Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/afierwma/mia-prwth-anagnwsh-ths-marias-nefelhs-toy-elyth
Οδυσσέας Ελύτης: Σχέδιο, 1966
——— ≈ ———
Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ
(Κατὰ Ματθαῖον)
Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος
(Προσανατολισμοί, σ.122)
Με αυτές τις δύο επιγραμματικές φράσεις ξεκινά η συλλογή της Μαρίας Νεφέλης. Όπως γνωρίζουμε, η συγγραφή της άρχισε το 1974, λίγο πριν την πτώση της χούντας, αλλά το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1978, ένα χρόνο πριν την απονομή του βραβείου Nobel στον Ελύτη. Είναι χρόνια σημαντικά σε όλη την Ευρώπη, και κυρίως στη Γαλλία: ολοκληρώνουν τη δεκαετία που ξεκίνησε με το περίφημο ᾽68[1]
και αποτέλεσε τομή για εκείνη τη γενιά. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής,[2]
η ιδέα της δομής και του περιεχομένου της συλλογής γεννήθηκαν από μια προσωπική εμπειρία, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε αφορμή για μια περιγραφή και για την εμβάθυνση της σημασίας μιας συνάντησης/σύγκρουσης δύο διαφορετικών τρόπων αντίληψης της ζωής, προσέγγισης σε μια πραγματικότητα που φαίνεται να είναι αντίθετη με εκείνη όπου ζει ο ποιητής, αλλά που και αυτή του ανήκει. Όπως λέει και ο ίδιος, είναι η άλλη μεριά του εαυτού του.[3]
Είναι σημαντικό να σταθούμε λίγο στο νόημα που αποκτούν οι δύο αποφθεγματικές φράσεις με τις οποίες ο Ελύτης μάς εισάγει στα ποιήματα της συλλογής. Η μία είναι ένας στίχος από τους Προσανατολισμούς και μας δίνει ένα πρώτο κλειδί ανάγνωσης: οι δύο φωνές παρουσιάζονται ως μία αντιπαράθεση, μία κατοπτρική εικόνα. Ωστόσο, ο ποιητής θέλησε να μας προειδοποιήσει πως ο βασικός πυρήνας αυτών των ποιημάτων δεν είναι καινούριος, όπως ίσως φαίνεται σε μία πρώτη ματιά και όπως και ο ίδιος αρχικά νόμιζε,[4] αλλά ζούσε μέσα του ήδη από τα νεανικά χρόνια, στην πρώτη συλλογή του.[5]
Η άλλη αναφορά είναι από την Καινή Διαθήκη. Αν συνδέσουμε τις δύο φράσεις, έχουμε μία επιπλέον χρήσιμη ένδειξη για την ανάγνωσή μας: ο αντίπαλος, ό,τι για μας είναι αφιλόξενο ή διαφορετικό, κάτι που συναντάμε έξω από μας, καθρεπτίζει κάτι που είναι μέσα μας, τη σκοτεινή πλευρά μας, που συχνά αγνοούμε, την άλλη σκοπιά του εαυτού μας. Για αυτό το λόγο –όπως διαβάζουμε στο Κατά Ματθαίον– πρέπει να εκφράσουμε καλοσύνη προς ό,τι είναι άλλο, διαφορετικό από μας. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι εξ άλλου η αναγκαία προϋπόθεση για έναν αληθινό διάλογο.
Σχολιάζοντας το ποίημα Through the mirror ο Ξ.Α. Κοκόλης παρατηρεί πως «πίσω από τον καθρέφτη υπάρχει μια άλλη όψη των πραγμάτων, ένας μέσα κόσμος».[6] «Ο καθρέφτης είναι ενδοσκοπικός, κοιτάει κάτω από το δέρμα»:[7]
Ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών
Κεραυνός οιακίζει
Η κατοπτρική εικόνα είναι δηλαδή ένα μέσο με το οποίο ανακαλύπτουμε τον εσωτερικό κόσμο μας.
