Χάρτης 36 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-36/fwtografia/maoainontas-apo-thn-pieria-epanaprosdiorismos-toy-metamonternismoy-sthn-gh-twn-olympiwn-oewn
——— ≈ ———
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΤÓΛΗΣ ΤΑΤÓΛΑΣ
——— ≈ ———
To ζήτημα της αυθεντικότητας ταυτίστηκε με τη διαμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων ήδη από το 19ο αιώνα και μετά. Δεν ήταν κάτι που εμφανίστηκε ξαφνικά. Έγινε μέρος αυτού που μάθαμε να ονομάζουμε δυτική παράδοση. Η βιομηχανική επανάσταση σταδιακά εκρίζωσε μορφές συλλογικότητας και κοινοτισμού που είχαν στη βάση τους έναν κυκλικό ρυθμό ζωής, την ενθύμιση μέσα από την τελετουργία, τον εξισωτισμό μέσα από το μοίρασμα. Παράλληλα η αποικιοκρατία έθρεψε μια περίπλοκη σχέση περιέργειας/φόβου για κάθε τι το διαφορετικό και Άλλο, κάτι που ο Edward Said (1978) απέδωσε μέσα από τον όρο Οριενταλισμός. Την ίδια στιγμή, οι επιστήμες που αναπτύχθηκαν μέσα στο Διαφωτισμό τάχθηκαν στην υπηρεσία της διαμόρφωσης της εθνικής παράδοσης κάθε έθνους. Η τελευταία θα καταστούσε το τελευταίο ξεχωριστό σε σχέση με τα υπόλοιπα ειδικά με τα γειτονικά έθνη-κράτη με υπήρχαν κοινά σύνορα, γλώσσες και έθιμα. Το πρόβλημα το συνόρων θα το έλυναν στις απαρχές του 20ού
αιώνα μια σειρά πολέμων. Το πρόβλημα του πολιτισμού θέλησαν να το επιλύσουν οι εθνικές επιστήμες, όπως έχει αναδείξει το έργο του κοινωνικού ανθρωπολόγου, Michael Herzfeld (19886), η ιστορία, η αρχαιολογία και η λαογραφία.
Για την αποικιοκρατική Ευρώπη η αρχαία Ελλάδα και η σχέση που είχε μαζί της ως επίγονος του αρχαίου κλέους και αξιών έπαιξε κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας ιδεολογίας της υπεροχής. Την ίδια περίοδο, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπάθησε να τεκμηριώσει επιστημονικά, να διεκδικήσει και να καθιερώσει διεθνώς μια γραμμική σχέση με την αρχαιότητα ως πυρηνικό συστατικό της σύγχρονης ταυτότητάς του αλλά και της διαχρονίας του ως έθνος. Το στοίχημα ήταν δύσκολο αφού το νεαρό κράτος ήταν οικονομικά χρεωκοπημένο, πολιτικά εξαρτημένο στις λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις. Η αρχαία Ελλάδα και η αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική μέσω του νεοκλασσικισμού έγινε η αρχιτεκτονική της οικοδόμησης του νέου κράτους αφού είχε ήδη επικρατήσει στην υπόλοιπη Ευρώπη μετά την άνοδο ενός νεο-συντηρητισμού που ακολούθησε την παλινόρθωση πολλών βασιλικών οίκων.
Η αρχαιότητα, η γραμματεία και η αισθητική της, ενσωματώθηκαν στις πολίτικες του πολιτισμού του ελληνικού κράτους και στους μηχανισμούς εκπαίδευσης δημιουργώντας μία απόσταση από το «λαϊκό΄». Μόνο κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 άρχισε να διαφαίνεται μια στροφή στο τελευταίο μέσα σε ένα γενικότερο ητούμενο την «επιστροφή στις ρίζες», η οποία άρχισε να διατυπώνεται συχνά μέσα από ένα αίσθημα νοσταλγίας που συνδέθηκε με τη σταδιακή αναγνώριση των μεταναστευτικών κοινοτήτων που είτε εσωτερικά (από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις) είτε εξωτερικά (προς χώρες του Βορά και της Δύσης) θέλησαν να καταστήσουν ορατό τον πολιτισμό που είχαν συνδέσει με την καταγωγή του, όπως όριζε το μοντέλο του πολυπολιτισμού και της διαφοράς. Παράλληλα η ανάπτυξη ενός σταδιακά όλο και μαζικότερου τουρισμού, δημιούργησε μια νέα αγορά εμπορικής τυποποίησης και εκμετάλλευσης της αρχαιότητας.
