Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/poiisi-kai-pezografia/caput-mortuum-1392
——— ≈ ———
Φ Α Ρ Σ Α Α Φ Α Ν Ι Σ Μ Ο Υ
——— ≈ ———
1. Αν ο Μνησαρχίδης φέρει κάτι απ’ τον Ιππόλυτο, ο Μνησίλοχος απ’ τον Οιδίποδα (Φοίνισσες), ο Ευριπίδης ο νεότερος από τον Ορέστη (ενδεχομένως και με διαφορετική ζευγοποίηση, εντός κι εκτός σκηνής, τέκνων και ηρώων), μήπως ο στρατηγός Ξενοφών, ο αχαρτογράφητος τέταρτος γιος του γερο-Αγέλαστου, αυτός που σκοτώθηκε στη μάχη της Ποτίδαιας το 429 π.Χ. (τύχη δίβουλη: την προηγούμενη χρονιά ο πατέρας του κέρδισε τα πρωτεία με τον Ιππόλυτο), σηκώνει τη κομματιασμένη μνήμη του Πενθέα;
1.2 Κι από τους γιους του γερο-Αγέλαστου ας περάσουμε στους άτυχους γάμους του. Άραγε πόση Μελιτώ, Χοιρίνη ή Χοιρίλη συντονίζονται με την καυτή ανάσα της Μήδειας, της Φαίδρας ή της Αγαύης;
1.3 Αν περιμένετε να ακούσετε από τα χείλη μου κάτι για τη μάνα του γερο-Αγέλαστου, μ’ αυτό το μαράζι θα φύγετε. Λέξη για την Κλειτώ. Κιχ. Σφαλιστό στόμα. Αρκετά τράβηξε από τον Αριστοφάνη και την πλέμπα του θεάτρου και της αγοράς.
1.4 Penthée, c’est moi. Μια φράση που ενδεχομένως να είχε ψιθυρίσει κατά μόνας ο συγγραφέας της Μήδειας
στον εαυτό του, αιώνες πριν τον συγγραφέα της Μαντάμ Μποβαρί. Από πολλές σκοπιές. Του ανικανοποίητου γιου. Του δυσαρεστημένου πολίτη. Του ημεδαπού εξόριστου. Του αποτυχημένου θεατρανθρώπου στον καιρό του. Κοντολογίς: του πολυδιαμελισμένου.
Χώρος άδειος. Μοκέτα, μαξιλάρια, κουρτίνες σε αποχρώσεις του λευκού. Μαλακό φως απομεσήμερου. Ένας γυμνός άντρας από τη μέση και πάνω παίζει κρουστά. Μαλακά. Υπνωτιστικά.
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Για να φρεσκάρουμε λίγο τα ονόματά του…
ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΑΙΝΑΔΕΣ ΠΛΗΝ ΝΕΚΡΗΣ ΜΑΙΝΑΔΑΣ: Τίνος;
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Δεν ξέρετε;
ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΑΙΝΑΔΕΣ ΠΛΗΝ ΝΕΚΡΗΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΗΣ: Όχι, τι να ξέρουμε;
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Ξέρουμε ότι δεν ξέρετε. Ακούω, λοιπόν, αυτό που δεν ξέρετε.
Δημιουργείται σούσουρο.
ΕΦΗΒΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Καθάρσιος!
ΜΕΣΗΛΙΚΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Λύσιος! Περικιόνιος! Οινέας! Ωμηστής, Αγριώνιος…
ΔΟΚΙΜΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Άκρατος…
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Δεν είσαι βέβαιη;
ΔΟΚΙΜΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Άκρατος!
ΠΡΩΗΝ ΜΑΙΝΑΔΑ: Αυξίτης, Δασύλιος, Δενδρίτης, Ημερίδης, Βάκις―
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Αρκούν…
ΝΤΟΠΙΑ ΜΑΙΝΑΔΑ: Υγιάτης, Ορθός, Βρυάκτης.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑ ΜΑΙΝΑΔΑ: Ηρός, Κραδιαίος, Λικνίτης, Ζαγρέας, Ανθρωπορραίστης.
