Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/theatro/ti-oeatro-zhta-o-21os-aiwnas
Τα ευρωπαϊκά έθνη στέκονται, αυτήν τη στιγμή, στο κατώφλι μιας δεύτερης μοντερνικότητας, πολύ διαφορετικής όμως από τη μοντερνικότητα του έθνους-κράτους που αναπτύχθηκε στην καρδιά της (μοντέρνας) Βιομηχανικής Επανάστασης και επιβίωσε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Οι πιο ένθερμοι (μεταμοντέρνοι) θιασώτες των σύγχρονων εξελίξεων μιλούν με ενθουσιασμό για έναν επερχόμενο κοσμοπολιτισμό, εκείνη τη θεωρία που θέλει τα άτομα να μη δεσμεύονται πια από τόπους και παραδόσεις, άτομα που ακολουθούν τις επιθυμίες ή τις ανάγκες τους και όχι κάποια παραδοσιακή αρχή που να βασίζεται στην ιδέα του ανήκειν.
Είναι, όμως, και κάποιοι άλλοι που μιλούν εξίσου έντονα για άμεση απειλή των «εθνικών λαών» από τα ανώνυμα, ανένταχτα και ατάκτως περιφερόμενα «υπερ-εθνικά» πλήθη, που μοναδική τους έγνοια είναι ο εαυτός τους, ένας εαυτός χωρίς σημαία και εθνικό διαβατήριο.
Όπως και να το δει κανείς, πολλά πράγματα αλλάζουν στις μέρες μας και μάλιστα πολύ γρήγορα. Το νέο αφήγημα που τείνει να διαμορφωθεί, δείχνει ότι δεν θα είναι πλέον καθαρά εθνικό αλλά πλανητικό, με ό,τι κινδύνους και υποσχέσεις αυτό εγκυμονεί. Ένα αφήγημα πιο κοντά στον κοσμοποπολίτη και λιγότερο στον πολίτη. Ένα αφήγημα πιο πολύ για τον χώρο και λιγότερο για τον τόπο. Ένα αφήγημα χωρίς εμφανή τερματικά αλλά ούτε και με εμφανείς αφετηρίες.
Η σπουδαία ρήση του Αριστοτέλη, που λέει ότι το θέατρο είναι πολιτικό γιατί ανήκει στην πόλη, δοκιμάζεται σκληρά. Ενώ για αιώνες το θέατρο ήταν, πέρα από καθρέφτης της πόλης (του τόπου), και η εμπροσθοφυλακή της, ο μπροστάρης-ανιχνευτής πολύτιμων μετάλλων, τώρα τρέχει ασθμαίνοντας, και ενίοτε σαστισμένο, να προλάβει μια ταχύτατη και απροσδιόριστη πραγματικότητα που διαρκώς τού διαφεύγει, μια πραγματικότητα την οποία δεν πολυκαταλαβαίνει, γιατί απλούστατα βρίσκεται πέρα από τις ευανάγνωστες τακτοποιήσεις της μοντερνικότητάς του, πέρα από τις βεβαιότητες και τις ιεραρχήσεις του. Μια πραγματικότητα που διαρκώς διαχέεται, όπως διαχέονται και οι εικόνες που την αποτυπώνουν.
Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει. Οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, τα βιώματά τους έχουν αλλάξει και εννοείται έχουν αλλάξει και οι απόψεις τους περί καλού και κακού θεάτρου, περί πολιτικού και απολιτικού θεάτρου. Όσο περνάει ο καιρός, το χάσμα των γενεών γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Ο θεατρόφιλος του 1960, λχ., δεν έχει καμιά σχέση με τον θεατρόφιλο του σήμερα, της υψηλής τεχνολογίας και του ιντερνετικού χειροκροτήματος μέσω των likes. Δυο κόσμοι διαφορετικοί και συνεπώς με διαφορετικές προσδοκίες από το θέατρο.
Είναι προφανές πως οι πρωτοφανείς εξελίξεις που βιώνουν όλοι οι λαοί τα τελευταία χρόνια (οικονομικές, αισθητικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές και πληθυσμιακές), αργά ή γρήγορα, θα αναγκάσουν και το θέατρο να ανασυνταχτεί κάπου αλλού, πέρα από τις πεπατημένες ατραπούς του, πέρα από τους γνώριμους (προ)ορισμούς του, πέρα από τον χώρο του «τακτοποιημένου» σκηνικού του κόσμου, σε πιο ριψοκίνδυνα τοπία (ή ακόμη, αν προτιμάτε, ριψοκίνδυνες ουτοπίες), ώστε να παράξει νέες ιστορίες (ή μήπως μυθιστορίες και πάλι;), νέες ιδέες και νέα κριτήρια αρκετά ανοικτά για να συμπεριλαμβάνουν και το «απειλητικό» καινούργιο και το ακόμη απροσδιόριστο και εξίσου «απειλητικό» παγκόσμιο.
