Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/xoyangk-xo
Στον διάβα μυριετιών ο Νείλος έφερνε στο Δέλτα εκατομμύρια τόνους υλών, χωρίς ωστόσο να μεταθέτει την ακτογραμμή και έτσι η Αλεξάνδρεια είναι πάντοτε παραθαλάσσια, αντίθετα προς την περίπου συνομήλική της Όστια, στις εκβολές του Τίβερη, όπου η ακτογραμμή έχει μετατεθεί έξι χιλιόμετρα πιο έξω, ή την Ραβέννα, την Μίλητο και άλλες μεσογειακές πόλεις, όπου οι ποτάμιες αποθέσεις έχουν μεταθέσει ακόμη περισσότερο την ακτογραμμή. Αλλά καθώς έτσι μεγάλες μάζες προστίθενται συνεχώς, π.χ. στο δέλτα του Μισισιπή πεντακόσια εκατομμύρια τόνοι κατ’ έτος, ο φλοιός της Γης τείνει κάτω από τα μεγάλα δέλτα να βυθίζεται, χωρίς τούτο να φαίνεται, λόγω της συνεχούς σε αυτά επισώρευσης των διαρκώς μεταφερόμενων από τον ποταμό υλών. Στο Δέλτα του Νείλου η υποχώρηση του γήινου φλοιού επιτρέπει την επισώρευση στην υπάρχουσα έκταση, χωρίς να απαιτείται αύξηση αυτής εις βάρος της θάλασσας. Έτσι όμως το εν τω βάθει πάχος των προσχώσεων πίσω από την Αλεξάνδρεια φθάνει τα τρία χιλιόμετρα. Στην Κίτρινη Θάλασσα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, επειδή εκεί ο Χουάνγκ Χο, δηλαδή ο Κίτρινος ποταμός, και ο Γιανγκτσέ μεταφέρουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες φερτών υλών και καθώς η εξ αυτού προκαλούμενη υποχώρηση του υποκείμενου γήινου φλοιού δεν είναι τόσο ταχεία, οι φερτές ύλες όχι μόνον μεταθέτουν εντόνως την ακτογραμμή, αλλά, το χειρότερο, ανυψώνουν την επιφάνεια της ξηράς και ιδίως την ποτάμια κοίτη, καθιστώντας ανασφαλή την κατοίκηση σε αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων από αυτήν. Στις εκβολές του Κίτρινου ποταμού, η προχώρηση της ακτογραμμής προς τα βόρεια και τα ανατολικά υπήρξε επί εκατοντάδες χιλιομέτρων τόσο μεγάλη, ώστε ένα νησί μεγάλο όσο η Πελοπόννησος -και με το αυτό (!) όπως εκείνη Γεωγραφικό Πλάτος μεταξύ 36ο και 38ο, να έχει ενωθεί με την ασιατική ήπειρο, ήδη πριν από μερικές χιλιετίες, αποτελώντας έκτοτε την βορειοανατολική χερσόνησο της παραθαλάσσιας Κίνας.
Και τώρα μια παλιά, αλλά πολύ σημαντική είδηση: το 1852, ο Κίτρινος ποταμός, που έως τότε χυνόταν στα νότια της εν λόγω χερσονήσου, αποφάσισε να αλλάξει πορεία. Η αλλαγή έγινε σε ευθεία απόσταση τετρακοσίων χιλιομέτρων από τον Ωκεανό, η νέα πορεία μήκους πεντακοσίων χιλιομέτρων διέσχισε απέραντες κατοικημένες εκτάσεις, οι νέες εκβολές βρέθηκαν έως και 480 χιλιόμετρα βορειότερα των αρχικών και το κόστος σε ζωές, εξ αιτίας πνιγμών ή πείνας, μετρήθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδων. Το ίδιο, χωρίς όμως άλλη μεγάλη εκτροπή του ποταμού, αλλά πάντως εξόχως πολύνεκρο, έγινε και το 1887, όπως άλλωστε είχε γίνει πολλές άλλες φορές στο παρελθόν.
