Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/afierwma/trwgame-ta-xiliometra-h-o-elyths-epi-troxwn
Ηώ Αγγελή: «Στα περιβόλια»
——— ≈ ———
«Λαχταράτε κανένα προπολεμικό αγαθό;», ρώτησε ο Φάνης Κλεάνθης τον Ελύτη, τριάντα ενός ετών το 1942, στο πλαίσιο συνέντευξης με τον ποιητή που δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί στο περιοδικό Μπουκέτο. «Α, ναι!», απάντησε εκθύμως ο Ελύτης, «αυτό μπορώ να σας το πω αμέσως και χωρίς να σκεφτώ καθόλου! Μα δεν υπάρχει αμφιβολία, το αγαθό που λαχταράω είναι το αυτοκίνητο! Μη με πάρετε για κανένα καθυστερημένο νεόπλουτο, που θέλει να κάνει επίδειξη των χαμένων πρόσκαιρα αγαθών του, ούτε για κανένα αναίσθητο, που με τα λόγια του αυτά προσβάλλει τα εκατομμύρια εκείνων που δεν έχουνε να φάνε σήμερα. Όμως, το αυτοκίνητο είχε γίνει πραγματικά για μένα μια αναπόσπαστη οργανική ανάγκη, ακόμη και όργανο επιβοηθητικό της ποίησής μου, όσο κι αν ένα τέτοιο πράγμα μπορεί εκ πρώτης όψεως να φανεί παράξενο. Σ’ αυτό χρωστάω την πολυτιμότερη πείρα μου, τη λεπτομερέστατη γνωριμία μου με την Ελλάδα, την καθημερινή σχεδόν επαφή με τη φύση, τις αλλεπάλληλες εκείνες μεγάλες διαδρομές των τριών και τεσσάρων χιλιάδων χιλιομέτρων, όπου μου δόθηκε η ευκαιρία ν’ αφομοιώσω έναν καινούργιο κινητικό τρόπο ερμηνείας της φύσης, μια καινούργια αντίληψη για τη ρύθμιση της ταχύτητας των λυρικών μου εικόνων» - ο Ελύτης ήταν κάτοχος διπλώματος οδήγησης από τον Σεπτέμβριο του 1939.[1]
Πράγματι, θυμάται ο ποιητής των Προσανατολισμών και γράφει, πολλά χρόνια αργότερα, το 1996: «Τα πρώτα νεανικά μας χρόνια, τότε που το σπίτι του [“ένας Αλέξανδρος του Νικολάου”…] άστραφτε από τ’ ασήμια και τους πολυελαίους, εμείς οι τέσσερις φίλοι που συνεδριάζαμε στο ημιυπόγειο γραφείο του, σκυμμένοι πάνω σε γεωγραφικούς χάρτες και άλλων λογιών οδηγούς, αδιαφορώντας αν ίσως μεγάλωνε ή μίκραινε η Ελλάδα, μ’ έναν σίγουρο σκοπό: να τη γνωρίσουμε». Η μόνη λατρεία, «μετά τον χριστιανισμό» που η παρέα καλλιεργούσε «ήταν το ιδιωτικό αυτοκίνητο». Έστω κι αν ήταν «παλιαντζαρία» σαν το δικό τους.
Το αυτοκίνητο σε βγάζει «όπου να ’ναι». Μοναδική προϋπόθεση, «το έδαφος να ήταν η Ελλάδα». Έτσι, «τρώγαμε τα κομμάτια της με βουλιμία», «πότε σκληρά, πότε αρμυρά, σαν να ‘χαμε μπροστά μας κείνο που καταναλώνουν ευκολότερα τα μάτια κι ο νους παρά η πείνα και το στεγνό λαρύγγι». Τι κι αν το αμάξωμα ήταν «μισοκατεστραμμένο»; Ψίθυρο τον ψίθυρο «και φλοίσβο το φλοίσβο ένα μήκους αμετρήτου όραμα ξετυλιγόταν συνεχώς μπροστά μας, για να το εγγράψει η κρυμμένη μέσα μας μηχανή».
