Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/skia-xanablepontas-to-pekino-epeita-apo-dekapente-xronia
Καθώς μεγαλώνω κι ανδρώνομαι, αρχίζω ν’ αποκτώ σκιά. Δεν μπορώ να την αγνοήσω εκτός κι αν συγχωνεύεται με μια σκιά ακόμη πιο μεγάλη – τη νύχτα. Μα η νύχτα τίνος είναι η σκιά; Της Γης η σκιά στο φεγγάρι είναι μια σεληνιακή έκλειψη. Του φεγγαριού η σκιά πάνω στη Γη μια ηλιακή έκλειψη. Ο καθένας μας έχει τη σκιά του. Στην άλλη πλευρά της σκιάς βρίσκεται η φωτιά. Κι αυτή η σκιά είναι το μόνο μέτρο για να μετρήσουμε τον ήλιο. Στην καθημερινή μας ζωή, αφού υπάρχει μόνον ένας ήλιος, τίποτα δεν μπορεί να ’χει πολλαπλές σκιές. Όσο για τις ψυχές μας, η σκιά είναι το άθροισμα του πόθου, της ιδιοτέλειας, του φόβου, της ματαιοδοξίας, του φθόνου, της σκληρότητας και του θανάτου. Η σκιά προικίζει τα πράγματα με την πραγματικότητα. Για να γυμνώσεις ένα πράγμα από την πραγματικότητα χρειάζεται μόνο να του αφαιρέσεις τη σκιά του. Η θάλασσα δεν έχει σκιά – γι’ αυτό και σαν ψευδαίσθηση τη νιώθουμε. Τα πράγματα στα όνειρά μας είναι χωρίς σκιά, για τούτο σχηματίζουν έναν άλλο κόσμο. Έτσι κι οι άνθρωποι έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν πως τα φαντάσματα δεν έχουνε σκιά.
ΣΙ ΤΣΟΥΑΝ, Σκιά
Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε που πρωτοείδα το Πεκίνο. Τότε ο πληθυσμός του ήταν 11.000.000, σήμερα ξεπερνά τα 19.000.000. Δεν περίμενα να ξαναδώ την πόλη που ήξερα. Με τα μεγάλα της ανοίγματα, τις λαϊκές γειτονιές, τη φτώχεια αλλά και την ανθρώπινη κλίμακα. Ούτε τους ποταμούς των ποδηλάτων που ξεχύνονταν στις λεωφόρους με τις δεντροστοιχίες των λωτών τα πρωινά και τα απογεύματα, όταν οι Κινέζοι πήγαιναν ή επέστρεφαν από τη δουλειά τους. Ήξερα για τις αλλαγές των τελευταίων χρόνων, αλλά το μέγεθός τους δεν μπορούσα να το διανοηθώ. Ήταν σαν να υπήρχε από κάτω θαμμένη μια άλλη πόλη που κάποια μέρα τρύπησε τη γη και βγήκε στην επιφάνεια.
Το αεροπλάνο που μ’ έφερνε από το Ντουμπάι στην πρωτεύουσα του Μεσοβασιλείου έγραψε έναν μικρό κύκλο πάνω από το αεροδρόμιο πριν προσγειωθεί. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και το αεροδρόμιο ήταν φωτισμένο, το κτήριο του τερματικού σταθμού 3 που είχε αποπερατωθεί μόλις πριν από έναν χρόνο άστραφτε με τα κιτρινοκόκκινα φώτα του. Σε σχήμα δράκοντα. Ο δράκοντας ανέπνεε και τα λέπια του αναβόσβηναν στο σκοτάδι.
Ήταν από τις μεγαλειωδέστερες σύγχρονες κατασκευές που είχα δει στη ζωή μου. Αυτό που συνέλαβε και σχεδίασε ο Νόρμαν Φόστερ είναι ασύλληπτο. Μπαίνοντας στο κτήριο του αεροδρομίου, στη σπηλιά ή στην κοιλιά του δράκοντα, μένεις έκθαμβος από το μέγεθος, την αίσθηση του κόκκινου και του βαθύ μπλε. Ένας βιομηχανικός καθεδρικός της Ασίας σε υποδέχεται. Η παρουσία του κόκκινου χρώματος, αν δεν γνωρίζεις πιο μπροστά τι συμβολίζει σύμφωνα με την παράδοση, σε κάνει να σκεφτείς την κόκκινη σημαία, αλλά ο συμβολισμός δεν είναι αυτός. Το κόκκινο συμβολίζει την καλή τύχη, είναι χρώμα αυτοκρατορικό, και κατά συνέπεια κόκκινη πρέπει να είναι η είσοδος στην αυτοκρατορία, η πύλη που λάμπει κάτω από τον ουρανό, ο σεληνιακός γίγαντας που ανασαίνει και λάμπει.
Η έκπληξη συνοδεύεται κατά κανόνα κι από ένα ποσοστό μελαγχολίας. Όχι για όσα δεν τα ξαναβρίσκεις αλλά για το χαμένο μέρος του εαυτού σου που το αντικαθιστά η αίσθηση της ανυπαρξίας αλλοιώνοντας τις αναμνήσεις. Και τότε έρχεται η στατιστική όχι για να σε παρηγορήσει, αλλά να σε προσγειώσει, στον άλλο διάδρομο, του κόσμου που δημιουργείται και χτίζεται ερήμην σου.
Ο τερματικός σταθμός 3 είναι μεγαλύτερος κατά 17% και των πέντε μαζί τερματικών σταθμών του Χίθροου στο Λονδίνο. Το αεροδρόμιο αυτό συνεχίζει να επεκτείνεται αλλά κάποια στιγμή η επέκταση θα σταματήσει. Οι Κινέζοι προγραμματίζουν να κατασκευάσουν ως το 2015 ακόμη ένα, στη δυτική πλευρά της πόλης.
Αυτά που φαντάστηκαν οι φουτουριστές εκατό χρόνια νωρίτερα στην Ευρώπη τα κάνουν σήμερα στην Ασία. Θα ήταν ευτυχισμένος ο Μαρινέτι που πάνω στο καμπαναριό στην πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, διαβάζοντας το δεύτερο μανιφέστο του φουτουρισμού, είχε ζητήσει την καταστροφή της πόλης των δόγηδων. Θα ήταν ευτυχισμένοι κι όλοι εκείνοι οι φουτουριστές, βορτικιστές, κονστρουκτιβιστές και οι παρόμοιοι, αν έβλεπαν να διαλύεται εδώ, μέσα στη γιγαντιαία παλίρροια των κατασκευών, ο παλιός κόσμος. Δύστυχε Μαγιακόβσκι που εκστασιαζόσουν με τη γέφυρα του Μπρούκλιν και καλούσες τον Πύργο του Άιφελ ν’ αφήσει το καπιταλιστικό Παρίσι και να έρθει στη Σοβιετική Ένωση. Μπροστά στα κτίσματα που στήνονται σήμερα στην Ασία, τα όσα φαντάστηκες μοιάζουν πλέον με παιχνιδάκια.
Από το ταξί που με πήγαινε στο ξενοδοχείο κοίταζα έξω κι όλα μου φαίνονταν άγνωστα. Είχα μείνει το 1994 έναν μήνα στο Πεκίνο, αλλά αυτό δεν ήταν το Πεκίνο που ήξερα, ούτε φυσικά κι εκείνο το οποίο φανταζόμουν απ’ όσες φωτογραφίες είχα δει. Η εικόνα που ανοιγόταν μπροστά μου ήταν συντριπτική. (Αλλά τότε δεν είχα δει ακόμη τη Σαγκάη.) Δεν ήταν μόνο τ’ αμέτρητα πολυώροφα που το πλήθος κι η πυκνότητά τους σου προξενούσε ζάλη. Ήταν –κυρίως– η αίσθηση ότι η χρόνος είχε διαιρεθεί σε αμέτρητες αμοιβάδες που η μία κατασκόπευε την άλλη σε μια καινούργια τάξη μεγεθών, σε μιαν άγνωστη επικράτεια.
Πολλοί λένε πως οι μεγαλουπόλεις που αναπτύσσονται σήμερα στην Κίνα έχουν ως πρότυπο το Χονγκ Κονγκ. Δεν ξέρω, ίσως. Αλλά οι διαφορές είναι πασιφανείς. Το Πεκίνο είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από το Χονγκ Κονγκ, αλλά στο Χονγκ Κονγκ τα κτήρια βρίσκονται τόσο κοντά το ένα στο άλλο που η πόλη ασφυκτιά. Εδώ είναι το ίδιο ψηλά, όμως αναπτύσσονται σε τέτοια έκταση που το Πεκίνο μοιάζει να κυματίζει σε δύο επίπεδα: στο έδαφος και στον αέρα. Ή σαν να σου λέει πως έχει επεκταθεί και συνεχίζει να επεκτείνεται όσο μπορείς (ή δεν μπορείς) να φανταστείς, πως κατευθύνεται σ’ έναν ορίζοντα που αδυνατείς να διακρίνεις.