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Νεκρή Μαινάδα, δεν σ’ ακούσαμε καθόλου σήμερα. Είσαι ανάμεσά μας; Υπάρχεις;
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Μετά από εσάς…
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Τι ακριβώς εννοείς;
Ο ημίγυμνος άντρας ξαφνικά αυξάνει την ένταση των κρουστών.
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Συνήθως κάτι ρωτάτε στο τέλος κάθε συνάντησης…
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Διδαχτείτε από την υπομονή της, την αντοχή της, τη σωφροσύνη της… Ρωτώ, λοιπόν, ποιο είναι το τελευταίο όνομα του Διονύσου;
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ ΟΙ ΜΑΙΝΑΔΕΣ: Το τελευταίο;
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Ναι, το τελευταίο!
Αρχίζουν να περιδινούνται γύρω από τον άξονά του. Κάποιες λύνουν τα μαλλιά και χτυπούν ρυθμικά τα πόδια.
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Λοιπόν;
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Να τολμήσω να το πω;
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Από τα χείλη σου κρεμόμαστε…
Ο γυμνός άντρας βρίσκεται σε παράκρουση. Ο ήχος των κρουστών κατακλύζει τον χώρο.
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Πενθέας.
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Πώς είπες;
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: ΠΕΝ-ΘΕ-ΑΣ.
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Δεν άκουσα καλά…
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Άνθρωπος των θλίψεων. Πώς αλλιώς να το πω…
Ο ημίγυμνος άντρας σβήνει μαλακά το παίξιμό του. O χώρος γαληνεύει. Οι Μαινάδες σχηματίζουν ένα τρίγωνο πίσω από τον Δραματοθεραπευτή. Ο Δραματοθεραπευτής κλείνει τα μάτια. Το τρίγωνο βαθμιαία γίνεται κύκλος.
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Να το επαναλάβω;
Μακρά τεταμένη σιωπή.
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Ο γιος του Εχίωνα και της Αγαύης, ο εγγονός του Κάδμου και της Αρμονίας, αδελφός της Ηπείρου.
Ο Δραματοθεραπευτής λύνεται σε άκρατα γέλια.
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Αδελφός ποιας;
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Της Ηπείρου. Ήπειρο δεν λένε την αδελφή του;
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Πάντως στις Βάκχες αυτό δεν αναγράφεται.
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Αυτό είναι αλήθεια…
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Τότε;
ΝΕΚΡΗ ΜΑΙΝΑΔΑ: Αυτό αναφέρουν οι πηγές…
ΔΡΑΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ: Οι πηγές δεν είναι για εμάς. Οι πηγές είναι για ιστορικούς, φιλολόγους, θεωρητικούς και θεατρόφιλους. Εδώ βρισκόμαστε, εδώ είμαστε, για να σκάψουμε το κείμενο. Μέσα σας. Τον πόνο του και τη σκοτεινιά του. Συμφωνούμε;
Οι Μαινάδες μιμούνται το υστερικό γέλιο του Δραματοθεραπευτή. Στην αρχή διστακτικά. Μετά αρχίζουν να τρέμουν. Η Νεκρή Μαινάδα πέφτει κάτω, τινάζει χέρια και πόδια. Ο Δραματοθεραπευτής την ακουμπάει στο μέτωπο. Βάζει μια λευκή πετσέτα στο στόμα της. Η Νεκρή Μαινάδα τη δαγκώνει.
Κάποια στιγμή θα γεράσω. Αυτό το σκέφτηκα
και το είπα
στον εαυτό μου.
Κάποια στιγμή θα πεθάνω. Αυτό
αν και το σκέφτηκα
δεν το είπα
στον εαυτό μου.
