Χάρτης 4 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-4/pyxides/steppe-by-steppe-2
Προς ακρόαση πριν, κατά και μετά την ανάγνωση:
1.
Τζενγκίς, έλεγαν τον οδηγό του τζιπ και οδηγό μας εν γένει στη διάβαση του Παμίρ. Θα περνάγαμε μαζί του έξι ολόκληρες μέρες. Το τζιπ εγκατέλειψε την Ος, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη του Κιργιστάν στα νότια της χώρας, πολύ κοντά στο Ουζμπεκιστάν. Για την ακρίβεια στην εύφορη κοιλάδα της Φεργκάνα, το περίφημο «κλειδί» της Κεντρικής Ασίας, κατά τους γεωπολιτικούς, κοιλάδα που το Κιργιστάν μοιράζεται με την όμορη χώρα. Πολύ ζωντανή πόλη, με μαρτυρημένη την ανθρώπινη παρουσία από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Κουβαλάει ακόμα τη «μυρωδιά» της παλαιάς Ασίας, θυμίζει καιρούς αλλοτινούς. Οι ντόπιοι έχουν να λένε πως είναι παλαιότερη της Ρώμης και η παράδοση τη θέλει να έχει ιδρυθεί από τον βασιλέα Σολομώντα ή, έστω, από τον Αλέξανδρο. Διακρίνεται κάπως έντονα ο μουσουλμανικός χαρακτήρας. H πίστις επί τω έργω…: μαντήλες, πολλά τζαμιά κλπ. Σαφώς πιο έντονο από ό,τι στον εκρωσισμένο –εκσοβιετισμένο για την ακρίβεια– και πιο «μοντέρνο» βορρά της χώρας. Όπου το Ισλάμ δείχνει να είναι αρκετά light: μίνι, κατανάλωση αλκοόλ σε κοινή θέα… Το μουσουλμανικό χαρακτήρα της Ος μπήκαν στον κόπο να [ανα](δια)μορφώσουν, να τονώσουν (και να χρηματοδοτήσουν) ουαχαμπίτες ιεροκήρυκες εκ Σαουδικής Αραβίας που συνέρευσαν στην περιοχή της Ος την εποχή της διάλυσης της Σοβιετίας. Όπως συνέρρευσαν, πριν αρκετά χρόνια, και στη γειτονική χώρα, θέατρο αιματηρών συγκρούσεων ισλαμιστών φονταμενταλιστών με τις δυνάμεις ασφαλείας. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, στην Ος το 40% του πληθυσμού είναι Ουζμπέκοι. Έχουν καταγραφεί αιματηρές συγκρούσεις Ουζμπέκων της Ος με τους Κιργίσιους συνδημότες τους. Το 1990 (με 200 νεκρούς) και το 2010. Συγκρούσεις που έχουν καταγραφεί ως εθνοτικές – κάποιο όνομα θα έπρεπε να τους δοθεί.
Είχαμε επίγνωση όλων αυτών και μαζί ξέραμε ότι θα μπαίναμε οσονούπω στο Τατζικιστάν, χώρα/ο διέλευσης της αφγανικής ηρωίνης προς τις τέως σοβιετικές δημοκρατίες και τη Ρωσία, βέβαια, μεγάλη αγορά ήδη από την εποχή της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Γνωρίζοντας, επιπλέον, πως θα ταξιδεύαμε παράλληλα και σύριζα στα αφγανικά σύνορα, ακριβώς στην «από δω» μεριά των συνόρων με τη δαιμονοποιημένη χώρα, ήταν λογικό να νιώθουμε ένα κράτημα. Συγκρατημένο.
Το τζιπ κινήθηκε γοργά σε έναν αυτοκινητόδρομο προς τον νότο. Όχι πολλή κίνηση. Ξεχώριζαν κάποια μεγάλα κινέζικα λεωφορεία με κρεβάτια για τις νυχτερινές διαδρομές. Λίγα αλλά εντυπωσιακά. Μετά από λίγες ώρες, διασταύρωση: Προς τα αριστερά, δηλαδή ανατολικά, ο δρόμος συνέχιζε για τη συνοριακή διάβαση προς την Κίνα (προς το Κασγκάρ, στα μέρη των Ουιγούρων Τούρκων, στο Σινκιάνγκ της Κίνας), την περιοχή των μουσουλμάνων που αποτελεί «πονοκέφαλο» των κινεζικών αρχών. Εμείς συνεχίσαμε προς το νότο. Το τζιπ και ο οδηγός είχαν ναυλωθεί από κάποιο κιργισιανό πρακτορείο της Ος. Ιδιοκτήτης του ήταν ένας μεσήλικας πιστός μουσουλμάνος, έτσι τον έκοβα εμφανισιακά. Με κελεμπία, πλούσια γενειάδα και φεσάκι. Πραγματικά πιστός, όμως, ή δήθεν – για να ταιριάζει στην «περιρρέουσα ατμόσφαιρα»; Έδειξε να χαίρεται σφόδρα όταν ανταλλάξαμε κάποιες φιλοφρονήσεις και χαιρετισμούς στα αραβικά. Γελάκια (Καλό ήταν αυτό;). «Ο Αλλάχ μαζί σας», μας ευχήθηκε τελικά. (Aυτό ήταν καλό). Θα τον ξαναβλέπαμε στην επιστροφή.
Ο Τζενγκίς, που λέγαμε, ήταν ένας συμπαθέστατος και πολύ καλοβαλμένος νεαρός, κάτω των 25. Μιλούσε κιργισιανά, αρκετά καλά ρωσικά και κάποια τατζικικά. Τα αγγλικά του λιγότερα από τη σούμα των ρωσικών και των τουρκικών μου μαζί. Γιατί τα τουρκικά μου στο ταξίδι αυτό αποδείχθηκαν απρόσμενα πολλά –μπούζ(ι), γιατάκ(ι), οντά(ς), τζερεμέ(ς), καζάν(ι) κλπ. «Ας είναι καλά η πλούσια γλωσσική κληρονομιά της Τουρκοκρατίας», είπα μέσα μου καθώς το διαπίστωνα. Οι τουρκικές αυτές λέξεις ήταν σχεδόν οι ίδιες και στα κιργισιανά. Αίσθηση οικειότητας. Ωραία.
Ο Τζενγκίς, κατά κανόνα δε φορούσε τη ζώνη ασφαλείας. Αντίθετα με τον ή την εκάστοτε συνοδηγό του, έναν από εμάς τους τέσσερις. Φρόντιζε μόνο να τη δένει πάραυτα και επιμελώς όταν κάποιο αντερχόμενο όχημα του αναβόσβηνε ρυθμικά τα φώτα, είτε όταν δεχόταν κάποιο βραχύτατο τηλεφώνημα ή αναπάντητη στο κινητό. Στην περιοχή κυκλοφορούσαν πολλοί επαγγελματίες οδηγοί. Συνάδελφοί του, Κιργίσιοι και Τατζίκοι. Σε μια περίπτωση που τον κοίταξα ερωτηματικά, μου είπε κάτι που το άκουσα σαν «στραφ» (το σ παχύ). Θεώρησα πως στράφ(ι) θα πρέπει να λεγόταν το πρόστιμο στα κιργισιανά· άρα και στα τουρκικά. Στράφι, λοιπόν, θα πήγαινε το μεροκάματό του, θα πλήρωνε πρόστιμο αν τον σταματούσε περιπολικό ή μπλόκο της τροχαίας. Αργότερα βρήκα χρόνο και το έψαξα. «Ισράφ» είναι βέβαια στα τουρκικά η σπατάλη, αλλά «στραφ» (το σ παχύ), είναι το πρόστιμο στα ρωσικά! Είχα καταλάβει σωστά τι μου είχε πει, επί της ουσίας, ο Τζενγκίς: πρόστιμο σημαίνει λεφτά που πάνε στράφι. Σε ποια όμως γλώσσα από τις δύο στις οποίες ανάλαφρα και επωφελώς τσαλαβουτούσα, έστω και αν, επί της ουσίας, αγνοούσα; Τελικά είναι εύκολο να ψυχανεμιστείς το νόημα πολλών «πραγμάτων και συμβάντων» της Κεντρικής Ασίας, αλλά δύσκολο να εμβαθύνεις σε αυτό. Πολλά ίχνη μπερδεμένα κουβάρι. Όλως παραδόξως αυτό ήταν τελικά ευχάριστο! Σε μιαν άλλη περίπτωση, όταν διασταυρωθήκαμε με ένα περιπολικό και αυτός δεν είχε προλάβει να βάλει τη ζώνη, τον κοίταξα και πάλι ερωτηματικά. (Και τώρα τι κάνουμε;). «Μπαξίς» μου είπε, κουνώντας στωικά το κεφάλι του. Δίχως δισταγμό. Αλλά δε μας σταμάτησαν. Η κιργισιανή τροχαία, προκρίνοντας την πρόληψη έναντι του στραφ (και του μπαξίς), έχει τοποθετήσει σε πολλά σημεία στο πλάι του αυτοκινητόδρομου περιπολικά-μαϊμούδες. Ομοιώματα από πλαστικό σε φυσικό μέγεθος. Ο φόβος φυλάει τα έρημα. Ακόμη και στην ερημιά της στέπας.
