Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/biblia/realismoy-anatroph-kai-lampsh
Αυτός που έτρωγε όλο το γλυκό του είναι ο τίτλος της πρώτης συλλογής διηγημάτων του ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και ανθρώπου του θεάτρου Τηλέμαχου Τσαρδάκα∙ ως ήρωας «αυτός που έτρωγε όλο το γλυκό του» συναιρεί και επεκτείνει εκθαμβωτικά την terra incognita του «άλλου», τη χαρτογράφηση της οποίας επιχειρεί ο συγγραφέας με τα διηγήματά του∙ ως μύστης μάς έλκει σε γλιστερά, γοητευτικά στάδια επαφής με το αλλότριο, στάδια που επισύρουν κατολισθήσεις στη συναίσθηση του «εγώ», την επίγνωση των υλικών και των ορίων του∙ είναι, τέλος, αυτός που κλείνει εμβληματικά τη συλλογή, ως ήρωας του τελευταίου και πλέον ευμεγέθους διηγήματός της.
Περιδιαβαίνοντας τη συλλογή, η αναγνωστική επικέντρωση μετακινείται ακατάπαυστα από το γνώριμο ακρογιάλι, τη θάλασσα, το σπίτι, κ.ά., από τη σκηνογραφία με άλλα λόγια των διηγημάτων, στους κατοίκους – «ηθοποιούς» του χώρου, βασανιστικά οικείοι μες την ξενότητά τους, ασυνήθιστοι ή και κυριολεκτικά ξένοι ή αποξενωμένοι από την αναμενόμενη ανθρώπινη λειτουργία, κάποτε μη άνθρωποι, πνεύμα ή ζώο.
Ο ρεαλιστικός φόντος, φαινομενικά αδιάσειστος, επιφέρει επίμονα την αίσθηση του μετέωρου στον αναγνώστη με τη συχνή, εν είδει ιδιο-τροπίας, ανατροπή του, έτσι καθώς σταδιακά υποπτευόμαστε μια επαναχάραξη των κοινωνικών, κάποτε και των γήινων, ορίων μας. Η διαρκής υπονόμευση των όρων της πραγματικότητας επιβάλλεται ως προσωπική αφηγηματική στάση, ανήκουσα στον συγγραφικό χρωματότυπο του Τσαρδάκα, είτε ως υπερρεαλιστική εισβολή είτε ως κρυμμένη ρεαλιστική πτυχή (όπως συμβαίνει στο διήγημα «Πόλο με τον Ιησού») είτε ως αυστηρά και ασχολίαστα κατατεθειμένη «λογική» ενός εκ των ηρώων (αναφέρομαι στις «Αράχνες», το πρώτο διήγημα της συλλογής, που φέρει τι από την αφηγηματική αταραξία, προκειμένου για τη διήγηση του τραγικού, του Θανάση Βαλτινού) είτε ως παροξυσμική ή απροκάλυπτα μεταφυσική παρουσία του «καλού» («Ένας Πάμπλο Νερούδα», «Γαλαζάκι», κ.ά.).
Η ειρωνεία, ως αιφνιδιαστική αναδίπλωση του αναμενόμενου, ως απόσυρση της θέσης και κεραυνοβόλας εμφάνισης της αντί-θεσης, αποδεικνύεται συνεκτικό της συλλογής στοιχείο, καθώς ο έντεχνος και «αφανής» χειρισμός της ανοίγει κάθε φορά τη βεντάλια της πλοκής.
Ένα επιδέξιο ειδολογικό χαρμάνι και ένα πολυγενές υλικό (ποίηση, ημερολογιακή σελίδα, μονόλογος με υπονοούμενο ακροατή - αφηγητή, μαρτυρία, εναλλαγή ηχογράφησης από κασέτα και ετεροδιηγητικού αφηγητή, κ.ά.) κατοικεί εντός της συλλογής, πειθήνια ισορροπημένο πάνω στις ράγες της γλώσσας. Γλώσσας απλής, αβίαστα χαραγμένης, ικανής να σηκώσει το βάρος τής συνήθως έμπονης πορείας των ηρώων, με την αμεσότητα της κατάθεσής της, τη δραματικότητα της πυροδότησής της.
Ο κόσμος των ηρώων του Τηλέμαχου Τσαρδάκα είναι ερωτικός, δραματικός και ευαίσθητος και απαιτεί λεπταίσθητα αγγίγματα από πλευράς συγγραφέα, προκειμένου να αποστάξει τον πόνο, την απελπισία, την άκρα και ακραία αξιοπρέπειά του.
Τέλος, τη συλλογή διασχίζει η ανθρωπιστική οπτική, η οποία μάς φανερώνεται με τρόπο πρωτότυπο και προσωπικό, ενώ ο συγγραφέας μάς συστήνεται πεζογραφικά και μας κατακτά. Κλείνουμε το σημείωμά μας, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το διήγημα «Την ακούω να κολυμπάει»:
Και μετά, τη φαντάστηκα να χώνει τα δάχτυλά της ένα προς ένα […] μέσα της και στο τέλος όλα μαζί, σφιγμένα σε γροθιά. Να παραβιάζει τον εαυτό της δαγκώνοντας τα χείλη και να φαντάζεται, μέσα στο δικό της όνειρο, εμένα να τη φαντάζομαι, και το αλατόνερο να την πλημμυρίζει. Το σκοτάδι να μπαίνει μέσα της σα φόβος και πλοκάμια —τη φαντάστηκα να φαντάζεται πλοκάμια χταποδιών—, να διεισδύουν στο σώμα της, γυαλιστερά, σαρκώδη, γλιστερά, να φτάνουν πολύ βαθιά μέχρι τις ωοθήκες, μέχρι το τέρμα του σώματός της, μέχρι την αρχή της ψυχής της, κι εκεί, μες την κατάμαυρη θάλασσα, τη φαντάστηκα να κλαίει σα μωρό.