Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/to-ellhniko-kai-to-kineziko-glwssiko-zhthma-mia-synoptikh-sygkrish
Μέχρι το 1935, η συζήτηση για το ποια γλώσσα πρέπει να καθιερωθεί ως εθνική γλώσσα του νεοελληνικού κράτους συνεχιζόταν έχοντας ξεσπάσει στην Ελλάδα πάνω από 150 χρόνια πριν. Τον ίδιο χρόνο, ο υποστηρικτής της δημοτικήςκαι διάσημος συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης ταξίδεψε στην Κίνα για πρώτη φορά. Ο Καζαντζάκης κατέγραψε το ταξίδι του στην Άπω Ανατολή στο βιβλίο Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία-Κίνα και στο κεφάλαιο με τίτλο «Μια πριγκίπισσα και ο κίτρινος Ψυχάρης» περιέγραψε με ζωντανά λόγια τη συνάντησή του με τον Χου Σι (Hu Shi, 1891-1962), ο οποίος ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Κινέζους συγγραφείς του 20ού αιώνα και ένας από τους ηγέτες του Κινήματος Νέου Πολιτισμού. Έτσι έγραψε στο βιβλίο του:
«Με τον Δόκτορα Χου-Σι, μιλούσαμε για την πριγκίπισσα, ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, μονομιάς είχαμε γίνει φίλοι, γιατί η ίδια ιδέα μας έσμιγε στα δύο άκρα της γης. Ο Χου Σι θα ’ναι ως 45 χρονών, όλος ζωή και δύναμη, και τα μάτια του πίσω από τα γυαλιά ρίχνουν σπίθες. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία στην Αμερική, εκεί φωτίστηκε το μυαλό του, είδε τη λέπρα που έτρωγε το μυαλό της ράτσας του και ρίχτηκε στον αγώνα. Ευτύς ως γύρισε από την Αμερική, δημοσίεψε στη Σαγκάη μ’ ένα φίλο του το Μανιφέστο της κινέζικης φιλολογικής επανάστασης. Η κλασική κινέζικη γλώσσα, κηρύχνει, είναι πια άχρηστη για τη σημερινή ζωή, τώρα και δεκαπέντε αιώνες ακατανόητη στο έθνος, εμπόδιο πια στο πνέμα να προχωρήσει. Η μόνη γλώσσα που μπορεί να σώσει τη ράτσα είναι η Πέι-Χουά, η ομιλούμενη δημοτική γλώσσα. Δεν μπορεί μια πεθαμένη γλώσσα να εκφράζει ένα ζωντανό λαό. ‘Καμία πεθαμένη γλώσσα δεν μπορεί να δημιουργήσει ζωντανή φιλολογία’».[1]
Προφανώς, οι δύο αρχαίοι πολιτισμοί στα δύο άκρα της γης αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα κατά τη διάρκεια του εκσυγχρονισμού, το οποίο είναι το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα» για τους Έλληνες, ενώ οι Κινέζοι το λένε «φιλολογική επανάσταση».
Στα τέλη του 19ουαιώνα, στην ελληνική γλωσσική διαμάχη μεταξύ της δημοτικής και της καθαρεύουσας, η δημοτική δεν βρισκόταν πια σε μειονεκτική θέση και η διαδικασία είχε ξεκινήσει. Ωστόσο, στην εποχή εκείνη, η κλασική κινέζικη γλώσσα επικρατούσε ακόμα σε διάφορους χώρους της Κίνας.