Ο Τζενγκίς ήταν ευγενικός και διακριτικός. Σχεδόν πιστέψαμε πως ήταν ντροπαλός. Ήταν, όμως, απλός, φυσικός και αξιοπρεπής. Δεν είχε ίχνος νεανικής οίησης, παρόλο που ήμασταν αισθητά μεγαλύτεροί του. Δεν είχε ίχνος ψευτοσεβασμού, έστω και αν ήμασταν πελάτες του. Μήπως όμως ήταν και επιφυλακτικός; Μόνο όταν είχαμε φτάσει πια στα μισά της εξαήμερης συμβίωσής μας αποφάσισε να μας διορθώσει σε κάτι στοιχειώδες: Να μας πει πως λεγόταν Κενίς, όχι Τζενγκίς, όπως τον φωνάζαμε και (αντ)αποκρινόταν. Τζενγκίς… γιατί είχαμε παρακούσει το όνομά του, ή μας είχαν παρασύρει και οι ... ιστορικές μας γνώσεις για την ευρύτερη περιοχή. Τουλάχιστον το «Τζενγκίς Χαν» δεν το ξεστομίσαμε ποτέ! Προσέχαμε. Ακόμη και οι δυτικοί, αρκεί να προσέξουν μια σταλιά, καταφέρνουν να είναι διακριτικοί.
Κάποια στιγμή αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Περάσαμε το πρώτο ορεινό πέρασμα, στα 2.000 και κάτι μέτρα. Θα ακολουθούσαν πολλά τις επόμενες μέρες. Μάθαμε σύντομα πώς λέγεται η ορεινή διάβαση στα ρωσικά: περεβάλ. Όταν μια ανάβαση του τζιπ ήταν παρατεταμένη, ρωτούσαμε: Περεβάλ; To «ντα» ή το «νιετ» συνοδευόταν από ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Σύντομα κάναμε μια παράκαμψη σε έναν χωματόδρομο. Οι στέπες είχαν δώσει, αρκετή ώρα πριν, τη θέση τους στα jailoo, τα ορεινά θερινά λιβάδια με τις αγελάδες και τα γιακ. Φτάσαμε στις όχθες μιας μικρής λίμνης σε ένα υψίπεδο. Για διανυκτέρευση σε μια λευκή γιούρτα –με μαγκάλι, τη νύχτα θα έκανε πολύ κρύο– στα 2.500 μέτρα περίπου. Έτσι, για να συνηθίζουμε σιγά-σιγά στο υψόμετρο που, παρά τα όσα είχαμε διαβάσει, τελικά δε μας πείραξε. Η διανυκτέρευση στη γιούρτα, όπως και κάποιες διανυκτερεύσεις μας, στη συνέχεια, σε φτωχικά χωριατόσπιτα, είχαν ένα πλεονέκτημα: το αποχωρητήριο βρισκόταν σε ένα μικρό οικοδόμημα έξω. Η όποια νυχτερινή επίσκεψη σε αυτό περιλάμβανε αναγκαστικά την απομάκρυνση από τη θαλπωρή του μαγκαλιού και μια μικρή βόλτα κάτω από τα αστέρια. Που φαίνονταν κοντινά, πολύ κοντινά. Πανέμορφα. Κοντοστεκόσουν να τα αποθαυμάσεις. Έστω και αν έκανε ψόφο.
Η Lenin Peak (7.134 μ.) δέσποζε στον κοντινό ορίζοντα, λίγο πιο κει από τα τατζικικά σύνορα, μια από τις πιο εύκολα προσβάσιμες κορυφές άνω των 7.000 μ. στον κόσμο. Lenin Peak..: πολλές παλαιές γεωγραφικές ονομασίες επιβιώνουν στη συνήθη καθημερινή χρήση σε όλα τα –σταν που προέκυψαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Γιατί επισήμως το όνομα έχει αλλάξει και η βουνοκορφή ονομάζεται πλέον Ιμπν Σινά, δηλαδή «Αβικέννας»: φόρος τιμής στον Πέρση ιατροφιλόσοφο του 11ου αιώνα, της χρυσής εποχής του Ισλάμ. Προς τι αυτές οι επιβιώσεις; Αυτό κανείς δε θα το μάθει. Γεγονός είναι πως αγάλματα του Λένιν επιβίωναν και στα τρία –σταν. Και ο Κενίς, το πρωινό αμέσως μετά την επόμενη διανυκτέρευσή μας στο Μουργκάμπ, σε έδαφος Τατζικιστάν πλέον, βλέποντάς μας να παρατηρούμε απορημένοι ένα vintage άγαλμα του Λένιν σχολίασε αδιάφορα στα κιργισιανά: «Λένιν ατά». Όπως λέμε [Κεμάλ] Ατατούρκ, δηλ. «πατέρας των Τούρκων»! Μεγάλο σχολείο η μακρόχρονη συμβίωση με τους γείτονες Τούρκους. Ο γλωσσικός φραγμός δε μου επέτρεψε να το σκαλίσω για να εμβαθύνω περισσότερο. Δυτικότερα στο Τατζικιστάν υπάρχουν και Κορυφή Καρλ Μαρξ (Karl Marx Peak, 6.732 μ) και Κορυφή Ένγκελς (6.507 μ)· αλλά και Κορυφή Μαγιακόφσκι και Κορυφή της Ακαδημίας Επιστημών (της τέως ΕΣΣΔ)... Χρειαζόταν πολλά βαριά ονόματα η τατζικική ορεογραφία. Γιατί έχει πάνω από δέκα βουνοκορφές που ξεπερνούν τα 4.000 μ., και η ρωσική/σοβιετική κουλτούρα και ιστορία είναι σε θέση να παράσχουν πολλά βαριά ονόματα. Γνωστά τοις πάσι, παγκοσμίως. (Ενώ τον Ιμπν Σινά… ποιος τον ξέρει; Ακόμη όμως και αν τον ξέρει, με την ισλαμοφοβία που σέρνεται στην Ευρώπη… άσε καλύτερα!). Κοντά στο νου και η γνώση: οι Κεντροασιάτες είναι πρακτικοί, προσαρμοστικοί και επικοινωνιακοί. Ζούσαν ως νομάδες μέχρι προ ολίγου, έχουν μεγάλη πείρα στο πάρε-δώσε με τον ξένο. Δε θα δυσκολέψουν τώρα τον ταξιδιώτη ή τον τουρίστα με σχολαστικότητες. Τρεις μέρες μετά, ένας Άγγλος ορειβάτης σε κάποιο ξενοδοχείο, στο Τατζικιστάν, με ρώτησε γιατί ειδικά στην περίπτωση του Μαρξ χρησιμοποιείται και το μικρό όνομα. Μου ’ρθε να του πω ότι ο Μαρξ ήταν πιο σημαντικός από τον Ένγκελς (και τον Λένιν) αλλά φοβήθηκα μήπως το θεωρήσει κρύο αστείο. Άσε που δεν είμαι και απολύτως βέβαιος…
Την επομένη αφήσαμε τη μικρή και χαριτωμένη ορεινή λίμνη και αρχίσαμε την ανάβαση προς το συνοριακό φυλάκιο των Κιργισίων. Αριστερά μας ατέλειωτα διπλά συρματοπλέγματα με μια μεγάλη νεκρή ζώνη ανάμεσά τους. Πίσω από το δεύτερο συρματόπλεγμα ήταν η Κίνα, τη μάντευες, την ένιωθες. Γιατί γεωγραφικά ήταν δίπλα, έστω και αν πολιτισμικά δεν έπαυε, ακόμη και εκεί, να είναι πολύ μακρινή, πολύ «εξωτική». Πεισματικά.
