Χάρτης 4 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-4/metafrash/mayroi-xartes-alla-poihmata-toy-mark-strant
«Τα βρίσκω κανονικά φωτισμένα», έχει πει ο Μαρκ Στραντ (Mark Strand, 1932-2014), που γεννήθηκε στον Καναδά και έγινε πολίτης των ΗΠΑ, για ποιήματά του που θεωρήθηκαν πολύ σκοτεινά. Πριν στραφεί στην ποίηση, σκεφτόταν μήπως γίνει ζωγράφος. Σπουδαία μορφή της νεότερης βορειοαμερικανικής ποίησης, στα έργα του περιλαμβάνονται πεζά, τεχνοκριτική, βιβλία για παιδιά και ανθολογίες. (Τίτλοι στα αγγλικά των ποιημάτων που μεταφράζονται: Black Maps, The Remains, My Life, The Coming of Light, Keeping Things Whole, The Prediction, Breath.)
Όχι η παρουσία των λίθων,
ούτε ο άνεμος που επικροτεί,
δεν θα σου μάθουν
ότι έχεις φτάσει,
όχι η θάλασσα που γιορτάζει
μόνον αναχωρήσεις,
ούτε τα βουνά,
ούτε οι πόλεις που πεθαίνουν.
Τίποτε δεν θα σου πει
πού είσαι.
Κάθε στιγμή είναι ένα μέρος
όπου ποτέ δεν έχεις βρεθεί.
Μπορεί να περπατάς
πιστεύοντας ότι σκορπίζεις
ένα φως γύρω σου.
Αλλά πώς θα το ξέρεις;
Το παρόν είναι πάντοτε σκοτεινό.
Οι χάρτες του είναι μαύροι,
όπως από τίποτε αναδύονται,
περιγράφοντας
στην αργή άνοδο
προς τον εαυτό τους,
το δικό τους ταξίδι,
το κενό του,
τη ζοφερή, εύκρατη
ανάγκη της ολοκλήρωσής του.
Καθώς αναδύονται προς την ύπαρξη
είναι όπως η ανάσα.
Και αν καν τους μελετήσεις
θα είναι μόνο για να βρεις,
πολύ αργά, αυτά που νόμιζες
ότι σε απασχολούσαν
πως δεν υπάρχουν.
Σημάδι για το σπίτι σου
σε κανέναν τους δεν υπάρχει,
ούτε για τους φίλους σου,
που περιμένουν να εμφανιστείς,
ούτε για τους εχθρούς σου,
που καταγράφουν ελαττώματά σου.
Μόνον εσύ είσαι εκεί,
απευθύνοντας χαιρετισμό
σε αυτό που θα είσαι
και το μαύρο γρασίδι
κρατά ψηλά τα μαύρα αστέρια.
Αδειάζω τον εαυτό μου από ονόματα άλλων. Αδειάζω τις τσέπες μου.
Αδειάζω τα παπούτσια μου και τα αφήνω δίπλα στον δρόμο.
Τη νύχτα βάζω πίσω τα ρολόγια ∙
Ανοίγω το οικογενειακό άλμπουμ και κοιτάζω τον εαυτό μου παιδί.
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Οι ώρες έχουν κάνει τη δουλειά τους.
Λέω το δικό μου όνομα. Λέω αντίο.
Οι λέξεις ακολουθούν η μία την άλλη στην κατεύθυνση του ανέμου.
Αγαπώ τη γυναίκα μου αλλά την απομακρύνω.
Οι γονείς μου σηκώνονται από τους θρόνους τους
στα γαλακτερά δωμάτια από σύννεφα. Πώς μπορώ να τραγουδήσω;
Ο χρόνος μού λέει το τι είμαι. Αλλάζω και είμαι ο ίδιος.
Αδειάζω τον εαυτό μου από τη ζωή μου και η ζωή μου παραμένει.
Η τεράστια κούκλα του σώματός μου
αρνείται να σηκωθεί.
Είμαι το παιχνίδι γυναικών.
Η μητέρα μου
με έστηνε μπροστά στις φίλες της.
«Μίλα, μίλα», παρακαλούσε.
Κουνούσα το στόμα μου
αλλά λέξεις δεν έβγαιναν.
Η γυναίκα μου με κατέβαζε από το ράφι.
