Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/klimakes/oraies-psyches
Μου αρέσει ο τρόπος που η ζέστη θερμαίνει τα κρύα σώματα. Ο τρόπος με τον οποίο προσφέρει τον εαυτό της. Δεν είναι ότι η ζέστη αργά ή γρήγορα κρυώνει, αλλά οτιδήποτε είναι κρύο ζεσταίνεται. Έτσι νομίζω. Έτσι νόμιζα πάντα. Όσο ο κόσμος επικοινωνεί με τον κόσμο μου, ρυθμίζω κάπως τη μεταξύ μας απόσταση. Και ο χρόνος γίνεται πιο ζεστός επίσης. Ο χρόνος αποκτά μορφή μέσα στη ζέστη. Και διαλύεται μέσα στη ζέστη επίσης. Πού είναι το όραμα; Ποιοι σκέφτονται εδώ; Στην πόλη αυτή; Ποιοι δημιουργούν ζέστη εδώ; Ποιοι την εκπέμπουν; Ποιοι αγαπούν το σώμα της πόλης; Ποιοι το επιτρέπουν να αναπνέει. Τελικά, ποιοι αγαπούν την πόλη; Πραγματικά την αγαπούν με μια αγάπη που τη μεταμορφώνει σε ωραία ψυχή;
Είμαι εύπιστος χαρακτήρας. Άνθρωποι έρχονται και μένουν κοντά μου. Θα πρέπει να τους εμψυχώνει η παρέα μου. Θα πρέπει να σημαίνει κάτι. Επειδή λέω ναι με όλο μου το σώμα. Το ναι ξεκινά από τα αυτιά μου και καταλήγει στην ουρά μου. Το ναι είναι ζέστη. Ζέστη που διαχέεται στο κρύο. Θερμαίνει τον κρύο χώρο και τον κρύο χρόνο. Όχι ότι η ζέστη κρυώνει. Απλώς προσφέρει τη θερμοκρασία της. Το κρύο θερμαίνεται.
Μου αρέσει η βροχή. Βιάζονται οι άνθρωποι και μαζί τους όλα τα όντα. Ή αργοπορούν, αναβάλλουν. Ο ρυθμός της καθημερινότητας αλλάζει σε μικρές και μεγάλες παρενθέσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στην ωραία λιακάδα. Καταστάσεις που κάνουν τους ανθρώπους και όλα τα άψυχα και τα έμψυχα να δείξουν πιο άμεσα τις προθέσεις τους. Το πιο ακριβές, όλα φανερώνουν την ψυχή τους. Τα άψυχα εμψυχώνονται. Και όλα μεταμορφώνονται σε ωραίες ψυχές.
Με πλησίασε μια κυρία γύρω στα εβδομήντα. Κομψό αλλά κάπως φαρδύ για το αδύνατο σώμα της μάλλινο ταγέρ. Θα το έλεγα μπεζ. Μαύρα χαμηλά δερμάτινα παπούτσια με λαστιχένια σόλα, με μια μαύρη τσάντα στο δεξί χέρι και μια ανοιχτή ομπρέλα στο αριστερό. Ήθελε να με προστατέψει από τη βροχή. Στάθηκε δίπλα μου με την ομπρέλα ανάμεσά μας στην άκρη της εισόδου στη Μητροπόλεως κοντά στην Καρόλου Ντιλ. Δεν την είχα ξαναδεί. Βγήκε σε λίγο από την πολυκατοικία ένας κύριος κάπως νεότερος, με γκρίζο κουστούμι, μαύρα παπούτσια και αυτός, αλλά με δερμάτινη σόλα που μυρίζει καφέ και κλεισούρα. Με μια ομπρέλα που ακόμη δεν την έχει ανοίξει. Άρχισε να μιλά χωρίς να απευθύνεται στην κυρία με την ανοιχτή ομπρέλα ή σ’ εμένα. «Αγένεια, κακία, μικρότητα, υποκρισία, έλλειψη ενσυναίσθησης, ασέβεια για τους άλλους και για όλα, κοινωνική ανικανότητα, οξύς εγωισμός. Μια καθημερινότητα πληγωμένη και ταπεινωμένη. Ποιος ξέρει τι θα με βρει πρώτο σήμερα. Τι θα με καταρρακώσει;» Ίσως μιλούσε στην ομπρέλα του.
