Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/afierwma/metafrash-keimenwn-ths-kinezikhs-arxaiothtas-sta-ellhnika-mia-glwssikh-kai-pneymatikh-proklhsh
Η πολύχρονη προσπάθειά μου να αποδώσω στην γλώσσα μας ορισμένα από τα κλασικά κείμενα της κινεζικής σκέψης μέ οδήγησε τελικά στην ακόλουθη διαπίστωση: Τα προβλήματα που θέτει η απόδοση ενός από τα θεμελιώδη κείμενα της κινεζικής σκέψης, σε μία απο τις γλώσσες μας, δεν είναι διόλου τα συνήθη προβλήματα της μεταφραστικής πρακτικής, αν μ’ αυτήν εννοούμε το εγχείρημα μεταφοράς ιδεών και αισθήσεων απο μία γλώσσα σε άλλη. Είναι προβλήματα διαφορετικής τάξεως, θέτουν ειδικά ζητήματα. Ζητήματα που έχουν να κάμουν αφ’ ενός με την ίδια την κινεζική γλώσσα – και κυρίως, είναι αλήθεια, με την γραφή της, που τήν ξεχωρίζει απο το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων γλωσσών του πλανήτη – και αφ’ ετέρου με την εντελώς ξεχωριστή θεώρηση του ανθρώπου και του κόσμου, που περιέχεται στα κλασσικά κείμενα αυτής της γλώσσας, έχοντας πάντοτε στο μυαλό μας ότι η Κίνα είναι η άλλη χώρα θεμελιωδών κειμένων για την ανθρωπότητα.
Η κινεζική είναι, πράγματι, η μόνη γλώσσα που η γραφή της δεν ακολούθησε την πορεία που οδήγησε όλες σχεδόν τις άλλες στο αλφάβητο. Παραμένει ώς τις μέρες μας ένα σύστημα νοηματικής κυρίως γραφής. Γραφή απελευθερωμένη σε μεγάλο βαθμό από ηχητικούς καταναγκασμούς, καθώς μονάδα της δεν είναι, όπως στις δικές μας γλώσσες, το γράμμα (η σαφής δηλαδή καταγραφή ήχου), αλλά το ιδεόγραμμα (字), συλλαβόγραμμα στην πραγματικότητα είναι ο ορθότερος όρος, καθώς πρόκειται κυρίως για σημαίνουσα συλλαβή. Το ιδεόγραμμα είναι συχνά και λέξη, όχι όμως πάντοτε και όχι υποχρεωτικά στην σημερινή κινεζική γλώσσα. Στα κείμενα της κινεζικής αρχαιότητας ωστόσο – αυτά δηλαδή που είναι γραμμένα στο αποκαλούμενο κλασσικό ύφος – το ιδεόγραμμα είναι σχεδόν πάντοτε μία λέξη. Όπως τόσο εύστοχα περιγράφει την ηχητική αυτή αποδέσμευση της κινεζικής γραφής ο V. Segalen, μιλώντας για τα ιδεογράμματα: «...Καταδέχονται απλά και μόνο να διαβαστούν. Δεν επιζητούν διόλου την φωνή ή την μουσική...Δεν εκφράζουν, σημαίνουν, είναι».
