Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/klimakes/biblioohkh-pier-menar-xartografhsh-mias-enallaktikhs-istorias-ths-pagkosmias-logotexnias
El propósito que lo guiaba no era imposible, aunque sí sobrenatural. Quería soñar un hombre: quería soñarlo con integridad minuciosa e imponerlo a la realidad
Jorge Luis Borges, «Las ruinas circulares» (1941)
Μηνιαία στήλη αφιερωμένη σε άγνωστους και αδοξολόγητους συγγραφείς, στους αφανείς, ανύπαρκτους, για κάποιους, και εκτοπλασματικούς ήρωες των γραμμάτων, τους ξεχασμένους στις ελληνικές και ξένες γραμματολογίες, το ορατό –και κυρίως το αόρατο– έργο των οποίων, αν είχε προσεχτεί στην εποχή του, θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της παγκόσμιας και ελληνικής λογοτεχνίας.
Cómo puede haber verdad sin mentira
Santiago de Alvarado, Nuevo mundo caduco y alegrías de la mocedad en los años de 1781 hasta 1792.
La propriété, c'est le vol!
Pierre-Joseph Proudhon, 1840
Ένα φάντασμα πλανιέται εδώ και 80 χρόνια πάνω από τις γηρασμένες λογοτεχνίες της υφηλίου: το φάντασμα του Πιερ Μενάρ. Όλες οι δυνάμεις της αντίδρασης, δογματικοί καθηγητές και άκαμπτοι ακαδημαϊκοί, παραδόπιστοι εκδότες και τυπολάτρες επιμελητές, μίσθαρνοι βιβλιοκριτικοί και εριστικοί επιφυλλιδογράφοι, φανατικοί λογοκριτές και μίζεροι δικηγορίσκοι, όλοι εμμανείς υπέρμαχοι της αποκαλούμενης «πνευματικής ιδιοκτησίας» και των υποτιθέμενων «πνευματικών δικαιωμάτων», ενώθηκαν σε μιαν ανίερη συμμαχία για να καταδιώξουν αυτό το φάντασμα.
Ποιο σοβαρό, ποιο αξιοπρόσεκτο κείμενο δεν έχει κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για προσχώρηση στην «αίρεση» του μεναρισμού; Ποιος συγγραφέας δεν καταλόγισε μεναρισμό στους προοδευτικότερους ή τους αντιδραστικότερους αντιπάλους του; Μήπως δεν ήταν οι μοντερνιστές που χαρακτήρισαν τον Πιερ Μενάρ «πρόδρομο» του μεταμοντέρνου και οι μεταμοντερνιστές «dernier cri» (John Barth) του μοντερνισμού;
Ένα συμπέρασμα συνάγεται από τα αναμφισβήτητα αυτά γεγονότα: ο Πιερ Μενάρ αναγνωρίζεται πλέον από όλους τους εμπλεκομένους στην παραγωγή και την κατανάλωση της λογοτεχνίας ως ήρεμη δύναμη. Είναι καιρός, λοιπόν, οι αυθεντικοί «Φίλοι του Πιερ Μενάρ» να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σε όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις τους, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους, και να αντιπαραθέσουν στο παραμύθι του φαντάσματός του ένα πραγματικό Μανιφέστο.
