Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/afierwma/egkolpio-sysxetismwn-kai-diereynhsewn
Ηώ Αγγελή: «Eσωτερική βροχή»
——— ≈ ———
Αυτά τα λόγια είναι τόσο αυτονόητα και τόσο εύκολο να εφαρμοστούν, που κανείς δεν τα κατανοεί και δεν τα κάνει πράξη…
Λάο Τσε, Ταό Τε Κινγκ
1. Εάν πράγματι «πάντα είσω», όπως ήθελε ο Πλωτίνος, δηλαδή αν «το άθροισμα των πραγμάτων βρίσκεται εντός μας», η ελυτική κατάθεση είναι αυθεντική μαρτυρία μιας ένδον φαντασμαγορίας, η οποία δεν υπολείπεται του κόσμου, αλλά δρα παραπληρωματικά προς αυτόν, διορθωτικά, δηλαδή ιαματικά. Λόγω του χαρισματικού χαρακτήρα του ποιητή, η λέξη ομονοεί με το πράγμα. Δεν συμφύρεται απλώς μαζί του, αλλά το στέργει για να αναδειχθεί πλήρως ως ουσία που είναι κι αυτό. Η συνταύτιση με το φως της Γνώσεως είναι εξαιρετικά δυναμική. Στο ερώτημα μάλιστα του Ζακ Ντερριντά, το οποίο παραθέτω αυτούσιο, ο ποιητής του Άξιον Εστί σταθερά προβάλλει ταυτότητες και συν-αξίες. Ήτοι: «Είναι τυχαίο το ότι, όντας σχεδόν όλοι μεσογειακοί λόγω καταγωγής και ο καθένας από εμάς μεσογειακός λόγω κάποιου είδους μαγνητισμού, δεχθήκαμε τον προσανατολισμό μας, παρά τις πολλές διαφορές μας, από μια ορισμένη φαινομενολογία (πάλι το φως);» Η φαινομενολογία της δια-φώτισης, του περιώνυμου σατόρι των Ιαπώνων, είναι κυρίως υπόθεση αναγραμματισμού των ονείρων. Η ποιητική γραφή συνιστά εν ολίγοις κόλαφο. Μέμφεται δηλαδή την ασύγγνωστη αβελτηρία μας να διακρίνουμε, να δια-βλέπουμε κάθε φορά το κρίσιμο τι, στην πληρότητα του όρου. Ο αφορισμός του ποιητή στο Εκ του πλησίον αναφέρεται λοιπόν σε όσους ολιγωρούν μπροστά στο θαύμα, στο κεκρυμμένο αλλά προσβάσιμο εν τέλει της ύπαρξης. Τον θυμίζω: «Μια εξίσωση από κολοκύθια που βράζουν χωρίς κανέναν προορισμό είναι η ζωή. Αμέτε να μετρηθείτε, αχθοφόροι του ονόματός σας».
2. Επιστρέφω συχνά στο βιβλίο του Πωλ Κλωντέλ Μαθαίνοντας την Ανατολή. Ξεχωρίζω, στο πρωτότυπο, ένα από τα σημαδιακά, ιδιαίτερα ποιητικά εκείνα προτάγματα: «N’ applique point à la vérité l’ œil seul, mais tout cela sans réserve qui est toi-même». Δοκιμάζω τις αναλογίες στη γλώσσα μας. Γράφω και διαγράφω. Πιθανολογώ ότι προκύπτει το εξής, ενδεχομένως εύληπτο: «Να μην προσαρμόζεις ποτέ το μάτι μόνο στην αλήθεια, αλλά να εφαρμόζεις ό, τι ακριβώς συνιστά εσένα τον ίδιο, χωρίς επιφυλάξεις». Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα στα 1896. Δεκαπέντε ακριβώς χρόνια πριν τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Το ποιητικό είμαι από την ίδια του την υπόσταση διευρυμένο συνιστά μια συνεχώς διευρυμένη διάσταση του εξ αντικειμένου υπερ-αληθούς.