Αυτό, βέβαια, δεν είναι εύκολα πραγματοποιήσιμο, και τούτο γιατί προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, δημιουργική επανενεργοποίηση ευαίσθητων εθνικών αρχείων, ήτοι επαναπροσδιορισμό της έννοιας των πάσης φύσεως «μεθορίων», με τερματικό την παραγωγή αφηγημάτων και σκέψεων που θα κομίζουν νέες (προ)οπτικές αρκετά ευρύχωρες ώστε να φιλοξενούν μνήμες που ενώνουν παρά μνήμες που διχάζουν, δηλαδή (προ)οπτικές μέσω των οποίων θα αναγνωρίζεται η ποικιλότητα των κληρονομιών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή της ιστορίας στο σανίδι όχι ως επανάληψη αλλά ως επανεκκίνηση.
Αναμφίβολα πρόκειται για έργο ολισθηρό, καθώς σείει θεμέλια, εκείνα τα θεμέλια που με τόσο κόπο έβαλαν στη θέση τους οι βασικοί εκφραστές του Διαφωτισμού, όπως ο Βολταίρος, ο Ρουσώ, ο Ντιντερό, ο Μοντεσκιέ κ.ά., που όχι μόνο ενέπνευσαν δύο από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ιστορία (την Αμερικανική και τη Γαλλική) αλλά διαμόρφωσαν με τις θέσεις τους και το παγκόσμιο πολιτιστικό, φιλοσοφικό, πολιτικό και εννοείται και το θεατρικό σκηνικό γίγνεσθαι για περισσότερο από 250 χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από τις όποιες αυτονόητες δυσκολίες, το θέατρο, όντας αντιμέτωπο με έναν κόσμο πολλαπλότητας, έναν κόσμο που σταδιακά γυρίζει την πλάτη στα αρχές του Διαφωτισμού, έναν κόσμο χωρίς σταθερό κέντρο δίκην σημείου αναφοράς, θα κληθεί, αργά ή γρήγορα, να κινηθεί σαν διαμεσολαβητής, συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε διαφορετικές και συχνά συγκρουσιακές κοινότητες μνήμης (mnemonic communities), με τερματικό τη δημιουργία μιας διευρυμένης αίσθησης γεωπολιτικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής πραγματικότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το νέο θέατρο, σε οποιαδήποτε μορφή του, θα μπορέσει να αλλάξει τον κόσμο ή να αναχαιτίσει την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού ή να ακυρώσει εντελώς την τοπικότητά του, αλλά τουλάχιστον θα μπορέσει, στον βαθμό που του αναλογεί, να βοηθήσει στη διαπλάτυνση των αισθητικών και ιδεολογικών ορίων και αντοχών των ανθρώπων.
Να τους κάνει να νιώσουν πιο άνετα, ζώντας σε έναν πολύχρωμο κόσμο, μέσα από τη σφυρηλάτηση των συνδέσμων τους με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Να τους δείξει ότι κανένας τόπος δεν είναι, με απόλυτους όρους, ο «σωστός» τόπος.
Να τους βοηθήσει να δουν τη ζωή των «άλλων» καλύτερα μέσα από την ανάπτυξη ή ανακάλυψη ενός ζωτικού χώρου ανάμεσα στη δική τους Ανθρωπότητα και των άλλων, δηλαδή μέσα από ζώνες επαφής όπου θα προβάλλονται, χωρίς να αλληλοακυρώνονται, και η διαφορά και η ομοιότητα.
Για πολλά χρόνια οι διακινητές του θεάτρου, κυρίως στo φεστιβαλικό κύκλωμα, δεν έκρυβαν την προτίμησή τους για παραστάσεις όπου κυρίαρχο επικοινωνιακό στοιχείο ήταν η εικόνα. Απόλυτα κατανοητό. Η εικόνα ήταν, και είναι, σαφώς πιο εύκολα διαχειρίσιμη και «ταξιδιάρικη» (μια εικόνα χίλιες λέξεις, κατά το γνωστό σλόγκαν). Τώρα τελευταία, ωστόσο, βλέπουμε μια στροφή και προς την «αντιεμπορική» λέξη και στις μνήμες που κουβαλά.
Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι φεστιβαλικοί παράγοντες δείχνουν να μην τη «φοβούνται» πια τόσο πολύ. Δεν την αντιμετωπίζουν σαν εμπόδιο στην επικοινωνία ή σαν «μπελά». Βλέπουν ότι μια παράσταση μπορεί να διασχίσει εθνικά σύνορα και με τη λέξη και το όποιο φορτίο της. Βλέπουν ότι η εισβολή (διά της λέξης = αφήγησης) της μιας μνήμης στην «άλλη» μπορεί να δημιουργήσει έναν καινούργιο χώρο για μια νέα μνήμη, πυκνώνοντας έτσι τις φαντασιακές κοινότητες και τις σχέσεις τους με άλλες, με τις οποίες υπάρχουν ήδη σύνδεσμοι πολιτικοί και οικονομικοί.
Σε κάθε περίπτωση, ο 21ος αιώνας, ήδη από τα πρώτα βήματά του, δείχνει προς μια νέα κατεύθυνση που λέει ότι κανένας τόπος δεν είναι αμετάλλακτος, γιατί αμετάλλακτος σημαίνει έξω από τον χρόνο. Μόνο η αλλαγή δεν αλλάζει. Και η πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει το νέο θέατρο σε αυτήν την εποχή του τεχνοπολιτισμού, των συνδέσμων και της πολλαπλότητας των γεωγραφιών και των αφηγήσεων, είναι να ισορροπήσει το συγκεκριμένο των τόπων, των χαρακτήρων, των ιδεολογιών με τις μακρο-εξαρτήσεις, χωρίς να κάνει εκπτώσεις, γιατί πολύ εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε υπεραπλουστεύσεις, γενικεύσεις, επιφανειακές εκτιμήσεις και α-νόητους εντυπωσιασμούς. Κάτι που, δυστυχώς, βλέπουμε πολύ συχνά τόσο στις δικές μας σκηνές όσο και στην αλλοδαπή.
Η χαλαρότητα που εμφανίζει ο μεταμοντέρνος 21ος αιώνας γύρω από το θέμα των ορίων, των ορισμών, των κέντρων κ.λπ., πέρα από τα όποια ευεργετικά αποτελέσματα είχε και θα έχει στο μέλλον, έχει ανοίξει παράλληλα και τους ασκούς του Αιόλου, υπό την έννοια ότι έχει δημιουργήσει την ψευδή εντύπωση ότι όλα είναι εύκολα, ότι όλοι μπορούν να γίνουν (μεταμοντέρνοι) συγγραφείς, ποιητές, κριτικοί και ό,τι άλλο επιθυμούν. Δείτε τι γίνεται στο διαδίκτυο. Δεν ξέρεις ποιον και τι να εμπιστευτείς. Έχουν εξαφανιστεί τα σημεία ελέγχου. Παντού και κάποιο «ανα» μπροστά στις λέξεις. Ανα-κύκλωση, ανα-δημοσίευση, ανα-παραγωγή.
Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας των υβριδίων, από τα αυτοκίνητα μέχρι τα έθνη και τα είδη. Δεν υπάρχει κάτι «καθαρό», όπως το όρισαν και το υπηρέτησαν προηγούμενες γενιές. Τώρα όλα είναι στον αέρα. Αυτό δεν είναι κακό. Είναι, όμως, δυνάμει επικίνδυνο, γιατί μπορεί να το εκμεταλλευτεί (και το εκμεταλλεύεται) ο οποιοσδήποτε. Κάποτε ο εκδότης μιας εφημερίδας, για παράδειγμα, είχε κάθε λόγο να ελέγχει την ποιότητα της θεατρικής κριτικής που δημοσίευε. Σήμερα όλοι δηλώνουν κριτικοί, με αποτέλεσμα κανείς να μην είναι κριτικός. Το είδος έχει εξαφανιστεί. Και αυτό είναι κάτι που το επιδιώκει η νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα. Από τη στιγμή που δίνει σε όλους βήμα να δημοσιοποιούν την άποψή τους, έχει το κεφάλι της ήσυχο, υπό την έννοια ότι όλοι είναι ευχαριστημένοι. Όσο πιο πολλοί εκφέρουν γνώμη τόσο πιο ακίνδυνοι είναι.
Αυτό εξηγεί γιατί στο θέατρο αυτήν τη στιγμή καμιά κριτική φωνή δεν είναι ικανή να κάνει «ζημιά» σε οποιαδήποτε παράσταση. Όχι γιατί δεν υπάρχουν ικανοί κριτικοί. Θεωρώ ότι υπάρχουν, και μερικοί από αυτούς είναι πολύ καλύτεροι από τους κριτικούς της προηγούμενης γενιάς. Απλά, η δύναμη της φωνής τους χάνεται στην απεραντοσύνη του διαδικτύου, εκεί όπου υποχρεώνονται να συγκατοικήσουν με εκατοντάδες άλλες φωνές, οι περισσότερες ανεξέλεγκτες και ανενημέρωτες. Και αυτό είναι ένας μεγάλος κίνδυνος που θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει το θέατρο της νέας εποχής: το δικαίωμα του καθενός να δηλώνει ό,τι θέλει.
