Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/metafrash/gypes-ii
Παρουσίαση της Βραζιλιανής συγγραφέως Carla Bessa και της συλλογής αφηγημάτων της Urubus (Γύπες)
——— ≈ ———
Urubus αποκαλούν στη Βραζιλία τους μικρούς γύπες, τα όρνια της οικογένειας Cathartidae, που ανήκουν στην ομάδα των γυπών του Νέου Κόσμου. Λέξη προερχόμενη από τη γλωσσική οικογένεια tupi των αυτοχθόνων της χώρας. Όπως εξάλλου και η λέξη κόνδορας, που προσδιορίζει, σε όλη την αμερικανική ήπειρο, μεγάλα πουλιά που μοιάζουν με τους γύπες του Παλαιού Κόσμου, και η οποία προέρχεται από τη λέξη kuntur της γλώσσας quechua, που μιλούν κάποια εκατομμύρια ιθαγενών πληθυσμών στις Άνδεις. Για τον δυτικό άνθρωπο είναι μάλλον παρεξηγημένα πουλιά, παρότι συνιστούν τους τελευταίους κρίκους της τροφικής αλυσίδας, ως νεκροφάγα ζώα. Το φαντασιακό του λαού συσχετίζει τον γύπα με τη δυσωδία, το σάπιο κρέας, τη χωματερή, το θάνατο. Θεωρείται συχνά πουλί δυσοίωνο, αποτρόπαιο, μακάβριο και άπληστο (σαν τον θάνατο). Δεν είναι διόλου τυχαίο που στα πορτογαλικά της Βραζιλίας η λέξη urubu έχει και τις συνδηλώσεις του τοκογλύφου και του πεθαμενατζή. Οι ιθαγενείς της Αμερικής δεν έχουν ανάλογες προλήψεις και προκαταλήψεις. Αλλά και στον Παλαιό Κόσμο, στην αρχαία Περσία, άφηναν στους γύπες να φάνε τους νεκρούς και τους ευγνωμονούσαν· η ζωροαστρική θρησκεία καταδίκαζε την ταφή και τη μόλυνση της γης με πτώματα. Τα πτώματα οδηγούνταν σε ένα περίοπτο ειδικό οικοδόμημα, το dakhma (دخمه), λέξη που έχει αποδοθεί ως «πύργος της σιωπής». Εκεί πρόσμεναν τους γύπες. Ξεχασμένα πράγματα όλα αυτά σήμερα, παρότι το κοινωνικό αυτό πουλί εξακολουθεί να είναι απαραίτητο για την ισορροπία των οικοσυστημάτων και παρά τον οικολογικό οίστρο, τόσο του συρμού στις μέρες μας.
Η Βραζιλιανή συγγραφέας Carla Bessa, στη συλλογή αφηγημάτων Urubus (Γύπες), Εκδ. Confaria do Vento, Ρίο ντε Τζανέιρο, 2019, που κέρδισε το 2020 το βραβείο Jabuti, τη σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση της Βραζιλίας, οδηγείται από τους γύπες σε άλλους συνειρμούς. Ψάχνει στην καθημερινότητα της μεγαλούπολης, του Ρίο ντε Ζανέιρο για την ακρίβεια, και σκαλίζει, όμοια με εκείνους που ψάχνουν τα σκουπίδια για να επιβιώσουν, τις ζωές κοινών ανθρώπων που βιώνουν ο καθένας το δράμα του καθώς οι διαδρομές τους μπερδεύονται. Και συναντάει τον κοινό άνθρωπο στην καθημερινότητά του, πέρα από τις κάποιες φαντασιώσεις του λεγόμενου πολιτισμού. Πόρνες, κλεφτρόνια, θυρωροί, οδηγοί λεωφορείων, παιδιά του