3. Παραβάλλω αυθόρμητα. Όπως όταν σκέφτομαι το Πεκίνο στην Αθήνα. Με την ελευθερία των ασίγαστων, πάντως αναγεννησιακών συνειρμών: «Το πρόσωπο είναι η ψυχή του σώματος», αποτυπώνει ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν κάπου μεταξύ των ετών 1932 – 1934. Και: «Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το Μυστήριο», εισηγείται, ως γνωστόν, ο Οδυσσέας Ελύτης στο Σηματολόγιον των εκδόσεων Ύψιλον/βιβλία του 2001. Μάλιστα, στη δεύτερη εισαγωγική του σελίδα. Ενώ, «όταν ακούς αέρα είναι η Γαλήνη που βρικολάκιασε» διευκρινίζεται μετά από είκοσι έξι σελίδες. Στο βαθμό που «κάθε μεγάλη τέχνη κλείνει μέσα της ένα ΑΓΡΙΟ θηρίο: εξημερωμένο», όπως ισχυρίζεται ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, τότε η λέξη αναπαράγει στο πλαίσιο της ποιητικής σύνθεσης την ευεργετική ώσμωση του υποκειμένου με την παν-φύση. Η σύγκλιση εν ολίγοις την οποία ευαγγελίζεται ο Αντρέ Μπρετόν: «il existe un certain point de l’ esprit, από το οποίο η ζωή και ο θάνατος, το πραγματικό και το φαντασιακό [. . .] παύουν να διαπερνώνται αντιφατικά». Αλλά κι ο Οδυσσέας Ελύτης συνταυτίζεται, ως γνωστόν. Θυμίζω απλώς από τα Ανοιχτά χαρτιά, “Τ.Τ 1935”»: «υπάρχει μέσα στο πνεύμα ένα σημείο όπου όλες οι αντιφάσεις συμφιλιώνονται».
4. Απομονώνω από τη Μαρία Νεφέλη
για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Παρακαλώ προσέξετε τα χείλη μου: απ’ αυτά εξαρτάται ο κόσμος». Η υπερβολή συνιστά σύνεση εν προκειμένω. H επίκληση παραπέμπει στην ανυποχώρητη αίγλη της λέξης. Εκείνης που κινητοποιεί αλλά και εκείνης της ανυπόκριτης έκστασης των απανταχού Γνωστικών. Θυμάμαι την άμεση εξάρτηση του πορίσματος αυτού από την ευθύβολη παρρησία της διακήρυξης του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν στην 546η πρόταση των Φιλοσοφικών ερευνών του (Philosophische Untersuchungen): «Οι λέξεις είναι πράξεις». Και η αναπόφευκτη αντι-θέση έπεται: «Όχι, παλιόφιλε˙ όχι, δεν ξέρω αν θα γράψω. Μερικές φορές μου φαίνεται πως το να γράφεις σε εμποδίζει να ζεις, πως μπορεί κανείς να εκφραστεί καλύτερα με τις πράξεις παρά με τις λέξεις». Παρέθεσα από τους Κιβδηλοποιούς του Αντρέ Ζιντ των εκδόσεων Πόλις. Να προσθέσω μιαν επισήμανση από το «Πρώτα-πρώτα» η Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη: «Για λίγη λαμπερή στιγμή, κυριολεχτικά πουλήθηκα, πίσω έδωσα ως και τις ρυτίδες˙ κοιμήθηκα πάνω σε κάτι χλοερό, ακηλίδωτο˙ κιόλας το αίμα μου έσφυζε ψηλά μέσα στον ήλιο». H ρητορεία των ποιητικών ελιγμών στην υπηρεσία ενός σχεδίου ανανέωσης του λεκτικού παλμού. Η οντολογία σε αναβαθμισμένη επανεξέταση, όπου ο στίχος προσαρμόζει νουν. Εξ ού και η συναλληλία εδώ: «Φρονώ ότι κάποια στιγμή συνόψισα τη θέση μου σε σχέση με τη φιλοσοφία υποστηρίζοντας ότι τη φιλοσοφία θα οφείλαμε να την καταθέταμε μόνον ως ποίηση (dichten). Εξ αυτού, ισχυρίζομαι, απορρέει η συνάφεια της σκέψης μου με το παρόν το μέλλον ή το παρελθόν. Έτσι επίσης παρουσιάζομαι, με τη δήλωσή μου αυτή, ως να ήμουν κάποιος, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει όλα εκείνα που θα ήθελε να μπορούσε να πραγματοποιήσει». Έτσι ακριβώς συνοψίζει ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν στο προαναφερόμενο έργο του Πολιτισμός και Αξίες.