Οι 1.500 παραστάσεις στην Αθήνα μέσα σε μια χρονιά είναι και αυτό ένα μικρό πλην όμως δηλωτικό παράδειγμα όχι τόσο της αγωνίας των εμπλεκομένων (που σίγουρα υφίσταται) αλλά πιο πολύ της στρεβλής εντύπωσης ότι έτσι προσφέρουν. Όμως, για να προσφέρει κάποιος ουσιαστικά, απαιτεί πολύ σοβαρή και επίπονη μελέτη του κόσμου και των νέων δεδομένων του, γιατί χωρίς μελέτη και κατανόηση των πραγμάτων το αποτέλεσμα θα είναι αυτός ο πληθωρισμός, ο οποίος κρύβει ή προσπαθεί να κρύψει πίσω από κάποιο τρέχον πολιτικό ή κοινωνικό θέμα, όπως λ.χ. η μετανάστευση, την έλλειψη σοβαρής ενασχόλησης. Και αυτό το βλέπει κανείς παντού.
Οι ευρωπαϊκές σκηνές γέμισαν παραστάσεις θεάτρου-ντοκουμέντο και διασκευές μυθιστορημάτων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι για κλάματα, παραστάσεις με θέμα το φύλο που πλέον έχει γίνει το απόλυτο must, και από τις οποίες ελάχιστες ξεπερνούν τη μετριότητα, παραστάσεις με θέμα το σώμα, μόνο που και εδώ ελάχιστες έχουν κάτι να προτείνουν που να αξίζει τον κόπο και να ξεφεύγει από τα κλισέ. Γίνονται για να γίνονται. Γίνονται γιατί το απαιτεί η μόδα της στιγμής. Όμως, μόδα σημαίνει αναμάσημα αυτών που ήδη γνωρίζουμε. Και από τη στιγμή που το θέατρο γίνεται «μοδάτο», αυτοακυρώνεται ως τέχνη.
Με τα δεδομένα του νέου αιώνα, το μιμητικό θέατρο όπως το παρουσιάζει ο σκηνικός ρεαλισμός, ή το θέατρο ντοκουμέντο, ή το θέατρο αυτολεξεί, ή το θέατρο-διάλεξη κ.λπ. δεν μπορούν να τιθασεύσουν τον πρωτεϊκό χαρακτήρα του πραγματικού. Σίγουρα και αυτά έχουν τη θέση τους στη βιομηχανία του θεάματος, όμως εκείνο που χρειάζεται πάνω απ’ όλα η εποχή είναι ένα θέατρο που να γνωρίζει πολύ καλά τα μέσα που διαθέτει ώστε να μπορεί να μας δώσει εκείνη την πραγματικότητα που δεν βλέπουμε. Εκείνη που βλέπουμε μας τη δίνει, ούτως ή άλλως, η τηλεόραση, και μάλιστα με πιο αποτελεσματικό και πειστικό τρόπο.
Με δυο λόγια: το θέατρο που απλά μιμείται ή αναπαράγει την πραγματικότητα είναι απλά θέατρο. Όταν όμως «παράγει» (και όχι αναπαράγει) την πραγματικότητα, τότε είναι τέχνη. Και το νέο θέατρο της Νέας Ευρώπης (και όχι μόνο), και αναφέρομαι σε εκείνο το θέατρο που θέλει να κάνει τέχνη και όχι αναπαραγωγή, καλείται αυτήν τη στιγμή να βρει τη θέση του ανάμεσα στην πραγματικότητα του «εδώ» των τόπων και του «εκεί» των χώρων. Που σημαίνει, καλείται να σκέφτεται παγκόσμια και να δρα τοπικά, χωρίς προκαταλήψεις, ιδεολογικές αγκυλώσεις, βεβιασμένες και άδικες ή ευπώλητες τοποθετήσεις.
Ο νέος αιώνας απαιτεί από τους πιο ανήσυχους καλλιτέχνες του επιλογές που θα ενισχύουν την παραγωγή νέας γνώσης περί ομοιότητας και ξενότητας, ώστε οι άνθρωποι (οι θεατές) να ξεπεράσουν τις ιστορικές, πολιτιστικές και πολιτικές τους δεσμεύσεις, καθώς και τις ιεραρχίες, τους εθνικισμούς και τους θρησκευτικούς φανατισμούς.