Έτσι –και έτσι–, «οδεύοντας απ’ τη Ζαραφώνα στην Ιστιαία και απ’ την Τσαγκαράδα στην Κρυσταλλοπηγή […] από τα 140 σημεία που πιθανόν περικλείει ο ελληνικός χώρος, δεν έμεινε ούτε ένα που να μην το σφραγίσουμε με την κάφτρα του τσιγάρου μας» – «τέτοια κάφτρα είναι που σημάδεψε μια ζωή συνάμα με τη φιλία μία χώρα», με τον ποιητή, από τη θέση του συνοδηγού για την ώρα –αλλά, άραγε, οδήγησε ποτέ ο ποιητής αυτοκίνητο;–, να εκπαιδεύεται στη λεπτομέρεια, να τρώει με τα μάτια του τον έξω κόσμο, όπως έτρωγε τα χιλιόμετρα.
Έτρωγε τα χιλιόμετρα με τη «Σεβρολέτ» –«δυνάμεις πολλών ίππων σε κάτι σταλτό της ομορφιάς κιόλας φευγάτο»–, πορευόταν, αυτός και οι σύντροφοί του, «σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη», «σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη». Ναι, με αισθήσεις, λέξεις, σιωπές, πρακτικές πολιτισμικές σφραγίζεται ο ελληνικός χώρος επί τροχών –το τοπίο εμπεριέχει πολλούς τόπους που ορίζονται μέσω της χρήσης ποικίλων πολιτισμικών πρακτικών–, με την καύτρα του τσιγάρου σφραγίζεται, στίγμα και μαζί στίξη, το λογικό να γνωρίζει, για να μπορεί η ποίηση να φαντάζεται αλλιώς αυτό που η γνώση έχει αποστηθίσει διατρέχοντας, γεωγραφώντας επί χάρτου και επί οδών τον χώρο. Μέσω της περιδιάβασης, προσπαθώ να πω, ο χαρτογραφημένος χώρος μετασχηματίζεται σε έναν τόπο με νόημα και μνήμη, μνήμη, του Ελύτη και των συνοδοιπόρων του, συλλογική, επομένως, η οποία κυριολεκτικά ιδρύει τον χώρο, τον τόπο που χάνεται και γεννιέται σε κάθε μικρή ή μεγάλη τέλεση, όπως, βέβαια, και οι κοινωνικές σχέσεις τον χώρο εγκαθιδρύουν, τις εμπεριέχει και εμπεριέχεται σε αυτές, γι’ αυτό και ο χώρος, κάθε χώρος επί τροχών (ανα)νοηματοδοτείται, επί τροχών, εν προκειμένω, του Ελύτη και των συνοδιτών του.[2]
Πρωτοπόροι, «πιονέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ», την εποχή που άρχισαν οι πρώτες εξορμήσεις του ποιητή στην ύπαιθρη Ελλάδα, παρέα με «ένα φίλο που δεν ήταν ίσως διανοούμενος αλλά που ήταν ελληνολάτρης συνειδητός και αυτοκινητιστής από τους πρώτους στον τόπο».
Την εποχή εκείνη, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, «για να πας από δω [την Αθήνα] στους Δελφούς ήταν ένα εγχείρημα περίπου απίθανο, μια εκστρατεία που απαιτούσε ολάκαιρη μέρα – και ζήτημα ήταν αν θα ΄φτανες ποτέ σώος στον προορισμό σου». Εκείνη την εποχή, «εμείς αλωνίσαμε κυριολεκτικά ολόκληρη την Ελλάδα», αυτήν που στάθηκε στη νιότη του ποιητή «θάμβος». Μας ειδοποιεί, εξάλλου, ο ίδιος: «Η έμφυτη ροπή μου ν’ ανασυνθέτω, από τα στοιχεία που έβρισκα ότι το αξίζουν περισσότερο, ένα ιδανικό πρότυπο λειτουργούσε […] ασταμάτητα μέσα μου και μ’ έκανε, ύστερα από μια σειρά προσθαφαιρέσεις, να κρατώ τελικά μια “σύνοψη τοπίου” καθαρά ονειρική, που ωστόσο ένιωθα να ‘ναι πιο πραγματική από την άλλη, την προσιτή οποιαδήποτε στιγμή στις αισθήσεις μου», δεδομένου ότι «η Ελλάδα, για τη νεότητά μου, εστάθηκε θάμβος».