Ήμουν στην αγκαλιά της. «Υποφέρουμε
από την αρρώστια του εγωισμού», ψιθύριζε.
Και ήμουν εκεί βουβός.
Τώρα η κόρη μου
μου δίνει ένα πλαστικό μπιμπερό
γεμάτο νερό.
«Είσαι το πραγματικό μωρό μου», λέει.
Φτωχό παιδί!
Κοιτάζω μέσα στους καφέ
καθρέφτες των ματιών της
και βλέπω τον εαυτό μου
να μικραίνει, να βουλιάζει
σε ένα βάθος που εκείνη δεν ξέρει πως είναι εκεί.
Με κομμένη την ανάσα,
δεν θα αναδυθώ ξανά.
Μεγαλώνω μέσα στον θάνατό μου.
Η ζωή μου είναι μικρή
και γίνεται μικρότερη. Ο κόσμος είναι πράσινος.
Τίποτε είναι όλα.
Ακόμη και τόσο αργά συμβαίνει:
η αγάπη που έρχεται, το φως που έρχεται.
Ξυπνάς με τα κεριά αναμμένα λες από μόνα τους,
αστέρια αθροίζονται, όνειρα εκχύνονται στο μαξιλάρι σου,
αναπέμποντας ζεστά μπουκέτα αέρα.
Ακόμη και τόσο αργά τα κόκκαλα του σώματος λάμπουν
και η σκόνη του αύριο απαστράπτει ως ανάσα.
Σε ένα πεδίο
είμαι η απουσία
πεδίου.
Αυτό
συμβαίνει πάντοτε.
Όπου και αν είμαι
είμαι αυτό που λείπει.
Όταν περπατώ
χωρίζω τον αέρα
και πάντοτε
ο αέρας εισρέει
γεμίζοντας τα κενά
όπου ήταν το σώμα μου.
Όλοι έχουμε λόγους
που κινούμεθα.
Εγώ κινούμαι
για να κρατώ τα πράγματα ολόκληρα.
Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι γλίστρησε πάνω από τη λίμνη,
μεταμορφώνοντας σε γάλα το νερό και κάτω
από τα κλαδιά των δέντρων, των γαλάζιων δέντρων,
μια νέα γυναίκα περπατούσε και για μια στιγμή
το μέλλον ήρθε μπροστά της:
βροχή να πέφτει στον τάφο του άντρα της, βροχή να πέφτει
στους κήπους των παιδιών της, το στόμα της
να γεμίζει με κρύο αέρα, ξένοι να μετακομίζουν στο σπίτι της,
κάποιος στο δωμάτιο της να γράφει ποίημα, το φεγγάρι να γλιστρά μέσα του,
μια γυναίκα να περπατά κάτω από τα δέντρα, να σκέφτεται τον θάνατο,
να σκέφτεται να τη σκέφτεται και ο αέρας να δυναμώνει
και να παίρνει το φεγγάρι και να αφήνει το χαρτί σκοτεινό.
Όταν τους δεις
να τους πεις πως είμαι ακόμη εδώ,
πως στέκομαι σε ένα πόδι ενώ το άλλο ονειρεύεται,
πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος,
πως τα ψέματα που τους λέω είναι διαφορετικά
από τα ψέματα που λέω στον εαυτό μου,
πως με το να είμαι και εδώ και πέραν
γίνομαι ένας ορίζοντας,
πως καθώς ο ήλιος ανατέλλει και δύει ξέρω τη θέση μου,
πως η ανάσα είναι αυτό που με σώζει,
πως ακόμη και οι εξ ανάγκης συλλαβές της παρακμής είναι ανάσα,
πως αν το σώμα είναι φέρετρο επίσης είναι ερμάριο αναπνοής,
πως η ανάσα είναι καθρέφτης που θολώνουν οι λέξεις,
πως η ανάσα μόνο μένει από μια κραυγή για βοήθεια
καθώς μπαίνει στο αφτί του ξένου
και για πολύ παραμένει αφότου ο κόσμος έχει φύγει,
πως η ανάσα είναι η αρχή πάλι, πως από εκείνη
κάθε αντίσταση παραιτείται, όπως το νόημα
παραιτείται από τη ζωή ή το σκοτάδι από το φως,
πως ανάσα είναι που τους δίνω όταν στέλνω την αγάπη μου