Η Μαρία Νεφέλη, σημειώνει πάντοτε ο Κοκόλης, «βαδίζει έχοντας πάνω από το κεφάλι της τον ίδιο καθρεφτισμένο βυθό με τα ίδια βότσαλα σαν άστρα».[8] Ο κατοπτρισμός του εαυτού μας συνοδεύει τον ποιητή από το ξεκίνημά του[9] και απαντά σε όλο το έργο του. Έτσι στο Χρονικό μιας δεκαετίας ο Ελύτης ήδη έγραφε: «Ο βυθός ήταν και η οροφή ενός κόσμου πάνω από το κεφάλι μας»[10] και εδώ «οι πέτρες του βυθού μετεωρίζονται ανάλαφρα στο στερέωμα».[11] Ο καθρέφτης κοιτάζει προς τα κάτω, προς το βυθό της θάλασσας, αλλά συγχρόνως προς τα ύψη τού ουρανού. Στον κατοπτρισμό του Ελύτη το ύψος και το βάθος επικαλύπτονται. Διαβάζουμε στους Προσανατολισμούς:
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας
(«Η Μαρίνα των βράχων»)
Μας το θυμίζει επανειλημμένα ο ποιητής: «Στην ποίηση […] τα αντίθετα παύουν να υπάρχουν».[12] Στη Μαρία Νεφέλη όμως έχουμε μια ουσιαστική διαφορά: αν στο παρελθόν την κατοπτρική εικόνα του την έβλεπε στη φύση, τώρα το βλέμμα του κοιτάζει προς τα έξω, προς τον κόσμο των ανθρώπων, προς τη Μαρία Νεφέλη.
Από τους πρώτους στίχους τα λόγια της κοπέλας δηλώνουν πως η ίδια είναι και δεν είναι εκεί, είναι απούσα στην παρουσία της, εκκρεμής ανάμεσα σε αυτό που έχει να γίνει και σε αυτό που έγινε. Απροετοίμαστη ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή και την καταναλωτική κοινωνία που μοιάζει να τρέχει πιο γρήγορα από το φως:
Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα – κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν – ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. […] κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.[13]
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια χρονική αντιπαράταξη ανάμεσα σ’ένα βαρύ παρελθόν και σε ένα παρόν κάποιου που ζει μέρα τη μέρα, χωρίς προγραμματισμό και χωρίς μέλλον, γιατί «πού ξέρεις αύριο τι ξημερώνει». Το μότο στο τέλος του ποιήματος Η Νεφέλη («Χαράξου κάπου με οποιοδήποτε τρόπο / και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία») μας προτρέπει να ζούμε με έντονο τρόπο το παρόν, αλλά χωρίς να αφήσουμε ίχνη, να μην μετατραπεί σ’ένα παρελθόν-φορτίο. Την ίδια ιδέα θα την ξαναβρούμε και αλλού, π.χ. στο ποιήμα Υπεύθυνη δήλωση όπου η πρωταγωνίστρια εφιστά την προσοχή στην αποσπασματικότητα της καθημερινής ζωής της, που αποβλέπει πιθανόν σε ένα ανθρώπινο όραμα πιο αυθεντικό. Είναι η επαναστατική δήλωσή της εναντίον οποιασδήποτε εξουσίας. Αναζητά νόμους, αδιαπέραστους από παρεμβάσεις, που η ίδια νιώθει ως απελευθέρωση:
Μια νομοθεσία
εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες
θα’τανε αληθινή σωτηρία.
Και από τους δύο έχουμε μία δήλωση καταγγελίας εναντίον της παρακμής αυτής της κοινωνίας. Στα λόγια της Μαρίας Νεφέλης στην Παρουσία («Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα / και τα δαιμονικά του κόσμου τούτου») απαντά ο Αντιφωνητής («Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα /δαιμονικά του κόσμου τ’ανεξόρκιστα»). Έτσι ο ένας καταφεύγει σε μία αυτοεξορία στη φύση («από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!»), ενώ η άλλη επιλέγει μία αυτοεξορία ανάμεσα στους ανθρώπους, μέσα στη κοινωνία («Κι απ΄τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα / μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!»). Οι δύο αναγνωρίζουν τη δική τους κατάσταση αυτοεξορίας και παρόλο που η πραγματικότητα μέσα στην οποία κινείται ο καθένας είναι διαμετρικά αντίθετη με εκείνη του άλλου, θα καταλήξουν συμπληρωματικές.