Κάποια στιγμή θα ξεχάσω.
Αυτό ούτε το σκέφτηκα
ούτε το είπα στον
εαυτό―
τίνος;
Mε το που κάθισες απέναντί του στην καρέκλα, για την ακρίβεια στο μεταλλικό περιστρεφόμενο σκαμπό, χωρίς να σε κοιτάζει, σκυμμένος όπως ήταν στο γραφείο του, στα χαρτιά του, σ’ ένα σωρό από τα πιο παράταιρα πράγματα, από τη στιγμή που μπήκες στον χώρο του, λες και δεν υπήρχες στον χώρο, λες και δεν υπήρχε κανένας άλλος σ’ αυτό το μακρόστενο διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο μιας νεόκτιστης πολυκατοικίας, μ’ ελάχιστα έπιπλα, σε ρώτησε η επιθυμία του θανάτου γέρνει προς την πλευρά της επιθυμίας για ύπνο ή της επιθυμίας για ξύπνημα; Ήσυχα. Ξαφνικά. Αδιανόητα ήσυχα. Αδιανόητα ξαφνικά. Ανυπόφορα ήσυχα και ξαφνικά. Λες κι έπιανε το νήμα από μια συζήτηση που είχατε αφήσει πριν λίγο στη μέση. Λες και σου ψιθύριζε αυτό το ερώτημα, αν μπορούσες να θεωρήσεις ερώτημα αυτό τον γρίφο, στον ύπνο σου ή σ’ το κραύγαζε από κάπου πολύ μακριά, τόσο μακριά, που αισθανόσουν μόνο τον απόηχο μιας άγριας σιωπής, μπορεί όμως και μιας διακοπτόμενης οχλοβοής. Προς στιγμήν είχες την αίσθηση ότι αυτή η ερώτηση απευθυνόταν σε κάποια άλλη ηθοποιό που της είχε ήδη δώσει τον ρόλο, ενδεχομένως και στον ίδιο τον ρόλο, όπως τον είχε μάλλον ασχημάτιστο ακόμη μέσα του. Και πριν προλάβεις να πεις το οτιδήποτε, να σκεφτείς αν θες να απαντήσεις ή να σιωπήσεις, να χαμογελάσεις αμήχανα, διφορούμενα ή σαρκαστικά, να στρώσεις τα μαλλιά σου, να σαλιώσεις τα χείλη σου, να βήξεις, να αναπνεύσεις βαθιά, να τρίψεις τα χέρια σου ή να ξύσεις τη γάμπα σου, σε ρώτησε μέχρι πού θα μπορούσατε να φτάσετε προκειμένου να είστε στο Project P.;
2. Ο Πενθέας πεθαίνει στη θέση του Διονύσου, στο αναλυτικό ντιβάνι, σημαίνει πως αναβιώνει, αναδεύει, με αμφίβολη ωστόσο ανακούφιση ή επούλωση, το γενεαλογικό τραύμα του Διονύσου που δεν είναι άλλο από τον τρόμο του διαμελισμού – αφού διαμελίζοντας τον άλλον μόνο με τον δικό σου διαμελισμό δεν αναμετριέσαι, δεν συμφιλιώνεσαι, απλώς, τον σκεπάζεις με χώμα όπως η γάτα τα κόπρανά της.
2.1 Ταυτόχρονα, αν κι ο Διόνυσος λέει, με πολλούς τρόπους, στον Πενθέα, είσαι τα συμπτώματά μου, είσαι το άλγος μου, είσαι αυτό που δεν αντέχω, ο Πενθέας κωφεύει. Υποδύεται τον αδιάφορο, τον θυμωμένο, τον κολακευμένο, τον ανόητο, τον πανικόβλητο. Το συνειδητοποιεί όταν βρίσκεται ήδη στη φρικτή αγκαλιά της μητέρας του και των αδελφών της. Όταν φυλλομετράει ανάποδα τον χρόνο, όταν επιστρέφει στον κόρφο του θανάτου, στη μήτρα τού τίποτα.