Δεν βλέπεις πια ποδήλατα στο Πεκίνο. Τριάμισι εκατομμύρια αυτοκίνητα έχουν καταλάβει τις μεγάλες λεωφόρους και συνεχώς προστίθενται νέα. Πού θα χωρέσουν; Εδώ δεν έχουν προβλήματα. Θα φτιάξουν απλούστατα εναέριους ή υπόγειους δρόμους, θα στήσουν γκαράζ στους ουρανοξύστες ή κάτω από τη γη, θα φτιάξουν γραμμές για υπέργεια τρένα, κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που περιμένουν, θα μετακινήσουν αλλού ένα μέρος του πληθυσμού.
Οι άνθρωποι είναι λεπτομέρεια στα μεγάλα σχέδια. Τις λεπτομέρειες τις αφήνεις κατά μέρος ή τις σβήνεις με μιαν απόφαση. Τις ηγεμονικές αποφάσεις στις αυτοκρατορίες τα πλήθη τις χειροκροτούν κι ο θόρυβος από τα χειροκροτήματα σπάει τα τύμπανα των αντιρρησιών, ενώ απανωτές επευφημίες συνοδεύουν τις λεγόμενες μεγάλες κινήσεις. Στον δυτικό κόσμο πέρασαν αιώνες για να αναγάγουμε την ατομικότητα σε ύψιστη αξία. Αλλά εδώ δεν είναι Δύση, η Δύση εδώ είναι το πρόσχημα.
Το ξενοδοχείο μου δεν βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Αφήνω τη βαλίτσα μου στο δωμάτιο κλειστή, κατεβαίνω και παίρνω αμέσως το πρώτο ταξί για την Τιανανμέν. Αισθάνομαι την ανάγκη να δω τη μυθική πλατεία ή να συναντήσω τη σκιά που άφησα εδώ το 1994, όπως αποτυπώθηκε στη φωτογραφία που έβγαλα τότε μπροστά στην είσοδο της Απαγορευμένης Πόλης.
Το ταξί με άφησε στο νότιο άκρο της πλατείας, όπου τώρα έμπαινες μόνον από συγκεκριμένα σημεία. Η υπόλοιπη ήταν περιφραγμένη με χαμηλά, μετακινούμενα κάγκελα και φυλάσσονταν από αστυνομικούς. Τάξη. Να φοβάστε την υπερβολική τάξη, την υπερβολική καθαριότητα, κάθε υπερβολή γενικώς, να φοβάστε αυτούς που σας λένε συνεχώς τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνετε. Η τάξη, για τους αυγοκέφαλους, σημαίνει πρόοδο. Αν όμως αυτό αληθεύει, να φοβάστε όσους προοδεύουν συνεχώς και πιο πολύ όσους προοδεύουν πολύ γρήγορα, να φοβάστε τις αλλαγές που δεν μπορείτε να τις παρακολουθήσετε, να μην εμπιστεύεστε αυτή τη διαδικασία, την οποία κάποιοι αποκαλούν μέλλον, που μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι δεν είναι λίγες οι φορές που εμφανίζεται σαν κακέκτυπο του παρελθόντος. Ας μένει, στο κάτω κάτω, το μέλλον κάπως μακριά, ας βρίσκεται λίγο πιο κοντά στ’ όνειρο. Όποιος ονειρεύεται κρατά ζωντανές τις αισθήσεις του και τον αγγίζουν εκείνες οι πλευρές της πραγματικότητας, που αλλιώς θα τις προσπερνούσε άγευστος, ψυχρός, σιδερωμένος.
Μπήκα στην πλατεία και την περπάτησα. Ήταν γεμάτη κόσμο, αλλά ταυτόχρονα έμοιαζε να ’ναι άδεια από κόσμο. Θυμόμουν, σκεφτόμουν και τα φαντάσματα άρχισαν να πηδούν πάνω από τα χαμηλά κάγκελα: Διαδηλωτές, στρατιώτες, νεκροί, καμένα ποδήλατα, πτώματα, στεφάνια, σημαίες, λόγοι, ιαχές. Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε – όμως δεν ήταν έτσι. Όλος ο συσσωρευμένος χρόνος είχε απωθηθεί αλλού, δεν βρισκόταν εδώ. Εδώ ήταν το βασίλειο των ανώνυμων ίσκιων, εδώ ο αυτοκρατορικός Άδης – κι εγώ ήμουν απών.
Δεν είχα έρθει μόνος στο Πεκίνο, όμως απόψε δεν ήθελα να είμαι με κανέναν στην καρδιά της πόλης, που τον χτύπο της τον είχα πρωτακούσει σε μιαν άλλη εποχή, (έτσι μου φαινόταν), σαν να είχε από τότε περάσει ένας αιώνας κι όχι δεκαπέντε χρόνια, λες και ανοίχτηκε ένα χάσμα στην αιωνιότητα.
Πέρασα απέναντι, μπροστά από την είσοδο της Απαγορευμένης Πόλης, που μέσα στον χαμηλό φωτισμό το περίγραμμα των τειχών της έμοιαζε πιο έντονο, είδα το πορτρέτο του Μάο να κοιτάζει πάντα προς Νότον μ’ εκείνη την ουδέτερη έκφραση που δεν αποτύπωνε τίποτε, σκέφτηκα τ’ αναγεννησιακά πορτρέτα ευγενών και βασιλιάδων, όπου συχνά ο ζωγράφος παρουσιάζει τους βλοσυρούς ηγεμόνες ελαφρώς contre plongee, από κάτω προς τα πάνω, για ν’ αποτυπώνεται η σχετική υπεροψία κι η αίσθηση της δύναμης που θα έπρεπε κατ’ εντολή ν’ αποπνέουν. Εδώ ο Μάο κοιτάζει τις μάζες – αλλά μάζες απόψε δεν υπάρχουν. Μόνο πλήθη και φαντάσματα.
Το πάρκο Μπέι Χάι με την ωραία λίμνη βρίσκεται στην πίσω πλευρά της πλατείας, όπως και κάποια από τα χουτόνγκ που δεν γκρεμίστηκαν, για ιστορικούς λόγους είπαν, όμως είχα μια πιο ωμή εξήγηση: Δεν μπορούσαν να σηκώσουν δίπλα στο αυτοκρατορικό παλάτι και την Τιανανμέν ουρανοξύστες. Κι έπειτα, αν ύψωναν σαράντα ορόφους εκεί, πώς θα έμοιαζε το κοινοβούλιο;
Μπήκα στο πάρκο, περπάτησα, είδα τα νούφαρα στη λίμνη, τις μικρές γέφυρες, τη σκοτεινή αντανάκλαση των λωτών στα νερά, τις σκιές που περνούσαν βιαστικά, ένα ζευγάρι που συζητούσε γελώντας κάτω από το φύλλωμα μιας δεντροστοιχίας.
Όλα τα κτίσματα αναπαλαιώθηκαν, κάποια είχαν χάσει την πατίνα του χρόνου σαν να επρόκειτο γι’ αντίγραφα μιας εποχής κι όχι για τα πρωτότυπά της. Ένα μέρος από τη νυχτερινή ζωή των ανθρώπων εδώ έμοιαζε ανεπανόρθωτα χαμένο.
Μην εξωραΐζεις το παρελθόν, γίνεσαι γραφικός, με προειδοποίησε η άλλη πλευρά του εαυτού μου. Αυτή η πόλη δεν φτιάχτηκε για σένα και τους ομοίους σου κι όσοι την κατοικούν δεν σου μοιάζουν.
Αποφάσισα να μπω στα ελάχιστα εναπομείναντα χουτόνγκ την επομένη, να είναι μέρα, όταν θα μένει ανοιχτή η αγορά. Γύρισα από την ίδια διαδρομή και μπροστά από την Απαγορευμένη Πόλη έστριψα αριστερά και κατευθύνθηκα προς το ξενοδοχείο Μπεϊτζίνγκ, που το κόστος για ένα δωμάτιο στοιχίζει σήμερα μια μικρή περιουσία.
Η Κίνα ακριβαίνει, είναι αμφίβολο αν σήμερα ο Καζαντζάκης θα έμενε εδώ, όπως πριν από τον πόλεμο, όταν κι ένα τρύπιο δολάριο σήμαινε κάτι. Το κόστος στο μπαρ ήταν αντίστοιχο μ’ εκείνο στα δυτικά ξενοδοχεία πέντε αστέρων.
Η αρχοντιά του ξενοδοχείου παρέμενε, μόνο που έχοντας κι αυτό ανακαινιστεί μου έδωσε την εντύπωση πως του πρόσθεσαν ένα ελαφρώς ψεύτικο λούστρο. Πινελιές από φανταχτερά χρώματα, ελάχιστες αλλά αρκετές για ν’ αλλοιώσουν την αίσθηση των παλιών βαθιών και ζεστών χρωμάτων. Υπήρχε μια ψυχρότητα στο περιβάλλον και καθώς είχε μόνο δυο τρεις θαμώνες, ο χώρος έμοιαζε σαν κοσμηματοπωλείο δίχως πελάτες, που του αφαίρεσαν τα μισά κοσμήματα και τα αντικατέστησαν με βάζα και ταπετσαρίες.
