Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/klimakes/xristoygenniatiko
[ Α Π Ο Τ Ο Α Ρ Χ Ε Ι Ο ]
——— ≈ ———
Καθώς προχωράμε, για άλλη μια χρονιά, προς τα Χριστούγεννα, μια αναφορά σε κάποια παλαιότερη χριστουγεννιάτικη γιορτή, από μια απρόσμενη και ασυνήθιστη πηγή, έχει, θαρρώ, ένα ενδιαφέρον και για τον σημερινό αναγνώστη. Κι ίσως ακόμη περισσότερο στις μέρες μας, στο επετειακό έτος που μας παραπέμπει στη δεκαετία του 1820, γιατί η αναφορά μας είναι στα Χριστούγεννα του 1824.
Πρόκειται για μια περιγραφή μιας οικογενειακής γιορτής σε επιστολή ενός Άγγλου απλού στρατιώτη στην Κεφαλονιά προς τους γονείς του. Ο στρατιώτης αυτός, ονόματι William Wheeler, μετά τη συμμετοχή του στους Ναπολεόντειους πόλεμους, τοποθετήθηκε στα υπό Βρετανική διοίκηση Επτάνησα, και διέμενε τότε με τη γυναίκα και τα παιδιά του στην Κεφαλονιά, όπου από ότι φαίνεται εργαζόταν και ως δάσκαλος (αγγλικών;) με «δεκαοχτώ ελληνόπουλα για μαθητές».
Ο Wheeler, με κάποια έμφυτη κλίση στη συγγραφή, φαίνεται πως ξεκίνησε να συντάσσει ένα ημερολόγιο με τις προσωπικές εντυπώσεις του από τα όσα συνταρακτικά συνέβαιναν γύρω του, και οι επιστολές του έχουν όντως το ύφος μια ημερολογιακής καταγραφής, με οξυδερκείς παρατηρήσεις και αρκετή δόση χιούμορ. Τα κείμενά του, που καλύπτουν μια περίοδο από το 1809 ως το 1828, βρήκαν ήδη από το 1824 μιαν απήχηση στους συναδέλφους στους οποίους ενδεχομένως τα διάβαζε και του ζήτησαν αντίγραφα. Έτσι ένα μέρος τους εκδόθηκε στην Κέρκυρα εκείνη τη χρονιά. Πολύ αργότερα, το 1952, με βάση τις πρωτότυπες επιστολές που βρέθηκαν στα χέρια των απογόνων του Wheeler, δημοσιεύτηκε μια συνολική έκδοση με τίτλο The Letters of Private Wheeler, σε επιμέλεια του λοχαγού B.H. Liddel Hart από τον εκδοτικό οίκο Michael Joseph, στο Λονδίνο, με πολλές ανατυπώσεις, σε Αγγλία και ΗΠΑ, μέχρι την πιο πρόσφατη του 2009 στην Αμερική.
Οι επιστολές του Wheeler από την Κεφαλονιά υπέπεσαν στην αντίληψή μου σε μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα τεύχος παλαιού περιοδικού στο αρχείο του πατέρα μου, και συγκεκριμένα του περιοδικού Πρόσπερος, μια «έκδοση λόγου και τέχνης του Βρεταννικού Συμβουλίου» στην Κέρκυρα, του 1954 (φυλλάδιο έννατο).[1] Εκεί παρουσιάζονται πέντε επιστολές του Wheeler από την έκδοση του 1952, σε μετάφραση και επιμέλεια του Ιβάν Λ. Κυριάκη, υπό τον γενικό τίτλο «Ένας Άγγλος στρατιώτης στην Κεφαλλωνιά [sic] του 19ου αιώνα».
Στη σύντομη εισαγωγή του ο Κυριάκης σημειώνει μεταξύ άλλων:
Τα γράμματά του είναι απλά χωρίς καμία απολύτως επιτήδευση, και προδίδουν ένα πηγαίο περιγραφικό ταλέντο. Όπως προκύπτει οι γραμματικές γνώσεις του απλοϊκού αυτού στρατιώτη είναι πολύ περιορισμένες. Η οξύτατη, όμως, όρασή του, το ζωηρό ενδιαφέρον του για όλα τα ζητήματα και η ζωντάνια της περιγραφής του, δίνουν στα κείμενα των επιστολών του την αξία μιας γνήσιας λογοτεχνικής εκδηλώσεως. Οι πληροφορίες του – παρ’ όλο που δεν μπορεί κανείς να βασιστεί απόλυτα σ’ αυτές – είναι αξιοπρόσεχτες και, όχι σπάνια, μοναδικές. Έτσι, και σαν ιστορικό «ντοκουμέντο» τα γράμματα του Wheeler, παίρνουν μια ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στα κείμενα του 19ου αιώνα.