Όλα αυτά σήμερα. Ως πότε; Το Κιργιστάν επιμένει, μέχρι στιγμής, να είναι τυπικά μια προκεχωρημένη παρυφή του ήπιου Ισλάμ στην Κεντρική Ασία. Ταπεινό ανάχωμα στο φανατικό, ως λέγεται, Ισλάμ αλλά και στη λεγόμενη Σινόσφαιρα, την ευρύτερη περιοχή κινεζικής πολιτιστικής επιρροής. Εδώ το Χαλιφάτο της Βαγδάτης συνασπισμένο με τους Θιβετιανούς, ανέκοψε την προς δυσμάς επέκταση της Κίνας στα χρόνια της δυναστείας των Τανγκ, το 751, στη μάχη του Ταλάς (δεκαεννιά χρόνια μετά τη μάχη του Πουατιέ στη Δύση). Το επίδικο ήταν ο έλεγχος του Δρόμου του Μεταξιού. Οι Κινέζοι αποτραβήχτηκαν λίγο πιο ανατολικά. Το Ισλάμ διείσδυσε σταδιακά στους τουρκικούς πληθυσμούς του Σινκιάνγκ. Οι Κινέζοι αιχμάλωτοι μετέφεραν/μετέδωσαν τις τεχνικές της χαρτοποιίας στον ισλαμικό κόσμο. Μέσω των Σταυροφόρων, αργότερα, έφτασαν και στη Χριστιανοσύνη. Οι ιστορικές αντιπαραθέσεις έχουν τον τρόπο τους να τελεσφορούν…
Ένιωθες, απαλή και καθησυχαστική, την άπλα της στέπας. Ανάμεσα σε πάμπολλες πανύψηλες βουνοκορφές που έρχονταν όλο και πιο κοντά σ’ εμάς. Και μεταξύ τους. Καθώς προχωρούσαμε και εισχωρούσαμε, μια άπλα που ενώνει και χωρίζει. Όπως ερχόταν όλο και πιο κοντά και το βαθύ μπλε του ουρανού. Η στέπα μίκραινε, στένευε και γινόταν όλο και πιο οικεία και τρυφερή. Σα μια θαλασσινή αγκάλη. (Τι γύρευε πάλι αυτή η μεσογειακή φλασιά εδώ βαθιά μες στα μεσόγεια;). Λαχταρούσες να την κατοικήσεις. Πώς όμως; Το τζιπ συνέχιζε την πορεία του.
Πλησιάζαμε πια στο Παμίρ, που εν πολλοίς περιλαμβάνεται στην Αυτόνομη Περιοχή Γκόρνο (=ορεινό, ρωσιστί) Μπαντακσχάν, εντός του Ανατολικού Τατζικιστάν. Διοικητικά έτσι αποκαλείται. Το Μπαντακσχάν, ως γεωγραφική ενότητα, εκτείνεται και στο Αφγανιστάν και την Κίνα και υπήρξε το μήλο της έριδος μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας στα τέλη του 19ου αιώνα, στο λεγόμενο Μεγάλο Παιχνίδι για τον έλεγχο της Κεντρική Ασίας.
Περάσαμε χωρίς πολλά-πολλά το φυλάκιο των Κιργισίων. Ο Κενίς μου ζήτησε ένα τσιγάρο, μόνο ένα, πήρε τα διαβατήρια, βγήκε από το αυτοκίνητο, μπήκε στο φυλάκιο και τα έφερε πίσω στο πι και φι. Σφραγισμένα. Σημειωτέον ότι ο Κενίς δεν κάπνιζε. Μετά από κάποια χιλιόμετρα μπήκαμε σε ένα βαθύ φαράγγι με απίθανες αποχρώσεις στους βράχους των γκρεμών δεξιά κι αριστερά. Φτάσαμε σε ένα ορεινό πέρασμα (πάνω από 3.000 μ.) όπου βρισκόταν και το συνοριακό φυλάκιο των Τατζίκων. Εδώ βγήκαμε όλοι από το τζιπ και μπήκαμε στο φυλάκιο για να ελέγξουν οι συνοριακοί φρουροί διαβατήρια και βίζα – η οποία χορηγείται διαδικτυακά! Ξανακατεβήκαμε στα χαμηλά, τρόπος του λέγειν δηλαδή, πολύ σχετικό, και φάγαμε σε ένα χωριό στις όχθες μιας μεγάλης λίμνη, της Καρά Κουλ (κουλ
σημαίνει λίμνη), μες στη στέπα. Μας πρόσφεραν κουμούς, ζυμωμένο γάλα φοράδας. Φοβερός συνδυασμός το χρυσοκίτρινο της στέπας με το βαθυγάλαζο της λίμνης. Διανυκτερεύσαμε σε ένα παλαιό ξενοδοχείο για ταξιδιώτες, σε παρακμή πλέον, στο Μουργκάμπ, μια σκονισμένη πολίχνη χτισμένη την σοβιετική εποχή στο Τατζικιστάν.
Ο Κενίς ήταν φιλόξενος. Μετά το πρωινό στο ξενοδοχείο μας πήγε στο σπίτι του στο Μουργκάμπ. Γιατί ο Κενίς ήταν από το Μουργκάμπ, από την κιργισιανή μειονότητα του Τατζικιστάν. Γνωρίσαμε τη γυναίκα του, τα τρία μικρά παιδιά του, τους γονείς του. Μας φίλεψαν εξαιρετικές μαρμελάδες, βερίκοκο και κεράσι. (Ή μήπως ήταν βύσσινο;). Συνοδευόμενες από εξαιρετικό γιαούρτι και νάαν, ένα είδος στρογγυλού καρβελιού, κάτι μεταξύ άρτου, εμφανισιακά, και μικρής ρόδας, γιατί ήταν βαθουλωμένο και πλακουτσωτό στο κέντρο. Στεγνό ψωμί και πολύ άνοστο. Γνωστό από το Κιργιστάν, όπου όμως ήταν κάπως καλύτερο. Ο Κενίς φόρτωσε το αυτοκίνητο με αρκετά νάαν φεύγοντας από το Μουργκάμπ. Τα προόριζε για μας άραγε; Γιατί ο Μάρκο Πόλο γράφει πως δε διασχίζεις το Παμίρ χωρίς προμήθειες. Απέφυγα να του πω πως εμείς δεν τα τρώμε με πολλή χαρά...
Το Τατζικιστάν, όπου πλέον βρισκόμασταν, είναι πολύ αλλιώτικο από τα άλλα τέσσερα γειτονικά –σταν: Καζαχστάν, Κιργιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν. Μια εξαίρεση, παρά την κοινή κατάληξη. Το Τατζικιστάν, που ως ιστορική γεωγραφική ενότητα εκτείνεται και στις γύρω χώρες, αποτελεί ένα ακόμη μέρος μιας ευρύτατης περιοχής της Ασίας συνεχώς εκπερσιζόμενης ανά τους αιώνες. Από τους Αχαιμενίδες Μεγάλους Βασιλείς της αρχαιότητας ίσαμε τους Σαφαβίδες Σάχες του 18ου αιώνα. Ίσως ακόμη και σήμερα. Τα τατζικικά δεν είναι τουρκική γλώσσα, όπως οι γλώσσες των άλλων –σταν, αλλά γλώσσα πολύ συγγενής της περσικής, με την οποία μοιράζεται περήφανα την ίδια γραμματεία. Το ήξερα αυτό και ψέλλισα δυο τρανταχτά ονόματα για τα οποία ήμουν βέβαιος –Φιδρουσί, Ομάρ Καγιάμ– στο τατζικικό μεθοριακό φυλάκιο. Χαρά μεγάλη ο ένστολος. Τα αγαπημένα ονόματα δε γνωρίζουν γλωσσικό φραγμό. Τα τατζικικά, από το 1939, γράφονται με το κυριλλικό αλφάβητο, εμπλουτισμένο με έξη ακόμη γράμματα για λόγους προφοράς. Από το 1928 ως το 1939 γράφονταν με το λατινικό. Πριν το 1928 γράφονταν με το αραβικό, σαν τα φαρσί – αλφάβητο που ίσως επανακάμψει, γιατί η κυβέρνηση της χώρας «αισθάνεται πως ο τατζικικός λαός εξοικειώνεται με το περσικό αλφάβητο» (όπως δηλώθηκε επισήμως προ δεκαετίας… Γεωπολιτικές ισορροπίες). Οι Πέρσες, δηλαδή οι Ιρανοί, χρησιμοποιούν το αραβικό αλφάβητο με κάποιες τροποποιήσεις και προσθήκες για λόγους φωνητικής). Μόνο το 65% του πληθυσμού της χώρας είναι Τατζίκοι, μουσουλμάνοι σουνίτες στο θρήσκευμα, στην πλειονότητά τους. Τη χώρα κυβερνάει ο Εμομαλί Ραχμόν, ο κομουνιστής ηγέτης μιας περιφέρειας της χώρας στα χρόνια της Σοβιετίας. Ο ίδιος από την εποχή της διάλυσης της Σοβιετίας. Τότε ακόμα λεγόταν Ραχμόνοφ. Τώρα απλώς Ραχμόν. Απλό; Σαφώς!
