Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/h-psyxh-einai-syggymnasia-paswn-twn-aisohsewn-o-kazantzakhs-ston-xarth
Πήγα στην Κίνα με τον Καζαντζάκη παραμάσχαλα. Ή μάλλον, με τους Καζαντζάκηδες, τον Νίκο και την Ελένη, παραμάσχαλα, γιατί, μπορεί μεν, το κόκκινο βιβλίο τού 1964 να λέει απ’ έξω «Ν. Καζαντζάκη. Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα», αλλά από τις 409 σελίδες του σχεδόν μόνο οι μισές είναι του Καζαντζάκη, από το πρώτο ταξίδι. Οι υπόλοιπες είναι γραμμένες από την Ελένη, στο δεύτερο ταξίδι. Ο Καζαντζάκης κρατούσε ένα Κόκκινο Τετράδιο όπου κατέγραφε σύντομες εντυπώσεις και σκέψεις, οι περισσότερες δεν ξεπερνούν τις δύο παραγράφους, και η Ελένη συμπλήρωνε τις σκέψεις του, προσέθετε πραγματολογικά στοιχεία και έκανε επεξηγηματικά σχόλια.
«Όπου κι αν πηγαίναμε, όπου κι αν στεκόμαστε μ’ έβαζε ν’ ανοίξω το σημειωματάριό μου και με παρακαλούσε» ‘Γράψτε! Γράψτε! Θα το ξεχάσετε, γράψτε!’ Σα να ψυχανεμίζουνταν πως αυτά μόνο τα ψίχουλα θ’ απομείνουν από ολόκληρο το ταξίδι».
Ο Καζαντζάκης πήγε στην Κίνα δυό φορές, την πρώτη το 1935 με την Γαλάτεια, την δεύτερη το 1957 με την Ελένη. Ήδη άρρωστος με λευχαιμία, ο Καζαντζάκης εμβολιάστηκε στην Καντόνα (Guangzhou) εναντίον της ευλογιάς και της χολέρας μετά από επίσκεψη στον Ναό του Βούδα, στις 19 Ιουλίου του ‘57.
«Στην είσοδο ξύλινο άγαλμα του Μιλαρέπα. Στο ναό ένας γέρος χτυπούσε ρυθμικά μεγάλο τούμπανο· έπειτα ζυγώνει σε προύζινη καμπάνα, τη χτυπάει με σιδερένιο ραβδί και προσεύχεται απορροφημένος. Βρέχει ομπριές. Στο ξενοδοχείο ένας γιατρός με μπολιάζει βλογιά και χολέρα».
«…για την κακή μας μοίρα, μπόλιασε ο μικρός Κινέζος γιατρός τον Καζαντζάκη με το μπόλι της ευλογιάς (δεν είχαν ερωτηθεί τρεις καθηγητές στην Αθήνα κι είχαν κι οι τρεις απαντήσει να κάνει άφοβα όσα μπόλια θέλει;)»
ρωτάει η Ελένη μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη στον «Επίλογο» του πρώτου μέρους του βιβλίου για την Ιαπωνία-Κίνα, καθόλου ρητορικά, μιάς και θεωρήθηκε από ορισμένους υπεύθυνη για τον θάνατό του. Το σημείο του εμβολίου, μας λέει ο Κώστας Αρκουδέας, κακοφόρμισε, προφανώς για μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί από την Καντόνα όπου εμβολιάστηκε ο Νίκος, οι Καζαντζάκηδες (που μιλούσαν μεταξύ τους στον πληθυντικό;) ταξίδεψαν στην Ιαπωνία απ’ όπου δύο εβδομάδες αργότερα και με συνεχή υποτροπή της υγείας του Νίκου, στις αρχές Αυγούστου, έφυγαν με προορισμό την «Κοπεγχάγη και το Φριβούργο» όπου ήταν ο γιατρός που τον κουράριζε για την λευχαιμία του και όπου, λέει η Ελένη, τους «είχε δώσει ραντεβού η ασιατική γρίπη…». Ο οργανισμός του Καζαντζάκη δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην γρίπη και πέθανε στο Φράιμπουργκ στις 26 Οκτωβρίου του 1957, ένας από τους περίπου 30.000 νεκρούς από γρίπη που κατέγραψε η Γερμανία μεταξύ Σεπτεμβρίου 1957 και Απριλίου 1958. Η ασιατική γρίπη ήταν νέο στέλεχος Η2Ν2 που πρωτοεμφανίστηκε στην Επαρχία Γιουνάν (Yunnan), απλώθηκε στη Σιγκαπούρη, το Χονγκ-Κονγκ, την Ιαπωνία, και μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1957 είχε ανιχνευθεί σε όλον τον κόσμο.