Η παλαιά Κίνα ανακαινισμένη. Όμως στο ξενοδοχείο αυτό μένουν κυρίως δυτικοί. Τους προσφέρουν λοιπόν την Κίνα που θέλουν με δυτικές προδιαγραφές.
Πήρα μια μπίρα Τσινγκτάο. Η σερβιτόρα δεν φορούσε μαύρο φόρεμα, όπως την πρώτη φορά που βρέθηκα εδώ, και μου φάνηκε ότι δεν είχε εκείνη την αβρότητα που τόσο με εντυπωσίασε παλαιότερα. Ήταν όμορφη, αλλά τώρα φορούσε κόκκινο φόρεμα.
Αφού το φενγκ σούι είναι πλέον τόσο δημοφιλές στη Δύση, ας κάνω μερικές υποθέσεις για το πώς το φαντάζομαι να λειτουργεί εδώ: Το άλικο κόκκινο κυριαρχεί στο αεροδρόμιο. Το φενγκ σούι είχε, λένε, κατά νουν ο Φόστερ, όταν πρόβλεψε να κυριαρχεί το κόκκινο στον τερματικό σταθμό 3 που σχεδίασε. Κόκκινο, κόκκινο, άλικο κόκκινο, χρώμα της τύχης. Αλλά και της φωτιάς και της θερμότητας, της δύναμης, της φήμης και της ευτυχίας. Αυτό πρέπει να υποδηλώνει και το κιμονό της σερβιτόρας τώρα, όχι λοιπόν μαύρο όπως παλαιότερα, ένα χρώμα δισυπόστατο, που συμβολίζει το βάθος της σκέψης και το μέγεθος του διαλογισμού – αλλά και τη μοναξιά και τα καταθλιπτικά αισθήματα εκείνου που βρίσκεται σε ασυμφωνία με τον εαυτό του.
Οι αμφιβολίες δεν επιτρέπονται. «Η ανατολή [πρέπει να] είναι κόκκινη», έστω κι αν το λάβαρο της επανάστασης υψωμένο στις υψικαμίνους του Σαντόνγκ δύσκολα διακρίνεται. Το «υψωμένο στις υψικαμίνους» είναι βέβαια μια μεταφορά που ως αυθαίρετη επιτρέπεται σε έναν μη αυτόχθονα, έναν πολίτη της περιφέρειας όπως εγώ.
Σκέφτομαι πως το μαύρο στην αρχαία Κίνα συμβόλιζε τον Νότο και το νερό. Εδώ το νερό βρίσκεται στη λίμνη του Μπέι Χάι, κι αν Μπέι Χάι σημαίνει Βόρειο Πάρκο και το Πεκίνο (Μπέι Τζινγκ) είναι η Βόρεια πρωτεύουσα, τότε αυτός ο Βορράς κοιτάζει τον Νότο αφήνοντας πίσω τον εαυτό του, όπως τον εξέφρασε η δυναστεία των Μινγκ που έφτιαξε το Πεκίνο. Αλλά το σημερινό Πεκίνο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και το Αυτοκρατορικό Παλάτι δεν είναι το κέντρο αναφοράς των πάντων. Οι ουρανοξύστες στα δυτικά το κοροϊδεύουν.
Βγαίνοντας από το Μπεϊτζίνγκ βρέθηκα μπροστά σε μια ψεύτικη, δυναστικού τύπου πύλη. Στάθηκα και την παρατηρούσα επί ώρα. Κάτι θα είχε το βλέμμα μου, γιατί ένα περαστικό ζευγάρι αμερικανών τουριστών σταμάτησε και με ρώτησε:
«Δεν σας αρέσει, ε;»
Δεν είπα τίποτε, απλούστατα γιατί δεν είχα απάντηση. Τι θα πει δεν μου αρέσει; Δεν μου αρέσει σε σχέση με τι; Με αυτό που θυμόμουν, με αυτό που περίμενα ή μ’ εκείνο που φανταζόμουν;
Κούνησα το κεφάλι μου ερωτηματικά.
«Δεν ξέρω, είπα. «Ό,τι βλέπω με ξεπερνά».
Πιάσαμε κουβέντα.
«Φαίνεται ότι έχετε ξανάρθει παλιά», είπε ο άντρας.
«Από πού το καταλάβατε;»
«Από το βλέμμα σας. Κοιτάτε δεξιά κι αριστερά σαν να ξεχάσατε κάπου το πορτοφόλι σας».
«Κι εσείς;»
«Ανήκω κι εγώ στους βαρβάρους, σαν κι εσάς. Από που είστε;»
«Από την Ελλάδα».
«Α, εγώ είμαι γνήσιος βάρβαρος. Είμαι από την Οκλαχόμα. Εργάζομαι εδώ σε μια εταιρεία από πέρυσι».
«Μιλήσατε για βαρβάρους. Φαίνεται ότι έχετε διαβάσει το βιβλίο του Ανρύ Μισό Ένας βάρβαρος στην Ασία. Μου κάνει εντύπωση», είπα.
«Όχι, δυστυχώς, δεν το έχω διαβάσει αλλά καλά που μου το είπατε, να ψάξω να το βρω. Άλλα είχα στον νου μου: τον αυτοκράτορα Τσιανλόνγκ και τους μανδαρίνους του που τον 18οαιώνα θεωρούσαν τους Βρετανούς βαρβάρους», είπε.
«Που να φανταζόταν τι θα συνέβαινε».
«Η θάλασσα τότε δεν παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον για την αυτοκρατορική Κίνα. Από τη θάλασσα τους ενδιέφεραν μόνον τα ψάρια για τα συμπόσια. Για να μη σας πω ότι εδώ στον Βορρά τους ενδιέφεραν κυρίως τo κρέας και πάνω από αυτό τα πουλερικά», παρατήρησε.
«Οι πάπιες μπορούν να κολυμπήσουν παντού αλλά ζουν στα ποτάμια και τις λίμνες. Τώρα όμως φτιάχνουν στόλο. Καμιά αυτοκρατορία δεν μπορεί να επιζήσει αν δεν επεκτείνεται συνεχώς», είπα.
«Πριν από αυτό τους νοιάζει να πιάσουν μερικά λιμάνια. Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες με τις στρατιωτικές βάσεις, αυτοί θέλουν εμπορικές βάσεις. Η τεχνολογία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως ξέρετε, προέκυψε από την εξέλιξη των στρατιωτικών εξοπλισμών για τους οποίους ξοδεύουν ασύλληπτα ποσά. Οι Κινέζοι φάνηκαν πιο έξυπνοι. Είδαν τι έκαναν οι Ιάπωνες και κάνουν το ίδιο. Αντιγράφουν και τώρα βελτιώνουν τ’ αντίγραφα που γίνονται πρωτότυπα. Τους στοιχίζει ελάχιστα».
Γύρισα στο ξενοδοχείο με περίεργες σκέψεις. Αντίγραφα, αντίγραφα. Η τεχνολογία έχει εξευτελίσει την καλλιγραφία.
Ο φίλος Χουάν Κάρλος Μέστρε, ποιητής και ζωγράφος από τη Μαδρίτη, ήθελε, όπως κι εγώ, ν’ αγοράσει αυθεντικά κινέζικα πινέλα ζωγραφικής. Δεν θυμόμουν πού βρισκόταν η παλαιά αγορά, όπου είχα πάει πριν από τόσα χρόνια, δεν ήξερα καν αν υπήρχε ακόμη. Ρωτήσαμε, πήραμε μια διεύθυνση, αλλά το ταξί μάς πήγε σ’ ένα πάρκο στη γειτονιά Ντασάντζι του βορειανατολικού Πεκίνου με πλήθος ιδιωτικές γκαλερί κι εργαστήρια ζωγράφων που εξέθεταν και πουλούσαν τα έργα τους. Τα υλικά ζωγραφικής στα τρία καταστήματα που υπήρχαν ήταν όλα εισαγόμενα: γαλλικά και φλαμανδικά πινέλα, γερμανικά χρώματα. Όμως ήταν μια ευκαιρία να δούμε σύγχρονη κινέζικη ζωγραφική, αφού το πάρκο φιλοξενούσε τη μπιενάλε του Πεκίνου.
Αν οι εικόνες των κινέζικων μεγαλουπόλεων είναι εκφράσεις του αγγλοσαξονικού πολιτισμού, η ζωγραφική, πολύ περισσότερο από τη λογοτεχνία, συνιστά τη χαρακτηριστικότερη απόδειξη του ότι ο πολιτισμός αυτός έχει κατακτήσει τις καρδιές και τις συνειδήσεις της νεώτερης γενιάς που ωριμάζει στις μητροπόλεις. Η κουλτούρα της Δύσης, που για χρόνια τους ήταν απαγορευμένη, έρχεται με καθυστέρηση να κυριαρχήσει στις αναζητήσεις τους: Αγρίως εξπρεσιονιστικά ταμπλό μ’ ελάχιστα καλυμμένα πολιτικά μηνύματα, αντιμιλιταριστικές αναφορές, αφηρημένα τοπία, μονοχρωμίες, κατασκευές που θυμίζουν Nτοκουμέντα Κάσελ, επιρροές από την pop art, τον Μπόυς και την arte povera, και πού και πού σχόλια πάνω στη δική τους παράδοση: παραμορφωμένα ή υπερδιογκωμένα ιδεογράμματα όπου οι πινελιές γίνονται τεράστιες μουντζούρες, εγγραφές ιχνών, καλλιγραφήματα γιγάντων, νεκρές επιφάνειες.