δρόμου, εγκληματίες που βάζουν χαμηλά τον πήχυ, ένας ερωτoχτυπημένος φούρναρης και φτωχοί γέροι που μοιάζουν να προσμένουν τον θάνατο είναι κάποιοι από τους ήρωες των είκοσι αφηγημάτων της συλλογής. Αφηγήματα που συνδέονται υπόγεια — ύπουλα πήγα να γράψω. Η πλοκή είναι εντυπωσιακή, ειδικά στις φάσεις που ο ανυποψίαστος αναγνώστης φτάνει στα απρόσμενα σταυροδρόμια όπου ανταμώνουν οι μοίρες ανυποψίαστων ανθρώπων. Τρεις φορές μονάχα εμφανίζονται επί σκηνής οι γύπες στο βιβλίο: στον τίτλο, στο πρώτο αφήγημα και στο τελευταίο. Τα δυο αφηγήματα δηλαδή που περιβάλλουν-περικλείουν όλα τα άλλα, τις καθημερινές τραγωδίες οι οποίες, όχι τυχαία, περιφέρονται γύρω μας κινούμενες όπως τα όρνια στον ουρανό, με το βλέμμα στη γη αναζητώντας λεία. Τα υπόλοιπα αφηγήματα δεν έχουν σάπια σάρκα, αλλά σάρκα ζωντανή, που πονάει και κάνει και τον αναγνώστη να πονάει, παραπέμποντας ίσως σε οικεία δεινά. Αλλά και σε μια αληθινή εικόνα από μια χώρα που άρχισε να καταρρέει προτού προλάβει να οικοδομηθεί. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτυπώνει τον φόβο της ζωής, «αυτό το πλήθος κοινότοπων καταστάσεων που μπορούν να σκοτώσουν πιο γρήγορα από τον καρκίνο και που είναι πάντα παρούσες», όπως λέει και ο Μπουκόφσκι, σε ένα ποίημά του, το οποίο η συγγραφέας παραθέτει ως προμετωπίδα στην αρχή του βιβλίου, μετά την αφιέρωση του βιβλίου στους γύπες της οικογένειας Cathartidae.
Η συγγραφέας έχει γεννηθεί στο Νιτερόι, που βρίσκεται στη μητροπολιτική περιοχή του Ρίο ντε Ζανέιρο, το 1967, και ζει από το 1991 στο Βερολίνο. Έχει σπουδάσει υποκριτική και σκηνοθεσία. Έχει εργαστεί σε γερμανικά, αυστριακά και ελβετικά θέατρα ως ηθοποιός και σκηνοθέτις. Το 2013 άρχισε να μεταφράζει λογοτεχνικά έργα από τα γερμανικά στα πορτογαλικά (Κρίστα Βολφ, Μαξ Φρις, Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν κ.ά.), καθώς και παιδική και νεανική λογοτεχνία. Παράλληλα, άρχισε να γράφει σύντομα διηγήματα και παρουσιάσεις έργων σε περιοδικά και μπλογκ στο Διαδίκτυο. Το 2017 εκδόθηκε το πρώτο της έργο, Κι έτσι τότε εγώ απόμεινα δίχως το παιδί εκείνο (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Σκαρίφημα, Αθήνα 2021, σε μετάφραση Νίκου Πρατσίνη), μια συλλογή αφηγημάτων με πολλή θεατρικότητα στην πλοκή και στο στήσιμο, κάπως σαν stand up tragedies (sic), που προκάλεσε αίσθηση. Το δεύτερο έργο της, Urubus, είναι σαφώς περισσότερο «αφηγηματικό», ενώ το τρίτο, είναι μια νουβέλα Minha Murilo (Η Μουρίλου μου), εκδ. Urutau, Bragança Paulista 2021.