5. Να θυμηθώ: η λέξη είναι συν τοις άλλοις και ο Άλλος. Επιπροσθέτως, όπως έχω ήδη αποστηθίσει από την Εισαγωγή στη Μεταφυσική του Μάρτιν Χάιντεγκερ, καταγράφω: «Φύσις και Λόγος είναι το αυτό». Προσαυξάνεται η επικράτεια των σημαινομένων. Η καίρια λέξη είναι η τροφός των καιρών. «H δε ανάγνωση είναι ζήτημα ευτυχούς στίξης», επισημαίνει ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ ήδη στην πρώτη αράδα της εισαγωγής του στο εμβληματικό έργο του Ζακ Λακάν Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση. Και εν συνεχεία η απαραίτητη κι άλλο τόσο εύστοχη προσαρμογή ad hoc: «οι εικόνες, οι μελωδίες, οι νοηματικές πυκνώσεις, οι λανθάνουσες συνυποδηλώσεις, τα παιχνίδια, οι ανατροπές, οι συνειρμικές συνδέσεις, οι παρηχητικές ακολουθίες, οι παύσεις χαρακτηριστικοί εκφραστικοί τρόποι του ποιήματος, γίνονται τα κυρίαρχα στοιχεία στη σύνθεση των εκφραστικών μέσων του αναγνώστη. Η αισθητική ποιότητα του ποιήματος ζητά να γίνει αισθητική ταυτότητα του αναγνώστη», όπως κωδικοποιεί η Ιουλίτα Ηλιοπούλου στο δοκίμιό της «Η “θεατρική” διάσταση του ποιητικού λόγου του Οδυσσέα Ελύτη».
6. Καταθέτω την ένδειξη εκείνη που απαντά στον Μικρό Ναυτίλο και αφορά στην καθόλα εξακριβωμένη και πιστοποιημένη ύπαρξη «ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος». Ανήκω σ΄ αυτούς που επιχειρούν να εισπράττουν ακέραιο, ει δυνατόν, όλο το χρησμικό, μετωνυμικό φορτίο της ελυτικής γραφής, χωρίς να παραβιάζουν στο ελάχιστο την αυταξία του. Πιστεύω άλλωστε ότι η φαντασία είναι η θέληση των πραγμάτων, σύμφωνα μάλιστα με τον ορισμό, τον οποίο διετύπωσε στο σημαδιακό Αρμόνιό του, σαράντα περίπου χρόνια πριν από το Άξιον Εστί, ο μείζων Αμερικανός ποιητής Ουάλας Στήβενς: «imagination is the will of things». Τα ποιήματα, τα οποία αντιστέκονται κάθε φορά που επιχειρούνται ακόμη και οι μεθοδικότεροι των σχολιασμών τους από έγκριτους ερμηνευτές, ανήκουν προφανώς στην κατηγορία με τις απόκρυφες ποιότητες, ήτοι qualitates occultae. Αυτές άλλωστε συνιστούν, μεταξύ άλλων, όχι μόνον τις συνισταμένες της συνεκτικότητας ενός συγκεκριμένου έργου, αλλά και τα αίτια και τα αιτιατά των οριακών επιλογών της όλης κειμενικής στρατηγικής. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι και τα Ελεγεία της Οξώπετρας.
7. Συντάσσομαι: ο ελυτικός ορισμός που παραθέτω στη συνέχεια εφάπτεται των διεργασιών της σκέψης μου στο συγκεκριμένο ζήτημα των αναλογιών και των αλληλεξαρτήσεων, όπως εμφανίζονται κάθε φορά από τους επιλεγμένους γραμματικούς - συντακτικούς δεσμούς. Δηλαδή η αλήθεια απαντά «πάντα παραδίπλα στο νόημα, όπως η μαγεία, παραδίπλα στο εκάστοτε νόημα που την εκφράζει». Εδώ υπεισέρχεται υποστηρικτικά η εν – αίσθηση, ένα είδος Einfühlung, για να επιτευχθεί μια άκρως αναβαθμισμένη εμπειρία του όντως όντος. Αυτό το «παραδίπλα» είναι συνεπώς ο ζωτικός χώρος, το αναγκαίο διάστημα όπου αναπτύσσεται, πάντα με τους όρους της αυτονομίας του, το πλάσμα της ποιητικής γλώσσας. Είναι ο καινός χώρος των συνομιλιών (μας) με το ρητό μέρος του υπερ- αισθητού κόσμου. Κι εκεί βέβαια, συν τοις άλλοις, «ακόμη και η απλούστερη λέξη προϋποθέτει το σύνολο της Δημιουργίας», όπως διατείνεται ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Στο «παραδίπλα» διαπιστώνεται επίσης και ένα εύλογο είδος σύμπραξης με τον Άλλον. Η ποίηση δεν ακούγεται άλλωστε κατά μόνας: «Διότι κανείς δεν μπορεί να επωμιστεί το ζην μόνος» — «Denn keiner trӓgt das Leben allein» επιμένει ο Χέλντερλιν (βλ. Die Titanen).