Σχετικά με τη χώρα και τους κατοίκους, δε θα πρέπει να λησμονούμε τη σημασία που έχει το πληθυσμικό και πολιτισμικό «συνεχές»: Οι Τατζίκοι του βόρειου Αφγανιστάν, της πατρίδας του Ζωροάστρη (!), ξεπερνούν αριθμητικά τους Τατζίκους του Τατζικιστάν. Αποτελούν το 30% του αφγανικού πληθυσμού. Είναι οι Τατζίκοι της Βόρειας Συμμαχίας που συνέδραμε αποφασιστικά Αμερικανούς, Ευρωπαίους και Ρώσους στην εισβολή στο Αφγανιστάν κατά των Ταλιμπάν, μετά τους Δίδυμους Πύργους. Το Τατζικιστάν, ειδικότερα το δυτικό, βρίσκεται περίπου στη θέση της αρχαίας Βακτρίας (ή Βακτριανής). Οι Τατζίκοι είναι ινδοευρωπαίοι, κατάγονται από τους αρχαίους Μασαγέτες Σκύθες. Η βασίλισσά τους, η θρυλική Τόμυρις, σκότωσε τον Κύρο στη μάχη.
Έχουν αρκετά λευκή επιδερμίδα και κάποιοι είναι πρασινομάτηδες και ξανθοί, καμιά φορά και κοκκινομάλληδες. Πράσινο, κόκκινο· αν προσθέσεις και το άσπρο, έχεις τα ζεστά χρώματα της σημαίας τους. Και της ιρανικής. Σεμνύνονται πως κατάγονται από τους άνδρες του Μεγαλέξανδρου, που όντως διάσχισε τη χώρα τους και τους συνέτριψε. Και που μετά πήγε και παντρεύτηκε μια ντόπια πριγκιποπούλα, τη Ρωξάνη. (Ναι, οι Τατζίκες είναι όμορφες πολύ, όπως και οι Τατζίκοι). Σημειώνουμε πως η νυν δεύτερη πόλη της χώρας, στα βόρεια, το Χουτζάντ, άλλοτε μεγάλος σταθμός στο Δρόμο του Μεταξιού, είναι χτισμένη στη θέση της Αλεξάνδρειας της Εσχάτης. Πριν τον Αλέξανδρο, κοντά της βρισκόταν η περσική Κυρούπολις. Επί Σοβιετικών η Χουτζάντ ονομάστηκε Λενιναμπάντ.
Ελλείψει χρόνου, δε θα πηγαίναμε μέχρι την τατζικική πρωτεύουσα, το Ντουσάμπε. Θα κάναμε μόνο μια κυκλική διαδρομή, στο ανατολικό μέρος της χώρας, στο Παμίρ: στη Στέγη του Κόσμου (Μπαμ-ι-Ντουνιά) όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Μια περιοχή πανύψηλων οροσειρών που χωρίζονται από βαθιές κοιλάδες. Μπήκαμε στον M41, τον περιλάλητο ιστορικό Pamir Highway, που περνάει από Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και καταλήγει στο Μπισκέκ, πρωτεύουσα του Κιργιστάν. Από τους υψηλότερους αυτοκινητόδρομους στον κόσμο, υστερεί μόνον του αντίστοιχου του Καρακορούμ. Αυτοκινητόδρομος… τρόπος του λέγειν! Η διάβρωση και ο πάγος του χειμώνα τον έκαναν να δείχνει άστρωτος σε πολλά σημεία. Γραφικός. Σε κρατάει σε εγρήγορση όταν το τοπίο πάει να γίνει μονότονο. Αργή η οδήγηση. Δροσερή ατμόσφαιρα, καυτός ήλιος. Ξεραΐλα και πέτρα ανάμεσα σε μια θάλασσα βουνοκορφών και ορεινών παγετώνων. Ορεινά περάσματα κάθε τρεις και λίγο. Όλο το Παμίρ είναι ένα (δύσκολο) πέρασμα. Πέρασμα για το εμπόριο και για τις θρησκείες. Το Ζωροαστρισμό, το Μιθραϊσμό, το Νεστοριανισμό, το Μανιχαϊσμό, το Βουδισμό, το Ισλάμ σε ποικίλες εκδοχές του. Βλέπεις ή (δι)αισθάνεσαι ίχνη τους παντού. Υλικά και άυλα. Από δω πέρασαν οι νεστοριανοί μοναχοί για να φέρουν το χριστιανισμό στην Κίνα, και να γυρίσουν (κατά την παράδοση) φέρνοντας στο Βυζάντιο αυγά μεταξοσκώληκα στα κούφια ραβδιά τους, μαζί με τη γνώση της παρασκευής του μεταξιού. Φορτηγά. Αραιά και πού κοπάδια: πρόβατα, βόδια, γιακ, κατσίκια. Και ποδηλάτες, σε (μικρές) ομάδες συνήθως: φοβερό “challenge” στους ποδηλατικούς κύκλους να διασχίσει αυτό τον δρόμο· ένα must για κάθε πωρωμένο ποδηλάτη που σέβεται τον εαυτό του. Ό,τι είναι το προσκύνημα στη Μέκκα για τον πιστό μουσουλμάνο. Η περιοχή είναι από τις πιο αραιοκατοικημένες στον κόσμο. Και τις λιγότερο πολυσύχναστες. Ευπρόσδεκτοι λοιπόν οι ποδηλάτες; Θα το δούμε!
Άρχισα να αναρωτιέμαι τι ακριβώς είχαμε έρθει να δούμε εδώ τόσες μέρες. Και γενικά τι σημαίνει για τον ξένο αυτή η τόσο μη τουριστική Κεντρική Ασία… Κουράστηκα όμως από το ταρακουνητό του τζιπ και αφέθηκα στο τοπίο που υπνώτιζε. Διάκρινα τις πάμπολλες πυκνές λόχμες από θεριεμένο αυτοφυές ιπποφαές. Απ’ αυτό έτρωγε και ο Βουκεφάλας και είχε πάντα στιλπνό τρίχωμα. Παρά τη σκόνη της στέπας. Τρώω κι εγώ κατά περιόδους, ως πρόσθετο διατροφής. Αίσθηση οικειότητας. Χαλάρωσα. Ρώτησα τον Κενίς πού πηγαίναμε, πού θα διανυκτερεύαμε. Στο Μπουλουνκούλ, μου είπε. Έναν πολύ μικρό οικισμό στο πιο ψυχρό σημείο του Παμίρ. Γιατί; Για να ανεβούμε στη Γιασίλ Κουλ (Πράσινη Λίμνη), στα 3.734 μ. Η απάντηση ήρθε σαν φώτιση: το πιο ενδιαφέρον στην καρδιά της Ευρασίας, εκεί στις στέπες και τα ψηλά βουνά, μακριά πολύ από τη θάλασσα, είναι τελικά η αντίστιξη της σκόνης, της στέγνιας και της πέτρας με τις μεγάλες υδάτινες μάζες, τις λίμνες. Είτε αυτές είναι στα βουνά είτε είναι μες στη στέπα. Αυτές ήταν από παλιά ο θησαυρός για τον ντόπιο, εκεί οδηγεί τον ξένο. Στο Β. Κιργιστάν, για παράδειγμα, έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφθούμε την Ισύκ Κουλ, μια υφάλμυρη λίμνη στη στέπα, μεγάλη σχεδόν σαν την Κρήτη. Περιβαλλόμενη από πλούσια θέρετρα για τους Καζάχους τουρίστες και φτωχικά για τους Κιργίσιους. Με κρις κραφτ, αετούς, κανό και άλλα οικεία σε μας σπορ παραλίας. Το Ισλάμ λατρεύει μέχρι τρέλας το νερό σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Έχει γεννηθεί στην έρημο.