Η Carla Bessa, όπως επισημαίνει σε συνεντεύξεις της, πέρασε (σταδιακά, προσεχτικά και στοχαστικά, θα προσθέταμε) από το θέατρο στη μετάφραση — «…θέατρο είναι η μετάφραση κειμένου σε εικόνες και ιδέες επί σκηνής»—, και από τη μετάφραση στη συγγραφή. Η γραφή της, σε λόγο απλό και καθημερινό, μετακινούμενη από την ψυχρή ματιά στο παθιασμένο βλέμμα, κρύβει πολλή δουλειά. Για παράδειγμα, ας αναφέρουμε μόνο πως σε δύο από τα αφηγήματα της συλλογής Urubus περιγράφει την ίδια σκηνή με διαφορετικό τρόπο, τη δεύτερη φορά χωρίς ούτε ένα ρήμα. Συνεχίζει επάξια την παράδοση του καλύτερου βραζιλιάνικου Μοντερνισμού με όλα τα φορμαλιστικά «πάθη» που τον χαρακτήριζαν, αλλά και στη σύνταξη, τη στίξη, τη χρήση των λέξεων κλπ. Μπαίνει δε κανείς στον πειρασμό να θεωρήσει τον τίτλο και ως ένα φόρο τιμής, γεμάτο πικρή ειρωνεία, στο παλαιό πλέον και ξεχασμένο λογοτεχνικό κίνημα του condorismo (ή condoreirismo) που αναπτύχθηκε στη Βραζιλία από το 1860 έως το 1880, δηλαδή την τρίτη φάση του βραζιλιάνικου Ρομαντισμού, που απαιτεί από τον συγγραφέα να βλέπει τα ανθρώπινα με τη ματιά του μοναχικού κόνδορα, από ψηλά και από απόσταση, και να «εκπαιδεύει» τον λαό στη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Ένα κίνημα εμπνεόμενο εν πολλοίς και από τον φιλεύσπλαχνο όσο και μαχητικό ανθρωπισμό του Βίκτορος Ουγκώ. Βέβαια, άλλος είναι ο μεγάλος κόνδορας και άλλο το μικρό urubu.
Επανερχόμενο, αν και όχι πάντα προφανές, θέμα σε όλα τα έργα της Carla Bessa είναι η προσπάθεια ανασκευής της προκατασκευασμένης εικόνας που συνηθίζει να έχει η ταξινομητική μας σκέψη για τον Άλλο: τον ξένο, τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, τον διαφορετικό λόγω τάξης, φύλου ή φυλής, τον τιθέμενο εκτός σε μια σχέση, τον εκτός, αυτόν που τον έχουν στην απέξω, τον ξου.
Ας δούμε κάτι που λέει σχετικά, σε συνάρτηση με τα βιώματά της στη Γερμανία, σε μια συνέντευξή της στον συγγραφέα, μεταφραστή και εκδότη Αλέξανδρο Κυπριώτη: «… δεν είχα και αρχικά ιδιαίτερα μεγάλες δυσκολίες με τη διαφορετικότητα του πολιτισμού, γιατί αυτό ήταν ακριβώς που ήθελα, η αντιπαράθεση με τη διαφορετικότητα, και τον ίδιο μου τον εαυτό τον έβλεπα ως ταξιδιώτη σ’ αυτούς τους διαφορετικούς κόσμους. Μετά όμως, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία και αποφάσισα να μείνω εδώ, άρχισα σιγά σιγά να παρατηρώ ότι οι άνθρωποι με αντιμετώπιζαν με προκατασκευασμένες απόψεις, απόψεις για το πώς έπρεπε να είμαι και πώς όχι, και αυτό μόνο και μόνο επειδή είμαι από μια ξένη χώρα που τους είναι σχεδόν άγνωστη. Για παράδειγμα θεωρούσαν πως είναι πολύ «μη βραζιλιάνικο» το ότι είμαι πολύ πειθαρχημένη ως άνθρωπος. Συχνά έλεγαν, και το