Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/poiisi-kai-pezografia/hraklhs-alloi
Ηρακλής
Τον άνδρα αυτόν που χολικά γογγύζει
όλο κίτρινο νόημα κάτω από την προβιά
μιας λιόντισσας
του αγριμιού —και μάνας κουταβιών 9— που ο ίδιος
θα 'θελε να 'χε σφαγιάσει
τα χρυσύδωρα έντερα στραγγίζοντας από τη μουσική τους
μεταγγίζοντάς τη σε αίμα μπλαβί
χρώμα από αυτό, που δε βάφουν τίποτα
παρεκτός των σημαδιών που αφήνει
το αναρριχητικό φυτό όπως σε σφίγγει
Ή ο κροταλίας
Ή μια παλάμη
τον σπουργιτένιο λαιμό μιας τρυφερής
αλλά κακιασμένης νεαράς
Αυτή η προβιά δεν είναι άλλη
από την ίδια κουβέρτα, με την οποία η μητέρα
τον σκεπάζει κάθε βράδυ μ' επιμέλεια
Με επένδυση διπλή
Έξω τριχιά μέσα ποπλίνα
Και αυτό γιατί, του ανδρός το χνούδι
—μαλακτικοπλυμένο όπως είναι—
δε θα μπορούσε ν' αναμετρηθεί
—σε τραχύτητα—
τις πρόκινες του ζώου τρίχες, που
πάντοτε νεκρές τους ήταν
Έτσι που
πάλι θα νικούσε το (από) έξω το (από) κάτω
και το (από) πάνω το (από) μέσα
Και άντε να εξηγείς στους άλλους
πως σε νίκησε ένα θεριό
να εννοείς μία προβιά και
να καταλαβαίνουν ένα πάπλωμα
Τι φταίει λoιπόν το βρέφος, που Χριστιανοί βάπτισαν Ηρακλή;
Kαι ο Μύθος
που σκόνταψε στην μπανανόφλουδα κι επαρασύρθειν απ' το Πλήθος
Τρεις μεγάλες περίοδοι
Η λέξη νέος
σε κάνει να θες να 'σαι τυφλός
στα δόντια ανάμεσα μαζεύεται
το δέος σαν την πλάκα που
κάναμε όταν είμαστε νέοι με τις
μεγάλες έννοιες να ρισκάρουμε τη
μικρή ζωή το μεγάλο κληροδότημα
κουκούτσι που πιπιλήσαμε σαν τη ρώγα
πριν το φτύσουμε και προτάξουμε
λευκό το μαντήλι σαν αθώοι.
Τα περιστέρια μασούσαν χρόνια
τα συκώτια μας κι αυτά 'βγάζαν
ουρές και τα περιστέρια κι άλλο
μασούσαν μέχρι που αρρώστησαν
μέχρι που το συκώτι μας έγινε
ολόκληρο ουρά και αφού γλίστρυσε
έξω από το δέρμα μας έριξε μια ματιά
κλεφτή και τελευταία πριν τρυπώσει
στον υπόνομο μαζί με τ' άλλα και μας
αφήσει αιμόφυρτους στη γωνία.
Τωρα προσποιούμαστε πως τα
ταίζουμε ψίχουλα και ύστερα αυτά
προσποιούνται πως μαζεύονται στις πλατείες
και τα τρώνε μέσα από τις παλάμες μας
μόνο για να διαβάσουν σε αυτές
τις ξέχωρες μοίρες μέσα από τις
παλάμες μας που κανένα τούβλο πάνω
στ' άλλο με τσιμέντο δεν έστρωσαν
δεν αλφάδιασαν διπλα σ' έν' άλλο
δίπλά σ' έν' άλλο.
Οστεοφυλάκια
Τα καινούρια σεντόνια
Στο καθαρό δέρμα σου
το πλυμενο
στο αρχαίο σώμα μου
Σκεπάσματα δυο σκελετών, που
από κάτω, πολύ κάτω, βραχνά τριζουν
Τι είμαστε ;
Οστεοφυλάκια
που αν τα κουρδίσεις παίζουν μουσική
Μία
Αιώνια κι επαναλήψημη
Το δέρμα τρώει, το σκουλήκι
Το σκουληκι, υφαίνει το μετάξι
που σκεπάζει τη φύση μου και τη δική σου
Κοιμόνται τα σώματα πριν να πεθάνουν
όπως ησυχάζουν σε μαρασμό τα λουλούδια στο βάζο
Αχτίδες φωτός μέσα απ το λουλακί γυαλί
υπενθυμίζουν λόγους για να ζεις
Η καταγωγή σου
απο τη γη της οκνηρίας
επισημαίνει γιατί, παρόλαυτα, πρέπει να πεθάνεις
Κοιμόνται τα σώματα καθέτως
στηριζόμενα απ' τις κλωστές του ίδιου μεταξιού
του σάλιου
που κρεμιόταν απτο στόμα σου αραχνούφαντο
του ίδιου σκεπάσματος
που κατεβάζει τα βλέφαρα σε αυτόν που χάσαμε
Ο Νους παρόντας
Τρόμος ξυπνητός
o ζωντανός να
κλείνει τα μάτια του νεκρού, που
ίσως και να το 'χε θελήσει να πεθάνει, με τα μάτια ανοιχτά
Και αυτή η θλίψη
Αφού δε θα πεθάνουμε, θα ζήσουμε
Αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει ο,τιδήποτε.