8. Ένα δελτίο κατά λέξη από την ενότητα Ταυτότητα, ισχύς, πολιτισμός του Παναγιώτη Κονδύλη: «Ακριβώς η αναστοχαστική δομή του εαυτού με κάνει να επιζητώ ισχύ, γιατί αυτή με αναγκάζει να αναρωτιέμαι κάθε τόσο ποιος είμαι – σε σχέση με τους άλλους. (Και στο κρίσιμο σημείο βλέπουμε ότι η ισχύς φωλιάζει εκεί όπου οι ηθικολόγοι εντοπίζουν τον ηθικό πυρήνα του ανθρώπου)». Στην αυτονομία του ποιητικού εγώ, νοουμένου σαν ένα σύνολο ελευθέρων προσαρμογών και δημιουργικών ανασυντάξεων στις κατά καιρούς συγκρούσεις του με τους εναντίους, το ελυτικό πρόταγμα συμβάλλει πολλαπλώς. Ενισχύει κυρίως τις άμυνες της ρηματικής ταυτότητας. Η γλώσσα καθίσταται προπέτασμα του πραγματικού.
9. Παρατηρώ την εμβέλεια της πρόκρισης του Οδυσσέα Ελύτη: «να υποβιβάζεις ένα ποίημα στο ουσιαστικό του νόημα δεν έχει κανένα νόημα». Ακούω πάλι στο βάθος των ονομάτων και των επιθέτων τον τυφλό γέροντα από το Μπουένος Άιρες «ένας στίχος υπάρχει ανεξάρτητα από το νόημά του». Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες εξασφαλίζει έτσι, εκτός των άλλων, τη διατήρηση των σημαινομένων ως ακοίμητων φρουρών του πολύτιμου φορτίου στο πεδίο του φαντασιακού. Να προσθέσω ότι ο ποιητής του ως άνω Σηματολογίου ανήκει, ως γνωστόν, σ΄ εκείνους, οι οποίοι εισέπραξαν στην κυριολεξία τόσο το μάθημα του Σεζάν, όσο βεβαίως και τη συνειδητή απαρέσκεια του Βυζαντίου για τα παραφερνάλια της ζωγραφικής δράσης. Γι’ αυτό αμφισβήτησε και απέρριψε στην εικαστική πράξη την προοπτική, το πανθομολογούμενο καταφύγιο της μετριότητας. Η ρήξη αυτή θα τον φέρει αμέσως στις απαρχές, στις καταγωγικές ρίζες του εικονικού όντος, του υπερούσιου, αλλά και υπέρκαλου: η ζωγραφική, η ζωοφόρος, η ανακαινιστική, τίθεται έτσι εγκαίρως στην υπηρεσία της ιδεαλιστικής αναπαράστασης του ονειρικού. Η μεταφυσική κατεβαίνει από τις ειρκτές των ομιχλών της στο πεδίο της εικαστικής πράξης του εδώ και τώρα. Ο πλατωνικός δυϊσμός επιβάλλει τελεσίδικα, δηλαδή απολύτως δημιουργικά τις αρχές του. Όπως η λέξη έχει αναλάβει προ πολλού το πρόσθετο βάρος να υπομνηματίσει το Άπειρον, έτσι και η χρωματική κουκίδα επιζητεί να αποκρυπτογραφήσει τις ζείδωρες ποιότητες του κόσμου, δηλαδή την ίδια την υφή της βαρυσήμαντης φαινομενολογίας.