Η κυρία έχει άλλα στον νου της. Με κοιτά στα μάτια κι εγώ ακούω τη φωνή της καρδιάς της. Έχει δυο παιδιά μεγάλα. Το ένα δουλεύει, όμως κάπου που δεν παράγει. Το άλλο είναι άνεργο. Έχει τύψεις και για τα δυο. Έχει τύψεις για μένα. Είμαστε σε δυο διαφορετικά σύμπαντα που έχουν πολλά κοινά σημεία. Καταλαβαίνει ότι την καταλαβαίνω. Αυτό διαρκεί, βέβαια, μια στιγμή, μεγάλη ή μικρή εξαρτάται από μας. Μετά η κυρία κοιτάζει προς το μέλλον, έχει στην καρδιά της τη φροντίδα των μελλούμενων. Θα πρέπει να είναι μια ακόμη θαυμάσια μέρα αυτή, σκέφτεται. Αυτή είναι και η δική μου φιλοσοφία και στάση, παρ’ όλο που ζω με την ανησυχία ότι κάποια μέρα θα με συμμαζέψουν για να με αποτελειώσουν. Η κυρία κρεμά την τσάντα στο χερούλι της ομπρέλας, απλώνει το χέρι της και ακουμπά τον ώμο του κυρίου. Δεν μιλά. Ο κύριος σκεπάζει το χέρι της με το δικό του χέρι και το αφήνει εκεί για ώρα. Τα μάτια της κυρίας υγραίνονται. Ό,τι αγγίζει με αγγίζει, με ηρεμεί. Μέσα στη γαλήνη ακούω τη βροχή που πέφτει στην ομπρέλα της κυρίας. Συμπίπτουμε σε κάποια σημεία. Στάζουμε ο ένας πάνω στον άλλον, ο ένας μέσα στον άλλον.
Θα πρέπει να φύγω από δω, να πάω πιο πέρα, προς τη Μητρόπολη. Δεν αντέχω αυτήν τη σκηνή. Και με δυσκολία αντέχω τις καλές σκέψεις της καλής κυρίας. Η καρδιά μου δεν τις αντέχει, παρ’ όλο που πιστεύω ότι είμαι συνηθισμένος σε τόση καλοσύνη. Ο ένας της ο γιος σπούδασε λογοτεχνία και ιστορία. Αυτός που δουλεύει. Ο άλλος σπούδασε μαθηματικά και οικονομία. Δεν ξέρει γιατί δεν βρίσκει πουθενά δουλειά. Και γιατί πια δεν προσπαθεί. Ίσως επειδή αυτός που βρήκε δουλειά πουλάει βελόνες και πλαστικά μπρελόκ σε μια αποθήκη ψιλικών στη χοντρική αγορά της πόλης, σε ένα σκοτεινό και υγρό κατάστημα που το έχουν τρεις αδελφοί που μισιούνται επειδή πιστεύουν ότι τους μισεί η ζωή τους. Η κυρία φροντίζει κάθε μέρα το πρωινό των παιδιών της. Τους ετοιμάζει αυγά, άλλοτε βραστά, άλλοτε τηγανιτά, τους έχει δυο διαφορετικές μαρμελάδες στο τραπέζι, μια από σύκο και μια από βερίκοκο, τους έχει πάντα ψωμί φρέσκο και ζυμωτό, και πάντα καφέ σε μια μεγάλη μεταλλική καφετιέρα από το ΙKEA. Περπατά αργά μέσα στο σπίτι για να μην ενοχλήσει. Σκέφτεται γιατί περπατά αργά, ποιον θα ενοχλούσε. Ίσως τη σχέση της με τα παιδιά της, ίσως τη σχέση των παιδιών μεταξύ τους, ίσως την προσοχή της που θέλει να είναι στραμμένη προς το μέλλον με τρόπο που βελτιώνει και το παρελθόν, που το απαλύνει, που του δίνει αξία. Η μέρα της κυλά με αυτή την έγνοια, να μην ενοχλεί και να βελτιώνει. Να βελτιώνει χωρίς κανείς να διακρίνει κάτι, σαν σε πλήρη αρμονία και αταραξία. Κανείς δεν πρέπει να νιώθει τις εκρήξεις μέσα της. Και το καταφέρνει. Ο κύριος αφήνει το χέρι της, σκύβει και με χαϊδεύει στο κεφάλι και στην πλάτη μέχρι την ουρά. Η κυρία κοιτάζει τη βροχή, το νερό και τις σταγόνες στο πεζοδρόμιο. Θα την ξαναδώ; Θα ξαναπεράσει από δω; Αυτή η κυρία που βλέπει και νιώθει πιο βαθιά και πιο πέρα.
Τέτοιες στιγμές μού φανερώνουν τον κόσμο από μιαν άλλη πλευρά, από την πλευρά που τον γεμίζει με βαρύτητα, με ελαφρότητα, που παίρνει ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου. Που οξύνει την όσφρησή μου. Και γι’ αυτή θα πρέπει να πω ότι τότε μυρίζει μεμιάς τα σχήματα των αμαρτιών. Είναι ευκρινή, αιχμηρά και αποτυπώνονται εύκολα στη μνήμη. Ελπίζω η κόλαση να προσφέρει πολύ χώρο, ώστε να μη συναντήσω αυτούς που αποφεύγω και τώρα. Αυτούς που με αποφεύγουν. Αλλά σίγουρα όλα και όλοι μας θα βρεθούμε κάποια μέρα σε μια μεγάλη γιορτή.
(Από το ανέκδοτο κείμενο με τίτλο εργασίας «Ωραίες ψυχές». Μια σειρά μονολόγων αδέσποτων σκύλων στη Θεσσαλονίκη σήμερα.)