Βυθίστηκα στο τοπίο. Λίμνες πρασινωπές τριγυρισμένες από πράσινες συστάδες στα πιο ψηλά, λίμνες αλμυρές που ξάσπριζαν γεμάτες ξερό νερό στα πιο χαμηλά. Το ταξίδι σε τόπους αλλιώτικους είναι όντως πιο χαλαρό με μια παρέα από κοντινά σου άτομα, από τον τόπο σου. Όμως η συζήτηση, γόνιμη μεν, καταλήγει να είναι περιορισμένη και περιοριστική. Δε σε αφήνει να ξεφύγεις πολύ από τη συμπαγή πραγματικότητα της κουλτούρας που κουβαλάς εντός σου. Που κουβαλάνε όλοι και όλες της παρέας. Με αποτέλεσμα την ανακύκλωση των πασίγνωστων στερεότυπων· όλων όσων είναι αναμενόμενα λόγω της ετερότητας του περιβάλλοντος χώρου. Του εξωτικού στοιχείου. Την αναμάσηση όλων όσων βλέπεις απλά και μόνο γιατί είσαι προετοιμασμένος να δεις. Και καταλήγεις κάπως σαν κάποιους Αθηναίους που πάνε για καλοκαιρινές διακοπές με όλη την παρέα τους στα νησιά του Αιγαίου. Όλα κι όλα όμως: δεν έχουν νόημα τόσα χιλιόμετρα για να δεις κάτι που θα έβλεπες και κατ’ οίκον στην οθόνη του PC σου. Γι’ αυτό, μόνη σου λύση είναι να βυθιστείς στον εαυτό σου, στο τοπίο, στη σιωπή. Και να ψάξεις να εντοπίσεις κάποιο γρίφο του αλλιώτικου τόπου, ξετυλίγοντας το κουβάρι για να φτάσεις στο πραγματικά πρωτοείδωτο, μήπως κι αλλάξει λίγο –και ξεσκουριάσει– και η ψυχή. Ή, έστω, για αναψυχή.
Ήμουν ήδη εδώ και ώρα σιωπηλός. Και άρχιζα να αναρωτιέμαι γιατί τάχα κουβαλούσε αυτά τα αξιοθρήνητα καρβέλια μαζί με μας ο Κενίς στο τζιπ; Δε χρειάστηκα και πολύ για να βρω τη λύση. Λόγω της γειτνίασης με το Αφγανιστάν, ίσως και για άλλους λόγους, οι έλεγχοι από τις αρχές ήταν συχνοί στη διάβαση του Παμίρ. Από την τροχαία και σε φυλάκια. Ο Κενίς έβγαινε να μιλήσει με τους ένστολους που μας σταματούσαν έχοντας παραμάσχαλα δυο τρία νάαν τυλιγμένα σε παλιά εφημερίδα. Μπαξίς! Απόδειξη το ότι ξεμπερδεύαμε στο πι και φι. Ένα πολλοστημόριο από τα λιγοστά χρήματα των ξένων –γιατί η διάβαση του Παμίρ στοιχίζει τελικά πολύ φτηνά– θα ερχόταν να ενισχύσει τους γλίσχρους μισθούς των ενστόλων μιας από τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη. Πολύ win-win η φάση. Ανθρώπινη. Ωραία. Ωραίος και ο Κενίς. Το(ν) εκτίμησα. Είχα πια υλικό προς σκέψη για υπόλοιπο το ταξίδι.
2.
Μεσημέριαζε. Ο οδηγός μας μου έδωσε να καταλάβω με νοήματα πως σύντομα θα σταματούσαμε για φαγητό. Με νοήματα ρώτησα τι θα φάμε. Ρίμπα, μου είπε – στα ρωσικά: ψάρι. Το είχα πεθυμήσει. Και χαμογέλασα καλόβολα. Αγνοώ κατά πόσον οι αυθόρμητοι εκφραστικοί μας κώδικες είναι εντελώς οικείοι στους Κεντροασιάτες. Ο Κενίς στράφηκε και με κοίταξε. Σοβαρός. Μετά από λίγο σταμάτησε. Βγήκαμε και περπατήσαμε λίγο στη στέπα, προς μια περιοχή που πρασίνιζε. Είχαν σκάψει τη στέπα και την είχαν γεμίσει νερό και ψάρια. Μεγάλα. Μου τα ’δειξε. «Τα ψάρια τη στέπας», όπως τα βαφτίσαμε. Τα φάγαμε τηγανητά λίγο πιο κάτω, σε ένα εστιατόριο-βενζινάδικο στον οικισμό Αλιτσούρ, στον Αυτοκινητόδρομο του Παμίρ. Σε ένα ΣΕΑ της στέπας. Ήταν λιπαρά. Τα εκτιμούν πολύ οι Κινέζοι φορτηγατζήδες.
Φτάσαμε στο Μπουλουνκούλ, στις όχθες της λίμνης Μπουλούν. Καταλύσαμε σ’ ένα στοιχειώδες σπίτι-ξενώνα. Ο ιδιοκτήτης συγκινήθηκε με την εθνικότητά μας. Και πάλι έφερε την κουβέντα στον Ισκαντέρ, το Μεγαλέξαντρο. Μάθαμε πως υπάρχει και Ισκαντέρ Κουλ, στα βουνά της Σογδιανής, στο δυτικό Τατζικιστάν (cool!). Αργά το απομεσήμερο ανεβήκαμε στην Γιασίλ Κουλ. Μια σμαραγδένια λίμνη στην κίτρινη και μουγκή ερημιά της στέπας. Τριγύρω μας πολύ ψηλά το μολυβί και το μενεξελί κοντινών και μακρινών βουνών. Κάτω από το λουλακί του ουρανού. Κανένας οικισμός στις όχθες. Το νερό ήταν παγωμένο αλλά πλατσουρίσαμε και βουτήξαμε. Για την τιμή των όπλων.
Ο Κενίς μας κοίταζε έκπληκτος. Μας οδήγησε λίγο πιο πέρα, σε μια μικρή θερμοπηγή με μια μεγάλη γούρνα, μέσα σε ένα ετοιμόρροπο παλιό οίκημα με μικρά παράθυρα. Έμπαζε από παντού. Ζεστάθηκε το κοκαλάκι μας. Γυρνώντας στο Μπουλουνκούλ επισκεφθήκαμε τον μετεωρολογικό σταθμό σε ένα παλιό τροχόσπιτο. Ο «μετεορολόγκ», σε συνεχή επαφή με τον ασύρματο με Ντουσάνμπε και Μόσχα, μας ξενάγησε στους καταγραφείς των οργάνων μέτρησης. Μας πρό(σ)φερε λέξεις της επιστημονικής του ιδιολέκτου περίεργος να μάθει αν είναι ελληνικής προέλευσης.
Την επομένη αφήσαμε τον Μ41 και κατεβήκαμε στον αποκαλούμενο Διάδρομο Γουάκαν, τη στενή λωρίδα αφγανικής γης που χωρίζει Πακιστάν και Τατζικιστάν, φτάνοντας ίσαμε την Κίνα. Στην αποδώ μεριά των συνόρων, σε τατζικικό έδαφος, ένας επικίνδυνος στενός χωματόδρομος προχωρεί παράλληλα προς τον ποταμό Πιαντζ (Άνω Ώξο), το σύνορο με το Αφγανιστάν, στην κοιλάδα Γουάκαν. Δρόμος πανάρχαιος που συνέδεε τα χωριά στις απομονωμένες κοιλάδες. Τον είχαν επισκευάσει και βελτιώσει, κάπως, οι Σοβιετικοί τα χρόνια της εισβολής στο Αφγανιστάν, για να μεταφέρουν γρήγορα ενισχύσεις στο σημείο του αφγανικού εδάφους που ήταν ανάγκη. Άνετος δρόμος για τανκς. Στο αφγανικό έδαφος, σε απόσταση φωνής, διακρίνονταν σποραδικά αυτοκίνητα, ανθρώπινες σιλουέτες και βακτριανές καμήλες. Στο βάθος, πολλές κορυφές του Ινδοκούς που ξεπερνούν τα 7.000 μ., σε πακιστανικό έδαφος. Αλλού τα κράσπεδα του δρόμου κατηφόριζαν ομαλά μέχρι την ακροποταμιά και το φαρδύ και μερωμένο ποτάμι. Αλλού πάλι ο δρόμος έμπαινε σε απόκρημνα φαράγγια και το ποτάμι, ανήμερο, στενό και βαθύ, κυλούσε ορμητικό, βουερό και πανέμορφο δίπλα μας. Ένιωθες πως τα λασπωμένα του νερά ήταν πεντακάθαρα.