Η κλασική κινέζικη είναι μια παραδοσιακή κινέζικη γραφή. Οι αρχαίοι Κινέζοι την χρησιμοποιούσαν για ακαδημαϊκούς και επίσημους σκοπούς, καθώς και στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα τους. Η κλασική κινέζικη χαρακτηρίζεται από συνοπτική έκφραση, έλλειψη σημείων στίξης και εκτεταμένη χρήση λογοτεχνικών υπαινιγμών. Όλα αυτά καθιστούν την ανάγνωση και τη γραφή της μια απαιτητική πρόκληση που χρειάζεται χρόνια σπουδών για να επιτευχθεί,γεγονός που περιόρισε σοβαρά τον γραμματισμό του γενικού πληθυσμού.[2]Αντίθετα, μια άλλη μορφή της κινέζικης γλώσσας ονομάζεται «Πέι-Χουά», που σημαίνει ομιλούμενη δημοτική γλώσσα. Από τις δυναστείες Τανγκ και Σονγκ, η Πέι-Χουά είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται για να γραφούν ημερολόγια, λαϊκά παραμύθια, θεατρικά έργα, καθώς και δημοφιλή μυθιστορήματα, όπως το Ταξίδι προς την Δύση και Το όνειρο της κόκκινης κάμαρας. Η Πέι-Χουά είναι πιο κοντά στην καθημερινή ομιλούμενη γλώσσα σε σχέση με την κλασική κινέζικη.
Αρχικά στην ύστερη δυναστεία Τσινγκ, ορισμένοι μελετητές καθώς και αξιωματούχοι ζήτησαν να αντικατασταθεί η κλασική κινέζικη γλώσσα με την Πέι-Χουά. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, η Μεταρρύθμιση των Εκατό Ημερών του 1898 σημείωσε κάποια πρόοδο και οδήγησε στη χρήση της Πέι-Χουά σε ένα μεγάλο αριθμό εφημερίδων, περιοδικών και διδακτικών εγχειρίδιων.[3]Παρ’ όλα αυτά, οι αντιρρήσεις εξακολούθησαν να μαίνονται, ακριβώς όπως η δημοτική δεν θεωρήθηκε αρκετά κομψή στον ελληνικό ακαδημαϊκό κόσμο, εκείνη την εποχή η Πέι-Χουά στην Κίνα γενικά θεωρήθηκε ως χυδαία και ανώριμη γλώσσα, επομένως δεν ήταν κατάλληλη να χρησιμοποιηθεί σε επίσημες περιστάσεις.
Αυτή η κατάσταση δεν είχε μεγάλες αλλαγές μέχρι το ξέσπασμα του Κινήματος Νέου Πολιτισμού το 1915, το οποίο ήταν μια ιδεολογική πολιτιστική καινοτομία, καθώς και ένα κίνημα λογοτεχνικής επανάστασης με σύνθημα «κατά της παράδοσης, κατά του Κομφουκιανισμού, κατά της κλασικής γλώσσας», που ξεκίνησε από μερικούς πατριωτικούς και προοδευτικούς μελετητές που είχαν εκπαιδευτεί στη Δύση. Κύριοι εκπρόσωποι ήταν οι Chen Duxiu, Li Dazhao, Lu Xun, Hu Shi (Χου-Σι), Cai Yuanpei και Qian Xuantong. Η προπαγάνδα υπέρ της Πέι-Χουά έγινε μία από τις κύριες επιδιώξεις των υπερασπιστών του Κινήματος Νέου Πολιτισμού. Πίστευαν ότι ο εκδημοκρατισμός της γνώσης είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση της δημοκρατίας και της επιστήμης στην Κίνα, ενώ η εκπαίδευση απαιτεί εκτεταμένη εγγραμματοσύνη.[4]
Στο άρθρο «Δοκιμαστικές προτάσεις για μια γλωσσική μεταρρύθμιση», που δημοσίευσε το 1917, ο Χου Σι συνόψισε οκτώ τρόπους βελτίωσης της κινέζικης λογοτεχνίας και όλοι επικεντρώθηκαν στην αποφυγή των μειονεκτημάτων της χρήσης της κλασικής κινέζικης γλώσσας. Ο Chen Duxiu, επίσης, επέκρινε τα κλασικά κινέζικα σε ένα άρθρο του το 1917, στο οποίο περιέγραψε τα θεωρούμενα τυπικά έργα στην κλασική κινέζικη γλώσσα ως «υπέροχα, υπερβολικά, προσποιητά ή ασαφή» και, κατά τη γνώμη του, συμπτώματα και αιτίες όλων των προβλημάτων στην Κίνα. Επομένως, πίστευε πως η πολιτική αποκατάσταση της Κίνας απαιτεί την λογοτεχνική αποκατάσταση, η οποία απαιτεί μια μεταρρύθμιση της γλώσσας της ίδιας. Όπως και ο Χου-Σι, η λύση που πρότεινε ήταν η Πέι-Χουά.