Πρόκειται στην ουσία –όπως έχει αποδείξει με τις σχετικές εργασίες του για την κινεζική γραφή από την πλευρά του ο Β. Kalgren– για γλώσσα που μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητή, ακόμη και για όσους είναι η μητρική τους, μόνο ως γραπτό κείμενο. Πρόσθετος λόγος γι’ αυτό είναι τελικά το γεγονός ότι η κινεζική γλώσσα δεν διαθέτει πολλά από τα γραμματικά χαρακτηριστικά των άλλων γλωσσών: Συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν εγκλίσεις, χρόνοι, φωνές, ένδειξη του πληθυντικού στο ιδεόγραμμα. Δεν υπάρχουν ‘μέρη του λόγου’, έτσι ώστε, πολλές φορές, μόνο μέσα από τα συμφραζόμενα μπορεί ο αναγνώστης να αποδώσει κάθε φορά, στο συγκεκριμένο ιδεόγραμμα, καθορισμένη γραμματική και συντακτική λειτουργία. Με άλλα λόγια, να το θεωρήσει ως ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, επίρρημα ή, σε ένα άλλο επίπεδο, ό,τι εμείς αποκαλούμε υποκείμενο, αντικείμενο κλπ. Αυτή η γραμματική και συντακτική λειτουργία, στα λόγια κείμενα που ξετυλίγουν την κινεζική σκέψη, προσδιορίζεται κυρίως από την θέση που κατέχει το ιδεόγραμμα στην κάθε φράση. Αντιθέτως στα ποιητικά κείμενα αυτή η γραμματική και συντακτική ασάφεια των ιδεογραμμάτων λειτουργεί τελικά ως πρόσθετο μέσο ποιητικής έκφρασης. Το ίδιο ιδεόγραμμα, με άλλα λόγια, δηλώνει τόσο το ρήμα όσο και το ουσιαστικό, «...σαν να μην χώρισε επισήμως ποτέ η κίνηση από το πράγμα», όπως έγραψε ο Ε. Pound, για λογαριασμό του Fenollosa είναι αλήθεια.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ως δυσκολίες, το ρήμα στην κινεζική γλώσσα διαθέτει μόνο απαρεμφατική μορφή∙ οι άλλες γραμματικές του λειτουργίες επιτελούνται κυρίως μέσω ειδικών ιδεογραμμάτων, που αποκαλούνται συνήθως ‘κενά’. Ως τελική συνέπεια μεταξύ των άλλων, αυτή η γραμματική και συντακτική υπερφόρτωση των ιδεογραμμάτων, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην σημασιακή πολυμέρεια που χαρακτηρίζει αυτά τα κείμενα. Πολλές φορές, συνεπώς, η ελλειπτικότητα της διατύπωσης – που είναι το άμεσο αποτέλεσμά της – καθιστά τις προτάσεις των κειμένων αυτών καθαρά λογοπαίγνια, έτσι ώστε η απόδοσή τους ν’ αποτελεί ουσιαστικά το προϊόν ενός αδιανόητου για τα δικά μας κείμενα πεδίου ερμηνευτικών επιλογών, πρόκληση και μαζί ευθύνη για όποιον φόρτωσε τον εαυτό του, για τους δικούς του λόγους, με αυτήν την απαιτητική αποστολή: Να επιτρέψει, δηλαδή, όσο γίνεται, να μιλήσουν και στη γλώσσα του οι λόγιοι και οι ποιητές του μακρινού εκείνου κόσμου με την τόσο ξεχωριστή θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Στις μεταφραστικές δυσκολίες που σχετίζονται με την γραφή, προστίθενται επιπλέον και εκείνες που προκύπτουν από την μονοσύλλαβη δομή αυτής της γλώσσας: Αν λάβουμε υπόψη μας το ότι ένα ιδεόγραμμα έχει, όπως είπαμε, πολλές σημασίες, αυτό έχει ως αποτέλεσμα μεταξύ των άλλων ότι ουσιαστική συντακτική και γραμματική λειτουργία