λένε ακόμα, ότι “έχω γίνει Γερμανίδα“. Συγχρόνως οι περισσότεροι έχουν στο μυαλό τους μια εικόνα για τη Βραζιλία που λίγο έχει να κάνει με την πραγματικότητα και πολύ περισσότερο με φωτογραφίες από προσπέκτους γραφείων ταξιδίων, με τις οποίες καλύπτουν τη φαντασία τους όσον αφορά τη ζωή σε μακρινές τροπικές χώρες, στις οποίες ημίγυμνοι άνθρωποι είναι ξαπλωμένοι σε ακρογιαλιές και απολαμβάνουν τη ζωή. Στην πραγματικότητα, όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι στη Βραζιλία δεν έχουν καθόλου χρόνο να κάθονται και να ψήνονται στον ήλιο, επειδή, για να βγάζουν τα προς το ζην, είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν τρομερά πολύ, συχνά σε πάνω από δύο δουλειές, και παρ’ όλ’ αυτά δεν αμείβονται αρκετά για μια άνετη ζωή. Αυτές είναι προκαταλήψεις τις οποίες έχω να πολεμάω μέχρι σήμερα. Ή και ως ηθοποιός, τότε μου έδιναν μόνο ρόλους κάποιας από μια νότια χώρα, γιατί έχω την εμφάνιση που έχω και μιλάω όπως μιλάω, δηλαδή με ξενική προφορά. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους σταμάτησα να κάνω θέατρο, δεν ήθελα να υπηρετώ πια αυτό το κλισέ. Υπάρχει ένα ανέκδοτο για έναν ηθοποιό γερμανοτουρκικής καταγωγής, ο οποίος αρνήθηκε κάποτε τον ρόλο ενός “Τούρκου” λέγοντας: “Από τώρα και στο εξής δεν θέλω να είμαι Τούρκος πια, αλλά απλώς άνθρωπος”».
https://www.youtube.com/watch?v=TEdgrrdkcHA
Ακολουθεί μετάφραση του τελευταίου αφηγήματος από τη συλλογή Urubus:
Αλλά δε στερούμε από τους εαυτούς μας την απόλαυση του να πετάμε με τα φτερά ακίνητα, διαγράφοντας μεγάλους κύκλους, εκμεταλλευόμενοι τα θερμά αέρια ρεύματα, με τον άνεμο στο σταχτί σπανό πρόσωπο, χωρίς βιασύνη, παρόλη την πείνα. Η λεία εκεί κάτω δε θα προβάλει άλλη αντίσταση, είναι στη φύση της να κάνει την οσία μαρία, είναι ήδη: κουφάρι. Έτσι περνάμε τη μέρα αιωρούμενοι, στην αναμονή, και με εμπιστοσύνη στην τύχη, χωρίς φόβο μήπως δε βρούμε τίποτα, γιατί το μόνο που δε λείπει από δω είναι η σάπια σάρκα, μεγάλη χωματερή η πόλη όλη. Εκεί κάτω όμως, στην παραλία, στην άκρη του γιαλού, διακρίνουμε, τι είναι πάλι ετούτο;, αγνώριστο-αδιανόητο, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, ούτε τέλος ούτε αρχή.
Μόνο που το έμβρυο είναι κάπως μικρούτσικο, ένα μαλάκιο, ένα πλαδαρό κορμί ασπόνδυλο, ένα κεφάλι και ένα πόδι από μυς, χωρίς κέλυφος. Λουλούδισμα και σάπισμα ταυτόχρονα. Το δέρμα, δέρμα ήταν εκείνο;, μια μεμβράνη πολύ λεπτή και πολύ τρυφερή που διαλυόταν ήδη, θα άνοιγε εύκολα με το ράμφος. Ό,τι ήταν κάποτε πρόσωπο, στραμμένο τώρα προς τα κάτω, γδερνόταν στην άμμο με το πήγαινε έλα του γιαλού καθώς το κοπανούσανε λες και λάξευαν διαμάντι αναρίθμητα κοχυλάκια πετραδάκια βοτσαλάκια.