Επί τροχών ο ποιητής ανακαλύπτει «το υλικό σώμα της Ελλάδας: ή όλα αυτά ήταν κάτι άλλο, και όχι απλά και μόνο “φύση”». Ή… «τότε η ελληνική φύση έπρεπε να ‘ναι κάτι άλλο εκείνη. Να ’ναι φορτισμένη με μυστικά μηνύματα […] και να παίρνει δικαιωματικά μέσα μας το νόημα και το βάρος μιας μυστικής αποστολής». Την εποχή στην οποία ο ποιητής αναφέρεται, ομολογεί, «στις πρώτες αυτοκινητιστικές εξορμήσεις ως τα άκρα της Ελλάδας, εκείνο που [το 1973, οπότε δημοσιεύθηκε ένα μικρό απόσπασμα από το “Χρονικό”] θα ονόμαζα ήθος της γλώσσας το αισθανόμουνα με το δικό μου τρόπο, θυμάμαι, το φανατικό και τον παράλογο των ιδεαλιστών και των ερωτευμένων».
Με τη «Σεβρολέτ», ο ποιητής και οι φίλοι του –«οι καλοί αγωγοί της θερμότητας, οι νέοι»– ανεβοκατέβαιναν αμμόλοφους και διέσχιζαν λιμνοθάλασσες, «μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι’ αυτή τη μικρή γη, που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν». Όχι μόνο τη γη, αλλά συγχρόνως και παράλληλα, και άξιους ανθρώπους της, τον «ζωγράφο Θεόφιλο», λόγου χάριν, τα έργα του οποίου πάλι επί τροχών βάλθηκε ο Ελύτης και οι σύντροφοι του να ανακαλύψουν στη Μυτιλήνη: «είχαμε πάρει ένα αυτοκίνητο και παίρναμε όλα τα χωριά. Μπαίναμε μέσα στα καφενεία, και πραγματικά, σε όλες αυτές τις διαδρομές, ανακαλύψαμε καμιά δεκαπενταριά έργα που ανήκουν στη συλλογή Εμπειρίκου».[3]
Έτρωγαν τα χιλιόμετρα, ο Εμπειρίκος, ο Καραγάτσης, ο Θεοτοκάς, του οποίου το Ελεύθερο πνεύμα, «φρέσκοι ακόμη από τα φιλιά των κοριτσιών» ο Ελύτης και οι σύντροφοί του κρατούσαν, ο Ελύτης και οι φίλοι του, γενιά «νεότητα ανταρτεμένη», όπως έγραφε ο ποιητής στο δοκίμιό του «Τέχνη-Τύχη-Τόλμη», δημοσιευμένο το 1944, και το αυτοκίνητο καθίσταται μηχανή αισθήσεων αποκαλυπτικών.