Οι γκαλερί και τα εργαστήρια στεγάζονται σε μονώροφα τούβλινα κτήρια μέσα στο πάρκο, όπου υπάρχουν καφενεία για τους περιπατητές και τους επισκέπτες. Όλο το συγκρότημα σε κάνει να νιώθεις πως βρίσκεσαι σε κοινότητα καλλιτεχνών. Κι έχει έναν αέρα ηρεμίας κι ελευθερίας.
Καθίσαμε, ήπιαμε μια μπίρα. Φυσούσε ελαφρύ αεράκι.
O Χουάν Κάρλος ήταν απαρηγόρητος που δεν βρήκαμε κινέζικα πινέλα.
«Φεύγω αύριο, δεν έχω χρόνο να ψάξω», αναστέναξε.
Τον άφησα με τη γυναίκα του αργότερα στη βόρεια πλευρά της Απαγορευμένης Πόλης και γύρισα στο ξενοδοχείο. Ήθελα να ξεκουραστώ για τις επόμενες μέρες. Κι αργά το βράδυ κατάλαβα τι λάθος είχαμε κάνει. Έπρεπε να ζητήσουμε πινέλα καλλιγραφίας. Το επόμενο πρωί αυτό ζήτησα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Πήρα τη διεύθυνση αλλά, πριν ξεκινήσω, ρώτησα που θα βρω κοντινό φαρμακείο. Μου είχαν τελειώσει οι ασπιρίνες, ήμουν στα πρόθυρα καλοκαιριάτικου συναχιού κι ήθελα να το πολεμήσω πριν με καταβάλει.
«Θα βγείτε στο απέναντι πεζοδρόμιο, θα στρίψετε αριστερά και θα το βρείτε στα εκατό μέτρα», μου είπε η υπάλληλος.
Βγήκα, διέσχισα τον δρόμο κι άρχισα να περπατώ. Είδα μπροστά μου απότομα έναν τεράστιο κόκκινο σταυρό σε κύκλο να κρέμεται πάνω σε κάποιον στύλο. Δεν σκέφτηκα το αυτονόητο, πως οι σταυροί φαρμακείων είναι πράσινοι και μπήκα αμέσως στο κατάστημα, όπου δεν χρειαζόταν δεύτερη ματιά για να καταλάβω πως ήταν λάθος μαγαζί. Επρόκειτο για κανονικό sex shop κινέζικων προδιαγραφών. Τα ράφια ήταν γεμάτα με πέη, δονητές και γυναικεία αιδοία σε πλαστική συσκευασία. Ξαφνιάστηκα για τον παραλογισμό του πράγματος αλλά και γιατί αμέσως μου ήρθε στον νου πως η πορνογραφία δεν επιτρέπεται στην Κίνα.
Στο βάθος του καταστήματος έστεκε μια ευτραφής κι ασυνήθιστα ψηλή μεσόκοπη Κινέζα με βαμμένο ξανθό μαλλί, που φορούσε άσπρη ιατρική ρόμπα. (Για να θυμίζει προφανώς ότι το κατάστημα αυτό είχε θεραπευτικούς σκοπούς.) Με κοίταξε, την κοίταξα, γέλασα, γέλασε κι αυτή, δεν μιλούσε ξένες γλώσσες, είπα ας ρίξω μια ματιά. Όσο περιεργαζόμουν στα ράφια τα DVD, που περιελάμβαναν προφανώς ντοκιμαντέρ με μαθήματα εκπαιδευτικού σεξ, την έκοβα με την άκρη του ματιού μου να με παρατηρεί. Από πού ξεφύτρωσε αυτός ο τύπος; Τα εξώφυλλα των DVD είχαν γυμνά κορμιά αλλά με καλυμμένα τα επίμαχα σημεία. Αστεράκια πάνω στα στήθη και τα γεννητικά όργανα. Μετά από τρία λεπτά, στράφηκα προς την πόρτα και την είδα να μου κάνει νοήματα. Αυτό –έδειξε ένα μπουκάλι με χάπια– πολύ καλό. Το παίρνεις –έκανε πως βάζει ένα στο στόμα– και (σου γίνεται) νά. Το «νά» ήταν παραστατικότατο. Τέντωσε τον βραχίονα προς τα πάνω σφίγγοντας το χέρι σε γροθιά.
«Σιε σιε» (ευχαριστώ), είπα και βγήκα έξω γελώντας. Με ακολούθησε ως την πόρτα:
«Γκουντ μπάι», είπε γελώντας κι αυτή.
Η πορνογραφία απαγορεύεται στην Κίνα, όχι όμως και η σεξουαλική ιατρική.
Ήθελα να περάσω από τα χουτόνγκ, εκείνα που είχαν απομείνει στα βόρεια της Απαγορευμένης Πόλης. Οι αναμνήσεις είναι αυτές που γεννούν το αίσθημα της επιστροφής, την αίσθηση του κερδισμένου χρόνου ή αυτού που έχει χαθεί ανακυκλώνοντας το παρελθόν, αλλάζοντας το παρόν. Φέρνει κανείς στα μέτρα του την πραγματικότητα όταν θυμάται, όμως σήμερα η μνημοτεχνική έχει εγκαταλειφθεί. Το αόρατο σημειωματάριο του χρόνου δεν φέρει πλέον εγγραφές, το πολύ-πολύ ν’ ανατρέξει κανείς στα στοιχεία και τα αρχεία, όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αλλάζει η λογική της σύνθεσης και το ένα σχέδιο ακυρώνει το άλλο, αρχίζεις να μη θυμάσαι και κάποτε προτιμάς να μη θυμάσαι. Εγώ όμως ήθελα να θυμηθώ.
Το χουτόνγκ πίσω από την Απαγορευμένη Πόλη δεν είχε αλλάξει. Οι επισκέπτες του Πεκίνου δεν μπαίνουν στα χουτόνγκ. Απαγορευμένη Πόλη, Τιανανμέν, Ναός τ’ Ουρανού, Θερινά Ανάκτορα, Τάφοι των Μινγκ, Σινικόν Τείχος – αυτή είναι η διαδρομή, και τα βράδια δείπνο σε ένα από τα αμέτρητα εστιατόρια, όπου πλέον ο συνωστισμός είναι πρωτοφανής. Κάποτε δεν σου περνούσε καν από τον νου να παρκάρεις πάνω στο πεζοδρόμιο. Τώρα, έξω από τα εστιατόρια είναι σύνηθες φαινόμενο.
«Θα ήταν κρίμα αν μια ανεπτυγμένη οικονομία γέμιζε αυτούς τους ωραίους δρόμους με αυτοκίνητα», είχε γράψει στη δεκαετία του 1980 ο Γουίλιαμ Γκας. Στα χουτόνγκ δεν το σκέφτεσαι. Εδώ υπάρχει ένα απειροελάχιστο τμήμα του παλιού Πεκίνου. Κι ίσως να μπορείς ν’ αναδημιουργήσεις ιδεατά ένα σκηνικό του καιρού: την τετράγωνη πόλη των Μινγκ και τα χουτόνγκ που αναπτύσσονταν γύρω από το τετράγωνο αυτό σε ομόκεντρους κύκλους: τη μέσα και την έξω πόλη.
Από πολεοδομικής πλευράς το Πεκίνο δεν είναι πλέον μια «κινέζικη» πόλη. Είναι η δύναμη της νέας Κίνας με τις αποχρώσεις της παλαιάς, κι ίσως η απογοήτευσή μου για την καταστροφή των χουτόνγκ να είναι μια ρομαντική εμμονή. Αλλά εδώ ζούσαν οι «πραγματικοί» κάτοικοι της πόλης, εννοώ οι άνθρωποι της γειτονιάς, αυτοί που έβγαιναν τ’ απογεύματα στις αυλές, έλεγαν ιστορίες κι ανέκδοτα και μοιράζονταν τη ζωή, το χρόνο και τις αναμνήσεις τους. Δεν είχαν αυτοκίνητα, ούτε άμαξες κι υπηρέτες πριν από τ’ αυτοκίνητα, δεν έμεναν σ’ επαύλεις με πύλες και τεράστιους κήπους, είχαν όμως γούστο. Ο μικρόκοσμός τους, τ’ αντικείμενα της καθημερινότητάς τους (ένα ρόπτρο στην εξώπορτα, ένα μικρό ανάγλυφο από πάνω, ένα ωραίο βάζο στο καθιστικό), συνέθεταν τον κόσμο που για χρόνια ήταν η έκφραση του αστικού πληθυσμού αυτής της πόλης.
