Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/kina-ellada-parallhlismos-sto-taxideyontas-sthn-ellada-toy-kang-youwei
Ο Kang Youwei (1858-1927) είναι ένας από τους μεγάλους Κινέζους μεταρρυθμιστές και πολιτικούς φιλοσόφους του τέλους του 19ου αιώνα, ο ουσιαστικός εμπνευστής του βραχύβιου και αποτυχημένου μεταρρυθμιστικού Κινήματος των 100 Ημερών του 1898, το οποίο απέβλεπε στην ενδυνάμωση της Κίνας με τη μετατροπή της από μια παραδοσιακή κομφουκιανική κοινωνία σε μια κοινωνία ικανή να επιβιώσει στο σύγχρονο κόσμο. Ωστόσο, το κίνημα αυτό, αν και είχε την υποστήριξη του νέου αυτοκράτορα της δυναστείας Τσιγκ, καταπνίχθηκε με σκληρά μέτρα από τη χήρα επίκληρο αυτοκράτειρα Cixi, η οποία ουσιαστικά διοικούσε την αυτοκρατορία. Τελικά, τα βασικά στελέχη του κινήματος εκτελέστηκαν, ενώ ο Kang που τότε βρισκόταν έξω από το Πεκίνο, κατάφερε να ξεφύγει.[1] Ξεκίνησε, έκτοτε, η αυτοεξορία του που διάρκεσε 16 χρόνια, από το 1898 μέχρι το 1913.[2]
Η αυτοεξορία του στην πραγματικότητα συνίσταται σε μια σειρά από ταξίδια στο εξωτερικό. Ταξίδεψε σε περισσότερες από 30 χώρες σε τέσσερεις ηπείρους (Ασία, Ευρώπη, Αμερική και Αφρική). Τα ταξίδια αυτά του πρόσφεραν την ευκαιρία να έχει άμεση επαφή με τις χώρες, τους πολιτισμούς, τους λαούς, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων πέρα από την Κίνα, επειδή οι Κινέζοι εκείνη την εποχή είχαν πολύ περιορισμένη γνώση για τον υπόλοιπο κόσμο. Από αυτά τα ταξίδια, ο Κang μας άφησε αρκετά πλούσια ταξιδιωτικά κείμενα, στην αρχαϊζουσα[3]κινεζική, στα οποία κατέγραψε όχι μόνο ό,τι είδε και άκουσε, αλλά και τα συναισθήματα, τις σκέψεις και την κριτική του. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να συγκρίνει την Κίνα με κάθε χώρα που επισκεπτόταν. Έτσι, οι συγκρίσεις και οι παραλληλισμοί βρίσκονται σε όλα τα ταξιδιωτικά του κείμενα, συμπεριλαμβανομένου και του Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1908, μετά από παραμονή μερικών ημερών στην Τουρκία, ο Κang αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη και έφτασε στον Πειραιά στις 9 Ιουλίου· έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι του στην Ελλάδα.[4] Επισκέφθηκε την Αθήνα, την Κόρινθο, τους Δελφούς, τη Βοιωτία και την Κέρκυρα. Σε σύγκριση με τις άλλες πόλεις, αφιέρωσε περισσότερες σελίδες στην επίσκεψή του στην Αθήνα. Επισκέφτηκε, όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι τουρίστες, τα κυριότερα αξιοθέατα και μνημεία της πόλης: την Ακρόπολη, τη Φυλακή του Σωκράτη, το Ωδείο Ηρώδου Αττικού, τον Ναό του Ηφαίστου, το Θέατρο Διονύσου, τη Ρωμαϊκή Αγορά (τους Αέρηδες, τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού), την Πύλη του Αδριανού, τον Ναό του Ολυμπίου Διός, τη Βουλή, το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία Αθηνών, την Εθνική Βιβλιοθήκη, τον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στην αρχή τού Ταξιδεύοντας, ο Κang δεν δίστασε να εκφράσει τον θαυμασμό του για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ιδιαίτερα για εκείνον της αρχαίας Αθήνας: ‘‘Η Ελλάδα είναι η μήτρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, την θαύμαζα εδώ και πολύ καιρό και επιθυμούσα να την επισκεφθώ.”