Ελάχιστη κίνηση. Ο Κενίς οδηγούσε με φοβερή προσήλωση. Και ένταση. Πηγαίναμε πολύ αργά. Ευτυχώς. Ξανά ποδηλάτες. Και μοτοσικλετιστές. Παράτολμοι. Ακόμη απορώ πώς φρέναραν πάνω στις σωριασμένες τεράστιες κοφτερές πέτρες δίχως να καταγκρεμίζονται στο βάραθρο δίπλα. Έχω ακροφοβία, περιόρισα λοιπόν, πολύ συνετά, το οπτικό μου πεδίο. Και βυθίστηκα στις σκέψεις μου. Ναι, ήμασταν στο αποκορύφωμα της διάβασης του Παμίρ. Το Αφγανιστάν δίπλα ανέβαζε την αδρεναλίνη. Στα βουβά; Όχι και τόσο. Εκδηλώθηκε δια στόματος ηλικιωμένου όσο και παράτολμου Άγγλου μοτοσικλετιστή που συναντήσαμε σε ένα ρυάκι να ξαποσταίνει και να πλένει τη στολή του. Είχαμε σταθεί και εμείς να ξαποστάσουμε. Μας ρώτησε αν φοβόμασταν. Γιατί; Επειδή κάποιες μέρες πριν είχαν διεισδύσει παράτολμα κάποιοι ταλιμπάν από τη δίπλα χώρα. Οδηγώντας ένα αυτοκίνητο είχαν πετάξει κάτω μια ομάδα ποδηλάτες και είχαν μαχαιρώσει θανάσιμα πέντε έξη. Καμιά εκατοστή χιλιόμετρα παραπέρα στον ίδιο δρόμο. Όχι, βέβαια, δε φοβόμασταν. Στο Παρίσι οι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι είχαν σκοτώσει καμιά εκατοστή. Ποιος φοβάται να πάει στο Παρίσι; Συμφώνησε. Ο κίνδυνος του ισλαμικού φονταμενταλισμού υπάρχει παντού. Έτσι δε λένε τα ΜΜΕ ανά την υφήλιο; Όταν το καλοσκεφτόσουν όμως, έβλεπες πως, στατιστικά, ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος. Το Παρίσι έχει εκατομμύρια, εδώ δύσκολα βλέπεις ψυχή ζώσα. Λες λόγω του ατυχούς περιστατικού να περιπολούσε, σα μεγάλη μακρινή μέλισσα, το ρωσικό ελικόπτερο ανάμεσα στις βουνοκορφές; Ξανά εκείνο το κράτημα που λέγαμε. Συγκρατημένο. Το τοπίο επικρατούσε τελικά της στατιστικής λογικής. Ευτυχώς.
Μεσημέρι. Ξεπρόβαλε ως εκ θαύματος μπροστά μας το Λανγκάρ, ένα κεφαλοχώρι απλωμένο σε ένα πλάτεμα της κοιλάδας, σημείο συμβολής των ποταμών Παμίρ και Γουάκαν, για να σχηματίσουν τον Πιαντζ. Θα βλέπαμε και μηλιές, μας είχε υποσχεθεί ο Κενίς. Είδαμε αφθονία οπωροφόρων και άλλων δέντρων που πρασίνιζαν προκλητικά και απίστευτα τη στέπα. Είδαμε μέχρι κι αμπέλια. Καταλύσαμε σε ένα αρχοντικό χωριατόσπιτο με δέντρα και λουλούδια στο μεγάλο κήπο του. Ο Κενίς –ήταν πτώμα– πήγε για έναν σύντομο ύπνο. Εμείς ρεμβάσαμε στους μπαχτσέδες. Νωρίς το απόγεμα μας οδήγησε, μες στο χωριό, στα ριζά μιας απότομης πλαγιάς που φιλοξενεί 6.000 πετρογλυφικά, σκαλισμένα ή ζωγραφισμένα. Από προϊστορικά μέχρι σημερινά. Πάνω στα μαύρα λεία βράχια που βρίσκονται σπαρμένα στη χρυσοκίτρινη πλαγιά. Έπρεπε να συνεχίσουμε ανηφορίζοντας πεζή για να τα δούμε. Ένα νεαρό αγόρι με σαγιονάρες μίλησε με τον Κενίς και ανέλαβε να μας οδηγήσει. Στα πιο σημαντικά ή τα πιο εντυπωσιακά.
Οπωσδήποτε στα πιο κοντινά, γιατί η πλαγιά ήταν απέραντη. Υπήρχαν όντως τα πάντα: σκηνές κυνηγιού, τοτεμικά ζώα, σαμανικά σύμβολα, γραπτά μηνύματα ταξιδιωτών άλλων αιώνων απευθυνόμενα σε ταξιδιώτες που θα περνούσαν μετά. Αλλά και ημερομηνίες και αρσενικά και θηλυκά ονόματα δίπλα-δίπλα, σε ποικίλα αλφάβητα, συνοδευόμενα, καμιά φορά, από καρδιές τρυπημένες από το γνωστό βέλος. Πηγαίνοντας βιαστικά από βράχο σε βράχο προσπαθούσαμε να τα αποκρυπτογραφήσουμε. Μες στην πυρετική σιγαλιά ενός απόκοσμου όσο και οικείου περίγυρου. Κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο που βασίλευε βιαστικός. Αίσθηση ονείρου εν εγρηγόρσει, trance. Η στέπα ανιστορούσε αποσπασματικά την κατακερματισμένη της ιστορία μέσα από ανθρώπινα ίχνη. Αφημένα σε αυτήν. Παρατημένα; Όχι, ηθελημένα. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε! Τι; Ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε σιγά-σιγά όταν άρχιζε να πέφτει η νύχτα. Μας περίμενε ένα πλούσιο σπιτικό δείπνο στο αρχοντικό χωριατόσπιτο.
Συνεχίσαμε την επομένη για το Ισκασίμ. Στο δρόμο κάναμε μια στάση και ανεβήκαμε σε ένα ψήλωμα να δούμε τα χαλάσματα μιας βουδιστικής στούπας του 4ου μ.Χ. αιώνα, πιθανότατα χτισμένης πάνω σε προϋπάρχουσα τελετουργική εξέδρα πυρολατρών, πιστών του Ζωροαστρισμού. Παρά την κατάστασή της ήταν αναγνωρίσιμη. Τόσο όσο για να σε υποβάλει. Αρκετοί οι επισκέπτες από τη χώρα. Κάτω μας καλλιέργειες, το ποτάμι πλατύ, τα βουνά του Πακιστάν και του Αφγανιστάν στο βάθος. Στο βάθος, σπηλιές στο βουνό. Άλλοτε ήταν οι σκήτες βουδιστών μοναχών. Κατεβαίνοντας σταθήκαμε να ρωτήσουμε κάτι νεαρούς του τόπου πώς να πάμε μέχρι το κοντινό χωριό, το Βρανγκ. Μιλούσαν κάποια κουτσοαγγλικά. Καταλήξαμε να αγοράσουμε με πέντε ευρώ δυο μικροσκοπικά ρουμπίνια (ή σπινέλ… – δεν το ψάξαμε), σαν το κεφάλι της καρφίτσας. Έχει ορυχείο ρουμπινιών κάπου εκεί κοντά. Για αντάλλαγμα θαρρείς βάλθηκαν να μας εξηγούν τους συμβολισμούς της αρχιτεκτονικής του παραδοσιακού σπιτιού του Παμίρ.