Λόγου χάριν, γράφει ο ποιητής, «ήτανε σα να πλαγιάζεις για πρώτη φορά με μια γυναίκα που, ως τότε, το σώμα της μονάχα το είχες φανταστεί». Οι αυριανοί ποιητές της Ελλάδας, έγραφε ο Γ. Θεοτοκάς, στο πλαίσιο και της προσέγγισής του στην τεχνολογία σε σχέση με την υποδοχή και δεξίωσή της από την κοινωνία, στο Ελεύθερο πνεύμα το 1929, πολύ διαφορετικ[οί] από τους ποιητές που γνωρίσαμε ως σήμερα […], ρωμαλέα παιδιά, γυμνασμένα, με ελεύθερες κινήσεις και ζωηρά χρώματα […], δίνουν ματς, οδηγούν φυσικά αυτοκίνητα και βρίσκουν πως 100 χλμ. την ώρα είναι μια πολύ φρόνιμη ταχύτητα, μερικοί οδηγούν και αεροπλάνο. Ζουν τολμηρά γιατί είναι αποφασισμένοι να μη χάσουν τον καιρό τους σ’ αυτόν τον κόσμο, να γεμίσουν την ύπαρξή τους όσο μπορούν περισσότερο, να αισθανθούν όσο το δυνατόν βαθύτερα […] Μια αισθητική μορφώνεται αυθόρμητα μέσ’ στον αέρα που αναπνέουμε», την οποία η νιότη αναπνέει, η αισθητική (και) του αυτοκινήτου και των δρόμων όπου κυλούν και τρέχουν. Ο λόγος για την αισθητική του μοντερνισμού, της εμβληματικής, εν προκειμένω, Λεωφόρου Συγγρού, ως συμβόλου και τόπου δοκιμής και δοκιμασίας και πρόκρισης των υλικών που τον συστήνουν και τον συνθέτουν, ήδη από καιρό, με το αυτοκίνητο αντικείμενο ποθητό, αντικείμενο λατρείας.
Εμβρυουλκός, πάντως και αναμφισβήτητα, εμπειριών εξολκέας, επίσης και παράλληλα, αναμνήσεων το αυτοκίνητο, το οποίο σε ποίημά του γραμμένο το 1939, αεροδυναμικό «συμπαρατάσσει» ο ποιητής με την Άνοιξη: «Άνοιξη Mercury Air Sedan». Το αυτοκίνητο, λοιπόν, στα κατάλληλα χέρια, επιτρέπει την ανανοηματοδότηση του ελληνικού τοπίου, της ελληνικής φύσης, των εποχών, ακόμα ακόμα: «Με τον τρόπο που έβλεπα τη Φύση, το θέμα καταντούσε να μην είναι πια η Φύση. Από το όραμα έβγαινε μια αίσθηση και η αίσθηση αυτή οδηγούσε πάλι σ΄ένα όραμα. Είχε σημασία η κίνηση. Θέλω να πω, η παράλληλη κίνηση της ψυχής», σημειώνει ο Ελύτης. Επί τροχών, έτσι, και μέσω αυτών, «ο ποιητής ριψοκινδυνεύει, ενώ πίσω του άνθρωποι παραπλανημένοι επιμένουν να κρατάνε καλά κλειστή μια πόρτα που από καιρό τώρα έχει χάσει τη δικαιολογία της κλειδαριάς της» – με το αυτοκίνητο, νομίζω, διαρκώς φεύγουμε και επιστρέφουμε, συγχρόνως κοιτάμε πίσω και μπρος, αφού εμείς κρατάμε το τιμόνι ή παρευρισκόμαστε ως προνομιακοί συνεπιβάτες.
Με το αυτοκίνητο νιώθουμε να μπορούμε να πάμε παντού, σε μια διαρκή διαδικασία «αναπαρθένευσης», αφού όλα στον δρόμο, με τέχνη, τύχη, και τόλμη, παίζονται και εμείς κάνουμε κουμάντο. «Τέχνη-Τύχη-Τόλμη, ε ναι λοιπόν! Τέχνη, αφού [… ] θέλουμε να δώσουμε μια διέξοδο στην πυθική σπίθα, που δεν κοιτάει την ώρα να γίνει Λόγος και να μπει επικεφαλής μιας καινούργιας αποτίμησης του κόσμου», του ελληνικού χώρου επί τροχών, λόγου χάριν. Και Τύχη, «αφού αυτή είναι που θα σμίξει τα χρώματα και τα σχήματα, τις ευωδιές και τους ήχους, την καρδιά μας και την καρδιά του Σύμπαντος σ’ ένα σημείο, το λυρικό σημείο που ονειρευόμαστε», με