[5]Με την ενθάρρυνση του Κινήματος Τέσσερις Μαΐου, για τις απόψεις αυτές επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποστήριξη από άλλους μελετητές και διανοούμενους και οι κοινές τους προσπάθειες αποδείχθηκαν επιτυχημένες στη συνέχεια. Το 1920, το Υπουργείο Παιδείας ζήτησε για την πρώτη και τη δεύτερη τάξη των δημοτικών να συνταχθούν διδακτικά εγχειρίδια στην Πέι-Χουά. Λίγο αργότερα, εκατοντάδες εφημερίδες και περιοδικά άρχισαν να χρησιμοποιούν την Πέι-Χουά. Το 1921, δύο σπουδαία λογοτεχνικά έργα που γράφηκαν στην Πέι-Χουά, Η αληθινή ιστορία του ΑQ του Lu Xun και η ανθολογία ποιημάτων Θεά του Guo Moruo δημοσιεύθηκαν, γεγονός που έδειξε ότι η ομιλούμενη δημοτική γλώσσα μπορεί πραγματικά να χρησιμοποιηθεί στον λογοτεχνικό χώρο.
Μέχρι τη δεκαετία του 1940, η Πέι-Χουά είχε γίνει η κύρια μορφή των κινέζικων χαρακτήρων. Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Κίνας, η γλωσσική μεταρρύθμιση ήταν πάντα ένα σημαντικό ζήτημα και η αντικατάσταση της κλασικής κινέζικης από την ομιλούμενη δημοτική γλώσσα ήταν ένα κρίσιμο βήμα στο να προωθήσει τη μανδαρινική για να γίνει η εθνική γλώσσα της σύγχρονης Κίνας. Η μανδαρινική ορίζεται επίσημα ως «η τυπική μορφή της σύγχρονης κινέζικης γλώσσας, παίρνει το φωνητικό σύστημα του Πεκίνου ως φωνητικό πρότυπο, παίρνει τη βόρεια διάλεκτο ως κοινή γλώσσα και αναζητεί γραμματικό πρότυπο μέσα στα κλασικά έργα γραμμένα στην ομιλούμενη δημοτική γλώσσα (λεγόμενη ‘Πέι-Χουά’)».[6]
Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι η κλασική κινέζικη γλώσσα, όπως η καθαρεύουσα ή ακόμα και η αρχαία ελληνική γλώσσα, είναι υπέροχη, αλλά και υπερβολικά πολύπλοκη και δυσνόητη και χρησιμοποιείται περισσότερο στη λογοτεχνική γραφή παρά στην καθημερινή ζωή, ενώ η Πέι-Χουά μπορεί να θεωρηθεί ως κινέζικη εκδοχή της δημοτικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σύγκριση με την κινέζικη γλωσσική διαμάχη μεταξύ της κλασικής και της Πέι-Χουά, που ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα και κατέληξε σ’ ένα κοινό συμπέρασμα μετά από μόνο μισό αιώνα, το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα, ξεκινώντας με τη δημοσίευση του βιβλίου Λογική του Βούλγαρη το 1766 και τελειώνοντας με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας από την κυβέρνηση το 1976, διήρκεσε πάνω από 200 χρόνια. Όσον αφορά τους λόγους πίσω από αυτό το ενδιαφέρον φαινόμενο, μπορούμε να συγκρίνουμε τις ακόλουθες απόψεις:
I. Εθνικισμός
Χωρίς αμφιβολία η γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον εθνικισμό και την εθνική ταυτότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι συνδέουν την κλασική γλώσσα με τα χαρακτηριστικά της αρχαίας εποχής και της δίνουν συμβολική σημασία εμφανίστηκε και στην κινέζικη και στην ελληνική γλωσσική διαμάχη, αλλά απέδωσε εντελώς διαφορετικούς καρπούς σε δύο εδάφη.