Στην Πιερία, ο Όλυμπος ήδη από το 19ο αιώνα προκαλούσε το ενδιαφέρον των περιηγητών και φωτογράφων (βλ. Ματσούκα 2013). Το 1938 αναγνωρίστηκε ως Εθνικός Δρυμός. Παράλληλα όλος ο μύθος του Ολύμπου άρχισε να ενσωματώνεται στην τοπική τουριστική ανάπτυξη. Ήδη από το 1972 άρχισαν να οργανώνονται οι Γιορτές των Μουσών που σταδιακά εξελίχθηκαν στο Φεστιβάλ Ολύμπου ενώ το 1983 έγιναν τα εγκαίνια του Αρχαιολογικού Μουσείου του Δίου με παρουσία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η σύνδεση των βόρειων συνόρων της χώρας με τα τότε κομμουνιστικά Βαλκάνια και αργότερα η έξαρση του εθνικισμού με αιχμή το ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας κατέστησαν την περιοχή σημαντική στο δημόσιο πολιτικό λόγο. Παράλληλα με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ το 1981, το τοπικό άρχισε να συνομιλεί όχι μόνο με παλαιές εθνικές κατηγορίες αλλά και με υπερεθνικές και παγκόσμιες (αγροτουρισμός, πολιτιστικός τουρισμός, παγκόσμια κληρονομιά, οικο-τουρισμός). Στη Πιερία η «Ολύμπια κληρονομιά» που συνδύαζε την αρχαία ιστορία και μυθολογία με το περιβάλλον, υπήρξε κομβικό στοιχείο στην παραγωγή μια ξεχωριστής τοπικότητας.
Οι φωτογραφίες τού Tατόλα προσπαθούν να διερευνήσουν αυτή την τοπικότητα μέσα από την πρόσληψη δεκαετιών αρχαιο-κεντρισμού και εθνικισμού στο επίπεδο της καθημερινότητας.
Ο φακός του ρίχνει φως στην ανα-παραγωγή αυτής της Ολύμπιας κληρονομιάς μέσα από στοιχεία- συχνά σπαράγματα- μιας νεο-κλασσικής αρχιτεκτονικής στους χώρους της δημόσιας οικειότητας∙ στα μπαλκόνια και στις αυλές σπιτιών και ξενοδοχείων, σε πυλωτές και στα χωράφια, στις γυψοσανίδες και κάγκελα ή βιτρίνες εισόδου.
Σε αυτές τις φωτογραφίες, το «κιτς» γίνεται μέρος της ανάγκης «διάκρισης» μιας κοινωνικής κινητικότητας που ξεκίνησε με την οικονομική και πολιτική αλλαγή της δεκαετίας της 1980 και 1990, και έγιναν μέρος της οικονομίας της αντιπαροχής, των φτηνών δανείων και επάλληλων χρηματοδοτήσεων όπου το παρελθόν μετατράπηκε σε «πολιτιστική κληρονομιά» και σε προϊόν της βιομηχανίας του τουρισμού μαζί όμως και με τις ελπίδες για μια θέση στο καλύτερο μέλλον που προοιωνιζόταν η εποχή. Στις φωτογραφίες αυτές η σχεδόν μπαρόκ χρήση της αρχαιότητας οδηγείται σε μια υπερβολή που προκαλεί αυτήν την ίδια την αρχική χρήση της.
Στα παράδοξα και άδεια από ανθρώπινη παρουσία λόγω της πανδημίας τοπία, αυτά τα στοιχεία της αρχαιότητας μοιάζουν με απομεινάρια μιας ματαιοδοξίας που καταλήγει, όπως πάντα συμβαίνει με την ύβρη, να τιμωρείται, αφήνοντας τη φύση να συνεχίσει το έργο της. Ίσως αυτή η τελευταία εντύπωση να ταιριάζει καλύτερα στην αιωνιότητα του «Βουνού των Θεών».