10. O αισθητός κόσμος, ο Sinnlichkeit, όπως φέρ’ ειπείν εκλαμβάνεται από τον Λούντβιχ Αντρέα Φόιερμπαχ στο έργο του Προσωρινές θέσεις για την μεταρρύθμιση της Φιλοσοφίας, αφορά άμεσα και το ποιητικό υποκείμενο στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Βεβαίως ο ευχερώς και καταλλήλως διαισθητικά επεξεργασμένος αισθητός κόσμος. Χωρίς τις επεμβάσεις των αυταπατών μας, χωρίς την επήρεια της αλυσίδας των πλανών μας. Άλλωστε, «είμαστε πάρα πολύ επηρεασμένοι από προκαταλήψεις που ανάγονται στην Αναγέννηση. Ο αληθινά απροκατάληπτος αδιαφορεί αν μια διαπίστωση προέρχεται από τον Καντ ή τον Θωμά Ακινάτη, από τον Δαρβίνο ή τον Αριστοτέλη, τον Helmholtz ή τον Παράκελσο. Του χρειάζεται μόνο η απαίτηση να τη βλέπει με τα ίδια του τα μάτια ή μάλλον: Να μην παρερμηνεύει, κάτω από τον εξαναγκασμό των προκαταλήψεων, αυτό που έγινε ορατό (das Gesehene) […] και είναι το πιο μεγάλο βήμα που έχει να κάνει η εποχή μας, να αναγνωρίσει πως με τη σωστά εννοούμενη φιλοσοφική ενόραση, τη φαινομενολογική σύλληψη της ουσίας, ανοίγεται ένα απέραντο πεδίο δουλειάς…». Η επισήμανση ανήκει στον Έντμουντ Χούσερλ, όπως απαντά στο έργο του Η φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη. Εκδόθηκε το έτος που γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ελύτης, δηλαδή το 1911. Εξ ου και η ειδοποίηση στην πρώτη σελίδα του Ημερολογίου ενός αθέατου Απριλίου: «Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες». Αλλά και η πρόβλεψη στην τελευταία σελίδα «— Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα». Η ταχύτητα της πρόσληψης μετράει πάνω από όλα. Πρόκειται για την ταχύτητα της αναμενόμενης διακαώς, της ευεργετικά ενδεχόμενης μετατροπής π.χ. του Ινδάλματος σε Ι.Ι. δηλαδή σε Ιαματική Ιδέα [ή και γράμμα]. Το δράμα της διαφυγής της κρίσιμης εκείνης ικμάδας του χρόνου αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, περί το μέσον της εξιστόρησης των παθών στο ίδιο έργο: «Όπως και να’ ναι υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή – τη στιγμή ακριβώς που μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται». Ο ενικός αριθμός «χάνεται» αυξάνει σε πληθυντικό, σε εφιαλτικό πολλαπλασιασμό: «χάνονται», όπως διέκρινα λίγες αράδες πιο πάνω. Η δε οριστική απώλεια εκτιμάται ως δυσοίωνο μέγα τραύμα του ίδιου του εγώ.
11. Η αποκωδικοποίηση των σημασιολογικών τόπων στα Ετεροθαλή με αφορά. Εννοώ μακροπρόθεσμα. Κι ενώ η εντύπωση ότι όλα έχουν γραφτεί κι αναλυθεί εν προκειμένω ισχύει, παρέχεται αυτομάτως το κίνητρο περαιτέρω προσεγγίσεων ή ανανεώσεων επισκόπησης. Η διαρκής μαθητεία στον «Φυλλομάντη», η διαρκής μαθητεία στη σπουδή της σημασίας του παρα-μικρού: «Όπως μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία». Ο τριακοστός στίχος. Η εμμονή στην πολυδιάστατη πτύχωση των κατανυκτικών ουσιών του βίου. Η διαφορετικότητα της περίστασης. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα συμπυκνώνεται σε ένα κρύσταλλο γραμματικής πύκνωσης. Στο βαθμό που «το συμπαντικό και το ανθρώπινο δράμα τείνουν να εξισωθούν», όπως αποφαίνεται ο Πιερ Ρεβερντύ στο έργο του Le gant de crin, τότε η επαγρύπνηση της ύπαρξης καθίσταται χρεία. Και μάλιστα καταστατική. Τα όποια “λόγια” δεν απαξιώνονται: μεταμορφώνονται σε αγάλματα ήθους. Το φευγαλέο είναι η είσοδος στο άπαν. Η κατεξοχήν πολιτική πράξη της ποιητικής ζωής. Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι « τα μάτια μας δεν μπορούν να στραφούν μέσα στις κόγχες τους χωρίς να μεταβληθούν οι αντιλήψεις μας. Η σκέψη μας είναι ακόμη πιο ευμετάβλητη από την όρασή μας, ενώ όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις και ικανότητές μας συνεισφέρουν σε αυτή τη διαρκή αλλαγή. Δεν υπάρχει καμία μεμονωμένη δύναμη της ψυχής που να παραμένει ίδια ούτε για μια στιγμή. Ο νους είναι ένα είδος θεάτρου, όπου διάφορες αντιλήψεις κάνουν την εμφάνισή τους διαδοχικά. Περνούν, ξαναπερνούν, γλιστρούν αθόρυβα έξω από τη σκηνή και πλέκονται σε ανεξάντλητη ποικιλία θέσεων και καταστάσεων. Δεν υπάρχει κυριολεκτικά καμία απλότητα στον νου σε μια δεδομένη στιγμή, ούτε ταυτότητα σε κάποια άλλη, όσο και εάν εμείς τείνουμε να φανταζόμαστε πως υπάρχει μια τέτοια απλότητα και ταυτότητα. Η σύγκριση µε το θέατρο δεν πρέπει να µας οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Ο νους συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στις διαδοχικές αντιλήψεις, χωρίς να έχουμε την παραμικρή έννοια του χώρου, όπου αυτές οι σκηνές εκτυλίσσονται ή των υλικών από τα οποία είναι κατασκευασμένος». Το θεώρημα του Ντέιβιντ Χιουμ, όπως κατατίθεται στο Πρώτο Βιβλίο της Πραγματείας για την ανθρώπινη φύση, συνομιλεί ασφαλώς με την στιχική δέσμευση του «Φυλλομάντη» – και όχι μόνον – να επιτηρεί το ον των κλασμάτων (της εκάστοτε ενδεχόμενης μορφής)του χρόνου.
12. Συγκρατώ την προοπτική της εκτίμησης του Ζακ Μπουσκέ, όπως εγκολπώνεται την απώτερη σημασία της θέας: «μια εικόνα κοστίζει τόση εργασία στην ανθρωπότητα όση μια καινούργια ιδιότητα σ’ ένα φυτό». Διαβάζω το σύνθετο αποτέλεσμα της ανεξάντλητης εικονοποιίας του Οδυσσέα Ελύτη με τη θέρμη των πρώτων εκείνων προσεγγίσεων: το αναγνωστικό βίωμα είναι είσοδος στο πιθανό
που φαινόταν μόλις λίγο πριν απίθανο. Ένα σταυροδρόμι νοημάτων - χρωμάτων. Η «Ωδή στον Πικασσό», το τρίτο ποίημα της πρώτης σειράς των Ετεροθαλώ» γνωρίζω, φέρ’ ειπείν, ότι επιστρατεύει αυθεντικές επικλήσεις διαύγασης, προκειμένου το ουτοπικό να καταστεί επιτέλους Τόπος. Διά της μεταλήψεως, κυρίως, εικόνων. Ήτοι, άλλη μια έκφανση του πολιτικού Οδυσσέα Ελύτη. Η έμπρακτη δράση. Θυμίζω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Αλήθεια Πικασσό Παύλε υπάρχεις/Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε/Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας — αλλά συ γελάς/Μαύρα τείχη γύρω μας — αλλά συ μεμιάς/Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα/Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρρόξανθη κραυγή/Που μ' έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ' αέρια τα/ υγρά και τα στερεά του κόσμου ετούτου/Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο/Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον/Να μην υπάρχει εχτρός/Πλάι πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι/Κι η ζωή αδερφέ μου ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων/Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι/Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρα της/Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρα μας…». Η ορμή του στίχου επικυρώνει την ορμή προς επιχρωματική διάσταση, οπωσδήποτε προς μουσική αξίωση του βίου. Και προσθέτω τον πρόσφορο αφορισμό από την Έκτη Στροφή του Βιβλίου του Λόγου
(Ταό Κινγκ) του Λάο Τσε: «Το πνεύμα της κοιλάδας δεν πεθαίνει ποτέ. Είναι κείνο το μυστήριο θηλυκό που οδηγεί στη ρίζα της γης και τ’ ουρανού. Εκεί μένει πάντα σαν πέπλο αμυδρό που η χρήση δεν εξαντλεί». Ο γλωσσοκεντρικός ιδεαλισμός του Οδυσσέα Ελύτη συνιστά εμπροσθοφυλακή του εαυτού. Η συσπείρωση του υποκειμένου τελείται ως συσπείρωση της συλλαβής σωσιβίου.