Σχεδόν όλοι «ταυτίζουμε» το Πεκίνο με το Αυτοκρατορικό Παλάτι και την Τιανανμέν. Όμως το αληθινό Πεκίνο ήταν το άθροισμα των 1000 και πλέον χουτόνγκ που είχαν διαμορφωθεί ως την τελευταία δυναστεία, των Τσινγκ, η οποία θα κατέρρεε το 1912.
Ο ηλικιωμένος Κινέζος με κοιτάζει καθισμένος σ’ ένα μικρό αναδιπλούμενο κάθισμα χωρίς πλάτη καθώς παρατηρώ έναν τοίχο με γκρίζα κεραμίδια στην κορυφή του και μια σκούρα πράσινη πόρτα που έχει χρόνια να βαφτεί. Δεν διακρίνω πια ποδήλατα στις αυλές. Ένα Πεκίνο χωρίς ποδήλατα, με 3.500.000 αυτοκίνητα στα οποία προστίθενται κάθε μέρα 100.000 νέα κατά μέσον όρο. Όσοι δεν μπορούν ν’ αγοράσουν αυτοκίνητο αγοράζουν μοτοσακό. Το ΙΧ είναι το επόμενο βήμα. Αν δεν το αποκτήσουν οι ίδιοι, θα το αποκτήσουν τα παιδιά τους. Και τότε η πόλη θα δοθεί εξ ολοκλήρου στ’ αυτοκίνητα, όπως έχει συμβεί με τις δικές μας, ή θ’ αρχίσουν να πεζοδρομούν κι εδώ κάποιες γειτονιές.
Όσοι κατάφεραν να κρατήσουν τα σπίτια τους στα χουτόνγκ που διατηρήθηκαν είναι προνομιούχοι σήμερα. Τα χουτόνγκ θα πάψουν σύντομα να θεωρούνται τεκμήρια του χώρου ζωής των κατοίκων, αρχίζω να σκέφτομαι πως θα αξιοποιηθούν τουριστικά, θα γίνουν τίποτε μουσεία, χώροι θεατρικών παραστάσεων, εκδηλώσεων, συναυλιών ίσως – μπορεί.
Εδώ όλα είναι δυνατόν να συμβούν. Η αξία πρέπει να μεταφράζεται σε κέρδος, σε χρήμα, έτσι λειτουργεί το σύστημα που τρέφει τη λαιμαργία των ανθρώπων και τρέφεται από αυτήν. Στο ιστορικό κέντρο διατηρείται μια μινιατούρα της καθημερινής ζωής, μια μικρογραφική εικόνα του μέσου Κινέζου άλλων εποχών που, μολονότι δεν είναι μακρινές, τις εξορίζει στο τοπίο των αναμνήσεων η τωρινή πραγματικότητα, η οποία αλλάζει γύρω της τα πάντα και σου προκαλεί ζάλη. Αυτό είναι ένα θραύσμα του αυθεντικού που καταντά παράκαιρο. Εν ονόματι της νοσταλγίας, εν ονόματι των εικόνων που δημιουργούν το μικροσύμπαν των αναμνήσεων που συνθέτει ο καθένας μας, πολλές φορές ξεχνάμε τι σημαίνει η γραφικότητα για όσους την υφίστανται. Οι Κινέζοι δεν κλαίνε για τα χουτόνγκ που χάθηκαν – και δεν είναι λαός που απαλλοτριώνει τις μνήμες του.
Πώς να παραμείνουν αλώβητες οι συνοικίες αυτές, όταν οι δραματικές αλλαγές φέρνουν στο προσκήνιο μια νέα Κίνα; Φιλόδοξη, επιθετική ίσως, αλλά νέα. Κι ό,τι είναι νέο πρέπει να καταστρέψει το παλιό. Ανάγκη: λέξη που αποτελεί το κεντρικό μοτίβο στην Παναγία των Παρισίων του Ουγκό. Αυτό που γεννάται καταστρέφει εκείνο που το γέννησε.
Ήμουν μόνος στα χουτόνγκ, ακολουθώντας όχι τα στενά δρομάκια που είχαν απομείνει αλλά τις σκέψεις μου, τον χρόνο που τον θεωρούσα σταματημένο – αλλά δεν ήταν. Βγαίνοντας είχα την αίσθηση ότι πήρα μια γεύση από μια ποίηση της απώλειας, ένα συναίσθημα γκρίζο, ότι πέρασα μέσα από το ημίφως εικόνων που δεν υπήρχαν πια.
Πλησίαζε μεσημέρι, πήρα ταξί για την αγορά όπου πουλούν τσάι, υλικά και σύνεργα καλλιγραφίας και αντίκες, το ας πούμε Μοναστηράκι του Πεκίνου που, σε αντίθεση με την Αθήνα, δεν βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Δεν ήθελα ν’ αγοράσω τίποτε. Μόνο τσάι με γεύση γιασεμιού, αυτό που σε πολλά μέρη της Κίνας δεν το θεωρούν το καλύτερο.
Ο καταστηματάρχης ήταν ευγενέστατος. Κάθισα στο γραφείο του, μου πρόσφερε τσάι από πέντε τουλάχιστον διαφορετικές ποικιλίες, η νεαρή πωλήτρια που είχε αναλάβει να με ενημερώνει ήταν εξαιρετική στη δουλειά της, ικανή να κατεβάσει το μισό εμπόρευμα από τα ράφια έστω κι αν δεν αγόραζα τίποτε – αλλά αγόρασα φυσικά.
Σε κάποια στιγμή γύρισα και της είπα:
«Το αφεντικό σου θα πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένο». Κι αμέσως ξεφούρνισα την κοινοτοπία: «Έχει μια πωλήτρια που μπορεί να πουλήσει ακόμη και ψυγεία στους Εσκιμώους».
Το αφεντικό δεν είπε τίποτε. Μου πρόσφερε τσιγάρο και συνέχισε να γεμίζει με τσάι τη μικρή κούπα μου. Εκείνη όμως ένιωσε τόσο περήφανη που άρχισε να μου αραδιάζει μιαν ακόμη ατελεύτητη σειρά από δείγματα τσαγιού.
«Από πού είσαι;» ρώτησε κάποια στιγμή ο καταστηματάρχης.
«Σιλά» (Ελλάδα), είπα. Χαμογέλασε για πρώτη φορά.
«Ολυμπιακοί Αγώνες. Πάρθενον. Άθενς», είπε.
«Απαγορευμένη Πόλη, Σινικόν Τείχος», αντιγύρισα.
Γέλασε πιο πλατιά. Η «μαγεία» της κοινοτοπίας.
Το τσάι γιασεμιού ενθουσιάζει μόνον τους Δυτικούς, λένε οι Κινέζοι – και δεν αποτελούσα εξαίρεση. Το σπουδαίο τσάι είναι το πράσινο και το καλύτερο πράσινο τσάι καλλιεργείται στις παρυφές του Κίτρινου Βουνού κοντά στην πόλη Χουανγκσάν, όμως εκεί θα βρισκόμουν, εντελώς συμπτωματικά, τον επόμενο χρόνο. Διαπίστωσα ωστόσο πως ο πολιτιστικός πατριωτισμός είναι εξίσου ισχυρός εδώ με τον δικό μας. Όταν σε φίλο Κινέζο, που ζει στη Σουηδία και πηγαινοέρχεται στην Κίνα, τόλμησα κάποτε να πω ότι σύμφωνα με ορισμένους το καλύτερο πράσινο τσάι καλλιεργείται στην Κορέα, με κοίταξε ειρωνικά: «Αστειεύεσαι, βέβαια».
Το βράδυ βγήκα για δείπνο με τον Χσι Τσουάν, που είναι καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών κι από τους πιο γνωστούς ποιητές και στην Κίνα και στη Δύση. Είχαμε συναντηθεί πριν από μερικά χρόνια στην Ελλάδα. Μου είχαν ζητήσει τότε από το πανεπιστήμιο της Άιοβα να μεταφράσω δύο ποιήματά του, που τα βρήκα εξαιρετικά. Τώρα μου χάρισε ο ίδιος στα αγγλικά μια εκτενή επιλογή από ποιήματα, που κι αυτά μου άρεσαν πολύ. Απ’ όσα γνωρίζω (φρόντισαν κι άλλοι να μου το επιβεβαιώσουν) ανήκει στους καλύτερους ποιητές της γενιάς του. Κινέζος αλλά και δυτικός, συνδέει τη δυναστική παράδοση με τις επεκτάσεις της στη νεώτερη κουλτούρα της Κίνας και μεταμορφώνοντας τις κατακτήσεις της τις εντάσσει στην παγκόσμια γλώσσα που δημιουργεί η αληθινή ποίηση.