Το 1830, στην αρχή της ύπαρξης των Ελλήνων ως ανεξάρτητου έθνους, ο Αυστριακός ιστορικός J.P. Fallmerayer ισχυρίστηκε ότι το φυλετικό απόθεμα της χώρας είχε αντικατασταθεί εντελώς, άποψη που τραυμάτισε βαθιά τους Έλληνες διανοούμενους και τους έκανε αποφασισμένους να αποδείξουν όχι μόνο ότι οι σύγχρονοι Έλληνες προήρθαν τουλάχιστον πολιτισμικά (αν όχι φυλετικά) από τους αρχαίους Έλληνες, αλλά και ότι ήταν πλήρως αντάξιοι των προγόνων τους. Ο Fallmerayer ενθάρρυνε τους Έλληνες να μελετήσουν τη μεσαιωνική ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας τους και να δουν τον Μεσαίωνα όχι ως διάλειμμα μεταξύ της αρχαίας και της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά ως σύνδεσμο μεταξύ τους. Κατά την περίοδο 1833-1853, υπήρξε μια σταδιακή στροφή της γραπτής νεοελληνικής γλώσσας προς τον βαθύτερο αρχαϊσμό. Τα επιχειρήματα που υποστήριζαν αυτή την τάση δεν ήταν πλέον θεωρητικά αλλά πολιτικά: η χρήση της αρχαίας γλώσσας θα αποκάλυπτε την αρχαία προέλευση των σύγχρονων Ελλήνων. Και η γλώσσα που σχηματίστηκε σε αυτή τη διαδικασία ήταν αυτό που λέμε καθαρεύουσα.[7]
Η ελληνική γλωσσική διαμάχη έδειξε μια συνεχή εμβάθυνση της κατανόησης των σύγχρονων Ελλήνων για την έννοια «εθνική ταυτότητα». Για τους υποστηρικτές του συμβιβασμού, όπως και για τον Κοραή, η «διόρθωση» της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας ήταν μια απαραίτητη προϋπόθεση για την άμυνα και την καλλιέργειά της. Το παράγωγο του συμβιβασμού, δηλαδή η καθαρεύουσα, αντιπροσώπευε την επιθυμία των σύγχρονων Ελλήνων να διαγράψουν τα ίχνη που άφησαν κάποια άλλα έθνη όπως οι Οθωμανοί στην ιστορία τους. Η έντονη σύγκριση ανάμεσα στη δόξα των αρχαίων και στην απογοήτευση των σύγχρονων άφησε ένα βαθύ τραύμα και η χρήση της καθαρεύουσας σε κάποιο βαθμό κάλυψε την ουλή, χωρίς να τη θεραπεύσει. Γι’ αυτό, η τελική νίκη της δημοτικής συνιστά κάποιου είδους αποδοχή από πλευράς των Ελλήνων μιας σύγχρονης πολιτιστικής ταυτότητας ενός μοναδικού έθνους, που πολιτισμικά προήρθε από την αρχαία Ελλάδα, έχοντας απορροφήσει πολλά στοιχεία από άλλα έθνη που εν τω μεταξύ είχαν επικρατήσει στην μακραίωνη ιστορία. Η περασμένη περηφάνεια δεν γυρίζει ποτέ και προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας νέας δόξας είναι η αναγνώριση της εθνική ταυτότητας της νεότερης Ελλάδας.