13. Η ιδιαίτερα προβεβλημένη από την κριτική και την ειδικότερη φιλολογική ερμηνεία της αρχιτεκτονικής διάρθρωσης των μειζόνων ποιημάτων του τιμώμενου σήμερα ποιητή ανακαλεί ευθέως την εξ ίσου διαπιστωμένη προσέγγιση των εννοιών κατά τρόπο εμφανώς γεωμετρικό από τον Γκαστόν Μπασελάρ. Το έργο του οποίου φαίνεται να γνώριζε σε βάθος ο Οδυσσέας Ελύτης. Η οριακή διαπίστωση που παρατίθεται εν συνεχεία υπογράφεται από τον Γκαστόν Μπασελάρ: «η “ευγλωττία” είναι ένα από τα στοιχεία του ευ ζην». Μήπως το ελυτικό δίδαγμα στο σύνολό του δεν είναι πράγματι ένα ευρύχωρο δίδαγμα «ευγλωττίας»; Μήπως η γλώσσα του προκείμενου δημιουργικού καταπιστεύματος δεν συνιστά και η ίδια την υποδειγματικά δραματοποιημένη έκφραση ενός εμφανώς αναστοχαστικού ευ ζην; Μήπως το ποίημα δεν είναι τέλει η ασυμβίβαστη εκείνη φυγή; Η φυγή από την κακοφορμισμένη Σύμβαση; Η απομάκρυνση από το status quo των δεδομένων, των επιβεβλημένων συνειρμών της ζωής σε απλό, σε πρώτο δηλαδή βαθμό θέασης; Διακρίνω τα εξής, όπως απαντούν στη μελέτη του Μάρτιν Χάιντεγκερ Η γλώσσα στην ποίηση, προκειμένου να οδηγηθώ πιο γρήγορα, από ό τι συνήθως συμβαίνει, στο αναγκαίο και ικανό συμπέρασμα: «η συνομιλία της νόησης με την ποίηση επιδιώκει να προσκαλέσει την ουσίωση της γλώσσας, για να ξαναμάθουν οι θνητοί να κατοικούν μέσα στη γλώσσα». Η γλώσσα παρίσταται ως διευθέτηση μορφών – δομών – θεσμών του θεμελίου-είναι. Εξ ου και η λατρεία του άκρως διεσταλμένου παρόντος, το οποίο διαθέτει το εξαιρετικό πλεονέκτημα να περιέχει το σύμπαν. Το μέλλον καθίσταται μάλλον τριτεύον ως ζήτημα γραφής. Άλλωστε «τα υπερβολικά πάρε δώσε με το μέλλον είναι μια μορφή δειλίας» μας δείχνει και ο Ντάνιελ Κέλμαν. Το μνημείο των συλλαβών, ένα μανιφέστο λυρικού modus vivendi αλλά και βεβαίως modus operandi, αφορά κατεξοχήν στην εδραίωση της πίστης στο κατάλυμα του διαρκώς ενεργητικού, πολυεπίπεδου, πολύσημου, σαφώς διιστορικού ενεστώτος.
