Χάρτης 4 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-4/tehnasmata/enas-diadoxikos-ypodiplasiasmos
Αναλογιζόμενος την εμβληματικότητα του διηγήματος του σκιαθίτη συγγραφέα και το πώς ένα κείμενο καταλήγει στην τελική του μορφή, με συγκεκριμένη επιλογή και αριθμό λέξεων, γεννήθηκε μέσα μου η εξής υπόθεση εργασίας: πόσο διατηρούνται τα χαρακτηριστικά του αρχικού κειμένου αν το υποβάλλουμε σε διαδοχικούς υποδιπλασιασμούς;
Η αρχική εκδοχή του κειμένου αλιεύθηκε από το διαδίκτυο, καθώς δεν θεωρήθηκαν μεγάλης σημασίας οι τυχόν παραλλαγές του για τη συγκεκριμένη άσκηση. Ο τίτλος θεωρήθηκε μέρος του κειμένου και συμπεριλήφθηκε στον υπολογισμό των λέξεων. Στις περιπτώσεις που ο υποδιπλασιασμός απέδωσε μη ακέραιο αριθμό, ο αριθμός στρογγυλοποιήθηκε προς τα κάτω.
Έγινε προσπάθεια να διατηρηθεί όσο είναι εφικτό το ύφος και το λεξιλόγιο του Παπαδιαμάντη. Στόχος ήταν ακόμα να διατηρηθούν όσα στοιχεία της πλοκής είναι δυνατόν σε κάθε εκδοχή. Ίσως θα είχε ενδιαφέρον μελλοντικά να επιχειρηθεί η εστίαση σε διαφορετικούς χαρακτήρες του έργου, π.χ. τον αυλητή ή την φώκια, ώστε τρόπον τινά να ειπωθεί η ιστορία από τη δική τους «οπτική».
Η διαδικασία θα μπορούσε να ειδωθεί σαν συμβολική άσκηση λιτότητας ή ακόμα και σαν διαδικασία «πέψης» της πολιτιστικής μας κληρονομιάς από τη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή. Είναι ακόμα αναμενόμενο ότι πολλοί μπορεί να βρουν τη διαδικασία αυτή εντελώς άσκοπη. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα.
Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν, δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.
Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.
Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.
Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.
Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ’ ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.
Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.
Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα. Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.
Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
— Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της.
Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.
Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.
Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:
Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.
Κάτω από κρημνόν, οπού βρέχουν κύματα, κατέρχεται μονοπάτι, και δυτικώς, δίπλα εις την προεξοχήν του γιαλού, εις οποίαν τα μαγκόπαιδα δεν παύουν όλον το θέρος να κολυμβούν, κατέβαινε βράδυ η γρια-Λούκαινα, κρατούσα μίαν αβασταγήν, δια να πλύνη σινδόνια εις το κύμα, είτα να τα ξεγλυκάνη εις βρύσιν, οπού δακρύζει από βράχον, και χύνεται εις τα κύματα. Κατέβαινε τον κατήφορον και έμελπεν εν πένθιμον μοιρολόγι, φέρουσα την παλάμην, δια να σκεπάση τα όμματα από τον Ήλιο, οπού εβασίλευεν· αι ακτίνες του εθώπευον τα μνήματα, ασβεστωμένα, λάμποντα.
Ενθυμείτο τα παιδιά, τα οποία είχε θάψει εκεί προ χρόνων. Δύο κοράσια και τρία αγόρια είχε θερίσει ο χάρος· και τον άνδρα της. Είχον μείνει δύο υιοί· ο εις επήγεν εις την Αυστραλίαν· δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο μικρότερος εταξίδευε εντός της Μεσογείου. Είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη, με έξι παιδιά.
Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε, γηράσκουσα, και δι’ αυτήν επήγαινε δια να πλύνη τα χράμια εις το αλμυρόν κύμα.