Σκέφτομαι ότι ενώ ήταν στην Κίνα και την Ιαπωνία, ο Καζαντζάκης έμεινε πάντα ένα βήμα μπρος (ή ένα βήμα πίσω;) από την γρίπη. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, έχοντας ήδη αφήσει πίσω τους το Πεκίνο όπου έμειναν από τις 21 Ιουνίου μέχρι τις 4 Ιουλίου, οι Καζαντζάκηδες επισκέφτηκαν το Χάνκοου (Hankow / Wuhan, 4 Ιουλίου), το Τσουν-Κιν (Chongqing, 11 Ιουλίου), φτάνουν στην Γιουνάν (Yunnan), το επίκεντρο της πανδημίας, στις 14 Ιουλίου και επισκέπτονται την λίμνη στο Κουμίγκ (Kunming), μέχρι να φτάσουν στην Καντόνα και τον εμβολιασμό της 19ης Ιουλίου· μέρη όλα όπου θέριζε η γρίπη.[1]
Σκέφτομαι, ακόμα, ότι ο Καζαντζάκης του Ελ Γκρέκο θα είχε θεωρήσει Θεία Ειρωνεία το ότι πέθανε από την ασιατική γρίπη μόλις επέστρεψε από την Ασία.
Η τελευταία γραφή του Καζαντζάκη στο Κόκκινο Τετράδιο είναι στις 4 Αυγούστου 1957, στην Καμακούρα της Ιαπωνίας, όπου σημειώνει πόσο ωραίος είναι «ο γιγάντιος Βούδας». Σταματάει τότε και η επικουρική γραφή της Ελένης εκεί, και στην Αντίμπ, στις 26 Φεβρουαρίου 1958, έχοντας θάψει τον Καζαντζάκη, ζητάει συγγνώμη από τους αναγνώστες που εκείνη, «άλλος Σάντσος» μπορεί να μην τα κατάφερε και να αστόχησε «γιατί ’ταν πολλά βαριά η χρεή».
Όχι μόνο η χώρα η ίδια είχε αλλάξει σε σημείο μη αναγνώρισης στο διάστημα των είκοσι χρόνων, αλλά και τα στίγματα που μας δίνουν τα δύο οδοιπορικά είναι τελείως διαφορετικά. Η εσωτερικότητα και ο υπερβατικός αναστοχασμός του Καζαντζάκη το 1935 μας μεταφέρει την αίσθηση, την μυρωδιά, την αιωνιότητα της Κίνας· παρατηρεί και μας μεταφέρει την στιλπνότητα του μεταξιού, την υφή που έχουν τα γένια των γέρων κινέζων, «την κίτρινη, όλο λάσπη και βρώμα μερμηγκιά της κινέζικης ζώνης [στη Σαγκάη]». Ακούει τζάζ να βγαίνει από υπόγεια,
«ο κάθε άνθρωπος εδώ είναι κι υπόνομος, ανείπωτες είναι οι ακαθαρσίες που σωριάζει…μάχουμαι να μη με κυριέψει πανικός και να χαρώ όλο το καταπληκτικό τούτο αποτρόπαιο θέαμα χωρίς να λιγοθυμήσω».
Κανείς, ποτέ, δεν κατηγόρησε τον Καζαντζάκη για αντίσταση στον εξωτισμό. Κάθε του παρατήρηση του καθημερινού ανάγεται σε αναστοχασμό για το άπαν. «Έτσι κυριεύει συχνά τις Κινέζες η λύσσα» γράφει ανάμεσα σε μια γενική περιγραφή για το πως βλέπουν οι Κινέζοι «τη γυναίκα —σκοτεινή μυστηριώδη δύναμη αντροφάγα»— κι αυτό που βλέπει ως ενσώματη απόδειξη αυτού
«Σήμερα, περνώντας από ένα δρομάκι, είδα μια γυναίκα ξεμαλλιασμένη που είχε ανέβει στη στέγη και ούρλιαζε.