Οι Έλληνες συνέδεσαν την καθαρεύουσα με την ταυτότητα της αρχαίας ελληνικής εθνικότητας, γεγονός που ενίσχυσε την ομάδα των υποστηρικτών της καθαρεύουσας και έθεσε περισσότερα εμπόδια στη διαδικασία του Δημοτικισμού. Αντίθετα, καθώς το Κίνημα Νέου Πολιτισμού αναπτυσσόταν στην Κίνα στις αρχές του 20ού αιώνα, υφίστατο μια ομοφωνία ανάμεσα στους ελεύθερους στοχαστές και στους αριστερούς διανοουμένους. Ο αντι-παραδοσιακός εθνικισμός επικρατούσε στη χώρα, ενώ η φωνή που υπεράσπιζε τον αρχαίο πολιτισμό ήταν τόσο μικρή που μπορεί σχεδόν να αγνοηθεί. Παρόλο που οι πολιτικοί εθνικιστές επέλεξαν διάφορους τρόπους για να σώσουν την Κίνα, όλοι συμφωνούσαν ότι η πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Κίνας, συμπεριλαμβανομένης της κλασικής κινέζικης γλώσσας, ήταν υπεύθυνη για την υπανάπτυκτη κατάσταση της χώρας και τον εξευτελισμό που υπέφερε από τις δυτικές δυνάμεις. Κατά την γνώμη τους, ο κινέζικος πολιτισμός αντιμετώπιζε την πτώση του, και η παλιά κοινωνική, πολιτιστική καθώς και πολιτική τάξη έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως σύνολο και να απορριφθεί ως σύνολο. Ως δομικό στοιχείο της αρχαίας κινέζικης κουλτούρας, και η κλασική κινέζικη γλώσσα έπρεπε να αναδιαμορφωθεί. Ως εκ τούτου, η γλώσσα έγινε ένα πεδίο έντονων συζητήσεων, και η γλωσσική μεταρρύθμιση έγινε κεντρικό συστατικό του εθνικού σχεδίου «απελευθέρωση» και «αυτο-βελτίωση».
Οι Κινέζοι διανοούμενοι είχαν αυτή την αντίληψη, καθώς η Κίνα στις αρχές του 20ού αιώνα βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Αφενός, η εισβολή του ιμπεριαλισμού έφερε τεράστια ιστορική καταστροφή στο κινέζικο έθνος. Οι ξένες δυνάμεις διεξήγαν μια σειρά επιθετικών πολέμων, σφαγιάσανε τον κινέζικο λαό, καταχράστηκαν την κινέζικη επικράτεια και λεηλάτησαν τον κινέζικο πλούτο. Ταυτόχρονα, ελέγχοντας την πολιτική, τη διπλωματία και την οικονομία της Κίνας, η χώρα δεν είχε πια πλήρη πολιτική κυριαρχία, ούτε οικονομική ανεξαρτησία. Η Κίνα συμπεριλήφθηκε στο καπιταλιστικό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και απείχε μόνο ένα βήμα από το να γίνει αποικία των δυτικών δυνάμεων. Αφετέρου, οι εγχώριοι πολέμαρχοι καταδυνάστευαν τους πολίτες, λεηλατούσαν λαϊκό πλούτο και προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τη φεουδαρχική μοναρχία και να προωθήσουν την κομφουκιανή επιστροφή.
Η ακραία καταπίεση οδήγησε αναπόφευκτα στην ακραία αντίσταση. Ο ριζοσπάστης δημοκράτης Chen Duxiu, ένας από τους πρωτοπόρους του Κινήματος Νέου Πολιτισμού, πίστευε ότι, για να επιτευχθεί ένα αληθινό δημοκρατικό σύστημα, έπρεπε να εξαλειφθούν πλήρως το φεουδαρχικό πατριαρχικό σύστημα, αλλά και οι φεουδαρχικές ηθικές νόρμες. Κρατώντας ψηλά τις δύο σημαίες «δημοκρατία» και «επιστήμη», οι προοδευτικοί διανοούμενοι επιτέθηκαν στις φεουδαρχικές δυνάμεις από διαφορετικές πλευρές, αναπτύσσοντας πολιτικές απόψεις, ακαδημαϊκές σκέψεις, ηθικές και αξίες, καθώς επίσης λογοτεχνία και τέχνη. Η προώθηση της Πέι-Χουά και η αντίσταση στην κλασική γλώσσα είναι ένα σημαντικό συστατικό του κινήματος αυτού.