Έκυψεν, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά κατήρχετο κρημνός γηλόφου, εφ’ ου ήτο το Κοιμητήριον. Εις τα κλίτη του εκυλίοντο προς την θάλασσαν τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς σκελετών, λείψανα από γόβες ή υποκάμισα γυναικών, συνταφέντα μαζί των, και άλλα λάφυρα θανάτου. Υπεράνω της κεφαλής της, εντός κρυπτής λάκκας, είχε καθίσει βοσκός, επιστρέφων με το κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν’ αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, ήρχισε να μέλπη άσμα με το σουραύλι του. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην ήκουον φλογέραν, εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, μεταξύ θάμνων.
Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, ήκουσεν το μοιρολόγι, εθέλχθη από τον αυλόν, και ήλθε παραέξω, κι ετέρπετο, κι ελικνίζετο. Η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, μαθούσα πού ευρίσκετο η μάμμη, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη. Δεν ήξευρεν πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, και άμα ήκουσε φλογέραν, επήγε προς τα εκεί· ανεκάλυψε τον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν’ ακούη, είδεν μονοπάτι, κι ενόμισεν ότι εκείθεν είχε κατέλθει η μάμμη της· το επήρε δια να την ανταμώση. Είχε νυκτώσει.
Η μικρά κατέβη. Ο δρομίσκος εγίνετο απόκρημνος. Έβαλε φωνήν, κι επροσπάθει να επιστρέψη. Ευρίσκετο εις προεξέχοντα βράχο, υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε. Δεν εύρισκε πλέον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ο βράχος υψηλός, δύο οργυιές. Ο αυλός έκρυψε την κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν πλαταγισμόν, αλλά δεν έβλεπε την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της μικράς κόρης.
Καθώς είχε νυκτώσει, η γραία επιστρέφουσα ήρχισε ν’ ανέρχεται το μονοπάτι. Ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
—Ο Σουραυλής θα είναι. Ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα, ρίχνει και βράχια στο γιαλό...
Εξηκολούθησε τον δρόμον.
Ο βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του.
Η φώκη, ηύρε το σώμα της πτωχής Ακριβούλας εις τα ρηχά, και ήρχισε να το μοιρολογά.
Το μοιρολόγι, το οποίον μετέφρασεν εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την γλώσσαν των φωκών, έλεγε:
Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά...
Η γριά μοιρολογά τα γεννοβόλια.
Σαν να τέλειωναν ποτέ οι καημοί.
Κάτω από κρημνόν, κατέρχεται μονοπάτι, και δίπλα εις την προεξοχήν του γιαλού, κατέβαινε βράδυ η γρια-Λούκαινα, δια να πλύνη σινδόνια εις το κύμα. Έμελπεν εν πένθιμον μοιρολόγι, φέρουσα την παλάμην, δια να σκεπάση τα όμματα από τον Ήλιο, οπού εβασίλευεν.
Ενθυμείτο τα παιδιά, τα οποία είχε θάψει. Δύο κοράσια και τρία αγόρια· και τον άνδρα της. Είχον μείνει δύο υιοί· και μία κόρη, με έξι παιδιά.
Ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά ήτο κοιμητήριον. Εις τα κλίτη του σαπρά ξύλα, λείψανα και άλλα λάφυρα θανάτου. Υπεράνω, εντός λάκκας, ήτο βοσκός, επιστρέφων με το κοπάδι του από τους αγρούς, και ήρχισε να μέλπη άσμα με το σουραύλι του. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν· οι επιστρέφοντες από τους αγρούς ήκουον φλογέραν· ο αυλητής δεν εφαίνετο, μεταξύ θάμνων.
Μία φώκη, βοσκούσα πλησίον, ήκουσεν το μοιρολόγι και τον αυλόν, και ήλθε παραέξω. Η Ακριβούλα, εγγονή της γραίας, μαθούσα πού ευρίσκετο η μάμμη, ήλθε να την εύρη. Δεν ήξευρεν το μονοπάτι, ήκουσε φλογέραν, επήγε προς τα εκεί· ανεκάλυψε τον αυλητήν και αφού ήκουσε, είδεν απόκρημνο μονοπάτι, ενόμισεν ότι εκείθεν είχε κατέλθει η μάμμη· κατέβη δια να την ανταμώση. Επροσπάθει να επιστρέψη. Ευρίσκετο εις προεξέχοντα βράχο, υψηλό. Εσκοτείνιαζε. Δεν εύρισκε πόθεν είχε κατέλθει. Εδοκίμασε να καταβή. Έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ο βοσκός ήκουσεν πλαταγισμόν, αλλά δεν έβλεπε τον γιαλό.