[5]Σύμφωνα με τον Κang, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός άκμασε στην Αθήνα, η οποία αποτέλεσε την κοιτίδα όχι μόνο της δημοκρατίας, αλλά και όλων των πολιτισμικών επιτευγμάτων της σημερινής Ευρώπης (τέχνης, ποίησης, φιλοσοφίας, θεάτρου, κλπ.)”.[6] Θεωρεί ότι, συγκριτικά, η Κίνα, μια πολιτισμένη χώρα με ιστορία δύο χιλιετιών, επισκιάζεται κατά πολύ από την Ελλάδα ως προς την επίδρασή της στο σύγχρονο κόσμο. Η κινεζική πορεία προς τον εκσυγχρονισμό πρέπει να ακολουθήσει τα ίχνη της Δυτικής Ευρώπης, και τα επιτεύγματα της τελευταίας πρέπει να ανατρέχουν στην αρχαία Αθήνα.[7]
Όσον αφορά το ζήτημα της προέλευσης του Αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος, ο Κang πιστεύει πως οι αρχαίοι Αθηναίοι, όπως και οι άλλοι λεγόμενοι θαλάσσιοι λαοί, είχαν μεγάλες εμπορικές επιτυχίες και επέκτειναν την ηγεμονία τους μέσω της πειρατείας. Και η ξεχωριστή μορφολογία της Ελλάδας, δηλαδή η έλλειψη μεγάλου χερσαίου χώρου καθώς και τα αμέτρητα νησιά διάσπαρτα στη Μεσόγειο, ευνόησε την επιβίωση και εξάπλωση της πειρατείας. Επομένως, ως αποτέλεσμα της ίσης διανομής των λαφύρων μεταξύ των αρχαίων Αθηναίων, πραγματοποιήθηκε και η κατανομή της εξουσίας ανάμεσά τους· έτσι, σταδιακά διαμορφώθηκε και άνθησε το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα. Στη συνέχεια, ο Kang καταλήγει με κάπως ειρωνικό τόνο ότι αν και η Αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τις σύγχρονες χώρες, η ταπεινή της καταγωγή δεν αξίζει να αναφερθεί καθόλου.[8]
Ο Kang εμπνεύστηκε την παραπάνω άποψη για την προέλευση της Αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως ο ίδιος βεβαιώνει, από τον Γάλλο φιλόσοφο Μοντεσκιέ,[9]το γνωστό έργο του οποίου De l'esprit des lois είχε μεταφραστεί από τα γιαπωνέζικα στα κινέζικα το 1905. Ωστόσο, αν ανατρέξουμε στο έργο του Μοντεσκιέ, θα διαπιστώσουμε ότι δεν απέδωσε την αρχή της Αθηναϊκής δημοκρατίας αποκλειστικά και μόνο στην πειρατεία,[10] Η παρερμηνεία του Kang αντανακλά στην πραγματικότητα τον γεωγραφικό ντετερμινισμό που ασπαζόταν, ερμηνεύοντας έτσι όχι μόνο την ακμή της ελληνικής αρχαιότητας αλλά και τη διαφορά μεταξύ των δύο πολιτισμών μας. Εκτός από τη δημοκρατία, κατά τον Κang, και η ανάπτυξη της τέχνης στην Αθήνα οφείλεται στο φυσικό περιβάλλον της: “Η ζωή των ανθρώπων σε μεγάλο βαθμό θεμελιώνεται στα αισθήματα που εμπνέονται από τη φύση. Αν ζούσαν στην έρημο ή στο οροπέδιο του Θιβέτ, άραγε θα κατάφερναν να δημιουργήσουν, και με την ύπαρξη σοφών, τέχνη σε υψηλό επίπεδο; Η Κίνα και η Ινδία έχουν χερσαία εδάφη, ενώ η Βαβυλωνία και η Αίγυπτος βρίσκονται κατά μήκος ποταμών· η αισθητική τους δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη της νησιωτικής χώρας [εννοεί της Ελλάδας] ή, ακόμη περισσότερο, να την υπερβεί. […] Ως εκ τούτου, ο πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα οφείλεται στη γεωγραφική θέση της, δεν ήταν αναγκαστικά το αποτέλεσμα της ανθρώπινης ενέργειας.”[11]
Ακολουθώντας περίπου την ίδια λογική, ο Kang εξηγεί περαιτέρω γιατί στην Κίνα δεν γεννήθηκε η δημοκρατία όπως στην αρχαία Ελλάδα:
“Ο ελλαδικός χώρος είναι μικρός, με ολιγάριθμο πληθυσμό, ο οποίος είναι ενάρετος, μορφωμένος και αρκετά πλούσιος. Η μικρή έκτασή του διευκολύνει την άμυνα και τη μετακίνηση, και ο ολιγάριθμος πληθυσμός συγκεντρώνεται πιο εύκολα. Και ο πλούτος και η μόρφωση του λαού οδηγούν στην ισότητά τους· επομένως, κατέστη αδύνατη η ύπαρξη της τυραννίας και η συγκέντρωση της εξουσίας σε έναν. […] ενώ στα καθ’ ημάς, στην Κίνα, από την εποχή του Βασιλέως Χoυάνγκ (黄帝) είχε πραγματοποιηθεί η πολιτική ένωση. Αν ιδρυόταν δημοκρατία, η Κίνα θα εξασθένιζε λόγω της τεράστιας γεωγραφικής έκτασης· θα αποσταθεροποιούνταν και θα υποδουλωνόταν σε άλλους ή θα διαιρούνταν και θα ακολουθούσε ένα διαρκές χάος.”[12]
Ως εκ τούτου, όπως ο ίδιος παρατηρεί, η διαφορά των δύο χωρών στο πολίτευμα βρίσκεται κυρίως στη διαφορετική τους γεωγραφική έκταση και τον πληθυσμό τους· η δε δημοκρατία αρμόζει και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε μια μικρή χώρα. Αντιθέτως, στην Κίνα, ως τεράστια και πολιτικώς ενοποιημένη χώρα που ήταν, κυριαρχούσε και θα κυριαρχεί η μοναρχία. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Κang, ο πολιτικός εκσυγχρονισμός της Κίνας δεν πρέπει να είναι απλώς τυφλή απομίμηση του Δυτικού μοντέλου· το πολιτικό της μέλλον πρέπει να προσανατολίζεται ανάλογα με τις δικές της φυσικές και ιστορικές συνθήκες. Η σύγκριση που έκανε ο Κang ανάμεσα στις δύο χώρες ως προς τη γέννηση της δημοκρατίας, μας βοηθάει να εξηγήσουμε ως έναν βαθμό τις πολιτικές αντιλήψεις και τη δράση του. Σε όλη τη ζωή του ήταν θιασώτης της μοναρχίας, επιχείρησε δε να την αποκαταστήσει ακόμα και μετά την ίδρυση της Κινεζικής Δημοκρατίας του 1911. Λόγω αυτής της πεισματικής του υποστήριξης της μοναρχίας, ιδιαίτερα κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, εντάχθηκε στους οπαδούς των υπερσυντηρητικών πολιτικών.[13]
Ανάμεσα στα πολλά ιστορικά μνημεία των Αθηνών, την ιδιαίτερη προσοχή του έλκυσε και το Θέατρο Διονύσου:
“Πώς το ελληνικό θέατρο που χτίσθηκε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια μπορεί να είναι τόσο μεγάλο και επιβλητικό; Κανένα μεγάλο θέατρο στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη δεν μπορεί να διαθέτει τις μισές θέσεις αυτού του θεάτρου. Στην αρχαιότητα υπήρχε η δυνατότητα να συγκεντρωθεί τόσο πλήθος ακροατών! Ανθούσε τόσο η τέχνη του θεάτρου! Θαύμα, θαύμα για τους μεταγενέστερους!”[14]
Η διήγηση του Kang δεν περιορίζεται στον θαυμασμό, συνεχίζει και στη σύγκριση μεταξύ των δύο χωρών. Η μεγαλοπρέπεια των θεατρικών αρχιτεκτονημάτων, υποστηρίζει, είναι αποτέλεσμα της τοπικής αυτονομίας που χαρακτηρίζει τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Αντίθετα, στην Κίνα έλειπε και λείπει η τοπική αυτονομία, γεγονός που οδηγεί όχι μόνο στην αδυναμία της τοπικής διοίκησης αλλά και στην ταπείνωση, την αγραμματοσύνη και την ηλιθιότητα των τοπικών πληθυσμών. Ως εκ τούτου, απουσιάζει εντελώς κάποιο αξιόλογο δημόσιο αρχιτεκτόνημα.[15] Ωστόσο, δεν μπορούμε να γενικεύσουμε τη θετική αξιολόγηση του Κang για την τοπική αυτονομία της αρχαίας Ελλάδας με αφορμή τον θαυμασμό του για το Θέατρο Διονύσου. Ο Κang δεν υποστήριξε ποτέ την αυτονομία και την ανεξαρτησία των διαφόρων περιφερειών σε σημείο που να θυσιάζει την πολιτική ενοποίηση της Κίνας. Πιστεύει ότι μόνο η ενοποιημένη Κίνα μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις από τον έξω κόσμο.[16]