Σήμερα, αυτό το μέρος, όπως περίπου ορίζεται από την παλιά και την νέα πορεία του Κίτρινου ποταμού, αποτελεί την επαρχία Σαντόνγκ, η οποία, κάπως μεγαλύτερη από την Ελλάδα, έχει πληθυσμό άνω των εκατό εκατομμυρίων. Δεν είναι υπερβολή αν λεχθεί ότι η ιστορία αυτής της περιοχής, πατρίδας του Κομφούκιου, είναι κατ’ εξοχήν δεμένη με μια μακρά ιστορία τεράστιων πλημμυρικών καταστροφών. Κάποιες από αυτές ανήκουν στους ιδρυτικούς μύθους του κινεζικού έθνους, οι οποίοι ανάγουν κάθε αρχή σε μια πανάρχαια εποχή των τριών «Κυρίαρχων» και των πέντε «Αυτοκρατόρων», ο πρώτος εκ των οποίων ήταν ο περίφημος «Κίτρινος Αυτοκράτορας». Οι μυθικοί αυτοί προπάτορες δίδαξαν στους επιγενόμενους την καλλιέργεια της γης και ιδίως του ρυζιού, την κεραμική, την ξυλουργική, τις λοιπές τέχνες, την μουσική, αλλά και το ήθος, ή γενικότερα, όλα όσα αποτελούν την αφετηρία για την ανάπτυξη του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού. Όταν όλα αυτά είχαν πλέον κατακτηθεί και ωριμάσει, η εξουσία μεταβιβάσθηκε κατά την ίδια μυθολογική παράδοση σε άξιους ημιθεϊκής καταγωγής ανθρώπους και έτσι πριν από τέσσερις χιλιετίες άρχισε μια νέα εποχή, με την Δυναστεία Ξιά, για την οποία όμως δεν υπάρχουν επαρκείς ιστορικές γνώσεις, αλλά μόνον αναφορές στους μύθους και μερικές αρχαιολογικές ενδείξεις. Άλλωστε η γραφή, παρά την ύπαρξη κάποιων παλαιότατων στοιχειωδών προβαθμίδων αυτής, δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί όσο στην Μεσοποταμία, ή την Αίγυπτο. Παρά ταύτα η κινεζική μυθολογία εμπεριέχει τον πυρήνα της ιστορικής αλήθειας: Η ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων κάτω από μια κεντρική εξουσία -κατά το μύθο πριν από τέσσερις χιλιετίες, στην πραγματικότητα μάλλον πιο πριν-, βασίστηκε σε πολέμους, συνδέεται όμως κυρίως με μια συνεχή οικονομοτεχνική ανάπτυξη, της οποίας το μέγιστο και πλέον αναγκαίο τεχνικό επίτευγμα ήταν η τιθάσευση του πιο επίφοβου θηρίου. Κατά την πανάρχαια λοιπόν παράδοση, το φούσκωμα των τεράστιων ποταμών έπρεπε να τιθασευθεί. Πολλοί προσπάθησαν ματαίως. Κάποτε ένας από τους μυθικούς ηγέτες, o Γιάο, ακολουθώντας τη συμβουλή του σοφού Τέσσερα-Βουνά, ανέθεσε το έργο στον Γκουν, μακρινό συγγενή εγνωσμένης αξίας. Ο Γκουν δέχθηκε και άρχισε την προσπάθεια ανοίγοντας διώρυγες και υψώνοντας αναχώματα για τα οποία χρησιμοποιούσε την Ξιράνγκ, μια αυτοδιογκούμενη γαία που επί τούτου κατάφερε να κλέψει από την Υπέρτατη Θεότητα. Παρά ταύτα, οι εννεαετείς ηρωικές προσπάθειες του σοφού Γκουν δεν κατέβαλαν τον πανίσχυρο αντίπαλο, και ο Γιάο έπρεπε να παραιτηθεί. Τότε ο Τέσσερα-Βουνά τον συμβούλευσε να ζητήσει την βοήθεια του Σουν, επίσης μακρινού συγγενή του, με τον οποίο και συγκυβέρνησε. Πέρασαν άλλα τέσσερα χρόνια και παρά τις νέες οδηγίες, ο Γκουν, δεν μπόρεσε να νικήσει τον ποταμό. Συνεχίζοντας την προσπάθεια δήλωνε ότι η πλημμύρα θα πολεμηθεί όταν κοντά του θα αγωνίζεται σύσσωμος ο λαός. Αλλά ο καιρός είχε περάσει και σύντομα ο γιός του, ο, επίσης μυθικός σοφός, Γιου, έλαβε εντολή από τον Σουν, να συνεχίσει εκείνος το έργο. Έτσι χάρις και στη βοήθεια ενός δράκου και μιας χελώνας, όπως θέλει μια άλλη παραλλαγή του μύθου, ο Γιου υπέταξε τον ποταμό και αφού αναδείχθηκε ως ηγέτης, έγινε ο ιδρυτής της πρώτης δυναστείας.