Το βασικό περιεχόμενο του Κινήματος Νέου Πολιτισμού μπορεί να συνοψιστεί με τέσσερα «υπέρ» και τέσσερα «κατά». Πρώτον, υπέρ της δημοκρατίας, κατά της δικτατορίας. Δεύτερον, υπέρ της επιστήμης, κατά της δεισιδαιμονίας. Τρίτον, υπέρ των νέων ηθικής, κατά των παλιάς ηθικής. Τέταρτον, υπέρ της νέας λογοτεχνίας, κατά της παλιάς λογοτεχνίας. Η Πέι-Χουά ήταν στενά συνδεδεμένη με την δημοκρατία, την επιστήμη και τις προοδευτικές ηθικές, ενώ η κλασική κινέζικη γλώσσα έγινε το σύμβολο της δικτατορίας, της δεισιδαιμονίας και του παλιού φεουδαρχικού πολιτισμού. Σ’ αυτό το ιδιαίτερο ιδεολογικό υπόβαθρο, στα κλασικά κινέζικα δόθηκαν αρνητικές συμβολικές έννοιες που ξεπέρασαν την ίδια τη γλώσσα και έγιναν ο στόχος επίθεσης όλων των διανοουμένων που αντιτάχθηκαν στη φεουδαρχική καταπίεση. Από τη σημερινή οπτική γωνία, αυτές οι κριτικές στην κινεζική κλασική λογοτεχνία είναι μονόπλευρες και τυφλές, αλλά οι οπαδοί του κινήματος πρέσβευαν ότι χωρίς ανατροπή δεν υπάρχει αναγέννηση. Γι’ αυτό συνέδεσαν το μέλλον του έθνους με το θάρρος να ανατρέψουν τους υφιστάμενους κοινωνικούς κανόνες. Ούτως ή άλλως το Κίνημα Νέου Πολιτισμού έπαιξε σημαντικό ιστορικό ρόλο στην απελευθέρωση της ιδεολογίας και του πολιτισμού του κινέζικου λαού.
II. Πολιτική παρέμβαση
Η ισχυρή πολιτική παρέμβαση επίσης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ταχύτητα προώθησης της Πέι-Χουά. Διαφορετική από την ασαφή στάση των ελληνικών κομμάτων και τους μετριοπαθείς διοικητικούς τρόπους της κυβέρνησης σε αυτό το θέμα, οι περισσότεροι από τους επαναστάτες της περιόδου της Δημοκρατίας της Κίνας, παρά τις διαφορετικές κομματικές στάσεις τους, υποστήριξαν ριζοσπαστικές μεταρρυθμιστικές μεθόδους, με ορισμένους μάλιστα απελπισμένους από την κινέζικη γλώσσα να προτείνουν ακόμα και να αντικατασταθούν τα κινέζικα με τα αγγλικά ή την Εσπεράντο. Περίπου την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν ένα σωρό σχέδια φωνητικού αλφαβήτου, αλλά με σκοπό την ενοποίηση, μόνο το φωνητικό αλφάβητο που αποτελείται από 39 σύμβολα και αντιπροσωπεύει την προφορά της τυπικής «εθνικής γλώσσας» υιοθετήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας της Δημοκρατίας.
Από την ίδρυσή της το 1949, η Κομμουνιστική Κίνα έχει κληρονομήσει το πνεύμα του Κινήματος Νέου Πολιτισμού, και πρόβαλε τη μανδαρινική σε όλη τη χώρα όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Το 1956, το κινέζικο κρατικό συμβούλιο εξέδωσε το Σχέδιο Απλοποίησης Κινέζικων Ιδεογραμμάτων. Δύο χρόνια αργότερα εγκρίθηκε επίσημα το Σχέδιο Κινέζικου Φωνητικού Αλφαβήτου,που βασίζεται στην ορθογραφία του αλφαβήτου. Εν συνεχεία ακολούθησαν η ολοκληρωμένη τυποποίηση της φωνολογίας, καθώς και τα μαζικά κινήματα που διέδωσαν τον «κοινό λόγο», ενώ οι τοπικές διάλεκτοι απαγορεύτηκαν σε ταινίες και στα κρατικά μέσα ενημέρωσης, όπως και στα σχολεία. Το 1965, η Εθνική Επιτροπή Γλωσσικής Μεταρρύθμισης τυποποίησε τη δομή 6196 κινέζικων χαρακτήρων (προσθέτοντας 854 χαρακτήρες το 1988). Ο εθνικός στρατηγικός στόχος «Οι Τέσσερις Εκσυγχρονισμοί», που τέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, προκάλεσε το ρεύμα του εκσυγχρονισμού, το οποίο πρόσθεσε νέα ώθηση στον εκσυγχρονισμό της κινέζικης γλώσσας, ενώ το Δεύτερο Σχέδιο Απλοποίησης Κινέζικων Ιδεογραμμάτων δημοσιεύτηκε το 1977. Τα σύγχρονα κινέζικα αντιπροσωπεύουν έναν πολιτισμό της προλεταριακής συνείδησης, αποτελούν επίσης ένα νέο εργαλείο για την επαναστατική έκφραση και γνώση και συμβολίζουν τη δύναμη των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών.[8]
