Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/afierwma/h-magikh-dynamh-ths-lexhs-apo-tis-arxaies-mystikes-paradoseis-sto-rhma-to-skoteinon-toy-odyssea-elyth
Χρήστος Μποκόρος: «Κυπαρίσσι των πουλιών, 1»
——— ≈ ———
Το ποίημα «Ρήμα το σκοτεινόν», το οποίο ανήκει στη συλλογή Τα ελεγεία της Οξώπετρας (Α΄ έκδοση: Ίκαρος, 1991), καταγράφει την προσπάθεια μετάβασης της ψυχής από ένα σύμπαν υπερβατικό, μεταθανάτιο στον υλικό κόσμο. Σε αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια, η ψυχή αναζητά τη μαγική συνέργια μιας λέξης: με τη βοήθειά της η κλειστή και κλειδωμένη γη θα ανοίξει και πάλι τις πύλες της. Η λέξη, επομένως, είναι το μυστικό «κλειδί» (Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του) που συντελεί στη διάβαση από τη μία υπαρξιακή πραγματικότητα στην άλλη. Πάνω σε αυτόν τον κεντρικό άξονα της αναζήτησης της λέξης αρθρώνεται το σύνολο του ποιήματος, από τη στιγμή που εντός της ψυχής αφυπνίζεται ο πόθος της γης μέχρι την τελική νίκη, που ισοδυναμεί με την πραγματοποίηση της κατάβασης. Στη συνέχεια του δοκιμίου θα επιχειρηθεί μια παράλληλη ανάγνωση του ποιήματος και διαφορετικών μυστικών δοξασιών σχετικά με τη μαγική δύναμη της γλώσσας, η οποία συνιστά τον καταλύτη για τη μετάβαση του ανθρώπου σε νέες οντολογικές καταστάσεις.
Το ποίημα αρχίζει με την περιπλανώμενη ψυχή, η οποία αυτοπροσδιορίζεται με τρόπους που υποδηλώνουν την ιδιαίτερη φύση της: Είμαι άλλης γλώσσας, Ηλίου του Κρυπτού, Δυσδιάκριτος. Η ψυχή επομένως αναδύεται μέσα από έναν αόρατο, μυστικό κόσμο, από ένα επέκεινα, το οποίο αναζητά τη σύνδεση και την είσοδο στα αισθητά. Μετά από αυτή την εισαγωγή-αυτοπαρουσίαση, η ψυχή προχωρά στην επίκληση όσων ποθεί να αναφανούν και να επικοινωνήσουν μαζί της (Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες, που εμφανιστήκατε κατά καιρούς/ Μέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες/ Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους κήπους/ Μιλήστε μου!). Η επίκληση είναι ένας πάγιος τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται η επαφή με τις υπερβατικές δυνάμεις σε ποικίλες παραδόσεις και σε όλες τις εποχές: από την προσευχή μέχρι τον φιλοσοφικό ύμνο και από το μαγικό ξόρκι[1]
μέχρι τις μυητικές πρακτικές καταγράφεται η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η γλώσσα αποτελεί τον μεσολαβητικό ιστό στην προσπάθεια του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με το αόρατο. Ειδικά στις μυήσεις, οι μυημένοι μπορούν να αξιοποιήσουν τη γλώσσα για να υπερβούν τη γνώση των αισθητών και να έρθουν σε επαφή με το θείο και με τη μεταθανάτια κατάσταση. Στους ορφικούς, για παράδειγμα, υπάρχουν συγκεκριμένες επικλήσεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν τον μυημένο στην αληθινή μετάβαση-γνώση. Στους ορφικούς ύμνους είναι χαρακτηριστική η δομή των στίχων, στους οποίους κυριαρχούν ποικίλες προσφωνήσεις των θείων οντοτήτων με καινοφανή επίθετα: τα ιδιαίτερης ποιητικής πρωτοτυπίας λατρευτικά επίθετα στην πραγματικότητα αποτελούν για τους μυημένους τα «κλειδιά» για τη μετάβαση σε μια πέραν των αισθητών αλήθεια. Στο ποίημα όμως συντελείται μια προσπάθεια «αντίστροφης» μετάβασης: η ψυχή βρίσκεται στο υπερβατικό σημείο και αναζητά την είσοδο στα γήινα, στα αισθητά πράγματα που ορίζουν την αρμονία, το κάλλος του επίγειου κόσμου. Αυτή είναι μια πρωτότυπη ποιητική σύλληψη που υπονοεί την τελείωση της γνώσης μέσα από τον πόθο για το παν: μια ψυχή λοιπόν τελειούται μονάχα όταν μπορεί να δει τόσο στο ορατό όσο και στο αόρατο τις δύο όψεις του ίδιου κοσμικού θαύματος. Όπως ο θνητός επιδιώκει τη γνώση του επέκεινα, έτσι και η περιπλανώμενη, η απελευθερωμένη ψυχή επιδιώκει τη γνώση της υψηλής αρμονίας του υλικού κόσμου.