Αγρυπνήσαμε όλη τη νύχτα υπό το φως λαμπάδων του ιερού τεμένους, με τους θόλους από διάτρητο ορείχαλκο γεμάτους αστέρια ν’ ακτινοβολούν όπως και οι ψυχές μας από τη νεφελώδη λάμψη μιας ηλεκτρικής καρδιάς. Ώρες πολλές περιφέραμε την αταβιστική μας οκνηρία πάνω σε πλούσια ανατολίτικα χαλιά και μουντζουρώσαμε άφθονο χαρτί με παλίμψηστες γραφές, επιχειρώντας να διατυπώσουμε λεπτότατους συλλογισμούς και ν’ αποδεχθούμε ή ν’ απορρίψουμε φανταστικές αιρέσεις, από εκείνες που φυτρώνουν στις ρωγμές του λόγου…
Ξαφνικά, μια απέραντη υπερηφάνεια φούσκωσε τα στήθη μας, γιατί την ώρα εκείνη αισθανόμασταν μόνοι, ξύπνιοι και όρθιοι σαν φάροι υπέροχοι ή σαν προελαύνουσα φρουρά μπροστά στον στρατό των εχθρικών άστρων που παραφύλαγαν από τα ουράνια στρατόπεδά τους. Μόνοι με τους ξαναμμένους θερμαστές που ξενυχτούν μπροστά στους καταχθόνιους φούρνους αλχημιστικών εργαστηρίων, μόνοι με τα μαύρα φαντάσματα που τριγυρνούν μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους παλιών μοναστηριακών βιβλιοθηκών, μόνοι με τους τυφλούς βιβλιοθηκάριους που ψηλαφούν, μ’ ένα αβέβαιο φτεροκόπημα, τους υγρούς τοίχους της Βιβλιοθήκης…
Τότε, με το πρόσωπο βουτηγμένο σε κιτρινισμένα χειρόγραφα –ανακατωμένες ανήλιαγες και μουχλιασμένες σελίδες, μάταιος ιδρώτας και γαλάζια αιθάλη–, εξουθενωμένοι με τις πένες στα χέρια, αλλά ατρόμητοι, κηρύσσουμε τις πρώτες μας θελήσεις σε όλους τους ζωντανούς ανθρώπους της Γης:
Εμείς, οι αυτοαποκαλούμενοι «Φίλοι του Πιερ Μενάρ», φανατικοί οπαδοί του Γάλλου δανδή συμβολιστή, συνοδοιπόρου του Μαλαρμέ και του Βαλερί, συνεργάτη στα πιο έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της γαλλικής ελίτ, προσώπου κατ’ άλλους πλασματικού αλλά στην πραγματικότητα αληθοφανούς έως την εξαπάτηση και του πιο υποψιασμένου αναγνώστη και, φυσικά, πραγματικού συγγραφέα του Δον Κιχώτη, πιστεύουμε μετά βεβαιότητος ότι η λογοτεχνία ήταν, είναι και θα είναι μιμητική ή δεν θα είναι λογοτεχνία…
Η λογοτεχνία είναι ένας λαβύρινθος (για την ακρίβεια, Ο λαβύρινθος) που επινοήθηκε από ανθρώπους και προορίζεται να αποκρυπτογραφηθεί αποκλειστικά από αυτούς. Μοναδικό εφόδιο σ’ αυτό το ατέρμονο ταξίδι στο κέντρο του σύμπαντος που άλλοι ονομάζουν Βιβλιοθήκη, μοναδικός μίτος, είναι η ίδια η Λογοτεχνία, δηλαδή η γραφή ως επανεγγραφή, η ανάγνωση ως παρανάγνωση, η μετάφραση ως παράφραση κ.λπ. κ.λπ.
Επειδή πιστεύουμε ότι το να γράφεις είναι σήμερα η εσχάτη, η πλέον ηρωική, η μόνη δυνατή πράξη αναγνώσεως, θεωρούμε τη λογοκλοπία ανυπόστατη.
Κατά συνέπεια, το 9ο κεφάλαιο, το 38ο και το απόσπασμα από το 22ο του Πρώτου Μέρους του Δον Κιχώτη που συναποτελούν το κορυφαίο, πλην αόρατο, έργο του συμβολιστή από τη Νιμ –αφοσιωμένου οπαδού του Πόου, ο οποίος εγέννησε Μποντλέρ, ο οποίος εγέννησε Μαλαρμέ, ο οποίος εγέννησε Βαλερί, ο οποίος εγέννησε Εδμόνδο Τεστ–, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα μηχανικής αναπαραγωγής του ισπανικού πρωτοτύπου ή προϊόν λογοκλοπής, ικανό να επιφέρει τις προβλεπόμενες κυρώσεις του Νόμου περί Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων, αλλά αποτέλεσμα σπινθηροβόλου έμπνευσης και προϊόν εκτυφλωτικής πρωτοτυπίας, απείρως δε πλουσιότερο σε σημασίες από το υποτιθέμενο πρότυπό του!