Είναι συναρπαστική η συνολική ανάγνωση αυτών των ποιημάτων που παρουσιάζονται σαν διαδοχικές στιγμές ενός αυθεντικού διαλόγου που αναπτύσσεται. Έτσι αν στο αρχικό κείμενο Η παρουσία, η κοπέλα μιλάει για μία εξορία ανάμεσα στους ανθρώπους, στους επόμενους στίχους στο Δάσος των ανθρώπων θα ορίσει το είδος αυτής της κοινωνίας: μία κοινωνία που, όπως σωστά γράφει η Τζίνα Πολίτη,[14] «αν βιολογικά [βρίσκεται] στην αρχή της εξέλιξης, [βρίσκεται] και στο τέλος ενός παρηκμασμένου πολιτισμού». Πράγματι η παρότρυνση της Μαρίας Νεφέλης να αγνοήσουμε τη φύση και να μπούμε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, μεταβάλλεται ουσιαστικά σε μια πρόσκληση γνωριμίας της κοινωνικής αλλοίωσης γιατί μόνο με την άμεση εμπειρία του κόσμου, θα φτάσουμε στην αλήθεια.
Αλλού, τα λόγια της πρωταγωνίστριας (Η Νεφέλη)
κατηγορούν σαφώς τον διανοούμενο ποιητή, γιατί η επανάσταση γίνεται στη ζωή, στον αγώνα, δεν αρκεί ένας στίχος για ν’ αλλάξει η πραγματικότητα όπου τυχαίνει να ζούμε («Τι με κοιτάς εσύ γραφιάς που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης»).
Ο ποιητής θα απαντήσει στην πρόσκληση ν’αφήσει τον κόσμο τού «ήλιου» και του «φωτός» («Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο / [...] σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου» — Το δάσος των ανθρώπων) και θα δεχθεί να πάει μαζί της «στο δάσος των ανθρώπων». Είναι πια η στιγμή να εγκαταλείψει ό,τι μέχρι τότε αποτελούσε τον πολύτιμο θησαυρό του και που τώρα τον αφήνει κενό. Ήρθε η στιγμή να δώσει το χέρι του στη Μαρία Νεφέλη και να την ακολουθήσει. Αυτή η ανάγκη ενός διαλόγου με εκείνη που αναγνωρίζει πια ως σηματωρό του θα τη βρούμε και σε άλλα σημεία της συλλογής. Στον Ύμνο σε δύο διαστάσεις διαβάζουμε:
Ας μην έχεις ιδέα εσύ
(ποτέ ο Σηματωρός δεν έχει γνώση της αποστολής του)
και παρακολουθώ πίσω από τη χλωμάδα του make up
τον απέραντο δρόμο που ακολούθησα
για να σου μιλήσω έτσι
Στον Ύμνο στη Μαρία Νεφέλη ο ποιητής απευθύνεται σε αυτήν ονομάζοντάς την Ίριδα, κήρυκα των θεών που βάζει σε επικοινωνία τον ουράνιο κόσμο με τους ανθρώπους. Το ποίημα συνιστά έναν διάλογο που πολύ συχνά στον Ελύτη μοιάζει να είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Και ο ποιητής αντιφωνητής δηλώνει την ανάγκη να περάσει στην άλλη όχθη:
Στον Ύμνο στη Μαρία Νεφέλη ο ποιητής απευθύνεται σε αυτήν ονομάζοντάς την Ίριδα, κήρυκα των θεών που βάζει σε επικοινωνία τον ουράνιο κόσμο με τους ανθρώπους. Το ποίημα συνιστά έναν διάλογο που πολύ συχνά στον Ελύτη μοιάζει να είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Και ο ποιητής αντιφωνητής δηλώνει την ανάγκη να περάσει στην άλλη όχθη:
Ποίηση […] – συγχώρεσέ με
αλλ’ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλη όχθη·
οτιδήποτε θα’ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν
(«Το στίγμα»)
Την ίδια παράκληση τη συναντάμε αργότερα και στο «Ρήμα το σκοτεινόν», σχεδόν ως μία επίκληση βοήθειας:
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατά καιρούς
Μες απ΄το στήθος μου και εσείς παλαιές αγροικίες
Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους κήπους
Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
[…]
Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
Η άλλη σου φανεί.
Είναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, η ανάποδη, και είναι δύσκολο να συναντηθούν. Στον Τρωικό Πόλεμο επιμένει πολύ σε αυτή την έννοια: αν ζούσαμε από την ανάποδη, θα μπορούσαμε να δούμε σωστά τα πράγματα; Αυτός ο ενδοιασμός και ταυτόχρονα η επιθυμία μάς διαβεβαιώνουν ότι οι δύο πρωταγωνιστές μας παλεύουν για να δουν τα πράγματα “ίσια” στην αναζήτηση της αλήθειας και της αυθεντικότητας:
Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα.
Να ξαναδώσουμε στα πράγματα την αληθινή ουσία τους, σε μας, χώμα, το χώμα, ”Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερταλ / στον άνθρωπο του Νεάντερταλ”. Στην Ελένη – στο κείμενο που ακολουθεί του Τρωικού πολέμου, ο Αντιφωνητής λέει: “Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής/ είναι όλο ήθος”. Το να είναι κανείς στους αντίποδες της Ηθικής, θεωρητική διατύπωση μιας συμπεριφοράς, σημαίνει να ζήσει μέσα στα πράγματα και μέσα στη ζωή, σημαίνει να ψάξει το ίσιο στην ανάποδη, να “ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα”, να ζήσουμε στην συγκεκριμένη πραγματικότητα, να ζούμε στο παρόν.
Η οδός της γνώσης είναι στενή («Στενός ο δρόμος») και οδυνηρή, αλλά δεν πρέπει να φοβόμαστε: «ώτα ακούειν / μη φόβου α μέλλεις πάσχειν» (Η Αποκάλυψη). Αυτή η συνειδητοποίηση μάς θυμίζει τους πρώτους στίχους του Ελύτη στην Ηλικία της γλαυκής θύμησης:
Ήτανε η οδύνη –
[…] – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος
Η ζωή και η αλήθεια, βεβαιώνει η Μαρία Νεφέλη στο Δάσος των ανθρώπων και μαζί της ο Ελύτης, θα εμφανιστούν μόνο αν περάσουμε μέσα από την οδύνη, μέσα από τις πληγές:
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου
η αλήθεια – έτσι δεν λένε; – είναι οδυνηρή
κι έχει ανάγκη να ΄ξέρεις απ’το αίμα σου
έχει ανάγκη απ’ τις λαβωματιές σου·
Ο πόνος, ως μέσο για τη γνώση, είναι ένα θέμα που επανέρχεται σε όλη τη συλλογή. Έτσι στο δεύτερο μέρος ο Αντιφωνητής στην Ιερή εξέταση
υπενθυμίζει πως αν ο πόνος μπορεί να είναι μια στέρηση, εν συνεχεία μπορεί να μας επιστρέψει με άλλο τρόπο ό,τι μας αφαίρεσε («απ’ αυτά που σου αφαιρεί / σου προσθέτει ο πόνος»). Στο τρίτο μέρος, στην Καλημέρα θλίψη, είναι η Μαρία Νεφέλη που θα γνωρίσει τη θλίψη, ένα κενό που τελικά συνειδητοποιεί, μία δυσφορία που θρέφεται με το ελάχιστο, σχεδόν με το ανεπαίσθητο. Καμία φορά μπαίνει μέσα μας και μας κυριεύει μονάχα με τις ενοχλήσεις της καθημερινής ζωής, σαν ένα ιός ή ένα μικρόβιο:
Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν΄αποσπάσεις κάτι απ΄την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...
Μα η ίδια θα βρει μόνη της και μέσα της την αιτία της εσωτερικής δυσφορίας, που προκαλεί η σύγκρουση με μία απογοητευτική πραγματικότητα που σβήνει όνειρα και προσδοκίες:
Τίποτα δεν αρμόζει στις ημέρες μας
κι επί πλέον συμβαίνει να΄μαι λυπημένη
όπως όταν
νιώθεις βαθιά στο σώμα σου αισθητό
κάτι που ως τότε μόνον είχες κακοβάλει.