Όσον αφορά την πολιτική παρέμβαση στη γλωσσική διαμάχη, κάτι άλλο που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αρκετές αντιστάσεις κατά του δημοτικισμού στην Ελλάδα προήρθαν από την υποστήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα ελληνικά σχολεία που δίδασκαν μόνο την αρχαία ελληνική γλώσσα λειτουργούσαν κυρίως από τοπικούς ιερείς και μοναστήρια. Για την Εκκλησία, η υπεράσπιση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας βοηθούσε στον έλεγχο του λαού, έχοντας θεωρηθεί ηγέτης τής εκπαιδευτικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των Ελλήνων. Η σημασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τους Έλληνες είναι εντελώς διαφορετική από τις διώξεις που ασκούσε η φεουδαρχική μοναρχία στους Κινέζους. Επομένως, η στάση της Εκκλησίας καθυστερούσε την εξέλιξη του Δημοτικισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα.
III. «Η Μέση Οδός»
Με την πρωτοβουλία του προέδρου Xi Jinping, που ενθαρρύνει την διάδοση της παραδοσιακής κινέζικης κουλτούρας, η νεότερη γενιά των Κινέζων, παρόλο που ούτε μιλάνε ούτε γράφουν πλέον κλασικά κινέζικα στην καθημερινότητά τους, έχουν συσσωρεύσει επαρκείς γνώσεις για την κλασική κινέζικη γλώσσα μέσω της απαραίτητης σχολικής εκμάθησης, και οι περισσότεροι από αυτούς νιώθουν πολύ περήφανοι που κατέχουν τόσο πλούσια πολιτιστική κληρονομία. Ωστόσο, λίγοι από αυτούς γνωρίζουν ότι κατά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας υιοθέτησε το φωνητικό αλφάβητο ως τελική κατεύθυνση της γλωσσικής μεταρρύθμισης, ενώ η απλοποίηση των κινέζικων ιδεογραμμάτων ήταν μόνο ένα μεταβατικό μέτρο στο σχέδιο τους.
Εντούτοις, από τότε που ξεκίνησε το κίνημα «Οι Τέσσερις Εκσυγχρονισμοί» έως το τέλος της δεκαετίας του 1980, η επίσημη γλωσσική πολιτική άρχισε να μετατοπίζεται από την «προλεταριοποίηση» στον «εκσυγχρονισμό». Από το 1985 μέχρι το 1986, το μόνο επίσημο έντυπο του φωνητικού αλφαβήτου η Εφημερίδα Φωνητικού Αλφαβήτου έκλεισε, και το Κινέζικο Ταχυδρομείο σταμάτησε να χρησιμοποιεί το φωνητικό αλφάβητο στα τηλεγραφήματα. Η κυβέρνηση απέσυρε τον δεύτερο χάρτη των απλοποιημένων κινέζικων ιδεογραμμάτων τον Ιούνιο του 1986. Τα γεγονότα αυτά σηματοδότησαν το τέλος του εκλατινισμού και της απλοποίησης της κινέζικης γλώσσας.[9]
Η αποτυχία της πλήρους απλοποίησης των κινέζικων, δηλαδή να διαγραφούν τα ιδεογράμματα και να χρησιμοποιηθεί μόνο το φωνητικό αλφάβητο, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα ειδικά χαρακτηριστικά της κινέζικης γλώσσας. Στα κινέζικα υπάρχουν άφθονα ιδεογράμματα που έχουν ακριβώς ίδια προφορά και εντελώς διαφορετικές έννοιες και φυσικά γράφονται διαφορετικά, οπότε δε θα μπορούσαν να διακριθούν απλώς με το φωνητικό αλφάβητο. Η Κίνα διάλεξε την λεγόμενη «μέση οδό», ανάμεσα στην πλήρη διαγραφή των κινέζικων ιδεογραμμάτων και στην πλήρη χρήση των παραδοσιακών ιδεογραμμάτων, δηλαδή να συνδεθούν τα απλοποιημένα κινέζικα ιδεογράμματα με το φωνητικό αλφάβητο που δείχνει την προφορά τους. Αυτός ο μετριοπαθής τρόπος κάπως εξασθένισε τις δυνάμεις αντίστασης στον εκσυγχρονισμό των κινέζικων χαρακτήρων και τον προώθησε πιο γρήγορα. Συγκριτικά, η ελληνική γλώσσα δεν έχει τέτοιο πρόβλημα, διότι η ίδια η λέξη αποτελεί το φωνητικό σύστημα.