Επειδή πιστεύουμε ότι κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του, θεωρούμε άχρηστη, εν εσχάτη αναλύσει, κάθε πνευματική άσκηση αναζήτησης πιθανών «επιδράσεων» ή «δανείων». Αντίθετα, θεωρούμε ότι οι ριζοσπαστικές τεχνικές του «εκούσιου δημιουργικού αναχρονισμού» και των «εσφαλμένων αποδόσεων» εμπλουτίζουν, επιτέλους, τη στοιχειώδη και στερεότυπη τέχνη της ανάγνωσης.
Αποδίδοντας δύο φαινομενικώς διαφορετικά έργα (φέρ’ ειπείν, το Τάο Τε Κινγκ και το Χίλιες και μία νύχτες) στον ίδιο συγγραφέα και αναλύοντας ύστερα την ψυχολογία αυτού του ενδιαφέροντος homme des lettres, ή διαβάζοντας την Οδύσσεια σαν να ήταν μεταγενέστερη της Αινειάδας και τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ως «documentary fiction» γραμμένη από τον Τρούμαν Καπότε (όπως προτάθηκε πρόσφατα), δεν κάνεις μια ένεση φρεσκάδας στις χλομές, αγκιστρωμένες στην εποχή τους, επιφανειακές αναγνώσεις αυτών των κειμένων;
Επειδή θεωρούμε κοπιώδη και εκφυλιστική τη μανία σύνθεσης ενός τεράστιου βιβλίου για την ανάπτυξη μιας ιδέας, η τέλεια προφορική έκθεση της οποίας δεν θα έπαιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά, κρίνουμε προτιμότερο να φαντάζεται κανείς πως αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν, και να προσφέρει μια περίληψή τους, ένα σχόλιο ή απλώς και μόνον τον τίτλο τους…
Συνεπώς, η βιβλιογραφική καταγραφή του ακάματου Φρανσουά Ραμπελαί, Catalogue de la bibliothèque de l’abbaye de Saint-Victor (1533), ή ο Catalogus librorum aulicorum incomparabilium et non vendibilium (1605-10) του Τζον Νταν και το Musaeum Clausum, or Bibliotheca Abscondita (1684) του σερ Τόμας Μπράουν συνιστούν για κάθε σκεπτόμενο αναγνώστη κατά πολύ χρησιμότερα εργαλεία έρευνας από τον πλήρη κατάλογο της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου ή τον πλήρη (λαθών) κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.
Ενάντια στις ασύγγνωστες παραλείψεις ή και συμπεριλήψεις κάθε ιστορίας της λογοτεχνίας, που οι συντάκτες και οι εκδότες έχουν την ασέβεια ή και το θράσος να επιδικάζουν στους αναγνώστες τους.
Ενάντια στους παραπειστικούς καταλόγους του Λογοτεχνικού Κανόνα, αλλά και στην αυθαιρεσία κάθε κανόνα.
Ενάντια στην καταδυναστευτική αυθεντία του Πανεπιστημίου και στη σοβαροφάνεια του καθηγητικού κατεστημένου.
Ενάντια στον επαρχιωτισμό των συγχρονικών κριτικών μας.
Ενάντια σε κάθε αδικία, αλλά, κυρίως, στη λογοτεχνική αδικία.
Ενάντια σε κάθε τυπική λογική που διαχωρίζει, αυθαιρετώντας, αίτιο και αποτέλεσμα.
Ενάντια στη συμβατική διαίρεση και στον κατακερματισμό του χρόνου που δήθεν εκλογικεύει τη ζωή και ταξινομεί το υποτιθέμενο χάος.
Ενάντια, τέλος, στην καταδυνάστευση της Πραγματικότητας.
την άμετρη πίστη μας στη μιμητική ικανότητα των ανθρώπων,
στη δύναμη της αληθινής φαντασίας
και στην πραγματική πραγματικότητα της μυθοπλασίας…
Εν ολίγοις, εμείς, οι «Φίλοι του Πιερ Μενάρ», υποστηρίζουμε κάθε κίνηση ενάντια στη θλιβερή κατάσταση της λογοτεχνίας αλλά και της φιλολογικής κριτικής της σήμερον και, τέλος, εργαζόμαστε για τη σύνδεση και τον συντονισμό των Φίλων του Πιερ Μενάρ σε όλο τον κόσμο.