Είναι φανερό πως πρόθεσή του ήταν να κρατήσει ένα ημερολόγιο του Συντάγματός του, που πήρε μέρος στον Πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου και στη μάχη του Βατερλώ (η περιγραφή της –σύντομη και λιτή– είναι χαρακτηριστική του τρόπου που αντιλαμβανόταν ο Wheeler τα διάφορα γεγονότα, ακόμη και τα πλέον βαρυσήμαντα). Στα γράμματά του από τα Επτάνησα, όπου τελικά πήγε το Σύνταγμά του, μας δίνει πληροφορίες για την Ελληνική Επανάσταση και περιγραφές από την ειδυλλιακή –όπως την έβλεπε– ζωή των Νησιών του Ιονίου. Ακόμη μας διηγείται διάφορα ανέκδοτα, ιστορίες, μύθους και περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες, γιορτές, πανηγύρια, θρησκευτικές τελετές, κ.α.
Η απλοϊκότητά του, αλλά και η περιγραφική του δεινότητα γίνονται αντιληπτές σ’ ένα απόσπασμα επιστολής από την ημέρα της γιορτής του Άη Γεράσιμου (7 Αυγούστου 1824) από το Αργοστόλι, που επίσης παραθέτει ο ΙΛΚ. Εδώ φαίνεται και η σαγήνη που ασκεί πάνω του το ελληνικό τοπίο.
[…] είναι η γιορτή του Άη Γεράσιμου. Ένα τμήμα στρατού με τους πιο πολλούς αξιωματικούς του, ξεκίνησε για το χωριό. Πήρα άδεια και πήγα μαζί τους. Διασκέδασα πολύ και βρήκα να κοιμηθώ. Την άλλη μέρα λιτάνεψαν τον Άγιο στο χωριό.
Συνόδεψα μερικούς αξιωματικούς μας στην κορυφή του Μαύρου Βουνού.[2] Από εκεί χαρήκαμε μιαν από τις πιο ωραίες θέες του κόσμου. Έβλεπες μονομιάς το Μωριά –την Πελοπόννησο, όπως λένε το Μωριά οι Έλληνες –, την πεδιάδα όπου γινόντανε οι Ολυμπιακοί αγώνες, και μιαν ατελείωτη έκταση γης. Σε τούτο το βουνό, οι ιερείς θυσίαζαν στο Δία. Καλύτερο μέρος γι’ αυτό το σκοπό δεν θα μπορούσαν να διαλέξουν, γιατί όλοι οι κάτοικοι του Μωριά έβλεπαν τη φωτιά. Εδώ υπάρχουν ίχνη από κάποια ερείπια και μια τοποθεσία, όπου μια βασίλισσα, με κάποιο κύρος, είναι θαμένη. Ο ταγματάρχης Ross, που ξέρει πολλά από αρχαιολογία, μας έδειξε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα. Εκείνο, όμως που εμένα μ’ ευχαρίστησε περισσότερο ήταν η θέα. Δεν είχα δει παρόμοια στη ζωή μου, για να μπορέσω να συγκρίνω. Γυρίσαμε κατενθουσιασμένοι […]
Τόσο απλοϊκός αλλά και τόσο αισθαντικός συνάμα, ώρες-ώρες ο Wheeler μου φαίνεται περισσότερο σαν ένα μυθιστορηματικός ήρωας, στο μοτίβο του αφελούς παρατηρητή/αφηγητή, και λιγότερο σαν «υπαρκτός» στρατιώτης του αγγλικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε. Υπάρχουν και ακατέργαστα διαμάντια στην αφηγηματική τέχνη, όπως όλοι ξέρουμε.
——— ≈ ———
Αλλά για να επιστρέψουμε στην αρχική μας αναφορά, αντιγράφουμε μία επιστολή από εκείνες που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος του περιοδικού Πρόσπερος, του 1954, η οποία μιλά για τα Χριστούγεννα του 1824. Το κείμενο δεν μας πληροφορεί για τις γιορτές και τις τελετές, αλλά αναφέρεται στην ευωχία και παρατηρεί τον «ελληνικό χαρακτήρα» καταγράφοντας την γνώριμη τάση υπερβολής των δώρων των Ελλήνων προς τον «ξένο», ακόμα και στην (θα λέγαμε πάμπτωχη) Ελλάδα του 1820.