Όλες οι αναφερθείσες παρατηρήσεις του Kang αφορούν κυρίως την αρχαία Ελλάδα ή την κληρονομιά της, αλλά ως προς τη σύγχρονή του Ελλάδα, ο θαυμασμός του εξαφανίζεται, τον διακατέχει μόνο η απογοήτευση: “Έφτασα εδώ από τη βόρεια Ευρώπη.[17] Συγκριτικά, όλη η Ελλάδα μου φαίνεται σχεδόν βάρβαρη· η βαρβαρότητά της οφείλεται αφενός στον υπερβολικά ζεστό καιρό της, αφετέρου στη μακρόχρονη υποδούλωση από την Τουρκία.”[18]Ο Kang δεν γνώριζε, βεβαίως, πώς είναι το μεσογειακό κλίμα το καλοκαίρι και ούτε είχε κάποια προηγούμενη εμπειρία· απλώς, επιμένοντας στο γεωγραφικό του ντετερμινισμό, πίστευε πως όσα είδε από το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας —τα γυμνά βουνά, η μονόχρωμη και άγονη γη— αντικαθρεφτίζουν την παρακμή της ελληνικής αρχαιότητας. Υπέθεσε επίσης ότι ο καιρός δεν έπρεπε να είναι τόσο πολύ ζεστός για να συνάδει με την ευημερία της αρχαίας Ελλάδας, και ότι τα βουνά έπρεπε να είναι καταπράσινα.[19]Ως προς τους σύγχρονούς του Έλληνες, επαναλαμβάνοντας κατά κάποιον τρόπο τις γνωστές απόψεις του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράυερ, παρατηρεί στο τέλος τού Ταξιδεύοντας ότι:
“Πολλοί λαοί που σήμερα κατοικούν μαζί στην Ελλάδα, δεν κατάγονται απευθείας από τους αρχαίους Έλληνες. Οι Έλληνες πρώτα υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους, και στη συνέχεια υποδουλώθηκαν από τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να αλλάξει και σιγά σιγά να εξαφανισθεί η γλώσσα τους. Λόγω των συχνών πολέμων, η φυλή των αυτοχθόνων δεν υπάρχει πλέον. Ακόμα κι αν είχαν διατηρηθεί κάποια στοιχεία της φυλής, δεν θα διαρκούσαν για πολύ· τα χαρακτηριστικά της δεν μπορούν να αναγνωριστούν λόγω της μετακίνησης και της εξαφάνισης των αρχαίων Ελλήνων. Αλίμονο!”[20]
Από όσα γνωρίζουμε, ο Κang είναι ο πρώτος Κινέζος λόγιος που επισκέφθηκε την Ελλάδα μετά τον Πόλεμο του Οπίου του 1840· δηλαδή, τον πόλεμο μετά τον οποίο η παραδοσιακή Κίνα αναγκάστηκε να ανοίξει τις πύλες της στο δυτικό κόσμο (αυτός ο πόλεμος συνήθως θεωρείται ως το ορόσημο της νεότερης κινεζικής ιστορίας). Οι συνεχείς ταπεινώσεις που υφίστατο η Κίνα αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις των δυτικών δυνάμεων, καθιστούσε τη σωτηρία της μέσα από τις μεταρρυθμίσεις το μοτίβο της εποχής. Ο Kang ήταν ανάμεσα στους Κινέζους λογίους που προσπάθησαν να βρουν τον σωστό δρόμο για την επιβίωση της χώρας με βάση τα παραδοσιακά δεδομένα. Και οι προσπάθειες αυτές συνεχίσθηκαν κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στο εξωτερικό.[21]Συνεπώς, όλοι οι παραλληλισμοί και οι συγκρίσεις ανάμεσα στην Κίνα και την Ελλάδα, δύο χώρες με μακρά ιστορία, που βλέπουμε στο Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, παρά τα συγκυριακά λάθη και κάποιες προκαταλήψεις για την Ελλάδα, αποτελούν στην ουσία έναν βαθύ στοχασμό πάνω στο παρελθόν και το μέλλον της δικής του χώρας.