Το Παμίρ είναι πολύ αλλιώτικο από το υπόλοιπο Τατζικιστάν. Βασικό στοιχείο διαφοροποίησης η θρησκεία. Οι κάτοικοι εδώ δεν είναι σουνίτες μουσουλμάνοι αλλά νιζαρίτες ισμαηλίτες. Ο ισμαηλιτισμός είναι ένας μειοψηφικός κλάδος του ήδη άκρως μειοψηφικού σιιτικού Ισλάμ, το οποίο γεννήθηκε στο Ιράν. Ο ισμαηλιτισμός, βαθιά επηρεασμένος από το νεοπλατωνισμό και το σουφισμό, δεν έχει κληρικούς, ιερή μέρα της εβδομάδας και τζαμιά. Η προσευχή μπορεί να γίνει παντού, άρα και στο σπίτι, καθοδηγούμενη από τον χαλίφα, θρησκευτικό ηγέτη του χωριού, και τον αρχηγό της εγχώριας φατρίας, ει δυνατόν. Άρα το σπίτι είναι ιερό. Οι πέντε λεπτές κολώνες κυκλικά στο κέντρο του σπιτιού θα νόμιζε κανείς πως συμβολίζουν τους κλασικούς πέντε πυλώνες του Ισλάμ: ομολογία, προσευχή, νηστεία, ελεημοσύνη, προσκύνημα στη Μέκκα. Λάθος! Στον ισμαηλιτισμό οι πυλώνες είναι επτά. Στην προκειμένη το πέντε παραπέμπει στα πέντε μέλη της οικογένειας του Αλί, γαμπρού του Μωάμεθ και νόμιμου διαδόχου του, κατά τον σιιτισμό: Αλί, Μωάμεθ, Φατίμα, και τα παιδιά τους, Χασάν και Χουσεΐν. Μπορεί όμως να συμβολίζουν, κατά τον Ζωροαστρισμό, την αρχαία περσική θρησκεία, και τις πέντε ανώτερες θεότητες του ουρανού. Συγκρητισμός, επίμονες επιβιώσεις και επικαλύψεις, ευφυής απόκρυψη. Τα σημαντικά πράγματα είναι εκ πρώτης όψεως αφανή. Παντού. Ειδικότερα στα σταυροδρόμια της στέπας.
Λίγο αργότερα αφήσαμε τον κεντρικό δρόμο για να επισκεφθούμε το κάστρο του Γιαμτσούμ, ένα από τα πάμπολλα που είχαν χτίσει οι εκάστοτε αφέντες του Δρόμου του Μεταξιού για να τον ελέγχουν. Επιβλητικά ερείπια, λαμπρή θέα.
Ακολουθήσαμε τους ντόπιους ανηφορίζοντας για ένα λουτρό στις θερμές πηγές της Μπιμπί Φατίμα. Το νερό ξεχύνεται ζεστό και ορμητικό από από μια τρύπα στον τον επιβλητικό βράχο. Οι εγκαταστάσεις των λουτρών έχουν χτιστεί έτσι ώστε να περιβάλλουν το βράχο. Ξεχωριστές για άντρες και γυναίκες. Μπαίνεις γυμνός. Ένας μεσήλικας Τατζίκος, ευειδής, αφού με ρώτησε από πού είμαι, μου πρότεινε χωρίς πολλά-πολλά να φάμε μαζί στο εστιατόριο του παρακείμενου ξενοδοχείου. Μιλούσε κάποια αγγλικά. Του εξήγησα πως συνοδευόμουν. Δεν επέμεινε. Έκανα μια σκέψη: Μήπως ο ισμαηλιτισμός είναι «προχωρημένος»; Μάλλον, όμως, ήταν και είναι απρόβλεπτα ανοιχτός. Φιλικός προς τα ανθρώπινα. Θυμήθηκα τέσσερεις στίχους του μεγάλου ισμαηλίτη φιλόσοφου, ποιητή, ιεροκήρυκα και ταξιδευτή του ενδέκατου αιώνα, του Ναζίρ Χουσράου, που κυνηγήθηκε παντού και βρήκε καταφύγιο στο Παμίρ: Το μπλε βαθύ Στερέωμα καθόλου δε σου φταίει. / Το πείσμα μες στη φύση σου τίποτα δε σου λέει. / Και το Στερέωμα ποτέ χαρά δε θα σου δώσει. / Αν τ’ άστρο που ’χεις μέσα σου εσύ έχεις σκοτώσει.
Βέβαια, νιζαρίτες ισμαηλίτες ήταν και οι φοβεροί Ασασίνοι του Αλαμούτ, με τους μυθικούς θησαυρούς και την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Που, κατά τους περισσότερους ιστορικούς, λεηλατήθηκαν από τους Μογγόλους του Χουλαγκού Χαν. Αν και κατά τον θρύλο κανείς δεν ξέρει πού πήγαν! Στις γυναικείες εγκαταστάσεις η τρύπα στο βράχο από όπου βγαίνει το ζεστό νερό έχει το σχήμα μήτρας. Λένε πως τα λουτρά αυτά ενισχύουν τη γονιμότητα.
Στο Ισκασίμ μείναμε σε ένα νεότευκτο μικρό ξενοδοχείο με (σχετικά) αρκετές ανέσεις. Ιδιοκτήτης του ένας καλοστεκούμενος απόμαχος του σοβιετικού στρατού. Μας είπε αρκετές ιστορίες από την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και από τον πόλεμο της διεθνούς κοινότητος κατά των ταλιμπάν. Ευσυνείδητος ξενοδόχος τώρα πια, είχε βάλει στόχο να βελτιώνει τα πενιχρά αγγλικά του συνομιλώντας με τους πελάτες του. Μπήκαμε κι εμείς στο στόχο του, δεν το(ν) αποφύγαμε. Επίπονη η συζήτηση αλλά ενδιαφέρουσα. Μάθαμε πολλά. Όπως ότι σε κάθε κοιλάδα του Μπαντακσχάν μιλιέται και από μια διαφορετική ντόπια γλώσσα (της οικογενείας, βέβαια, των ιρανικών γλωσσών). Το πρόβλημα του Μπαντακσχάν γι’ αυτόν ήταν ο γεωγραφικός κατακερματισμός. Και η απόσταση από την πρωτεύουσα, το Ντουσάνμπε, μέσω της οποίας συνδέεται με τις υπόλοιπες χώρες της τέως ΕΣΣΔ. Λογικό. Γι’ αυτό και το Μπαντακσχάν συντάχθηκε με τις εξεγερμένες περιοχές της χώρας στον εμφύλιο που ξέσπασε με τη διάλυση της Σοβιετίας και στην πάλη για τον έλεγχο της εξουσίας από διάφορες φατρίες φτάνοντας, το 1992, να ανακηρύξει την πολύ βραχύβια ανεξαρτησία του. Γι’ αυτό γνώρισε και τον μεγάλο λιμό τα ίδια χρόνια, όταν αποκλείστηκε οικονομικά και δεν έφταναν οι ζωοτροφές και οι υδρογονάνθρακες από τη Ρωσία. Ο ξενοδόχος αναφέρθηκε τεχνηέντως και στο… ατυχές περιστατικό με τους τουρίστες των δικύκλων.
Το Ισκασίμ δείχνει –χωρίς να είναι– σχετικά μεγάλος τόπος, με μια αδιόρατα αστική αύρα. Αναπάντεχα βλέπεις και κάποιες μεγαλοπρεπείς καινούργιες βίλες. Αίσθηση νεοπλουτισμού. Είπαμε, η περιοχή είναι πέρασμα ανθρώπων, ουσιών… Και, μάλλον, πέρασμα, για κάποιους –λίγους προφανώς– σε μια ανώτερη κοινωνική τάξη. Η πολιτειούλα συνδέεται με μεγάλη γέφυρα με το Αφγανιστάν. Άλλοτε, στη μέση της γέφυρας, είχε κάθε Σάββατο μεγάλο παζάρι με εμπόρους εκατέρωθεν των συνόρων. Προσφάτως είχαν κλείσει τη γέφυρα – «because of the situation». Σε μια βόλτα πριν το δείπνο σταθήκαμε να χαζέψουμε τον πλούσιο κήπο ενός αρχοντόσπιτου σε παρακμή. Μια γλυκύτατη κυρία άνοιξε την πόρτα, μας έμπασε στον κήπο και μας είπε να μαζέψουμε ό,τι φρούτα ορεγόμασταν. Μαζέψαμε κορόμηλα και βερίκοκα.