αποκτούν έτσι τα κενά που υπάρχουν ανάμεσα στα ιδεογράμματα. Κενά που δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο το ζήτημα, αν λάβουμε υπόψη ότι τα αρχαία κείμενα αυτής της γλώσσας –όπως άλλωστε τα αρχαία ελληνικά– δεν έχουν στίξη και ο διαχωρισμός τους γίνεται εν μέρει με τη χρήση βοηθητικών ιδεογραμμάτων, που ωστόσο δεν λύνουν πάντοτε το πρόβλημα. Κενά, τέλος, που ο μεταφραστής καλείται να γεμίσει με ό,τι βοήθεια τού προσφέρουν η γνώση και η διαίσθησή του, ώστε η απόδοσή του να λειτουργεί παράλληλα σε πλήρη συμφωνία με τη γραμματική και το συντακτικό της δικής του γλώσσας. Μοιάζει, δηλαδή, τα ιδεογράμματα στο κείμενο που επιχειρεί να αποδώσει στην δική του γλώσσα, να είναι τελικά οι πέτρες που πρέπει να πατήσει για να περάσει από τη μία όχθη αυτού του λεκτικού ποταμού (το πρωτότυπο) στην άλλη (την απόδοση στη γλώσσα του): Ο καθένας που το επιχειρεί ακουμπάει όμως σε άλλο σημείο επάνω στις πέτρες αυτές και η διαδρομή του τελικά αποδεικνύεται μια διαφορετική διαδρομή από την αντίστοιχη των άλλων που επιχειρούν κι εκείνοι να περάσουν απέναντι. Σε άλλο σημείο του ποδιού του βρέχεται έτσι ο καθένας από το νερό που κυλάει πάντοτε ανάμεσα στις πέτρες κι αυτό είναι ίσως το κύριο το γνώρισμα της προσπάθειάς τους
Κάθε γραμμή συνεπώς σε ένα τέτοιο κείμενο –ιδιαίτερα αν πρόκειται για λόγιο κείμενο του ενός ή του άλλου από τα πνευματικά ρεύματα της κινεζικής σκέψης– παρουσιάζει συχνά ανυπέρβλητο βαθμό ασάφειας, καθώς το κάθε ένα απ’ αυτά τα πνευματικά ρεύματα διαποτίζει τα ιδεογράμματα που τα εκφέρουν με το δικό του ξεχωριστό νόημα, όπως και μια απλή ματιά στα λεξικά μπορεί να το αποκαλύψει. Η ασάφεια καθιστά θεμιτές έτσι τις εναλλακτικές του αναγνώσεις. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις διαφορετικές ‘ιδεολογικές’ προσεγγίσεις που συνόδευσαν τα κείμενα αυτά στην μακρόχρονη πορεία τους, αυτή η ασάφεια έχει ως αποτέλεσμα πολλά από τα επίμαχα σημεία τους να είναι προσιτά μόνο και μόνο χάρις στην συνδρομή των Ερμηνευτικών Σχολίων που συντάχθηκαν κατά την μακραίωνη ιστορική διαδρομή της Κίνας. Από την περίοδο των Χαν ήδη, όπως επισημαίνουν πολλοί Σχολιαστές τους, τα μεγάλα κείμενα της κινεζικής σκέψης ήταν αδύνατον να μελετηθούν δίχως την συστηματική προσφυγή σ’ αυτά τα Ερμηνευτικά Σχόλια, που πολλές φορές καθίστανται έτσι απαραίτητο στοιχείο τους, σε βαθμό αδιανόητο για τα αντίστοιχα δικά μας κείμενα.
Στις μεταφραστικές δυσκολίες που σχετίζονται με τη γλώσσα του κλασσικού κειμένου και τα ιδιαίτερα εκφραστικά χαρακτηριστικά της, προστίθενται ως εκ τούτου και οι δυσκολίες που σχετίζονται με τον ξεχωριστό πνευματικό κόσμο στον οποίο εγγράφεται το περιεχόμενο κάθε κειμένου. Όπως συνοπτικά το διατυπώνει αυτό ο Ε. Pound, μιλώντας για τα Ανάλεκτα: « Η κατανόηση του Κομφούκιου καθυστέρησε από την προσπάθεια να χωρέσουμε τη σκέψη του στα χονδροειδή δυτικά κλισέ μας».