Αργοστόλι 19 Ιανουαρίου 1825
Πέρασαν κι αυτά τα Χριστούγεννα, ή μάλλον πέρασαν δύο Χριστούγεννα αυτή τη χρονιά.[3] Συμμορφώθηκα κι εγώ με το παλιό ρητό που λέει: «Όταν βρεθείς στη Ρώμη, κάνε ότι κάνουν οι Ρωμαίοι». Όσο για το φαγοπότι, ποτέ στη ζωή μου δεν πέρασα τόσο καλά. Για να πάρετε μια μικρή ιδέα, πρέπει πρώτα να σας πω πως έχω για μαθητές δεκαοχτώ Ελληνόπουλα. Οι γονείς τους είναι κάπως εύποροι. Από αυτούς συνέχεια λάβαινα δώρα, αλλά όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, τα Κομπλιμέντα, όπως τα λένε οι Έλληνες, πλήθαιναν τόσο, ώστε δεν ήξερα πού να τα φυλάξω. Κάθε μαθητής μου έφερε και από ένα καρβέλι ψωμί φτιαγμένο από το πρώτο αλεύρι. Ήταν στολισμένα με μύγδαλα και καρύδια, και έμοιαζαν με φασκιωμένα μωρά και ζύγιζαν από 6 ως 14 λίτρες το καθένα. Μου έστειλαν ακόμη άφθονο κρασί.
Ως το μεσημέρι, την παραμονή των Χριστουγέννων, είχα λάβει εφτά καλοθρεμένους διάνους, πέντε καπόνια, έντεκα κότες και εφτά αρνιά, κάπου ένα βαρέλι σταφίδα, πλήθος σταφύλι, μέλι, χαρούπια, ρόδια κι ένα σωρό άλλα πράγματα. (Τα αρνιά και τα πουλερικά ήταν ζωντανά). Καλέσαμε όλα τα παιδιά, αλλά επειδή τα Χριστούγεννα έπεφταν Κυριακή, δώσαμε το γεύμα μας τη Δευτέρα, Πρέπει εδώ να κάμω μια παρατήρηση: ενώ οι Έλληνες είναι τόσον αυστηροί στις νηστείες τους, δεν έφεραν καμιάν αντίρρηση στο να φάνε τα παιδιά τους μαζί μας…[4]Τη Δευτέρα, εκτός από την οικογένειά μου, είχα εικοσιοχτώ καλεσμένους στο γιόμα. Ανακάλυψα πως η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα μας ήταν κάτι καινούργιο για τους Έλληνες. Έτσι αποφασίσαμε να χαρίσουμε σε κάθε Ελληνόπουλο από μία πουτίγκα ανήμερα τα Χριστούγεννα με το παλιό ημερολόγιο. Οι γονείς τους έμειναν τόσο ευχαριστημένοι, που αποφάσισαν να μην υστερήσουνε και κείνοι, κ’ έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων με το παλιό ημερολόγιο, μας προμήθεψαν με ψωμί, αρνιά, διάνους κ.τ.λ. Δεν παράλειψαν και τη σταφίδα. Μας έστειλαν τόσο, που θα μπορούσαμε να ανοίξουμε ένα μπακάλικο…
Κλείνουμε με μια άλλη επιστολή που, λίγους μήνες αργότερα, περιγράφει έναν σεισμό πολύ γλαφυρά, όπου βρίσκει και πάλι ευκαιρία να αναφερθεί στον ελληνικό χαρακτήρα. Με τρόπο έμμεσο εδώ, με τα λόγια ενός τρίτου, και με μπόλικο χιούμορ, μοιάζει να επιβεβαιώνει μια στερεοτυπική εικόνα των ανθρώπινων σχέσεων και συνηθειών της ελληνικής αγροτικής κοινωνίας, μέσα στην οποία, ωστόσο, κάτι αναγνωρίζουμε ακόμα από τον εαυτό μας.