14. Ξεχωρίζω τα εξής από το τέταρτο ποίημα του πρώτου μέρους των Ετεροθαλών, που επιγράφεται «Της Σελήνης της Μυτιλήνης παλαιά και νέα ωδή»: «Ότι τόσο ελαφρύ στα φρύγανα το πάτημα ήταν/Τόσο μπλάβα τα λουλούδια. Τόσο η στάλα των ματιών /Ωραία μετά που η ευτυχία χάθηκε/Μακριά μεσ’ στα θαλασσινά χαράματα/To φιλί που εκράτησα όσο το αστέρι μου έσχιζε/Την πλαγιά του Αυγούστου τόσο καθαρό/Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη/Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί/Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν/Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!». Οι στίχοι, κάτοπτρα ειλικρινή της αλήθειας, κατευθύνονται στην ενδοχώρα της φιλέρευνης ανάγνωσης. Με τον ρυθμό τον ασίγαστο της άμεσης μαρτυρίας του ποιητικού νου. Εξ ού και η ευθύτητα των προκείμενων δηλώσεων. Ανήκω σ αυτούς που πιστεύουν ότι πράγματι «μέσα στο έργο είναι επί το έργον η αλήθεια, άρα όχι μόνο κάτι το αληθινό [. . . ] Έτσι φωταγωγείται το αυτοκρυβόμενο Είναι. Η έτσι διαμορφωμένη φωτεινότητα ρίχνει το φέγγος της στο έργο τέχνης. Το φέγγος που έχει ριχτεί στο έργο τέχνης είναι το ωραίο. Η ομορφιά είναι ένας τρόπος ύπαρξης της αλήθειας ως μη-κρυπτότητας»: για να μνημονεύσω πάλι αυτόν που προσλαμβάνει και εννοεί την ποιητική δοκιμή με ιδιαίτερα εμφανή ευρύτητα. Εννοώ βέβαια τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, όπως τον ξαναδιαβάζω. Η προέλευση του έργου τέχνης: η αποδελτίωση συνεχίζεται.
BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Αναζητώντας τη Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, (βλ. σ. 154), εκδ. Ύψιλον/βιβλία 2014.
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Πολιτισμός και αξίες, μτφρ.: Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου και Κωστής Μ. Κωβαίου, εκδ. Καρδαμίτσα 2000.
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, Φιλοσοφικές έρευνες, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Παύλος Χριστοδουλίδης, εκδ. Παπαζήση 1977.
Παναγιώτης Κονδύλης, Ταυτότητα, ισχύς, πολιτισμός (Πενήντα δελτία), επιμ.: Ευάγγελος Γκανάς, περ. Νέα Εστία, Ιούλιος-Αύγουστος 2004.
Ντάνιελ Κέλμαν, Η μέτρηση του κόσμου, μτφρ.: Κώστας Κοσμάς, εκδ. Καστανιώτη 2009.
Αντρέ Μπρετόν, Seconde manifeste du Surréalisme, 1930, Œuvres complètes, I, 781, 1594/1595.
Λάο Τσε, Ταό Τε Κινγκ, απόδοση και σχόλια: Γιώργος Αλεξάκης, εκδ. Εκκρεμές 1983.
Ζακ Λακάν, Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, εισαγωγή: Ζακ-Αλέν Μιλέρ, μτφρ.: Νασία Λινάρδου-Μπλανσέ και Ρεζινάλντ Μπλανσέ, επίμετρο: Ρεζινάλντ Μπλανσέ, εκδ. Εκκρεμές 2005.
Γκαστόν Μπασελάρ, Η ποιητική του χώρου, μτφρ. Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή 1982.
Ζακ Ντερριντά «Πίστη και γνώση», σ. 19 στο Jacques Derrida, Gianni Vattimo (επιμ.), H Θρησκεία, μτφρ., σημειώσεις: Γιώργος Φαράκλας, εκδ. Αλεξάνδρεια 2003.
Μάρτιν Χάιντεγκερ, Η γλώσσα στην ποίηση, μτφρ. - σχόλιο: Κώστας Γεμενετζής, στο Γκέοργκ Τρακλ, Ο Sebastian στο όνειρο-Δημοσιεύσεις στο Brenner 1914/1915, μτφρ.: Έλενα Νούσια, Ύψιλον/βιβλία, Ξένοι Ποιητές, 1999.
Μάρτιν Χάιντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική, εισαγωγή, μτφρ., επιλεγόμενα: Χρήστου Μαλεβίτση, εκδ. Δωδώνη 1973.
Μάρτιν Χάιντεγκερ, Η
προέλευση του έργου τέχνης, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια: Γιάννης Τζαβάρας, εκδ. Δωδώνη 1986.
Ντέιβιντ Χιουμ, Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, μτφρ: Μαρία Πουρνάρα, εκδ. Πατάκη 2005.
Έντμουντ Χούσερλ, Η φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη, μτφρ.- εισαγωγή-σχόλια: Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Ροές 1988.