Ήρεμος, χαμηλών τόνων, με αίσθηση του χιούμορ και διάθεση αυτοκριτικής. Σπανίως ακούς ποιητή να λέει πως κάποια νεανικά ποιήματά του, και μάλιστα δημοφιλή, τα θεωρεί «απαίσια» – χωρίς αυτό να υποκρύπτει κάποιου είδους αντίστροφο ναρκισσισμό του τύπου «για να σας αρέσουν αυτά δεν ξέρετε τι σας γίνεται». Έβλεπα τον δημιουργό που γνωρίζει ότι κάθε αναβαθμός απαιτεί την απόρριψη του προγενέστερου εαυτού μας.
Ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητό του από το ξενοδοχείο.
«Πριν πάμε στο εστιατόριο προτείνω μια βόλτα από τις κεντρικές λεωφόρους, να δεις το Πεκίνο που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, αν συμφωνείς», είπε.
Συμφώνησα.
Διασχίζοντας την πόλη, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, μου έλεγε την ιστορία των σύγχρονων εμβληματικών κτηρίων που είχαν αποκτήσει σημειακό χαρακτήρα.
«Δεν ξέρω αν το Πεκίνο που άφησα υπάρχει», είπα σε κάποια στιγμή.
«Η Κίνα υπάρχει. Αν θέλεις να πάρεις μια γεύση της παλαιάς Κίνας, υπάρχουν ακόμη πολλά μέρη. Όταν ξανάρθεις θα σου πω, κι αν έχουμε χρόνο θα σου τα δείξω».
«Δεν έρχεσαι κάθε μέρα εδώ. Δεν ξέρω αν θα ξανάρθω».
«Θα ξανάρθεις, αφού ξέρεις τώρα πια τον δρόμο», είπε με σημασία.
Δεν ήξερα κανέναν δρόμο. Ήξερα ελάχιστα. Λιγότερα απ’ όσα ήθελα, αλλά για τα περισσότερα θα έπρεπε να αφήσω πολλά, όμως κι αυτό δεν το κάνει κανείς στην ηλικία μου. Η Κίνα ήταν μια ρωγμή στην κουλτούρα και τη ζωή μου από όπου ίσως θα μπορούσα να δω τα πράγματα με μια μικρή μετατόπιση της οπτικής γωνίας, την κρυφή πλευρά των δικών μου παραστάσεων, ό,τι εν πάση περιπτώσει θεωρούσα κατακτημένο. Του το είπα, έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στη λωρίδα ασφαλείας της λεωφόρου που διασχίζαμε.
«Γιατί δεν προσπαθείς να μάθεις τη γλώσσα; Το σκέφτηκες;»
«Το σκέφτηκα και το απέρριψα. Δεν θα τη μάθαινα ποτέ. Είναι αργά για να περάσω στην άλλη όχθη. Νομίζω πως ακόμη κι αν το έκανα, θα ήμουν παρείσακτος εκεί, ένας γραφικός, εν πάση περιπτώσει. Γνώρισα κάποτε έναν Αμερικανό που μετά τα σαράντα του κάθισε κι έμαθε μανδαρινικά κι έπειτα από κάποιο διάστημα άφησε κοτσίδα, λες και θα πήγαινε να παρακολουθήσει μαθήματα στο ανάκτορο του Κομφούκιου. Ήταν αστείος. Ούτε Κινέζος, ούτε Αμερικανός, ούτε τίποτε. Ένας ψευδομανδαρίνος από το Τέξας. Εδώ δεν μπορώ να σου πω καλά-καλά αν και κατά πόσο γνωρίζω σε βάθος τη μητρική μου γλώσσα. Δεν είναι όπως με τα αγγλικά, που είναι lingua franca και τα μιλούν, όπως τα μιλούν τέλος πάντων, σε όλο τον κόσμο. Έχω καταλάβει πως αν αποφασίσεις να μάθεις κινέζικα, θα πρέπει να τα μάθεις πολύ καλά. Να ξέρεις και μανδαρινικά και καντονέζικα, δυο γλώσσες δηλαδή, και το ιδίωμα της Σαγκάης, όπως και κάνα- δυο ακόμη που τα μιλούν στο Σετσουάν κι αλλού. Δεν πειράζει. Κι εμείς τώρα έχουμε ο καθένας από έναν καθρέφτη και κοιτάμε μέσα από αυτόν ο ένας τον άλλο».
«Νομίζω ότι πιο μπροστά κοιτάμε τον εαυτό μας. Η πρωταρχική κατάσταση, ο προθάλαμος της επικοινωνίας, είναι η μοναξιά», είπε σοβαρά, έβαλε ταχύτητα και ξαναμπήκε στον αυτοκινητόδρομο.
Σε λίγο μου έδειξε ένα σχετικά χαμηλό κτήριο, δέκα ορόφων περίπου.
«Το κτήριο της Ένωσης Κινέζων Συγγραφέων», είπε.
«Ζήτησα από τη γραμματέα να το επισκεφθώ, αλλά πρώτα με ρώτησε τον λόγο –φυσικό, αφού κανένας δεν μπορεί να σπαταλά τον χρόνο των ανθρώπων που εργάζονται εκεί μέσα– κι έπειτα, όταν της είπα ότι ήθελα να μάθω πώς λειτουργεί και είναι οργανωμένη η Ένωση, μου είπε ότι θα ζητήσει να μου κανονίσουν ραντεβού. Χρόνος ωστόσο δεν υπάρχει. Γυρίζω μεθαύριο στην Αθήνα».
«Υπάρχουν πάντα τα γραφειοκρατικά προβλήματα. Πιο εύκολα είναι τα πράγματα με τις κατά τόπους ενώσεις. Όταν μια δομή είναι αναγκαστικά τόσο συγκεντρωτική, οι διαδικασίες επιβραδύνονται».
«Τι κάνει εκείνος ο ποιητής που συνάντησα την πρώτη φορά εδώ το 1994, ο Μα Γκάο Μινγκ;»
«Έχει χαθεί, δεν έχω ιδέα. Έκλεισε τη γκαλερί του, νομίζω ότι χώρισε και με τη γυναίκα του, θα σε γελάσω».
«Δεν κάνατε παρέα ποτέ;»
«Δεν έτυχε. Απλώς γνωριζόμαστε. Πιο γνωστός είναι ως μεταφραστής παρά ως ποιητής», είπε κι εγώ αντιλήφθηκα ότι ακόμη και τώρα σκεφτόμουν με βάση τη δική μας τάξη μεγεθών. Θα μπορούσε σ’ αυτή τη χώρα δύο ποιητές, όσο γνωστοί κι αν είναι, όχι μόνον να μη συναντηθούν ποτέ αλλά κι ο ένας να μη γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου.
Οι συστάδες των κτηρίων δεξιά κι αριστερά στη λεωφόρο διαδέχονταν η μια την άλλη κατά κύματα. Μου φάνηκε ότι ήμασταν σταματημένοι κι αυτές έτρεχαν σε αντίθετη φορά μ’ εμάς, ότι η πόλη από τον Νότο, όπου κατευθυνόμασταν, ανέβαινε προς τον Βορρά εξαιτίας του παλμού και της δύναμης των κτισμάτων της.
Βγήκαμε από τη θάλασσα των αυτοκινήτων και μπήκαμε σε μιαν άλλη, σε μια περιοχή γεμάτη εστιατόρια, το ένα δίπλα στο άλλο, με κίτρινο και κόκκινο φωτισμό πάνω από τις μαρκίζες, με τα πλήθη που πηγαινοέρχονταν και τα γεμάτα τραπέζια που φαίνονταν από τα παράθυρα. Ήταν μια βραδιά γεμάτη ιδρώτα και νεαρούς οι οποίοι διασκέδαζαν, μπαινόβγαιναν στ’ αυτοκίνητά τους, τα παρκάρανε με τη βοήθεια αυτόκλητων παρκαδόρων και περαστικών και συζητούσαν δυνατά.
«Πού θα ήθελες να πάμε;» ρώτησε ο Χσι Τσουάν.
«Παντού», είπα. «Εσύ επιλέγεις».
Ανεβήκαμε στο πατάρι ενός εστιατορίου που πρόσφερε θαλασσινά.
«Δεν ξέρω γιατί, αλλά οι τουρίστες εδώ είναι σπάνιοι. Ίσως επειδή κανένας από το προσωπικό δεν μιλάει ξένες γλώσσες», είπε ανοίγοντας τον κατάλογο. «Βλέπεις; και τα πιάτα είναι φωτογραφημένα. Οι ξένοι παίρνουν τον κατάλογο και δείχνουν με το δάχτυλο τι θέλουν να παραγγείλουν. Αν η παραγγελία –συμβαίνει καμιά φορά– δεν είναι σωστή, αρχίζει μια ατέλειωτη σειρά από παρεξηγήσεις».
«Δεν βοηθάει η γλώσσα του σώματος;»
«Οι Κινέζοι και σήμερα ακόμη δεν είναι πολύ εκφραστικοί με τους ξένους. Οι ξένοι χειρονομούν κι οι Κινέζοι αρχίζουν έναν μακρόσυρτο διάλογο μεταξύ τους. Η γλώσσα ενσωματώνει τις χειρονομίες».