2.2 Ο Πενθέας πεθαίνει στη θέση του Διονύσου, στην πολιτική κονίστρα της Θήβας, σημαίνει ότι η γραφειοκρατική ευλάβεια συγκρούεται με την εκτραχηλισμένη (όπου ευλάβεια όρα θεσμοί, κανόνες, ήθη και έθιμα της πόλης) για να αλληλοεξοντωθούν εντέλει αμφότερες. Τροπαιούχος ίσως είναι η πιο βλάσφημη ευλάβεια σε τραγωδία. Η πιο ντροπιαστική. Η πιο ανίερη. Η πιο βάναυση. Το επανασυναρμολογημένο σώμα του Πενθέα. Το άταφο σώμα του ρημαγμένου βασιλιά, μιας ρημαγμένης οικογένειας, μιας ρημαγμένης πόλης. Οι ξεσαλωμένες γυναίκες ξεμεθούν από τη γιορτή του κανιβαλισμού. Οι άντρες μεθυσμένοι από τον ρόλο του Κανένα δεν έχουν πια πού να στραφούν και τι να ζητήσουν. Τον ρόλο του πολίτη; Του στρατιώτη; Του παρενδυμένου; Του θεατή; Του παρατηρητή; Οι πρωταίτιες κεφαλές εξορίζονται. Ωμή αντανάκλαση της άδειας σκηνής με το μοναδικό ίσως άταφο και ακτέριστο σώμα σε αρχαίο θέατρο.
2.3 Ο Πενθέας πεθαίνει στη θέση του Διονύσου, ως ιστορική συγκυρία και χρόνιο συλλογικό βίωμα, σημαίνει ότι η μασκαρεμένη σε Θήβα Αθήνα καθρεφτίζεται σε παλιό και φρέσκο αίμα του Πελοποννησιακού Πολέμου (ας μην ξεχνάμε: βρισκόμαστε στο εικοστό τρίτο έτος ενός ανηλεούς εμφυλίου). Μαιναδισμός, ωμοφαγία, σκύλευση νεκρών, ερήμωση ηττημένων είναι σε ημερησία διάταξη. Μια ρουτίνα μαζικής φρίκης. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι τι όνειρα θα έβλεπε ο συγκρατημένος και νουνεχής ιστορικός ρεπόρτερ Θουκυδίδης.
2.4 Ο Πενθέας δεν διαμελίζεται επειδή είναι τέρας, διαμελιζόμενος τερατοποιείται. Και διαμελίζεται: πρώτον, επειδή υποφέρει από ανυπόφορο ίλιγγο λογικής, δεύτερον, επειδή τον χειραγωγεί μια απερίσταλτη λύπη (άρνηση έκστασης) και, τρίτον, επειδή είναι ανυποχώρητος σε μια κοινή παραδοχή: πρόκειται περί ζωντανού υπό αίρεση.
2.5 Πενθάλεος, Πενθήμων, Πενθίμος, Πενθήρης, Πενθητήριος, Πένθημος, Πενθητήρης, Πενθοφόρος, Πένθημμα.
2.6 Χοντρικά αυτά είναι τα παράγωγα ονόματα του γιου του Εχίωνα και της Αγαύης. Τα αντίστοιχα του νόθου γιου του Διός και της Σεμέλης ουκ έστιν αριθμός. Όταν η αριθμητική υπεροχή, ακόμη και στη μυθολογία, καταδεικνύει ότι, εντέλει, η δημοφιλία δεν είναι μόνο ποσοτικό στοιχείο.
Πισίνα. Η Σεμέλη φοράει aνθρακί μπικίνι και η Αγαύη ολόσωμο κατακόκκινο μαγιό. Ο Δραματοθεραπευτής διαβάζει εφημερίδα.