Μπορούμε να φανταστούμε τους αγρότες οργανωμένους κατά μυριάδες να πολεμούν την πλημμύρα και κάποτε να την κατανικούν. Μπορούμε επίσης να φανταστούμε ως αναγκαία μια πολυάνθρωπη διοικητική μηχανή και έτσι εύκολα να αντιληφθούμε πως ο αρχηγός αυτής της επιχείρησης γινόταν αυτονοήτως και κυβερνήτης της χώρας.
Αυτή όμως, η επική ιστορία δεν είναι αποκλειστικότητα της Κίνας. Τι άλλο είναι η δημιουργία ενός πανίσχυρου κράτους στην Αίγυπτο πριν από πέντε και πλέον χιλιετίες, κατά μήκος μιας κοιλάδας και στην έκταση ενός τεράστιου δέλτα που επί τέσσερις μήνες κάθε χρόνο σκεπαζόταν από την πλημμύρα του Νείλου; Τι άλλο ήταν στις απαρχές τους πριν από πέντε χιλιετίες τα μεγάλα κράτη της Μεσοποταμίας, αλλά και τόσα άλλα μεταγενέστερα στην Ινδία ή την Βιρμανία;
Ακόμη και στην Ελλάδα, οι Μινύες του Ορχομενού, ο πανίσχυρος βασιλικός οίκος της Βοιωτίας πριν από σχεδόν τρεισήμισι χιλιετίες, επέτυχαν ένα οικονομικό θαύμα χάρις στην αποξήρανση της Κωπαΐδος, όπου έως σήμερα το ενθυμίζουν κτίσματα μοναδικής σημασίας, όπως ο λεγόμενος Θησαυρός του Μινύου, ή κυρίως τα παλάτια στην απέραντη ακρόπολη, πρώην βραχονησίδα, με το κυκλώπειο τείχος. Τα τελευταία, τελείως δίδυμα ως προς τον συντακτικό τύπο, είναι ερμηνεύσιμα (Σπ. Ιακωβίδης) ως διοικητικό κέντρο με δύο ισότιμα υπουργεία του κράτους των Μινύων: ένα δημόσιων τεχνικών έργων -αποστράγγιση λίμνης, καλλιέργεια, παραγωγή πλούτου- και ένα στρατιωτικό -διαφύλαξη του πλούτου-.