Μετά τις αρχικές αυτές επικλήσεις των ποθητών αρμονικών οντοτήτων, που φανερώνουν τη δύναμη και την αναγκαιότητα της γλώσσας στην προσπάθεια της οντολογικής μετάβασης, η ψυχή δηλώνει ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω, μια μαγικής υφής λέξη που να κατορθώσει το θαύμα ανοίγματος της κλειστής πύλης του κόσμου. Και μάλιστα, αναζητά Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως/ Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ. Σε αυτό το σημείο φαίνεται να ανακαλούνται στοιχεία της εβραϊκής παράδοσης: η αρχαία εβραϊκή γλώσσα, με την έλλειψη φωνηέντων, καθιστούσε τα ιερά κείμενα πολύσημα και πολλαπλώς ερμηνευόμενα. Σύμφωνα με την καβαλιστική διδασκαλία το όνομα φέρει την αλήθεια του πράγματος[2]
και συντελεί στη γνώση αυτού: ο μυημένος είναι ο μόνος που γνωρίζει το όνομα του θεού και τη σημασία των ιερών κειμένων. Κι όμως στο ποίημα, η «μυστική» λέξη είναι μια λέξη που προέρχεται από τη σύνθεση ελληνικών γλωσσικών στοιχείων, όπως δηλώνει η μορφή της: καταρκυθμεύω
με την πρόθεση κατά, τον συνδυασμό συμφώνων ρκ και θμ και την παραγωγική κατάληξη - ευω. Έτσι, στο ποίημα οι διαφορετικές παραδόσεις σμίγουν, γίνονται οι πολλαπλοί τρόποι μέσα από τους οποίους ο άνθρωπος πασχίζει να ανακαλύψει τα προαιώνια μυστικά.
Όταν λοιπόν η ψυχή αρθρώνει τη λέξη-κλειδί, εμφανίζεται μια παράξενη αγριότητα/ Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα. Το άνοιγμα της πύλης προς τη νέα οντολογική πραγματικότητα κρύβει κινδύνους, μας λέει ο ποιητής. Αυτή είναι μια θεώρηση που απαντάται και στις ελληνικές μυστικές διδασκαλίες: η αλήθεια που μετέφερε η γλώσσα, οι μυστικές λέξεις που γνώριζε ο μυημένος, όφειλαν να μείνουν κρυφές γιατί σε διαφορετική περίπτωση γίνονταν φορείς κινδύνων. Αν δηλαδή έφταναν σε όσους ήταν αδαείς, μπορούσαν να γίνουν απολύτως καταστροφικές. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος της μυστικότητας και των αυστηρών νόμων σχετικά με τη διατήρησή της στα ελληνικά μυστήρια: δεν μπορούσε ο οποιοσδήποτε χωρίς τη σωστή καθοδήγηση εκ μέρους του μυσταγωγού να περάσει στη γνώση, γιατί αυτό θα τον συνέτριβε. Για τους αρχαίους Έλληνες το θείο είναι ένα φως που πρέπει κανείς να προσεγγίσει με υπομονή και σύνεση, διαφορετικά μπορεί να τυφλωθεί ή να πεθάνει: αυτή την αντίληψη άλλωστε απηχούν και μύθοι όπως του Τειρεσία ή του Ακταίωνος, θνητών δηλαδή που ήρθαν σε επαφή με το θείο και βίωσαν τις συνέπειες της υπερβατικής του λάμψης. Κι όμως η ψυχή του ποιήματος είναι μια δυνατή ψυχή που κατορθώνει μετά την αγριότητα του περάσματος να φτάσει στο φως του κάλλους: πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Ερμήδες/ Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία/ Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης. Η πλήρης θέαση του κόσμου ισοδυναμεί με την ποικιλομορφία των Ελλήνων θεών που αντικατοπτρίζουν τις αμέτρητες εκδοχές της φύσης και με την ηλιακή μαγεία της κόρης του Ήλιου, της Κίρκης. Αν λοιπόν ο ποιητής είπε τη λέξη-κλειδί ως ξόρκι, η μαγεία του είναι ηλιακή, ανήκει στο φως, στην ομορφιά, στην ισορροπία του ελληνικού κοσμοειδώλου, εκεί όπου το αχανές του κόσμου έχει γίνει μια απέραντη θάλασσα, ανοιχτή στη γνώση, και μουγγή, δηλαδή ανήκουσα στη σιωπή, που ισοδυναμεί με το άρρητο. Το άρρητο αναδύεται εντονότερα στη συνέχεια του ποιήματος με τις συνεχείς αποφατικές και κάποιες φορές ελλειπτικές φράσεις (αυτό που λέγαμε «ουρανός» δεν είναι, «αγάπη» δεν/ «αιώνιο» δεν. Δεν/ Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους), οι οποίες παραπέμπουν στην αποφατική φιλοσοφία, από τον νεοπλατωνισμό μέχρι τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, στα έργα των οποίων καταγράφεται η θέση πως ο μόνος τρόπος να πλησιάσει ο φιλοσοφικός νους το υπερβατικό είναι οι αποφατικές δηλώσεις: εκεί που υπερβαίνονται οι δυνατότητες του λόγου, δεν μπορεί κανείς να αποφανθεί καταφατικά για τις ιδιότητές των πραγμάτων, αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δηλώσει όσα δεν είναι τα πράγματα.