την ταχύτητα του αυτοκινήτου να ρυθμίζει, και αυτή, το είδαμε κιόλας, τις λυρικές εικόνες. Και Τόλμη, «αφού σε κάθε βήμα σωστό μέσα στην κοινωνία αυτή γραφτό είναι ν’ αφήνει πίσω του αίματα, καπνούς και δάκρυα…», σε αυτά τα άλλα «τροχαία του χρόνου», με τη βελόνα καρφωμένη πιθανόν στα 180 χλμ. ανά ώρα με μια Alfa Romeo, με προορισμό «της Αστραπής την Κόρη», σε αυτή την αυτοκινητάδα προς το μέλλον, το οποίο, το ξέρουμε καλά, διαρκεί πολύ: «Θαύμασα τον Παρθενώνα/ και στην κάθε του κολόνα/ βρήκα τον χρυσό κανόνα // όμως σήμερα το λέω/ βρίσκω το καλό κι ωραίο/σε μια σπορ Alfa Romeo// Καλοκαίρια και χειμώνες/ να ‘ναι γύρω μου ελαιώνες/ πίσω μου όλ’ οι αιώνες// Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει/ και σε πειρασμό με βάζει/ δώσ’ του να πατάω γκάζι// Με τη δύναμη του λιόντα/ και με του πουλιού τα φόντα/ πιάνω τα εκατόν ογδόντα/ Γεια σας θάλασσες και όρη/ γεια σας κι έχω βάλει πλώρη/ για της Αστραπής την Κόρη». Άλλωστε, «μόνο η ποίηση μόνο η ποίηση/ μ’ αστραπής αμάξι θα σε πάρει/ Saab Mercedes Ferrari», αλλά και «Jaguar Chevrolet Peugeot», διαφημίσεις εταιρειών αυτοκινήτων, να τα βάλει, πιθανόν, στο χέρι αυτά τα αυτοκίνητα επιθυμεί ο ποιητής, να ταξιδέψει, να καταπιεί τα χιλιόμετρα, σε μια ατέλειωτη χιλιομετροφαγία, στην «οδό του αινίγματος της ζωής, που αυτή δεν είναι αυτοκινητόδρομος», αλλά «μονοπάτι, και μάλιστα κάθετο, που τείνει προς τις ρίζες, μέσα στο χώμα, εκεί που οι νεκροί και τα χορτάρια προετοιμάζονται για να μας δώσουν μιαν απαρχής γεύση για τη ζωή».
Η Ποίηση, μηχανισμός που «απομηχανικοποιεί τον άνθρωπο και τις σχέσεις του με τα πράγματα» και η Alfa Romeo συνιστά τέχνημα προς θαυμασμό, αλλά και πρόφαση ποίησης, με το γκάζι όλο και περισσότερο πατημένο, για «να σκάβει και να ανακαλύπτει συνεχώς την Ελλάδα που προϋπάρχει μέσα του» και να μας μιλά για αυτήν, δεδομένου ότι «κατοικούμε στα ίδια χώματα», και, έτσι, να ανακτήσει αυτόν τον κόσμο, την τοπογραφία του ελληνικού χώρου, τις ιδιαιτερότητες και την «αυτάρκειά» του, τόπο και τοπίο καταγωγής, ρίζες, μήτρα και συγχρόνως λίκνο.[4]
Επί τροχών, αλλά και πεζοπορών, ο Ελύτης, τρώγοντας τα χιλιόμετρα, «σκύβοντας μ’ ασίγαστον έρωτα στην πατρική γη για ν’ ανάψει από κει την καινούρια φλόγα της νόησης», ως ποιητής «ποιείται» και ο ίδιος ποιεί τον εαυτό του και τον κόσμο ως κόσμο ελληνικό διατηρώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μύστη, του προφήτη που απευθύνεται στον λαό του. Ιδού: «είπε ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες απόκαμα να απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε».
Στη δοκιμασία και δοκιμή του Ελύτη, στη διαμόρφωσή του ως «εθνικού ποιητή», το αυτοκίνητο, φορέας αποκαλυπτικών εμπειριών, συστήνεται ως σηματωρός, αφού επί τροχών γράφει ο ποιητής στο σώμα της χώρας του, με το αυτοκίνητο, το είδαμε κιόλας, γράφει τη χώρα του, αφού να φεύγεις είναι ο μόνος τρόπος για να φτάσεις.[5]