Πήραμε μπίρα, γαρίδες, σπρινγκ ρολς και κινέζικα μακαρόνια με θαλασσινά και γλυκόξινη κόκκινη σάλτσα. Ο κλιματισμός υπολειτουργούσε κι άρχισα να ιδρώνω, ίσως ήταν καλό, να μη με αρπάξει το συνάχι που με τριγύριζε από το πρωί.
«Βάλε επιπλέον μπαχαρικά στο φαγητό σου», συνέστησε ο Σι Τσουάν. «Αν αρχίσεις να φταρνίζεσαι, θα πει ότι το έχεις ξεπεράσει. Και πιες ζεστό νερό, όπως το κάνουμε εμείς. Είναι πιο κοντά στη θερμοκρασία του σώματος και δεν σοκάρει τον οργανισμό, που είναι υδραυλικό σύστημα κι έχει την τάση να εξομαλύνει τις διαφορές θερμοκρασίας από μόνος του».
«Δεν είναι και πολύ ευχάριστο να πίνεις ζεστό νερό καλοκαιριάτικα».
«Αποτελεσματικό, όμως».
Είχα απορίες για την εκδοτική ζωή στη χώρα. Πόσοι εκδοτικοί οίκοι υπήρχαν, κρατικοί ή ιδιωτικοί, πώς λειτουργούσε το σύστημα διανομής, ποιο ήταν το κόστος των βιβλίων, οι κυκλοφορίες, οι εκτυπώσεις, τι θέση είχε το βιβλίο στην καθημερινή ζωή.
«Το μέγεθος της παραγωγής είναι συγκριτικά πολύ μικρό ακόμη για το μέγεθος του πληθυσμού. Το σύστημα διακίνησης και διανομής στηρίζεται κυρίως στις βιβλιοθήκες. Μια χώρα με το μέγεθος της Κίνας δεν μπορεί ν’ αναπτύξει λειτουργικά συστήματα πανεθνικής διανομής, το κόστος είναι τεράστιο. Οι συγγραφείς –κι οι ποιητές περισσότερο– γίνονται γνωστοί κυρίως μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά και τη δραστηριότητα των πανεπιστημίων που όλα τους έχουν σοβαρές έδρες λογοτεχνίας. Η Ένωση Συγγραφέων παίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της λογοτεχνικής ζωής κι αποτελεί συχνά βασικό διαμεσολαβητή ανάμεσα στους συγγραφείς και τους εκδότες. Πολλές εκδοτικές επιχειρήσεις είναι μεικτές, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους τομείς της παραγωγής. Οι αποφάσεις για το τι θα εκδοθεί και τι όχι παίρνονται από κοινού, όμως υπάρχουν και πλήθος πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς το βιβλίο του τυπωμένο, υπάρχουν πλήθος πηγές χρηματοδότησης των εκδόσεων. Το αν φτάσει στα βιβλιοπωλεία είναι άλλο ζήτημα. Πολλά βιβλία δεν έχουν οι συγγραφείς τους τη χαρά να τα δουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μολονότι η Ένωση Συγγραφέων είναι ένα συντονιστικό όργανο πανεθνικής εμβέλειας, η σύγχρονη κινέζικη λογοτεχνία είναι ένας πολύπλοκος ιστός, όπου λόγω της φύσης του περιέχει κι αρκετούς δευτεροκλασάτους. Με πολλούς συνυπάρχεις στα φεστιβάλ και τις εκδηλώσεις, δεν είσαι όμως κι υποχρεωμένος να παριστάνεις ότι σου αρέσουν. Οι άνθρωποι εδώ θέλουν ν’ ακούν καλά λόγια για όσα γράφουν, αλλά είναι πολύ λιγότερο πιεστικοί απ’ όσο στις δυτικές χώρες».
«Διαβάζει ποίηση ο κόσμος;»
«Δεν νομίζω ότι τα πράγματα εδώ διαφέρουν και πολύ από όσα ισχύουν στον υπόλοιπο κόσμο. Η τάξη μεγέθους όμως στην Κίνα είναι τέτοια που ένας ποιητής μπορεί να έχει ικανοποιητικό ακροατήριο. Για τα κινέζικα μεγέθη δεν είναι μεγάλο, αλλά αρκετό ώστε ο ποιητής να αισθάνεται ότι διαθέτει το ακροατήριο που του είναι αναγκαίο προκειμένου να μη νιώθει παρίας της κουλτούρας. Η λογοτεχνία μας είναι γνωστή στο εξωτερικό κυρίως για την ποίησή της και από αυτήν, για την ποίηση της περιόδου των Τανγκ. Νομίζεις ότι αυτό δεν μας προκαλεί άγχος; Οι κορυφαίοι ποιητές εκείνης της εποχής έχουν μεταφραστεί και διαβάζονται στις γλώσσες της Δύσης, σαν να πρόκειται όμως για εξωτικά προϊόντα με σύγχρονο περιτύλιγμα. Αλλιώς, για παράδειγμα, καταλαβαίνει ένας Κινέζος τον Ντου Φου κι αλλιώς ένας δυτικός – και δεν αναφέρομαι στο γεγονός ότι εγώ τον διαβάζω στο πρωτότυπο κι εκείνος σε μετάφραση. Ούτε κι έχω κανέναν λόγο να μπλέξω τώρα σε ζητήματα αισθητικής ή ακαδημαϊκής φύσεως. Λέω απλώς ότι ο Ντου Φου ή ο Ντου Μου για σένα μπορεί να μοιάζουν εξωτικοί αλλά δεν είναι «παλαιοί» ποιητές, γιατί το ιδίωμα μέσω των οποίων τους προσλαμβάνεις είναι η σημερινή γλώσσα. Για μένα είναι παλαιοί ποιητές, κλασικοί που λέμε, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που συνεπάγεται ο όρος. Αν γράψω σαν κι αυτούς, μπορεί στη Δύση να μη φαίνεται η διαφορά, όμως εδώ θα είμαι ένας παλιομοδίτης που δεν θα ενδιαφέρει –και δικαίως– κανέναν».
«Πώς αντιλαμβάνεσαι δηλαδή τη σχέση σου με την παράδοση;»
«Να σου πω. Υπάρχει η παράδοση στην εικονοποιΐα και στα στοιχεία της αφήγησης. Αφηρημένη ποίηση της προκοπής ούτε γράφτηκε ούτε και πρόκειται να γραφτεί στην Κίνα, κατά τη γνώμη μου. Όπως στον αγγλόφωνο κόσμο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τι σημαίνει ποιητική εικόνα αν δεν εξοικειωθεί με τις λεγόμενες βυθισμένες εικόνες του Σαίξπηρ, έτσι κι εδώ χωρίς μελέτη της εικονοποιΐας των Τανγκ ποίηση της προκοπής δεν γράφεται. Ούτε φυσικά και χωρίς το ποίημα να λέει μια ιστορία».
«Στα δικά σου ποιήματα βρίσκω μια εντελώς νέα χρήση της αλληγορικής γλώσσας. Είναι, αν μου επιτρέπεις, η ανατροπή του κλασικού παραδείγματος, κατ’ εξοχήν αυτού που οι αγγλοσάξονες αποκαλούν understatement, όχι με την έννοια του σχολιασμού αλλά του άλλου, της σχεδόν αδύνατης έκπληξης. Γράφεις ποιήματα αφηγηματικά, κι ωστόσο τόσο αλληγορικά που καταλήγουν να λειτουργούν ως μνημονικές αναφορές σ’ έναν αόρατο κόσμο, όπως ανοίγεται μόνο σ’ εσένα και κανείς ως τώρα δεν τον έχει δει. Βλέπω, επίσης, έντονο το στοιχείο ενός διχασμού, βλέπω εικόνες ανθρώπων που έχουν αποσπαστεί από τη σκιά τους, τον πραγματικό τους εαυτό», παρατήρησα.
«Διδάσκω κλασική κινέζικη ποίηση, είναι μια τεράστια παράδοση, αλλά η κουλτούρα μας ανοίγεται πλέον σε άλλα πεδία. Αποτιμάς κριτικά εκείνο που σε συνιστά και προχωράς παρακάτω. Η ποίηση, η λογοτεχνία γενικά είναι ενιαία. Οι διαφορές και ο χαρακτήρας κατά τόπους είναι θέμα αποχρώσεων και φωτισμού».