Εντέλει, η μετάβαση στον κόσμο αποκαλύπτει πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι/ Η γη, πόσο τελικά ενιαία, αδιάσπαστη είναι η ύπαρξη όλων των επιπέδων του κόσμου, έτσι όπως άλλωστε συνέλαβαν τα πράγματα μέσα από τη φιλοσοφία του Ενός οι φιλόσοφοι της Ελεατικής Σχολής αλλά και ο Νεοπλατωνισμός. Η ψυχή πια, μέσα στο φως της γνώσης, απευθύνεται μέσω ερωτημάτων σε εμάς, στους αναγνώστες, που ζώντας μέσα στη διάσπαση έχουμε λησμονήσει την ενότητα και τη δυνατότητα βίωσης του όλου. Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους από του ωραιότερους στίχους αυτής της στροφής: Ονειρεύτηκες/ Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις/ Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες; Όχι. Να γιατί κατακυρθμεύω/ Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες ανοίγονται/ Στο φως του Ήλιου το Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη να φανερωθεί. Η τρίτη φύση, επομένως, είναι το τρίτο πέρασμα, η τρίτη αγωνιώδης μετάβαση προς το φως της γνώσης.[3] Η πρώτη υπονοείται πως ήταν μια πρότερη γέννηση, η δεύτερη ο θάνατος και το επέκεινα και η τρίτη η επιστροφή στον κόσμο: τίποτε λοιπόν δεν είναι ίδιο, μια επανάληψη του πρότερου, αλλά κάθε άνοδος ή κάθοδος είναι μια νέα γνώση. Άραγε, σε αυτή την τρίτη κάθοδο, τι συμβαίνει; Η ψυχή περιδιαβαίνει για να επιστρέψει ξανά στο πέραν της ύλης ή ξαναγεννιέται σε σώμα υλικό;[4] Το ποίημα αφήνει τα ενδεχόμενα ανοικτά: Έχει συνέχεια. Δε θα την πω.[5] Είναι δουλειά δική μας πια να ερευνήσουμε, να αγωνιστούμε, να βρούμε τις δικές μας λέξεις γιατί όλα αυτά στη γλώσσα τη δική μου./ Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Ο δρόμος είναι αυστηρά ατομικός, εσωτερικός. Και το ποίημα κλείνει με τρόπο που θα έβρισκε σύμφωνους τους ορφικούς ή τους ελευσίνιους μύστες: Η Αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται. Κάθε γνώση, κάθε πέρασμα είναι θάνατος της πρότερης κατάστασης και αναγέννηση διαρκής.
Το «Ρήμα το σκοτεινόν» αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα ποίημα-σταθμό τόσο για το έργο του Ελύτη όσο και για την ελληνική ποίηση γενικότερα, αφού συνενώνει την πρωτοτυπία της σύνθεσης, τον βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό, την ενορατική αποκάλυψη, τη βιωματική καταγραφή, την αξιοποίηση της ιστορίας των ιδεών, τον αναστοχασμό επί της φύσης της ζωής και του κόσμου. Είναι ένα ποίημα που για τον ευαίσθητο δέκτη δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως μια μύηση στον κόσμο των άρρητων, με τον τρόπο που μας οδήγησαν έως εκεί τα μάτια των προσωκρατικών φιλοσόφων και η ιδιάζουσα γραφή τους. Τότε που ποίηση, φιλοσοφία και επιστήμη ήταν ένα.