Νύκτωσε· η γραία ήρχισε ν’ ανέρχεται. Ήκουσε πλαταγισμόν, εστράφη προς τον αυλητή.
—Ο Σουραυλής. Ξυπνά τους πεθαμένους...
Ο βοσκός εξηκολούθει να μέλπει.
Η φώκη ηύρε το σώμα· ήρχισε να το μοιρολογά.
Το μοιρολόγι έλεγε:
Φύκια τα στεφάνια της Ακριβούλας...
Η γριά μοιρολογά.
Σαν να τέλειωναν ποτέ οι καημοί.
Κάτω από κρημνόν, κατέρχεται μονοπάτι, και δίπλα εις την προεξοχήν του γιαλού, κατέβαινε η γρια-Λούκαινα, δια να πλύνη σινδόνια εις το κύμα. Έμελπεν εν πένθιμον μοιρολόγι. Ενθυμείτο τα παιδιά και τον άνδρα της. Είχον μείνει δύο υιοί· και μία κόρη, με έξι παιδιά.
Υπεράνω, εις βοσκός ήρχισε να μέλπη άσμα με το σουραύλι. Το μοιρολόγι εκόπασεν· ο αυλητής δεν εφαίνετο. Μία φώκη, βοσκούσα πλησίον, ήκουσεν αυλόν, και ήλθε παραέξω. Η εγγονή της γραίας, ήλθε να την εύρη. Δεν ήξευρεν το μονοπάτι, ήκουσε φλογέραν, επήγε προς τα εκεί· είδεν απόκρημνο μονοπάτι, ενόμισεν ότι εκείθεν είχε κατέλθει η μάμμη. Εδοκίμασε να καταβή. Έπεσε εις το κύμα.
Νύκτωσε· η γραία ήκουσε πλαταγισμόν, εστράφη προς τον αυλητή, όστις εξηκολούθει να μέλπει.
Η φώκη ηύρε το σώμα· ήρχισε το μοιρολόγι:
Σαν να τέλειωναν ποτέ οι καημοί.
Κάτω από κρημνόν, εις τον γιαλό, κατέβαινε η γρια-Λούκαινα, δια να πλύνη. Έμελπεν μοιρολόγι. Είχε έξι εγγόνια.
Υπεράνω, εις βοσκός έμελπε άσμα με το σουραύλι. Το μοιρολόγι εκόπασεν. Μία φώκη, ήκουσεν αυλόν, και ήλθε παραέξω. Η εγγονή της γραίας, ήκουσε φλογέραν, επήγε προς απόκρημνο μονοπάτι. Έπεσε εις το κύμα.
Νύκτωσε· ο αυλητής εξηκολούθει να μέλπει.
Η φώκη ήρχισε το μοιρολόγι:
Σαν να τέλειωναν οι καημοί.
Κάτω από κρημνόν, κατέβαινε η γρια-Λούκαινα.
Εις βοσκός έμελπε. Μία φώκη ήλθε παραέξω. Η εγγονή της γραίας έπεσε εις το κύμα.
Νύκτωσε· η φώκη ήρχισε το μοιρολόγι:
Σαν να τέλειωναν οι καημοί.
Η εγγονή της γρια-Λούκαινας έπεσε και πνίγηκε.
Μία φώκη μοιρολογά:
Σαν να τέλειωναν οι καημοί.
Μία φώκη μοιρολογά:
Σαν να τέλειωναν οι καημοί.
Να τέλειωναν οι καημοί.
Οι καημοί.
Καημοί.
σχέδια Τ.Ζ.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Τάσου Ζαφειριάδη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.