—Τι έπαθε; Ρώτησα.
—Τίποτα· βρίζει το δρόμο! Μου αποκρίθηκαν.
…ήσυχες, υποταχτικές, δουλεύουν πλένουν, ψειρίζουν, μαγερεύουν… Μα ξάφνου τις πιάνει η λύσσα. Ανεβαίνουν τότε στις στέγες και βρίζουν το δρόμο!»
Η Κίνα το ’35 είναι η αυθαίρετη ερμηνεία του Καζαντζάκη, ένας διαρκής στοχασμός, Τερτσίνες και Αναφορά στον Γκρέκο μαζί. Το ’57, με την Ελένη να κρατάει σημειώσεις, η Κίνα των Καζαντζάκηδων γίνεται κάτι άλλο. Το Πεκίνο του ’35 έχει αλλάξει τελείως, όχι μόνο επειδή ο Νίκος βλέπει τον εκσυγχρονισμό της πόλης ως εξευτελισμό· γράφει σε φίλο του στο Παρίσι «Εδώ ο τουρίστας έχει πια λίγα να δει. Ο άνθρωπος όμως πολλά»· αλλά, κυρίως, γιατί η ματιά της Ελένης στρέφεται σε επιφάνειες άλλες από του Νίκου και προ(σ)καλεί γειωμένες αποκρίσεις του. Ο Νίκος γράφει λίγες γραμμές, τα λήμματα είναι σφιχτά και κρυπτογραφικά. Και η Ελένη τα αποθησαυρίζει, τα εμπλουτίζει, τα αποκρυπτογραφεί
«Είναι άραγε το Πεκίνο η ωραιότερη πολιτεία που είδα στον κόσμο, ή μήπως έτυχε καλόβολη η στιγμή που το αντίκρισαν για πρώτη φορά τα μάτια μου;»
αναρωτιέται ο Καζαντζάκης το ’35. Και είναι πιθανό, να ήταν η ωραιότερη πολιτεία, με τα χαμηλά σπιτάκια και τα κανάλια της. Ψήγματά της βλέπουμε ακόμη, κυρίως πίσω από σύγχρονους, ψηλούς τοίχους, για να μην φαίνεται η εγκατάλειψη, ή διατηρημένα ακόμη γύρω από την Απαγορευμένη Πολιτεία
Το λήμμα για την Απαγορευμένη Πολιτεία του ’35 είναι έξι σελίδες γεμάτες στοχασμούς για την έννοια του αυτοκράτορα, για την υπερβατική του ισχύ στο περιβάλλον· παραθέτει ο Καζαντζάκης ένα κινέζικο θρησκευτικό τραγούδι
«Ο στοχασμός του αυτοκράτορα είναι παντοδύναμος.—Συλλογιέται τ’ άλογα, κι αυτά δυναμώνουν.—Συλλογιέται τ’ άλογα, κι αυτά χιμούνε στη μάχη».
Βρίσκει τον χώρο σε πλήρη εγκατάλειψη· ανάμεσα σε σκέψεις για «κακά πνέματα» και την ιερότητα του χώρου, τα «μαρμαρένια κάτασπρα αλώνια» που δηλώνουν «το τέλος μιας απροσδόκητης ανθρώπινης νίκης», περιγράφει τα ιερογλυφικά τα σκαλισμένα πάνω στους τοίχους και σε ξύλινες πλακέτες σαν να είναι «σκελετοί, σαν ανθρώπινα παΐδια, σα χέρια και πόδια κομμένα»·
Και πάλι, μέσα στις περιγραφές των χορταριασμένων αυλών, των ξεχαρβαλωμένων μεντεσέδων, των ερειπωμένων αιθουσών, ο νους του τρέχει στην περατότητα και το άπειρο
«Ανάλαφρη πνεματική μέθη σε κυριεύει· εξευγενίζεται ο νους, δε φωνάζει πια σα χωριάτης… Κηρύχνω τον πόλεμο στον καιρό!’ φωνάζει ο νους και γυρίζει πίσω τη ρόδα του καιρού, κι όλα ανασταίνουνται… να γιομώσει τις σκάλες και τα παράθυρα και τις πόρτες με ζεστά κορμιά».