(Λόγος περί Δικαιοσύνης)
Η πορεία του αγώνα που τείνει να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού μας δεν γνωρίζει αδυναμίες: «δεν έχει φτέρνες η Τελειότητα»,[15] κοιτάζει μπροστά και καθήκον του ανθρώπου είναι να συμπληρώσει τα κενά: «Κι είναι ανάγκη να πάμε μπροστά / να γεμίσουμε όλα τα Κενά»,[16] δηλαδή να τα καταργήσουμε. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο με την είσοδο στην σκοτεινή πλευρά, τη μαύρη τρύπα. Με άλλα λόγια μπορεί κάποιος να το κατορθώσει, μόνο εάν συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της. Όπως γράφει ο Ελύτης στη αρχική επιγραμματική φράση, θα το καταφέρουμε μόνο αν μπούμε μέσα στο άλλο πρόσωπο που είναι μέσα μας, μόνο αν το ενσωματώσουμε στη συνειδητή πλευρά του εαυτού μας.
Ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική είναι η απάντηση της Μαρίας Νεφέλης στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης κυρίως για τους τρόπους του διαλόγου-σύγκρουσης μεταξύ των δύο συνομιλητών, των οποίων οι αντίθετες θέσεις μειώνονται συνεχώς. Η ίδια υποστηρίζει πως η οδός της Τελειότητας πρέπει ν’ ακολουθήσει μια φυσική πρόοδο, αποφεύγοντας τεχνικούς δρόμους. Ούτε η τεχνολογία, ούτε η πολιτική, ούτε η επιστήμη θα μας οδηγήσουν σε αύτη την πορεία. Μόνο η επιστροφή στην φυσική μας κατάσταση, που σημαίνει να ανακαλύψουμε ξανά το σώμα μας και να συμφιλιώσουμε μαζί του την άλλη διάσταση, δηλαδή να “συμβιβαστούν” τα αντίθετα:
Τώρα που η “φύσις” λιγοστεύει και σπανίζει ο άνεμος
[…]
θα’ταν ύψιστη σοφία να συμβιβαστούν οι Άγιοι με το σώμα τους
Αυτό που δηλώνεται είναι ένα μήνυμα αγώνα γιατί δεν είναι πια ο καιρός για άχρηστες αναβολές:
Μην πείτε: θα βρεθεί ένα δίκιο και για μας.
Δεν μπορεί να μην πάει ο νους μας σε όσα γράφει ο Ελύτης στη Γένεσι, ως επιβεβαίωση για την κυκλική επανάληψη των βασικών εννοιών που εμπνέουν όλο το ποιητικό έργο του Ελύτη και που επανέρχονται, αν και σε διαφορετικό πλαίσιο:
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση
[…]
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή
στις πλαγιές το ίδιο και τα σπλάχνα σου»
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη
Και ο Αντιφωνητής ξέρει πια ότι είναι μάταιο να ψάχνει την αλήθεια μόνο στην φύση, “στο σφύριγμα του ανέμου”, και απαντάει στην πρόσκληση για μια ζωή στο παρόν, εκφράζοντας εκείνο που αλλού θα ορίσει ως “ανάγκη από γης”:
Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης
(«Ρήμα το σκοτεινόν»)
Είναι αλήθεια όμως και το αντίθετο. Ακόμα μια φορά τα αντίθετα συνομιλούν και συμπληρώνονται:
Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.