Πατήσαμε στο έδαφος με προσοχή. Ένας, δυο, εφτά, αναρίθμητοι από μας, με μικρά άλματα, δίχως όμως βιασύνη ακόμα, πλησιάσαμε και εμείς τη λεία. Όπως ήταν προβλεπόμενο, το δέρμα υποχωρεί στο παραμικρό άγγιγμα, πανί φαγωμένο που είχε γίνει χαρτί. Ανοίξαμε σχισμές, τρύπες από όπου τραβήξαμε σπλάχνα, νεύρα, μια καρδούλα;, κομματιάζοντας-κουρελιάζοντας το υπερβολικά μαλακό και μαριναρισμένο από τη θάλασσα κορμάκι.
Είναι εκπληκτικό το πόσο τέλεια είναι η ατέλεια ενός ανθρώπινου κορμιού. Πόσα πολλά χωράνε εκεί μέσα ένα σωρό. Χωρίς βιασύνη, παρότι αχόρταγοι, ξεριζώσαμε απ’ αυτού ό,τι ήταν ακόμη κεφάλι, στομάχι, νεφρά, κύστη, και, α!, για δες, θα πρέπει να ήταν παιδί.
Όπως και να ‘χει, είχε την τύχη να μην είναι. Γιατί ακόμα και αν κατάφερνε να μεταμορφωθεί και εγώ δεν ξέρω σε ποιο μεγάλο άνδρα, ηγέτη, επαναστάτη, λυτρωτή, η αλήθεια είναι πως το πιθανότερο δε θα πήγαινε παραπέρα από ένα στατιστικό στοιχείο, ένα νούμερο σε μια απογραφή. Το πολύ.
Στο μεταξύ τρώμε, ανταλλάσσουμε σκέψεις χωρίς λόγια, διάλογός μας η σιωπή φορτωμένη από όλα όσα βλέπουμε από τη σκοπιά των πουλιών.
Γιατί από πάνω η πόλη δεν σε ξεγελά, είναι άκαρδη. Καθώς πλανάρουμε σιωπηλά παρατηρούμε. Εκεί κάτω βάζουν τα δυνατά τους να διατηρήσουν την απατηλή πρόσοψη, αλλά για μας τα παράθυρα είναι καθρέφτες. Γελάνε αρκετά, τραγουδάνε, χορεύουν, γελάνε, γελάνε όλο γελάνε, όμως από τα μάτια μας μάτια εμάς των όρνιων δεν ξεφεύγει η σαπίλα κάτω από ένα τόσο εύθραυστο δέρμα, ως τα ουράνια φτάνει η δυσωδία από τις καταστροφές, τις απελπισίες, τις μοναξιές, τις απογνώσεις, τους ξεθυμασμένους έρωτες, τις προσβολές, τους σκοτωμούς, τις εκτρώσεις, τις αυτοκτονίες, τις καταφρόνιες, τις αδιαφορίες, την έλλειψη απόλαυσης. Η αλήθεια είναι πως καταβροχθίζουν ο ένας τον άλλο. Κι ύστερα λένε είμαστε εμείς τα όρνεα, εμείς η μοίρα η κακή, οι κακοί οιωνοί, μα την αλήθεια οι άνθρωποι είναι παράξενα ζώα. Σε μας αφήνουν το έργο να τους απαλλάξουμε από τα δικά τους απολειφάδια. Έπρεπε να μας είναι ευγνώμονες.
Τούτη τη φορά τα εξαφανίσαμε όλα στα γρήγορα, επιτέλους, ήταν πολύ μικρή η λιχουδιά, τελειώσαμε δίχως να αφήσουμε ψίχουλο, γλείψαμε και το πιάτο, όπως λένε αυτοί, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό έργο κάνουμε. Γιατί αφού βρισκόμαστε στο τέλος της αλυσίδας, κλείνουμε και ένα κύκλο, είμαστε: επανεκκίνηση.
Χορτάτοι, ξαναρχίσαμε να πετάμε. Αλλά δε στερούμε από τους εαυτούς μας την απόλαυση του να πετάμε με τα φτερά ακίνητα, διαγράφοντας μεγάλους κύκλους, εκμεταλλευόμενοι τα θερμά αέρια ρεύματα, με τον άνεμο στο σταχτί σπανό πρόσωπο, χωρίς βιασύνη.