Άλλως ειπείν, ο πολυπολιτισμικός, ο πολυεθνικός 21ος αιώνας δείχνει πως έχει ανάγκη από ένα ψαγμένο θέατρο που θα διευρύνει τα όρια των φαντασιακών κοινοτήτων προς ποικίλες κατευθύνσεις, και θα δημιουργεί μορφές μιας δυνάμει αλληλεγγύης που θα ξεπερνά, εκεί όπου χρειάζεται, τα όρια του έθνους ως πολιτικού και οικονομικού σχηματισμού.
Η εποχή που βιώνουμε δείχνει ότι χρειάζεται καλλιτέχνες-ιστορικούς του θεάτρου, έτοιμους να δοκιμαστούν με μια διευρυμένη εκδοχή των συνόρων, των ειδών, των τόπων και των χώρων της θεατρικής ιστορίας.
Μέχρι τώρα αυτό που παίρναμε από τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν και τις παραστάσεις που βλέπαμε, ήταν κάποια highlights επιλεγμένου υλικού από διάφορες χώρες/παραδόσεις. Ο κόσμος έχει αλλάξει, και πλέον έχουμε ανάγκη από ιστορίες και παραστάσεις που να εστιάζουν σε βαθύτερες και πιο σύνθετες σχέσεις, όπως αυτές βγαίνουν μέσα από τις διαφορές, παρά ιστορίες και παραστάσεις που δημιουργούν μια ευθύγραμμη θεατρική αφήγηση ενιαία και συμπαγή, μια αφήγηση που διαγράφει τις διαφορές για το χατίρι της αναγνωρίσιμης ομοιογένειας.
Με δυο λόγια, το θέατρο χρειάζεται καλλιτέχνες-ιστορικούς που θα εκκινούν τις αφηγήσεις τους από μια ανοικτή θεώρηση των πραγμάτων που θα βελτιώνει την κατανόηση που έχουμε για την ανθρώπινη έκφραση και συμπεριφορά. Και για να γίνει αυτό, επαναλαμβάνω, απαιτούνται ενημερωμένοι, διαβασμένοι και υποψιασμένοι καλλιτέχνες, σε θέση να αποδομούν τις επιφάνειες των πραγμάτων, με στόχο την παραγωγή (και όχι την αναπαραγωγή) της αόρατης όψης των φαινομένων.
Βέβαια, είναι σχετικά νωρίς για συμπεράσματα. Όλα αυτά είναι πιο πολύ υποθέσεις βασισμένες σε σκόρπιες, ωστόσο βάσιμες, ενδείξεις. Παραμένει να δούμε κατά πόσο το νέο θέατρο που δείχνει να έχει ανάγκη η νέα εποχή θα μπορέσει να διαχειριστεί εποικοδομητικά την ποικιλότητα, όταν αυτή έρχεται σε αντιπαράθεση με ήθη, έθιμα, αξίες, σύμβολα, ιερά και όσια. Δηλαδή, όταν ο τόπος εναντιώνεται στον χώρο.
Κατά πόσο θα μπορέσει να διαχειριστεί μια κοινή ιστορία και ένα κοινό μέλλον από μια άλλη οπτική, πιο παγκόσμια (ή πανευρωπαϊκή).
Κατά πόσο θα μπορέσει να διαχειριστεί το «τι» και το «εμείς» της κοινωνικής ταυτότητας και ιθαγένειας σε σχέση με ζώνες μείξης που έρχονται σε σύγκρουση με τις εθνικές και/ή εθνικιστικές πολιτιστικές φόρμες.
Κατά πόσο θα μπορέσει να επιβιώσει ως είδος, όντας σε συνεχή, σχεδόν εξοντωτική (επανα)διαπραγμάτευση θέσεων και αρχών, χωρίς τη βεβαιότητα ότι ζει (μέσα) (σ)την ιστορία του.
Κατά πόσο θα μπορέσει να πει, κι εμείς μαζί του, οι απλοί άνθρωποι, ό,τι λέει ο Γκογκό του Σάμιουελ Μπέκετ: «δεν είμαστε ιστορικοί», κάτι που αυτόματα μας απελευθερώνει (και το θέατρό μας επίσης) από την υποχρέωση να ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα εξηγούνται σύμφωνα με τις παγιωμένες σχέσεις παρελθόντος και παρόντος;
Συμπέρασμα: Μιλώ για ένα θέατρο τοπικό (local) και χωρικό (global), ταυτόχρονα. Θέατρο του πολίτη και του κοσμοπολίτη. Δηλαδή, θέατρο glo-c-al.