(«Η Αποκάλυψη»)
Διαφορετικά θα ήταν αδύνατο για τον Αντιφωνητή να δεχτεί να ζήσει σε ένα κόσμο με τατουάζ και μεταμφιέσεις, με πραγματικότητες πού διαρκούν λιγότερο από 24 ώρες. Δύσκολο να ζει σε αυτά τα “μαύρα κενά” παρόλο και ανοίγουν ψηλά, προς τον ουρανό. Είναι η κατάσταση που περιγράφεται στους στίχους της Pax San Tropezana με λόγια σκληρής καταγγελίας και περιφρόνησης : «Τι βουβάλα που ‘χει γίνει τώρα τελευταία η γη!», ένας καταναλωτικός κόσμος όπου αν κάτι χαλάσει, μπορούμε απλά να το αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο, πράγμα ή πρόσωπο· αν χάσεις κάποιον, κάποιος άλλος μπορεί να πάρει τη θέση του:
Καιρός των ανταλλακτικών:
σπάει λάστιχο –βάζεις λάστιχο
χάνεις Jimmy βρίσκεις Bob.
Σε αυτό το χάος χάνεται η αίσθηση της πραγματικότητας, χάνεται η ταυτότητά μας. Έτσι η σερβιτόρισσα στο Tahiti με τους δεκαεννέα εραστές, τελικά ίσως να ήταν λεσβία (“Όμως θαρρώ στο βάθος ήταν ομοφυλόφιλη”).
Αλλά για να νιώσουμε τη γεύση ενός φρούτου, της προόδου – γράφει ο Ελύτης στο μότο που κλείνει το ίδιο ποίημα – πρέπει να τρώμε ολόκληρο το φρούτο, με φλούδια και κουκούτσια: “Τρώγε την πρόοδο/και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της”. Που σημαίνει να μπαίνουμε μέσα σε αυτή τη πραγματικότητα στο σύνολό της, σχεδόν σαν σε μία ομοιοπαθητική θεραπεία για ν΄ ανοσοποιηθούμε από την αρρώστια της. Ο ποιητής μας δίνει εδώ μια σκληρή και ρεαλιστική περιγραφή της παρακμής της κοινωνίας μας, των χρωματιστών πληθών που πάνε “πασπατευτά […] μπουσουλώντας”.
Η Μαρία Νεφέλη συμφωνεί απόλυτα ως προς αυτό το σημείο με τον Ποιητή, τον Αντιφωνητή της, και η δήλωσή της για μια βαριά κοινωνική διαμαρτυρία είναι η φυσική συνέχεια του προηγούμενου, ειρωνικού και σχεδόν κυνικού, πορτραίτου:
Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε – ποτέ των άλλων).
(«Ο πλανήτης γη»)
Kαμία άλλη συλλογή του Ελύτη δεν είναι τόσο βαθιά πολιτική. Όπως γράφει η Τζίνα Πολίτη, η Μαρία Νεφέλη είναι «ένα ποίημα που θέλει να ζήσει κανείς μαζί του ώρες και ώρες […]. Είναι ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της εποχής μας και η απάντηση στην αγωνία που περιέχει».[17] Πρόκειται για μια αληθινή, κοινωνική και συγχρόνως οικολογική, καταγγελία που πραγματώνεται κυρίως από τη πιο νέα φωνή. Στο Κάθε φεγγάρι ομολογεί η Μαρία Νεφέλη αναγνωρίζει υπεύθυνο για αυτήν την παρακμή τον άνθρωπο και κυρίως αυτούς που στην κοινωνία, πέρα από την επιφανειακή τους εμφάνιση, εκμεταλλεύονται την εξουσία που έχουν:
Εσύ ‘σαι αυτός που του ‘ριξαν το δίχτυ[…]να
τον σκοτώσουν μα κρατάει μες στο βασίλειό του ακόμη·
που σπρώχνει την αγάπη απ’ το παράθυρο κι ύστερα
κλαίγεται και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.
Η κατάσταση έφτασε πια σε τέτοιο σημείο που είναι αδύνατο για τον άνθρωπο να σωθεί, γιατί έχει “ανακατώσει τόσο τους καιρούς που μήτε ο ίδιος [ξέρει] από που το μήνυμα θα [λάβει]” (Κάθε φεγγάρι ομολογεί).
Σε αυτό τον κόσμο που βρίσκεται σε διάλυση, ο Ποιητής αντιπαραθέτει τον Προπατορικό Παράδεισο, την ομορφιά και τη νοσταλγία για έναν κόσμο “των πρώτων ημερών”. Το κακό, ο αληθινός θάνατος (και σε αυτό συμφωνούν και οι δύο), είναι μόνο έργο των ανθρώπων:
Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα
και άλλα των Δυτικών εφευρήματα.