Στις 23 Ιουνίου του ’57 οι Καζαντζάκηδες επισκέπτονται την Απαγορευμένη Πολιτεία. Ο Νίκος ανυπομονεί να δείξει τον χώρο στην Ελένη αν και θεωρεί ότι δεν έπρεπε να είχε ήδη επισκεφθεί τον Ναό του Ουρανού[2]γιατί δεν θα την εντυπωσιάσει η «Απαγορεμένη Πολιτεία» αρκούντως. Συμφώνησε η Ελένη «Κι είχε δίκιο, όπως πάντα, ο Καζαντζάκης».
Το λήμμα του Καζαντζάκη για την Απαγορευμένη Πολιτεία το ’57 είναι εξήμιση σειρές τηλεγραφικής περιγραφής «Τι θείες στέγες, κέδροι, μαρμαρένιες σκάλες στολισμένες με δράκους, φοίνικες, πελαργούς, σύννεφα. Αρχαία αγγεία φαγιάνς…ζωγραφιές σε μετάξι…» και συνεχίζει με το γεύμα στου «Αντιπροέδρου της Ειρήνης, με Υφυπουργό Παιδείας, με το γεροντάκι που μας διηγήθηκε για το έργο που θα δούμε απόψε. Εγκάρδια. Το βράδυ Όπερα. Θάμα η αρμονία…η μουσική που κάποτε θύμιζε Βυζαντινή μουσική…»
Η Ελένη έχει άλλους συνειρμούς. Σημειώνει πώς όλα τώρα στο Πεκίνο είναι καθαρά, νοικοκυρεμένα, η «δεισιδαιμονία, αγραμματοσύνη, βρώμα» έχουν πιά εξαλειφθεί, μαζί με την χολέρα και την πανούκλα. Οι Κινέζοι έχουν νοιαστεί για τα παλάτια και τα πάρκα και τους ναούς τους γιατί
«αυτή ήταν η κληρονομιά τους… Κάθε φτυάρι, κάθε αξίνα που σκαλίζει το κινέζικο χώμα ξεθάβει κι ένα παλιό θησαυρό, έτσι όπως γίνεται ακόμα και σε μας, στην Ελλάδα. Κι αν θέλετε, αν μπορείτε να γελάσετε, θα σας πω ακόμα πως είχαν κι οι Κινέζοι το λόρδο Έλγιν τους, όχι ακριβώς τον ίδιο, μα τον μοναχογιό του… Πήγε λοιπόν με τους στρατιώτες του κι έκαψαν το θερινό Ανάκτορο της Κινέζας Αυτοκράτειρας. Έκλεψαν, έσπασαν, σκότωσαν κόσμο και κοσμάκη».
Πέτρα πάνω στη πέτρα δεν άφησαν ο Έλγιν κι οι στρατιώτες του. Ο James Bruce, 8th Earl of Elgin, Ανώτατος Απεσταλμένος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Κίνα κατά την διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου του Οπίου παρακολούθησε με φρίκη τα όσα έκαναν οι Γάλλοι στα Θερινά Ανάκτορα λίγες μέρες πριν τη δική του καταστροφή. Η Ελένη αναφέρει την περιγραφή του Γάλλου κόμη ντ’ Ερσόν για το πώς οι στρατιώτες του έκαναν τον Έλγιν να φρίξει:
«τα ‘κάναν όλα μπούλβερη και κουρνιαχτό. ‘Οι στρατιώτες μου’ λέει κάπου, ‘χωμένοι με το κεφάλι μέσα στα σεντούκια από κόκκινη λάκκα της αυτοκρατόρισσας, άλλοι μισοπεθαμένοι κάτω από βουνά μετάξι και μπροκάρ, άλλοι που χώνουν ρουμπίνια, ζαφείρια, μαργαριτάρια και χρυσαφικά στις τσέπες τους, στα πουκάμισά τους, στα πηλήκιά τους, και κρεμούν στα στήθια τους γιορντάνια χοντρό μαργαριτάρι…Οι άντρες του μηχανικού έχουν φέρει τις αξίνες τους και σπάζουν τα έπιπλα για να βγάλουν τα πετράδια που ήταν σφηνωμένα μέσα στο πολύτιμο ξύλο’».