Κοινή λοιπόν η ίδια παντού ιστορία, πίσω από την ίδρυση των πρώτων μεγάλων κρατών: εύφορα εδάφη, γεωργική τεχνολογία, πληθυσμιακή αύξηση, αποτελεσματική διοίκηση και συστήματα επιστράτευσης για τον έλεγχο αντίξοων φυσικών φαινομένων, αλλά και για την διαφύλαξη ή επέκταση του ζωτικού χώρου -εις βάρος των γειτόνων-, συστήματα αποθήκευσης και αποταμίευσης, πλεονασματική οικονομία, εμπόριο. Όλα αυτά είχαν πάντοτε ταυτοχρόνως μια υλική και μια άυλη υπόσταση, η οποία είχε για όλα ως κοινή βάση την γλώσσα και τις δυνατόν να εκφρασθούν επιθυμίες, ιδέες, προθέσεις και διεκδικήσεις, με άμεσο αποτέλεσμα την συμφωνία ή επιβολή και αποδοχή κανόνων, εξίσου για τον υλικό βίο (τέχνες, παραγωγή, εμπόριο, πόλεμος κ.α.) και για την πνευματική ζωή (λόγος, λατρεία, μουσική, καλές τέχνες), σε όλες τις κλίμακες, από εκείνην της οικογένειας έως εκείνην του πολύ μεγάλου κράτους, με την προϋπόθεση αποτελεσματικών συστημάτων προφορικής παράδοσης και εν τέλει γραφής, χωρίς την οποία η ύπαρξη και λειτουργία κράτους από ένα ορισμένο μέγεθος και άνω είναι απολύτως αδύνατη. Γραφή αρχικά απαραίτητη για τα λογιστήρια (καταγραφή κτημάτων, όπλων, προϊόντων, φόρων κ.α.) και εν τέλει ύψιστο μέσον διαφύλαξης και διάδοσης ιδεών και προϊόντων του λόγου. Πήλινες, ή ξύλινες πινακίδες, οστά ζώων και ανθρώπων, φύλλα καλάμων, δέρματα, φλοιοί, λίθοι και άλλα εκ των ενόντων έγιναν οι πρώτοι φορείς της γραφής, αρχικά σε λιγοστά μόνο μέρη: Μεσοποταμία, Αίγυπτος, Κίνα, Μικρά Ασία, Ελλάδα.
Μια έστω πρόχειρη ματιά στους μύθους -που χάρις στη γραφή δεν ξεχνιούνται- μας φέρνει πάλι στο θέμα της τιθάσευσης άγριων ποταμών και άλλων αντίξοων φυσικών δυνάμεων. Έτσι ο Ηρακλής των Ελλήνων μάχεται σώμα με σώμα με τον Αχελώο και οι Κένταυροι είναι μεταξύ άλλων η ανεξέλεγκτη ορμή των χειμάρρων του Πηλίου που ξεριζώνουν δέντρα παρασύρουν βράχους και ρίχνουν τοίχους.
Τα γαιοτεχνικά έργα τιθάσευσης ποταμών και πλημμυρών συνετέλεσαν και σε κάτι πολύ βαθύτερο: στην συνοχή της κοινωνίας που τα παρήγε, ακόμη και στην διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας. Αντίθετα προς τον μύθο του Πύργου της Βαβέλ, τα μεγάλα έργα αυτού του είδους δεν χώρισαν, αλλά ένωσαν εκείνους που τα έκτισαν, ακόμη και οι Πυραμίδες, όπως πειστικά έδειξε ο Λουέρ, πόσω μάλλον τα εγγειοβελτιωτικά με την τόσο προφανή πρακτική χρησιμότητα.