Όμως αλήθεια εκεί μακριά
στη δροσιά των πρώτων ημερών
πριν από το καλύβι της μητέρας μας
τι ωραία που ήταν!
[…]
ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
που έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι
Λόγια που αναφέρονται στο παρελθόν, με νοσταλγία για έναν πρωτόγονο κόσμο:
Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές
συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:
“τι έστιν πόνος;” και “τι νόσος;” και διόλου δεν ήξερα.
Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για
το Δέντρο απ΄όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.
Λοιπόν; ΄Ηταν αλήθεια ο θάνατος; Όχι αυτός – o άλλος
που θα΄ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; ΄Ηταν αλήθεια
το άδικο;
(«Ο Προπατορικός Παράδεισος»)
Πριν από το προπατορικό αμάρτημα, το κακό, ο θάνατος, η αδικία δεν υπήρχαν. Είναι λοιπόν ο κόσμος των ανθρώπων υπεύθυνος για την εισαγωγή τους.
Σε αυτά τα λόγια του Αντιφωνητή-Ποιητή, η γυναικεία φωνή απαντάει από μια φανταστική διάσταση με λόγια που μοιάζουν να προέρχονται από ένα όνειρο, παρόλο που η ίδια επιμένει να το αρνείται. Μπαίνει σε ένα χρονικό χώρο όπου παρελθόν και μέλλον ανακατεύονται τόσο πολύ που η ίδια μπορεί να μιλήσει για ανάμνηση του μέλλοντος.
Σε αυτή τη “μισο-ονειρική” διάσταση η Μαρία Νεφέλη συναντάει τον πρωτογενή κόσμο του ποιητή, τον κόσμο που η ίδια ονομάζει των “πάνω ανθρώπων”, των διαφορετικών από τους “κάτω”.
Το “πένθος του παρελθόντος” που κλείνει τον Χαρταετό είναι πιθανόν το πένθος για το χαμό του κόσμου των “πάνω ανθρώπων” που καταλήγει να συμπίπτει με όσα αναφέρει ο Αντιφωνητής, το χώρο του απείρου, ένα χώρο υπεράνθρωπο:”Το άπειρο υπάρχει για μας/όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο” (Eau de Verveine). Αυτή είναι η εξήγηση για τη λανθασμένη αντίληψη του χώρου-χρόνου:
δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ΄το βουνό
δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος
λανθασμένες είναι όλες οι αποστάσεις
που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω
καυχησιολογούμε λέγοντας
«ο κόσμος είναι αυτός».
(«Η Άνω Ταρκινία»)
Η αντίθεση και η απόσταση ανάμεσα στις δύο φωνές γίνονται ιδιαίτερα έντονες κάποιες φορές, όπως στην αντιπαράθεση που έχουμε στους στίχους της Electra bar και της Παρθενογένεσης, τόσο σε λεκτικό όσο και σε σημασιολογικό επίπεδο. Το βλέμμα του ποιητή κοιτάζει ψηλά, όπως λέει και ο Πλάτωνας “πέρα από τα όρια του αέρα”, όχι μόνο πέρα από τη γη αλλά και πέρα από τους ουρανούς[18] και μπαίνει σε μία τρίτη κατάσταση του πνεύματος όπου, σύμφωνα με όσα γράφει ο ίδιος ο Ελύτης[19], τα αντίθετα παύουν να υπάρχουν. Αυτό σημαίνει ότι σε αυτή τη διάσταση χωράει και η Μαρία Νεφέλη, παρ’ όλη την τελείως διαφορετική αντίληψη ζωής που έχει και μολονότι πως η ίδια ψάχνει τη λύση όλων των προβλημάτων κάτω απ’ την επιφάνεια της γης. Η Γη αποκαλύπτεται μεγάλη, ιδωμένη από εκεί κάτω, αλλά είναι ακριβώς αυτή η κατάσταση των “ενταφιασμένων” που δημιουργεί μια κραυγή διαμαρτυρίας, μια επιθυμία για ένα κοίταγμα πιο πέρα, για μια μεγαλύτερη τόλμη: “Κάτι άλλο ας τολμήσουμε οι ενταφιασμένοι” (Electra bar).