Είναι ήρεμος, σταθερός στις απόψεις του, διακριτικός αλλά χωρίς να διστάζει να πει τη γνώμη του. Από τη γενιά του είναι ο πλέον διάσημος ποιητής κι ίσως ο μόνος πολύ γνωστός κι εκτός Κίνας. Δεν ήθελα να του πω ότι οποιοσδήποτε κι αν ήταν στη θέση του θα είχαν πάρει τα μυαλά του αέρα. Ούτε έκανα καμιά αναφορά στο ότι πριν από τέσσερα χρόνια ο Μάρκο Μάριο Ροτέλι θα συμπεριελάμβανε ανάμεσα στα δώδεκα ποιήματα ισάριθμων διάσημων ποιητών από όλο τον κόσμο κι ένα δικό του στη γιγάντια κατασκευή του με τίτλο Το νησί της ποίησης που παρουσιάστηκε στη Μπιενάλε της Βενετίας. Προσπαθούσα να συνδέσω τον άνθρωπο με τον οποίο μιλούσα με τις προτιμήσεις του ποιητή που ο ίδιος σαν να ήθελε να κρύψει. Κι έπειτα: τι τον είχε παρακινήσει να μεταφράσει τρεις ποιητές τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως ο Πάουντ, ο Μπόρχες κι ο Μίλος; Διαφορετικούς; Για να δούμε:
Ο Πάουντ θεωρούσε ότι η ποίηση σε όλες τις γλώσσες είναι ίδια. Αυτή ήταν η ιδέα, όχι το γεγονός ότι ο Πάουντ είχε μεταφράσει κινέζικη ποίηση. Η αλληγορική γλώσσα του Μπόρχες και η ακρίβεια, όπως και η εκφραστική του οικονομία, ήταν χαρακτηριστικό και του Σι Τσουάν. Αλλά το θρησκευτικό στοιχείο του Μίλος μου φαινόταν ομόλογο της δικής του μεταφυσικής, της αίσθησης των φυσικών φαινομένων στο υπαρξιακό και το κοινωνικό πεδίο. Αυτές ήταν οι εξηγήσεις που σχηματίζονταν μέσα μου καθώς συζητούσαμε, μολονότι δεν επέτρεπα στον εαυτό μου οποιεσδήποτε βεβαιότητες. Ό,τι ήταν βαθύτερα ο ίδιος διέφερε από την συμμετοχή του στα όποια πολιτιστικά δρώμενα. Μπορούσε να τα θεωρεί δευτερεύοντα και να παρίσταται σαν να μην τον αφορούν. Απλώς να βρίσκεται κάπου επειδή έτσι συνέβη, ή πιο πολύ για να δει κάποιους που κάτι σήμαιναν για τον ίδιο.
Από τον Σι Τσουάν έμαθα για έναν συγκλονιστικό κινέζο ποιητή της γενιάς του, τον Χαϊτσί. Θα πρέπει να είχε την ίδια ηλικία μ’ εκείνον, όταν αυτοκτόνησε το 1989. Ο Σι Τσουάν επιμελήθηκε την έκδοση των Απάντων του Χαϊτσί το 1997. Έψαξα και βρήκα ποιήματα εκείνου του νεαρού τραγικού ρομαντικού της Άπω Ανατολής πριν έρθω για δεύτερη φορά στο Πεκίνο. Δυο στίχους του δεν θα τους ξεχάσω ποτέ:
Το φεγγάρι είναι ένας λευκός πίθηκος που ανοίγει πηγάδι,
Το φεγγάρι είναι ένας λευκός πίθηκος που χαμογελά
θλιμμένα.
Δεν ήθελα να θίξω τις ευαισθησίες του Σι Τσουάν, γιατί γνώριζα τους δεσμούς του με τον πρόωρα χαμένο ποιητή κι έτσι, με αφορμή τον Πάουντ, θυμήθηκα τον μύθο του Ζαγρέα. Πώς γεννήθηκε από την Περσεφόνη, την τρομερή θεά του Κάτω Κόσμου που ζευγάρωσε με τον μεταμορφωμένο σε φίδι Δία, πώς ο Δίας του έδωσε σκήπτρο, τη δύναμη του κεραυνού και τη δύναμη να εξουσιάζει τη βροχή, πώς η Ήρα έβαλε τους Τιτάνες να τον εξολοθρεύσουν, πώς οι Τιτάνες του χάρισαν έναν καθρέφτη και την ώρα που εκείνος έβλεπε εκεί το πρόσωπό του όρμησαν πάνω του, σκέφτηκα τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις αυτού του συμπαντικού παιδιού-θεού των Ορφικών, και πώς οι Τιτάνες τον εξόντωσαν και τον κομμάτιασαν την ώρα που είχε πάρει τη μορφή του ταύρου – κι εκεί ανατρίχιασα, γιατί θυμήθηκα τον τρόπο που αυτοκτόνησε ο Χαϊτσί, όταν έξω από το Πεκίνο ξάπλωσε σε μια σιδηροδρομική γραμμή. Δίπλα του βρήκαν μέσα στο σάκο του τρία βιβλία: μια συλλογή διηγημάτων του Κόνραντ, το Γουόλντεν του Θορό και τη Βίβλο.
Ο Χαϊτσί έμαθε για τον μύθο του Ζαγρέα διαβάζοντας τον Νίτσε. Ο Πάουντ από πού; Με τα δάνεια από εδώ κι από εκεί του Πάουντ είμαι πολύ καχύποπτος τα τελευταία χρόνια, όμως δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο που να μη θέλησε ή να μην προσπάθησε να τον μεταφράσει, ακόμη και κάποιοι για τους οποίους η ποίησή του δεν έλεγε τίποτε, συμπεριλαμβανομένου του Μπρόντσκι, όπως το ομολογεί ο ίδιος στο βιβλίο του Υδατογράφημα για τη Βενετία.
Αλλά ο Χαϊτσί ήταν ένας κινέζος Γιεσένιν. Αυτοκτόνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν ήταν φανερό ότι έσβηνε η αγροτική Κίνα της φύσης, όπου οι ποιητές όφειλαν να βλέπουν την τέχνη τους ως παράλληλο φαινόμενο με τη γέννηση του σύμπαντος. Ένας ρομαντικός πάνω στον σκουπιδοσωρό του 20ού αιώνα, ένας συγκλονιστικός ποιητής, μια ιδιοφυΐα επιπλέον, αλλιώς πώς θα τον δεχόταν στις τάξεις του ένα από τα αυστηρότερα πανεπιστήμια του κόσμου, αυτό του Πεκίνου, και μάλιστα στα δεκαπέντε του χρόνια;
Δεν άνοιξα συζήτηση για όσα σκεφτόμουν την ώρα που αραδιάζαμε κοινοτοπίες για το Διαδίκτυο, τις αλλαγές, την παραγωγή, τις μεταμορφώσεις των μεγαλουπόλεων και τα συναφή.
Το φεγγάρι είναι ένας λευκός πίθηκος... Από ποια σκοτεινά βάθη ξεπετάγεται αυτή η αρχέγονη μεταμόρφωση που ως τώρα δεν την είδε και δεν τη φαντάστηκε κανείς; Όμως ο ποιητής απέναντί μου την είδε. Στη συλλογή του Τι λέει ο αετός το γράφει:
Το σώμα που καταστρέφει ο αετός στο χώρο το ξανασυναντά στον χρόνο.
Ευαίσθητος τόσο που να είναι αναγκασμένος να το κρύβει συνεχώς. Και πώς να μην είναι αναγκασμένος να το κάνει, όταν έχει γράψει:
Ονειρεύομαι πως ξαπλώνω μ’ έναν σπουργίτη πάνω στο στήθος που μου λέει «είμαι η ψυχή σου».
Δεν χρειάζεται να μου πει τίποτε για τον Χαϊτσί. Τα είπε σ’ έναν στίχο στη συλλογή του Χαιρετισμός:
Ονειρεύομαι τον Χαϊτσί να με ατενίζει βλοσυρά και να
αρνείται τον θάνατό του.
Το 1989 ήταν μια τρομερή χρονιά για τον Σι Τσουάν. Έχασε δύο από τους πιο στενούς του φίλους. Ο ένας ήταν ο Χαϊτσί κι ο δεύτερος ο Λούο Γιχέ. Ο πρώτος αυτοκτόνησε, ο δεύτερος πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία:
Ονειρεύομαι τον Λούο Γιχέ να μ’ αιχμαλωτίζει σ’ ένα γκαράζ με το
πάτωμα γεμάτο λεκέδες από λάδια. Στη γωνιά είναι ένα κρεβάτι με
λευκά σεντόνια. Εκεί κοιμάται, κάθε βράδυ.
Αν τώρα παραπέμπω σε στίχους του Σι Τσουάν, το κάνω γιατί έτσι νομίζω πως μεταφράζω το ρεύμα της σιωπής που κυλάει κάτω από τα λόγια. Γι’ αυτό γράφουμε. Γράφουμε αυτό που είναι για όσους το καταλαβαίνουν. Ή αυτό που νομίζουμε πως είναι. Τα προφορικά είναι συνήθως άλλα αντί άλλων, δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις, υπεκφυγές.
[ Απόσπασμα από εκτενές οδοιπορικό στο Πεκίνο, το Χονγκ Κονγκ, τη Σαγκάη, τη Χανγκτσού, την Καντόνα, το Μακάο, την Ταϊβάν, τη Γιανγκτσό, τη Χουανγκσάν,το Κίτρινο Βουνό, την Τζινιάν, την Τιαντζίν, την Τσινγκχά, την Τσουχάι κ.ά. ]