Κι όσο και αν δεν συμμερίζεται κανείς την άποψη ότι τελικώς είναι αδύνατο –δίχως να τα προδώσεις– να αποδώσεις σε μία από τις γλώσσες μας τα μεγάλα κείμενα της κινεζικής αρχαιότητας, δεν μπορεί να παραγνωρίσει εντελώς προειδοποιήσεις σαν αυτή του A. Graham: «Ο κίνδυνος να επιβάλλεις τις δικές σου νοηματικές κατηγορίες στη σκέψη που εκφράζει άλλες πνευματικές παραδόσεις, είναι κάτι που τελικώς δεν μπορεί ν αποφευχθεί. Οι πιο θεμελιώδεις κατηγορίες είναι εκείνες που προκύπτουν από την ίδια τη δομή της γλώσσας στην οποία σκεφτόμαστε». Ακόμη πιο ριζοσπαστικά θέτει το ζήτημα ο I.A. Richards: «Το πρόβλημα μπορεί με λίγα λόγια να διατυπωθεί ως εξής: “Μπορούμε, όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε ή να μεταφράσουμε ένα έργο που ανήκει σε διαφορετική παράδοση από την δική μας, να πετύχουμε κάτι περισσότερο από το να διαβάσουμε σ’ αυτό τις δικές μας έννοιες;”»
Στο πεδίο αυτό η αδυναμία να αποδώσουμε τη διαφορά που απαιτεί το κλασσικό κινεζικό κείμενο σχετίζεται κυρίως με τις λέξεις που καλούνται να ερμηνεύσουν τα ιδεογράμματα του πρωτοτύπου. Λέξεις που για τα λόγια κείμενα, υποχρεωτικώς σχεδόν, αναζητούνται και ανασύρονται από την παρακαταθήκη των εννοιών που διαθέτουν τα μεγάλα φιλοσοφικά κείμενά μας. Λέξεις που είναι ωστόσο βαθιά συνδεδεμένες με την δική μας κοσμοθεώρηση, έτσι ώστε δύσκολα να μπορούν να αποδώσουν, δίχως παραμόρφωση, την διαφορετική προσέγγιση του κόσμου και του ανθρώπου η οποία διαπνέει, όπως είπαμε, τα θεμελιώδη κείμενα της κινεζικής σκέψης.
Όπως γενικά αναγνωρίζεται, το βασικό κοινό στοιχείο, όλων των ρευμάτων κινεζικής σκέψης ήταν η θεώρηση του ανθρώπινου κόσμου ως απεικόνιση της γενικότερης τάξης του Σύμπαντος, με τον ουρανό και την γη τα δύο άκρα και στην μέση τον άνθρωπο, έστω και με την τέλεια μορφή του που είναι για την κινεζική σκέψη ο Σοφός. Πρόκειται συνεπώς για ένα οντολογικό συνεχές, απο τον φυσικό μακρόκοσμο έως τον ανθρώπινο μικρόκοσμο, που επιτρέπει μια αδιανόητη για τις δικές μας θεωρήσεις ώσμωση των ανθρώπινων και των φυσικών συμβάντων, με τεράστια, μεταξύ των άλλων, πολιτική σημασία (η ουράνια εντολή ως πηγή της εξουσίας).
Ο κόσμος των Κινέζων, με άλλα λόγια, δεν είναι οντολογικά διπλός. Δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο υπερβατικότητας. Στα πλαίσιά του οι Κινέζοι στοχαστές όλων των ρευμάτων και τάσεων ποτέ δεν επεδίωξαν ν αναζητήσουν ό,τι μένει αμετάβλητο στα πράγματα, την ουσίατους, η έξω απ αυτά, την Ιδέα. Η γλώσσα των κλασσικών κειμένων της Κίνας, όπως εύστοχα επισημαίνει ο F. Julien, αγνοεί το ρήμα είναι και προσδιορίζει τα πράγματα κυρίως μέσω της χρήσης του ρήματος γίγνεσθαι (為), που κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν διαθέτει την παραμικρή αρνητική συνδήλωση (φθορά π.χ.), η οποία αντιθέτως διαπνέει, όπως ξέρουμε, την δυτική κοσμοθεώρηση και στις δύο ιστορικές της πηγές.