Εν ονόματι, λοιπόν, όλων όσοι αποφάσισαν να προσπεράσουν τη ματαιοδοξία που στεφανώνει τους μόχθους των ανθρώπων, και καταπιάστηκαν μ’ ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα τόσο περίπλοκο και εξ αρχής τόσο μάταιο όσο το έργο του Πιερ Μενάρ, θεωρούμε ελάχιστο χρέος μας την παντί τρόπω προβολή εκείνης της λογοτεχνίας στην οποία κανείς δεν ποντάρισε την εποχή που έπρεπε, και την ανάδειξη εκείνων των συγγραφέων και καλλιτεχνών οι οποίοι καταδικάστηκαν αδίκως σε ληξιαρχική ανυπαρξία και περιέπεσαν, έτι αδικώτερον, στη λήθη…
Αλληλέγγυοι ως προς όλα τα σημεία με τον Πιερ Μενάρ και αποφασισμένοι να θέσουμε επί παχέος τάπητος τα συμπεράσματα που επιβάλλει η ανάγνωση του διηγήματος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, οι υπογράφοντες, αν και δεν τρέφουμε καμία ψευδαίσθηση για τη σοβαρότητα των «καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών» εκδόσεων, πόσο μάλλον για το κύρος των λογοτεχνικών περιοδικών, ιδιαίτερα αυτών που τιτλοφορούνται λόγου και τέχνης, συνομολογήσαμε, παρ’ όλα αυτά, να επέμβουμε στα «πνευματικά» πράγματα του τόπου μας.
Έτσι, όχι μόνο θα μπορέσουμε ν’ αντισταθούμε με τρόπο σύγχρονο και δραστικό στον συρφετό που στοχάζεται κατ’ επάγγελμα, αλλά και θα προετοιμάσουμε την οριστική μεταλλαγή των ζωντανών ακόμα πνευματικών δυνάμεων προς όφελος του οικουμενικού μυθοπλαστικού πεπρωμένου.
Εμείς, οι Φίλοι του Πιερ Μενάρ, θεωρούμε πλέον ανάξιό μας να κρύβουμε τις θέσεις και τις προθέσεις μας. Δηλώνουμε ανοιχτά ότι οι στόχοι μας μπορούν να επιτευχθούν μόνον με τη βίαιη ανατροπή του σημερινού λογοτεχνικού καθεστώτος. Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις του λογοτεχνικού κατεστημένου. Οι «Φίλοι του ΠΙΕΡ ΜΕΝΑΡ» δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Αντίθετα, έχουν να κερδίσουν τον κόσμο ολόκληρο.
Στο επόμενο: Ο Πιερ Μενάρ και οι βιογράφοι του
Ο Πιερ Μενάρ, γνωστός μέχρι πρότινος από τη «νεκρολογία» που συνέταξε προς τιμήν του ο Μπόρχες, απέκτησε πρόσφατα όχι έναν αλλά δύο βιογράφους: τον Μισέλ Λαφόν εκ Μονπελιέ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ, με ειδικότητα στην ισπανόφωνη λογοτεχνία, και τον Ρενέ Βαντιρά, αρχιτέκτονα εκ και εν Νιμ. Εβδομήντα χρόνια μετά τη δημοσίευση του κειμένου του Μπόρχες, οι Μισέλ Λαφόν και Ρενέ Βαντιρά καταθέτουν, με απόσταση λίγων μηνών, ο πρώτος Μια βιογραφία του Πιερ Μενάρ (Οκτώβριος 2008) και ο δεύτερος Την αληθινή ζωή του Πιερ Μενάρ, φίλου του Μπόρχες (Ιανουάριος 2009). Μένει να δούμε αν οι εν λόγω βιογράφοι αποδοκιμάζουν την επιλογή του Μπόρχες να εντάξει τη «νεκρολογία» του Πιερ Μενάρ στη συλλογή κειμένων του υπό τον εύγλωττο τίτλο «Μυθοπλασίες» ή αν ευσχήμως την προσυπογράφουν.