Αλλά μιλώντας για πρακτικώς χρήσιμα έργα και παρά ταύτα αναφέροντας τις πυραμίδες περνάμε στο θέμα μνήμη και μνημείο. Το μνημείο για να μπορεί να δηλώνει καθαρά ότι το αίτιο ύπαρξής του είναι μόνον η μνήμη, δεν πρέπει να έχει άλλη χρησιμότητα πλην της μνήμης. Εκτός αυτού, επειδή η μνήμη διεκδικεί την διάρκεια, τα μνημεία επιθυμούν να είναι αμετακίνητα και ανθεκτικά. Τούτο μόνον με λίθους σπάνιου μεγέθους είναι δυνατόν. Και εάν μεν οι λίθοι τυχαίνει να βρίσκονται άφθονοι στην περιοχή ενός μνημείου, η προκαλούμενη από αυτό εντύπωση εξαρτάται πλέον μόνον από το μέγεθος, την μορφή και την ποιότητα. Όπου όμως δεν υπάρχουν επιχώριοι λίθοι, η παρουσία ενός γιγάντιου μνημείου κτισμένου με λίθους φερμένους από μακριά προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο θαυμασμό. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση των μεγαλιθικών στηλών στον λόφο Σου Κιού έξω από την πόλη Κούφού, όπου γεννήθηκε ο Κομφούκιος (βρίσκεται στο νοτιοδυτικό μέρος της επαρχίας Σαντόνγκ, που ήδη περιγράψαμε). Το Σου Κιού (Λόφος της Μακροζωίας) είναι κατά την παράδοση ο τόπος γέννησης του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Τον 11ο αι. (μ.Χ.) η Δυναστεία των Σόνγκ επένδυσε πολλά στην ιδέα μιας καταγωγής της από τον μυθικό Κίτρινο Αυτοκράτορα και το 1012 έκτισε προς τιμήν του έναν ναό, ο οποίος δυστυχώς καταστράφηκε μετά από τα μέσα του 20ού αιώνα. Σήμερα στη θέση του υπάρχει μια μικρή λίμνη, ενώ στα δυτικά και τα ανατολικά αυτής σώζονται επισκευασμένες οι δύο γιγάντιες στήλες. Η μεγαλύτερη, στα ανατολικά, είναι επίσης αφιερωμένη στη μνήμη του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Η στήλη, Βαν Ρεν Τσου («Θλίψη των δέκα χιλιάδων στηλών»), όπως ονομάζεται, μάλλον λόγω του αριθμού των εργατών που τράβηξαν τα σχοινιά για τη μετακίνηση των λίθων, εδράζεται σε μια γιγάντια μονολιθική χελώνα και φέρει επίστεψη με χαρακτηριστική ανάγλυφη παράσταση δράκοντος – πάλι αυτά τα δύο σύμβολα της δύναμης και της υπομονής. Το συνολικό ύψος φθάνει τα 17 μέτρα και το βάρος περίπου τους 250 τόνους!
Τετρακόσια χιλιόμετρα νοτιονοτιοανατολικά της Κούφού, στη δεξιά όχθη του τεράστιου Γιανγκτσέ, στην παλιά πόλη Ναντζίνγκ, έδρα πολλών δυναστειών, ο Αυτοκράτορας Τζόνγκλ της Δυναστείας των Μίνγκ, λίγο μετά το 1400, θέλησε να ξεπεράσει κατά πολύ τα μνημεία της Κουφού. Το πρόγραμμα εν τέλει ματαιώθηκε και ό,τι ακόμη το θυμίζει είναι ένα λατομείο δεκαπέντε χιλιόμετρα ανατολικά της περιοχής των μεγάλων αυτοκρατορικών μαυσωλείων. Το ύψωμα όπου βρίσκεται το λατομείο είναι μακρόστενο και παράλληλο προς τον ποταμό, από τον οποίο απέχει περίπου δέκα χιλιόμετρα. Η βλάστηση, δένδρα και θάμνοι, είναι πυκνή και το μόνο που την διακόπτει είναι δύο λατομικά ορύγματα των οποίων η μορφή και το περιεχόμενο προκαλεί έκπληξη τόσο τεράστια, όσο και το μέγεθος των υπό εξόρυξη όγκων[1] εκ των οποίων ο ένας, που θα αποτελούσε τη βάση, βρίσκεται στο ανατολικό πέρας ενός μεγάλου λατομικού διαμερίσματος, ενώ οι δύο άλλοι που θα αποτελούσαν τον κορμό και μια γιγάντια χελώνα, βρίσκονται σε ένα άλλο διαμέρισμα, εκατό μέτρα βορειότερα, σε υψόμετρο 145μ (Εικ. 1).
Μόνες οι διαστάσεις των λίθων δεν αρκούν για μια αξιόπιστη αναπαράσταση του σχεδίου του μνημείου. Τούτο, επειδή οι λίθοι, ενωμένοι ακόμη με το μητρικό πέτρωμα, είναι πολύ ακανόνιστοι και δεν έχουν καν υποστεί την πρώτη κανονική προμόρφωση. Εκτός αυτού είναι φανερό ότι η μέσω της χονδρικής προμόρφωσης αποκάλυψη των πριν δυσδιάκριτων ατελειών του πετρώματος ανάγκασε τους σχεδιαστές του έργου να αναθεωρήσουν περισσότερες φορές το σχέδιο, προφανώς μικραίνοντας τις διαστάσεις του, πότε από τη μια και πότε από την άλλη πλευρά.