Αργοστόλι, 7 Μαΐου 1825
Δίχως άλλο θα μάθατε για τους σεισμούς που κατέστρεψαν ένα σημαντικό μέρος της πολιτείας της Αγίας Μαύρας.[5] Ευτυχώς για τον πληθυσμό, η προειδοποίηση είχε κάπως μεγαλύτερη διάρκεια από το συνηθισμένο, κ’ έτσι πρόφτασαν οι άνθρωποι να βγουν από τα σπίτια τους και να μη θαφτούν κάτω από τα ερείπια. Εκτός από τους στρατώνες κα μερικά χτίρια, ολόκληρη σχεδόν η πολιτεία γκρεμίστηκε. Το Νοσοκομείο ισοπεδώθηκε. Συνέπεσε να βρίσκονται μόνο δύο ή τρεις άρρωστοι, στο στάδιο της ανάρρωσης, και αυτοί είχαν βγει έξω από το χτίριο, για να δουν τους στρατιώτες που γυμνάζονταν. Από τους κατοίκους σαράντα ως πενήντα σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν βαριά.
Τον αιστανθήκαμε πολύ εδώ στο νησί μας. Ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί. Υποψιαζόμουνα πως θα γίνει σεισμός, γιατί παρατήρησα, λίγο πιο πρώτα, πως τα πουλερικά μου μοιάζανε κακόκεφα και ετοιμάζονταν να κουρνιάσουν. Γελώ ακόμα όταν θυμάμαι τη σύγχυση που προκάλεσε. Η Priscilla[6] κάτι ανακατευόταν με τη φωτιά, εγώ ακουμπούσα, ή μάλλον έσκυφτα, πάνω στο τραπέζι κοιτάζοντας ένα βιβλίο, όταν άρχισε ο σεισμός. Η Priscilla λίγο έλειψε να πέσει με τα μούτρα στη φωτιά. Εγώ βρέθηκα ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω στο τραπέζι και, πριν προλάβω να σταθώ στα πόδια μου, όλα τα παιδιά έπεσαν απάνω μου καθώς έτρεχαν να βγουν από την πόρτα. Κατατρομαγμένοι βγήκαμε τρέχοντας έξω, ενώ γύρω μας έσπαζαν πήλινα αγγεία, γκρεμίζονταν καμινάδες, και τα κεραμίδια έπεφταν στον δρόμο με κρότο. Η γης έτρεμε, οι Έλληνες σταυροκοπιόντανε και παρακαλιόντανε στην παναγία, οι στρατιώτες βλαστημούσαν, οι σκύλοι ούρλιαζαν, οι γάτες έτρεχαν, και για να κοντολογούμε, όλα κουνιόντανε, εκτός από τον γέρο Bullinger[7] που καθόταν στο χορτάρι μπροστά στο σπίτι του και καταριόταν τους ρευματισμούς του.
Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ, αλλιώς όλα τα σπίτια θα γκρεμίζονταν. Με τούτο που έγινε πολλά χτίρια σκίστηκαν από τα θεμέλια ως την κορφή, και η θάλασσα ήταν ανακατεμένη για καιρό. Καθώς τα πράγματα ησυχάζανε, ο Bullinger με φώναξε: «Άιντε», είπε, «στο σπίτι μου και βγάλε έξω το κρασί, μη τάχα ο διάβολος μας δώσει κανένα άλλο κούνημα και βρεθεί κάτω το παλιόσπιτό μου. Καλό είναι να ασφαλίσουμε το κρασί». Δεν άργησα να βγάλω μια μεγάλη νταμιτζάνα, που χωρούσε 20 καρτούτσα. «Α, μάλιστα! Τώρα ας πιούμε λίγο, όσο έχουμε καιρό. Φέρε καπνό και πίπες. Ωχ, ανάθεμα τους ρευματισμούς!»
Καθώς φυσούσαμε τολύπες καπνού, ρώτησα τον Bullinger γιατί τάχα γίνονται τόσο συχνά σεισμοί σε τούτο το νησί. «Λίγοι άνθρωποι το ξέρουν», είπε. «Εσένα, όμως, θα στο πω. Ο λόγος είναι πως τούτοι οι καταραμένοι Έλληνες δεν είναι Χριστιανοί όπως εσύ κι εγώ: Δεν πιστεύουν σε τίποτα. Όλο βλαστημούν, κλέβουν, λένε ψέμματα και κακολογούν ο ένας τον άλλον, από το πρωί ως το βράδυ. Ύστερα, όλο τρώνε, τρώνε, τρώνε, τρώνε, κι’ όλο πίνουν, πίνουν, πίνουν. Μα στο Θεό σου, γιατί δεν πίνεις; Κέρνα και μένα ένα ποτήρι…»