, με τα νοστιμότατα κουλουράκια. Καλοτάξιδο από δω, καλοτάξιδο από κει. Θα είναι τυχερό, έχω προαίσθημα, λέει η Νανά. Θα το αγαπήσει ο κόσμος. Θα διαβαστεί, λέει η Νανά. Και σπουδαίος ζωγράφος και σπουδαίος πεζογράφος, λέει η Νανά. Όταν πια ηρεμήσαμε και γύρισα στο γραφειάκι μου, πλησιάζει ο Νίκος Χουλιαράς. Μου δίνει έναν φάκελο. Κι είχε μέσα πέντε μικρά σχέδια: στη Μάρω, για τη Μάρω, της Μάρως, στη Μάρω με αγάπη, της Μάρως για να θυμάται τον Λούσια. Και πριν προλάβω να τον ευχαριστήσω, μου ανακοίνωσε ότι θα ήθελε να αναλάβει, αν βέβαια το θέλω κι εγώ, το εξώφυλλο στο δικό μου βιβλίο. Κι έχω έπειτα μπροστά μου τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη να παρατηρεί το εξώφυλλο της Αρχαίας σκουριάς και να λέει: Βλέπεις, Μάρω, τι σημαίνει ζωγράφος;
Πότε τον είδα για τελευταία φορά; Δεν θυμάμαι.