Συνεχίσαμε την επομένη για το Χορόγκ, πόλη τριάντα χιλιάδων σε μια ορεινή κοιλάδα. Είναι η κομψή πρωτεύουσα του Μπαντακσχάν, στις όχθες του ποταμού Γκουντ, παραπόταμου του Πιαντζ. Εδώ έπνεε άλλος αέρας. Οι περισσότεροι μιλούσαν αγγλικά (ειδικά οι νεότεροι), πολλά σοβιετικά κτίρια είχαν ανακαινισθεί, υπήρχε ένα πανέμορφο μεγάλο πάρκο με τεχνητή λίμνη για κολύμπι και κυριαρχούσε η συστηματική ανοικοδόμηση. Είχαν πέσει λεφτά. Όπως μάθαμε –και επιβεβαιώσαμε από διάφορες επιγραφές– τα λεφτά είχε βάλει ο πνευματικός ηγέτης των νιζαριτών ισμαηλιτών του Παμίρ. Ο κληρονομικός 49ος ιμάμης τους, ο γεννημένος στην Ελβετία Καρίμ Αγά Χαν Δ’ θεωρούμενος, από τους πιστούς του, κατ’ ευθεία γραμμή απόγονος του Προφήτη Μωάμεθ. Αυτός, μέσω του Αga Khan Development Network, έχει μεριμνήσει για την αγγλομάθεια των νέων, αυτός έχει χτίσει στο Χορόγκ τρία κάμπους του Πανεπιστημίου της Κ. Ασίας, αυτός έσωσε χιλιάδες κατοίκους του Παμίρ από το λιμό του 1992 και άλλα πολλά. Ο θείος του, ο Σαντρουντίν Αγά Χαν υπήρξε, μεταξύ άλλων, και από τους μεγάλους προστάτες της φώκιας μονάχους μονάχους των Βορείων Σποράδων. Σε διάφορες επιγραφές εντός και εκτός των (πάμπολλων) δημόσιων και ιδιωτικών χώρων που σχετίζονταν με το δίκτυό του, ήταν εύκολο να «διαβάσει» κανείς μια έντονη mainstream περιβαλλοντική ευαισθησία καθώς και ινδουιστικές και βουδιστικές επιρροές με αχνές πινελιές new age. Ο ισμαηλιτισμός είναι απρόβλεπτα ανοιχτός. Πού βρήκαν τα λεφτά οι Αγά Χαν; Κανείς δε θα το μάθει...
Την επομένη, αφού επισκεφθήκαμε το παζάρι που είχε πολλά είδη από το Αφγανιστάν, φύγαμε για το Μουργκάμπ, μέσω του Μ41, κλείνοντας τη λούπα της διάβασης του Παμίρ. Το πιο εντυπωσιακό εκείνης της προτελευταίας μέρας του ταξιδιού ήταν το ορεινό πέρασμα Ακ-Μπαϊτάλ, στα 4.655 μ. Σεληνιακό τοπίο. Συννεφιά και κρύο. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Στο Αλιτσούρ ξαναφάγαμε τα ψάρια της στέπας. Αυτή φορά είχαν μια λεπτή επίγευση βούρκου, ή έτσι μου φάνηκε.
Μπήκαμε ξανά στο τζιπ. Ο νους μου είχε κολλήσει στο μπαξίσι, στο διακριτικό όσο και διαδεδομένο αυτό έθιμο της Ανατολής, και της Ελλάδας. Το οικείο αυτό έθιμο που ρυθμίζει πολλά και διάφορα, μικρά και μεγάλα πράγματα. Στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική. Αυτό το προαιώνιο και σταθερό στοιχείο πολιτισμού, πέρα από κυβερνήσεις, κράτη και νόμους που έρχονται και παρέρχονται. Το γνωρίζουμε και από τα καθ’ ημάς. Στοιχείο που ξεπερνά και ξεγελά τους θεσμούς και φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Δημιουργεί και στεριώνει τις σχέσεις τους. Τους κεντρίζει το συναίσθημα και την παρατηρητικότητα. Τους κάνει διακριτικούς και υπεύθυνους, για να μην εκθέσουν και να μην εκτεθούν. Και κοινωνικούς – μπορείτε να σκεφτείτε αυτιστικό να δίνει το «κολόκουρο»;
Πάει καιρός που φίλος μού περιέγραψε πως, εικοσιπέντε χρόνια πριν και βάλε, την πρώτη φορά στη ζωή του που πήγε να λαδώσει δημόσιο λειτουργό, ενεργώντας για την εταιρία του, ένιωσε μέσα του το τρέμουλο του πρώτου εφηβικού ραντεβού. Ο Κενίς, τόσο νέος, το έκανε πλέον με άνεση και αδιαφορία. Για το κοινό καλό, όπως είπαμε. Προφανώς η πρώτη φορά είναι δύσκολη, όπως και στον έρωτα.
Ο Κενίς είχε βάλει ένα κιργισιανό καψουροτράγουδο στο CD player του τζιπ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου θύμισε το «Όλα σε θυμίζουν» της Χαρούλας Αλεξίου. Θυμίζουν ποιον; Τον Αλέξανδρο! Που καταλήγει, από το πολύ πες-πες γι’ αυτόν, να στοιχειώνει ακόμη και το μυαλό ενός αστοιχείωτου που θα βρεθεί στα μέρη τούτα. Μετά ο νους μου πέταξε στο ποίημα «Φιλέλλην» του Αλεξανδρινού, παραφράζοντάς το, κάπως: «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά / πίσω από το Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα». / Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι / αφού το κάνουν, θα το κάνουμε κι εμείς. [...] Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ. Ναι, ήμασταν πολύ πέρα από τα Φράατα της Μηδίας και ο τόπος ήταν ανεπαισθήτως οικείος. Ο νους συνέχιζε να καλπάζει: Αφού τόσα στοιχεία πολιτισμού έφερε ο Αλέξανδρος στη χώρα τούτη, γιατί να μην έχει φέρει και αυτό, το τόσο ελληνικό, που επιβιώνει ακόμη στη… δυτική πλέον πατρίδα μας, άρα έχει πανάρχαιες ρίζες. Και ναι, είναι ιστορικά άδικο το έθιμο αυτό να είναι γνωστό διεθνώς με το τουρκοπρεπές του όνομα: μπαξίσι. Θα έπρεπε να γίνουν ενέργειες ώστε να λέγεται διεθνώς «dorodokia». Και να κηρυχθεί «άυλη κληρονομιά της Ανθρωπότητας», από την UNESCO. Σκοτείνιαζε. Κοιμηθήκαμε σε ένα άθλιο χωριατόσπιτο στο Μουργκάμπ.
3.
Την επομένη είδαμε τα τελευταία «οστόν», αυτά τα μικρά ιερά στις άκρες του δρόμου, όπου καίνε λιβάνι και άλλες προσφορές και προσεύχονται οι ταξιδιώτες. Και αφήνουν και λίγα λεφτά για όποιον περάσει και τα έχει ανάγκη. Τα οστόν θυμίζουν λίγο τα δικά μας εικονοστάσια. Με εξαίρεση το άτυπο σύμβολο της χώρας που συναντάς παντού: τα τεράστια κέρατα του ενδημικού αγριοκάτσικου, της κατσίκας του Μάρκο Πόλο όπως το λένε, που το στεφανώνουν. Σαμανιστικό κατάλοιπο. Φτάσαμε μεσημέρι προς απόγεμα στο κιργισιανό φυλάκιο. Ουρά τα αυτοκίνητα από το Ράλι Μογγoλίας, φρίκη. Ο Κενίς πήρε τα διαβατήριά μας και βγήκε από το αυτοκίνητο. Γύρισε αμέσως πίσω πολύ βιαστικός για να πάρει μερικά νάαν από το πορτ μπαγκάζ. Τα είχε ξεχάσει. (Τα ανανέωνε τάχα ή είχαν γίνει παξιμάδι και ήταν καλύτερα;). Τον χάζευα και θαύμαζα την άνεσή του. Έτσι δεν πρόλαβα να του κλείσω το μάτι και να του φωνάξω ψιθυριστά καθώς ερχόταν πίσω: Κενίς… μπαξίς!
Έχω την αίσθηση πως πολλά και σημαντικά δεν τα είδαμε στο Παμίρ. Και δεν είδαμε το υπόλοιπο Τατζικιστάν. Το κυρίως Τατζικιστάν, μια χώρα με πολλά κρυμμένα μυστικά, με πολλά παράξενα, και πολύ οικεία πράματα συνάμα. Μπορεί να θεωρηθεί συμβατικό αυτό που θα πω, αλλά σε κάθε ξένη χώρα μετρά πολύ η γνωριμία του ξένου με την πρωτεύουσα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε. Δεν αγόρασα τίποτα από το Παμίρ, μόνο ένα αφγανικό (!) μαντίλι από το παζάρι του Χορόγκ. Φύλαξα όμως κάτι αποκλειστικά τατζικικό –από την πρωτεύουσα προφανώς– που ήρθε στα χέρια μου. Ένα χαρτονόμισμα των τριών σομονί. Το σομονί είναι το νόμισμα της Κεντρικής Ασίας με τη υψηλότερη ισοτιμία. Η χώρα είναι η πιο φτωχή από τα –σταν της τέως Σοβιετίας. Και πείτε μου τώρα, τα χαρτονομίσματα δε βγαίνουν πάντα σε αξίες που είναι πολλαπλάσιες του 2 ή/και του 5; Το κοιτάζω και το ξανακοιτάζω. Πού ακούστηκε χαρτονόμισμα με αξία 3;