Ο Έλγιν πολύ θορυβήθηκε από τις πράξεις αυτές, μας λέει ο John Newsinger το 2002, τόσο που αποφάσισε να στείλει απεσταλμένους στον αυτοκράτορα για διαπραγματεύσεις ενώ, παράλληλα, μας πληροφορεί η βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, κανόνισε, όπως ήταν η πρακτική της εποχής, να βγάλει τα λάφυρα σε πλειστηριασμό, για να μην υπάρχει περαιτέρω διαφυγόν κέρδος.[3]Στο μεταξύ, όμως, δεν επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του (που είχαν βασανιστεί και θανατωθεί από τους Κινέζους) και ο Έλγιν αποφάσισε και διέταξε την πλήρη καταστροφή των ανακτόρων.
Τα ανάκτορα είχαν πάρει εκατό χρόνια να χτιστούν και καταστράφηκαν μέσα σε τρεις μέρες. Για τον σχεδιασμό και ανέγερση των Δυτικότροπων Κτηρίων (Xiyang Lou) ο αυτοκράτορας Qianlong προσέλαβε τον Ιταλό αρχιτέκτονα Giuseppe Castiglione. Οι κρήνες, τα συντριβάνια και το υδάτινο ρολόι ανατέθηκαν στον Γάλλο Michel Benoist, που τα σχεδίασε με υπόγειους μηχανισμούς και σύστημα σωλήνων έτσι ώστε να δημιουργούν πίδακες κάθε τέσσερεις ώρες.
Τριάντα χιλιάδες τόμους βιβλίων και περγαμηνών στέγαζε η βιβλιοθήκη που κάηκε ολοσχερώς.
Η βλάστηση έχει κατακτήσει, πια, το πάρκο των Θερινών Ανακτόρων που είναι μία όαση ηρεμίας, γαλήνης και χρωμάτων, όπου οι κάτοικοι καταφεύγουν για να ξεφύγουν από την βοή της πόλης. Η συνάδελφος που μας ξενάγησε μας είπε ότι είναι άγραφος νόμος να μην μιλάει κανείς μεγαλόφωνα στο πάρκο. Και πράγματι, η ησυχία είναι βάλσαμο. Ο άνδρας που παίζει μουσική στην άκρη της λίμνης με το ερχού του,[4]ο ήχος των τζιτζικιών που αυξομειώνεται σε τακτά διαστήματα[5]σφραγίζουν την ομορφιά του.
Παρά το ότι τα Θερινά Ανάκτορα έχουν παραμείνει ερείπια σαν υπενθύμιση του «Αιώνα της Ντροπής», όπως αποκαλείται στην Κίνα το διάστημα μεταξύ του Πρώτου Πολέμου του Οπίου το 1835 και το 1945, μία ομάδα ερευνητών στο πανεπιστήμιο Τσινχουά (Tsinghua) αναδημιούργησαν τον χώρο σε ηλεκτρονική μορφή[6].
Οι Καζαντζάκηδες πήγαν στην Κίνα ανατολικά μέσω Βέρνης και Μόσχας, και επέστρεψαν πάλι ανατολικά, μέσω Αλάσκας, ώσπου να φτάσουν στο Φράιμπουργκ. Στην επιστροφή μας με το αεροπλάνο, από το Πεκίνο στην Φρανκφούρτη, καταγράφω τις τοποθεσίες που μου δίνει ο ηλεκτρονικός χάρτης του αεροπλάνου, προσπαθώντας να φανταστώ πάνω από πόσες θα πέρασαν οι Καζαντζάκηδες πηγαίνοντας στο Πεκίνο με τέτοια λαχτάρα, για να ξαναγράψει ο Καζαντζάκης το Είκοσι Χρόνια Μετά (που δεν έγραψε ποτέ) και δεν θέλω να φανταστώ την αγωνία της επιστροφής άρον-άρον εκεί που, χωρίς να το ξέρουν, τους είχε δώσει ραντεβού η ασιατική γρίπη.[7]