Ήδη στο ποίημα Πάτμος η ίδια, αν και “σβησμένη” “μες στα ούζα και στα εγγλέζικα”, βουλιάζει στη φύση ενός πετραδερού νησιού. Ο κόσμος και η γλώσσα της είναι αναμφισβήτητα διαφορετικά (Πάνοπλη με δεκάξι αποσκευές με sleeping bags και χάρτες / πλαστικούς σάκκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς/ κιβώτια με φιάλες μεταλλικό νερό) και παρόλο που η φύση για την οποία μας μιλάει είναι άλλη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ένα “μεράκι αλλόκοτο”, μία ηχώ του βαθύτερου και σκοτεινότερου εαυτού της αρχίζει ν’αναδύεται και εμφανίζεται μια εξαγνιστική πρόθεση που την σπρώχνει να πλύνει “προσεχτικά”, και “με στοργή” τις ουλές που είχαν αφήσει πάνω της“οι δαγκωνιές του Αόρατου”.
Μετά από αυτές τις οξείες αντιπαραθέσεις, ως φυσική συνέπεια ενός εποικοδομητικού διαλόγου, που δεν αποκλείει τη δυνατότητα μιας συνάντησης διαφορετικών τρόπων ύπαρξης και σκέψης, η ίδια, που υποστήριζε με σθένος μια ζωή στο παρόν, μέρα με τη μέρα, χωρίς το βάρος του παρελθόντος, θα φτάσει τελικά να αναιρέσει την ύπαρξή του παρόντος:
Το παρόν είναι ανύπαρκτο και τα μισά
μαλλιά μου κιόλας κάπου αλλού
σ᾽ εποχές άλλες κυματίζουν.
(«Djenda»)
Ο εσωτερικός κόσμος της, πνιγμένος βαθιά στο υποσυνείδητο, μέσα από τη συνάντηση με τον Αντιφωνητή, σιγά σιγά αναδύεται, παρόλο που αυτή η νέα κατάσταση συνεχίζει να της είναι ξένη:
Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι·
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
(«Πάτμος»)
Είναι η κατοπτρική αίσθηση που έχει και ο ποιητής, κρυμμένος στο εσωτερικό κόσμο του, ξένος στην γήινη πραγματικότητα:
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
[…]
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
[…]
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ’ήμουν είδος Άμοιαστο
(«Το τραγούδι του ποιητή»)
Λόγια που προαναγγέλλουν τους αρχικούς στίχους στο «Ρήμα το σκοτεινόν»:
Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν
Μολαταύτα, και παρ’όλες τις πιθανές αντιφάσεις, αυτή η συλλογή του Ελύτη μοιάζει να πραγματοποιεί τη ροπή και την επιθυμία που συναντάμε σε όλη την ποίησή του: να βγει από αυτό που πολλοί είδαν ως τον γυάλινο πύργο του και, μετά από ένα βαθύ σκάψιμο στον εσωτερικό κόσμο του και με το βλέμμα στραμμένο προς τα ψηλά, πέρα των ουρανών, να μπορεί επιτέλους να συναντήσει τον άλλο, να συμμερίζεται και άλλους τρόπους ζωής και σκέψης, να είναι ανοιχτός στο διάλογο και στη σύγκριση, χωρίς να απορρίπτει την άλλη διάσταση του εαυτού του, που η απάρνηση της θα τον οδηγούσε στο θάνατο από «ουρανική ασιτία» (Ich sehe dich). Έτσι αρχίζει το υπερουράνιο ταξίδι του, πέρα από τον «φράχτη του ήχου» και, με τη ταχύτητα αστραπής της ποίησης και μόνο της ποίησης, ο Αντιφωνητής παίρνει μαζί του τη Μαρία Νεφέλη που τώρα μπορεί να τον ακολουθήσει, λυτρωμένη πια από την «γήινη οίηση» που της είναι πλέον περιττή (Ich sehe dich).