Από τότε που ο πρόεδρος Xi Jinping ανέλαβε την εξουσία, ανακοίνωσε μια πρόταση για να διαδοθούν οι λαμπρές κληρονομιές της παραδοσιακής κινέζικης κουλτούρας, συμπεριλαμβανομένου του Κομφουκιανισμού. Στο «Όνειρο της Κίνας» του προέδρου Xi, ο αρχαίος πολιτισμός, ιδιαίτερα τα ξεχωριστά λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν στα κλασικά κινέζικα, δεν πρέπει να θεωρηθούν ως εμπόδιο εκσυγχρονισμού και αυτο-βελτίωσης της Κίνας, αντίθετα, αποτελούν πηγή των «θετικών ενεργειών» και των «απαλών δυνάμεων» της χώρας. Ως δημιούργημα του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος, τα απλοποιημένα κινέζικα ιδεογράμματα, μολονότι θεωρούνται από πολλούς φανατικούς υποστηρικτές των γλωσσικών μεταρρυθμίσεων ως ένα από τα θεμέλια του σοσιαλιστικού πολιτισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και η θέση τους είναι σταθερή, τα τελευταία χρόνια λόγω της συνεχούς υπεράσπισης από πολιτιστικούς εθνικιστές και της προώθησης από το κόμμα της παραδοσιακής κουλτούρας στα σχολεία και στην κοινωνία, όλο και περισσότερα σχολεία διδάσκουν τα αρχαία κείμενα. Αναμφίβολα, σε σύγκριση με την εποχή του Μάο, οι περισσότεροι Κινέζοι νέοι μπορούν να διαβάζουν τα αρχαία κείμενα και να ανακαλύπτουν την πολιτιστική τους αξία.
Ως αρχαίοι πολιτισμοί με μακραίωνη ιστορία, τόσο η Ελλάδα όσο και η Κίνα κατέχουν μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, και η γλώσσα είναι το πιο φωτεινό σημείο σε αυτήν την θαυμάσια εικόνα. Και οι δύο χώρες επέλεξαν τελικά την πιο λαϊκή και πιο ομιλούμενη γλώσσα, την δημοτική ή την Πέι-Χουά. Η επιλογή αυτή είναι ο μόνος δρόμος για μια χώρα για να πραγματοποιήσει τον εκδημοκρατισμό της γνώσης και είναι επίσης μια απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση του εκσυγχρονισμού. Οι δύο χώρες, καθώς επιδιώκουν την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη στην σύγχρονη κοινωνία, ταυτόχρονα δεν μπορούν να αμελήσουν τη διάδοση της εξαιρετικής παραδοσιακής κουλτούρας τους και πρέπει να βασιστούν στα προηγούμενα επιτεύγματα και να προσπαθήσουν για νέα πρόοδο, έτσι ώστε πραγματικά να στέκονται ψηλά ανάμεσα στα έθνη του κόσμου.
Η έρευνα αυτή έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος “Fundamental Research Funds for Central Universities” (No. 15QD06) of the University of International Business and Economics.