Αυτή η θεμελιώδης διαφοροποίηση, μεταξύ των άλλων, θέτει τουλάχιστον υπό αμφισβήτηση την πεποίθηση ότι η παρακαταθήκη των κυρίαρχων ιδεών της δυτικής σκέψης είναι ικανή να επιτρέψει την απόδοση στις γλώσσες μας των κειμένων μίας άλλης παράδοσης, δίχως στρεβλωτικό ή προκρούστειο αποτέλεσμα. Για τον πρόσθετο λόγο επίσης, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν ο R. T. Ames και D. L. Hall, ότι στα κλασσικά κείμενα της κινεζικής σκέψης οι λέξεις συγκροτούν σημασιολογικά πεδία και όχι απλά εργαλεία λογικής και σημασιολογικής καθαρότητας, στα πλαίσια μιας ακριβούς αντιστοιχίας λέξης και σημασίας. Με άλλα λόγια, οι λέξεις σ’ αυτά δεν προσδιορίζουν ουσίες αλλά κυρίως υποδεικνύουν αέναα μεταβατικές διαδικασίες και συμβάντα.
Συνεπώς η χρήση των δικών μας φιλοσοφικών όρων για την μεταφορά των θεμελιωδών αντιλήψεων της σινικής σκέψης στις γλώσσες μας αναπόφευκτα τείνει να παραμορφώσει ή, στην καλύτερη περίπτωση, να εξουδετερώσει την ιδιαιτερότητα των κοσμολογικών και ανθρωπολογικών αντιλήψεων που περιέχουν τα κλασσικά κείμενα της κινεζικής αρχαιότητας. Αυτή η θεμελιώδης διαφοροποίηση καθιστά, εν τέλει, προβληματική την χρήση των βασικότερων φιλοσοφικών εννοιών της δυτικής σκέψης για την απόδοση των κειμένων αυτών σε μία απο τις γλώσσες μας.
Πρόβλημα ακόμη πιο έκδηλο φυσικά όταν πρόκειται για την απόδοση αυτών των κειμένων στα ελληνικά, την ιδρυτική, με άλλα λόγια, γλώσσα της δυτικής φιλοσοφίας. Πρόβλημα που στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά συνίσταται στο πώς θ’ αποφευχθεί η απόδοσή τους με τρόπο που δεν θα τα καταστήσει τελικώς ωχρές εκδοχές αρχαιοελληνικών κειμένων. Πρόβλημα άλυτο ώς ένα βαθμό, καθώς πολλές φορές είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να καταφύγουμε σε ορισμένους απ’ αυτούς τους φιλοσοφικούς όρους. Αυτή η παραδοχή επιβάλλει, οπωσδήποτε, στον μεταφραστή, ως ελάχιστο καθήκον του, την επισήμανση, κάθε φορά που απαιτείται, στις απαραίτητες Ερμηνευτικές Σημειώσεις, της ελλειμματικής ερμηνευτικής λειτουργίας των φιλοσοφικών όρων που υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει. Παράλληλα καθιστά αναγκαία την παράθεση όλου του φάσματος των εναλλακτικών ερμηνειών, ώστε ο αναγνώστης να έχει υπόψη του το σημασιολογικό δυναμικό που εμπεριέχουν στο πρωτότυπο τα ιδεογράμματα που ο μεταφραστής επιχείρησε να αποδώσει με τους όρους που επέλεξε.
Τελικός κριτής του μεταφραστή, φυσικά, παραμένει ο αναγνώστης της απόδοσής του. Ο ίδιος νοιώθει, ωστόσο, ικανοποίηση που κατάφερε, με τον τρόπο του είναι αλήθεια, να περάσει απέναντι, έστω κι αν βράχηκε γι’ αυτό. Μπορεί, έτσι, να παραμείνει για λίγο στην όχθη όπου έφτασε και να κοιτάξει άλλη μια φορά εκείνη απ’ όπου ξεκίνησε, πριν επιχειρήσει να πορευτεί στο άλλο λεκτικό ποτάμι που τον περιμένει.