Το θεωρητικώς μέγιστο (Εικ. 2), ύψους 68μ (!), θα απαρτιζόταν από ένα βάθρο ύψους 12μ, μήκους 22μ και βάρους 8.000 τόνων (!), από μια χελώνα μήκους 19μ και ύψους 8μ και βάρους 2.000 τόνων και από μια στήλη ύψους 48μ (μαζί με την επίστεψη) και βάρους 3000 τόνων (!). Με τις διαδοχικές εκπτώσεις τα ύψη έπρεπε να μη ξεπερνούν τα 8μ, 5μ και 45μ και τα βάρη τους 4000, 1000 και 2000 τόνους. Παρά ταύτα και ενώ τα νέα μεγέθη δεν υπερέβαιναν πια το διπλάσιο των αιγυπτιακών ή των ρωμαϊκών μονολίθων, το έργο ματαιώθηκε. Η παρούσα κατάσταση των επιφανειών, μόλις εξακόσια χρόνια μετά την εκτέλεση των εργασιών, δείχνει ότι το πέτρωμα δεν είναι πολύ ανθεκτικό έναντι φυσικής φθοράς και εκτός αυτού έχει φλεβώσεις επιρρεπείς στη διάβρωση και διακλάσεις επαπειλούσες θραύση (Εικ. 3). Με λίγα λόγια, η ποιότητα αυτού του πετρώματος δεν άξιζε για ένα έργο τέτοιας δαπάνης και τόσης τεχνικής δυσκολίας. Εάν η ποιότητα αυτού του μαλακού λίθου ήταν καλύτερη και εάν εκείνοι που σχεδίασαν την επιχείρηση ήταν όντως σε θέση να μετακινήσουν αυτούς τους λίθους, το αποτέλεσμα θα ήταν έως σήμερα ένα αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο ρεκόρ μεγίστου μετακινημένου βάρους, χωρίς όμως να διαθέτει την ηλικία ή την δυσκολία λάξευσης των αρχαίων μονολίθων. Οι, άνω των χιλίων τόνων μετακινημένοι από τους Αιγυπτίους και πλήρως κατεργασμένοι σκληρότατοι γρανίτες, είναι σχεδόν πεντέμισι φορές αρχαιότεροι και εκείνοι των Ρωμαίων τουλάχιστον τρεις φορές. Τα δικά τους ρεκόρ ξεπεράστηκαν μόλις πριν από δυόμισι αιώνες με την μετακίνηση ενός γρανίτη σχεδόν δύο χιλιάδων τόνων στην Αγιοπετρούπολη.
Μένουμε λοιπόν με την εύλογη απορία: θα μπορούσαν οι αρχιτέκτονες του αυτοκράτορα Γιόνγκλ να μετακινήσουν αυτούς τους μονόλιθους και πως; Η απάντηση είναι πολύ δύσκολη, ωστόσο νομίζω ότι θα μπορούσαν (Εικ. 4),[2] επειδή σε όσες περιπτώσεις γνωρίζω, η εγκατάλειψη των μεγαλύτερων μονόλιθων στα λατομεία τους, στην Αίγυπτο, την Ελλάδα ή τον Λίβανο, ήταν αναπόφευκτη μόνον εξ αιτίας φυσικών ελαττωμάτων του πετρώματος και επομένως η ρομαντική, αλλά δίκαιη ιδέα της ύβρεως, όπως αυτή θριαμβεύει στην αποτυχία ενός Άαχαμπ, δικαιώνεται μόνον ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Η αποτυχία δεν απορρέει πάντοτε ή απαραιτήτως από τα όρια εκείνων που προσπαθούν. Είναι όμως αναπόφευκτη εξ αιτίας των λεγόμενων αστάθμητων παραγόντων.