ΣΕΜΕΛΗ: Υπάρχει κακιά στιγμή;
ΑΓΑΥΗ: Υπάρχει.
ΣΕΜΕΛΗ: Δεν υπάρχει!
ΑΓΑΥΗ: Υπάρχει!
ΣΕΜΕΛΗ: Μιλάς από προσωπική εμπειρία;
ΑΓΑΥΗ: Και από προσωπική εμπειρία…
ΣΕΜΕΛΗ: Γιατί, υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από προσωπική εμπειρία;
ΑΓΑΥΗ: Εσύ το λες αυτό;
ΣΕΜΕΛΗ: Βλέπεις κανέναν άλλο;
ΑΓΑΥΗ: Δεν ξέρω, μπορεί και να ρωτούσες το είδωλό σου στην πισίνα…
ΣΕΜΕΛΗ: Μια και το λες, είπες στον Πενθέα να την καθαρίσει;
ΑΓΑΥΗ: Χθες δεν μου ’λεγες πως ο Διόνυσος όχι μόνο θα την καθάριζε, αλλά και θα τη χλωρίωνε;…
ΣΕΜΕΛΗ: Βουτάμε;
ΑΓΑΥΗ: Άρα, αν όπως λες, δεν υπάρχει κακιά στιγμή, δεν υπάρχει ούτε καλή διάρκεια;
ΣΕΜΕΛΗ: Βουτάμε;
Η Σεμέλη βουτάει στην πισίνα. Η Αγαύη στέκεται αφηρημένη. Κοιτάζει αποσβολωμένη τον ορίζοντα. Μια αστραπή σκίζει τον ουρανό. Ακολουθούν βροντές και πέφτει καταρρακτώδης βροχή. Η Σεμέλη ισορροπεί στο μέσον της πισίνας. Ο Δραματοθεραπευτής σκεπάζει το κεφάλι του με την εφημερίδα.
Χτενίζω τα ήσυχα ουρλιαχτά μου,
όπως μια υπηρέτρια χτενίζει αργά
πολύ αργά, σχεδόν ασάλευτα
τα θαμπά και μπλεγμένα,
τα κουρασμένα μαλλιά της.
Σιδερώνω τα ήσυχα ουρλιαχτά μου,
όπως μια γεροντοκόρη σιδερώνει αργά
πολύ αργά, σχεδόν ασάλευτα
τη φθαρμένη νυχτικιά της.
Τρώω τα ήσυχα ουρλιαχτά μου,
όπως μια γάτα τρώει αργά
πολύ αργά, σχεδόν ασάλευτα
τα υπολείμματα από το πιάτο
μιας υπηρέτριας
μιας γεροντοκόρης
μπορεί όμως και μιας νεκρής.
Μέχρι εκεί που θα με οδηγούσε το κείμενο, του είπες χωρίς να το πολυσκεφτείς. Η φωνή σου ήταν σταθερή, αποφασιστική, κατά κάποιον τρόπο ανέμελη. Παραξενεύτηκες. Καθώς σπανίως συντόνιζες και τις τρεις αυτές ιδιότητες εκτός σκηνής. Στην καθημερινότητα. Στην επαφή σου με συγγενείς, φίλους, εραστές, ακόμη και με πρόσωπα του σιναφιού. Τέλος πάντων. Τότε αυτός, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, ένα ωοειδές κοντοκουρεμένο γκρίζο κεφάλι, άρχισε να αλλάζει σκελετούς γυαλιών. Καθόλου αγχωμένα. Αργά και συνεχόμενα. Σχεδόν τελετουργικά. Λες και παρατηρούσε τον εαυτό του να τοποθετεί και να αφαιρεί στη γαμψή μύτη του γυαλιά. Έναν μπλε στρογγυλό με χοντρή ταρταρούγα, έναν τετραγωνισμένο λεπτό σε ματ ασήμι κι έναν παλιακό καφέ κολλημένο πρόχειρα με σελοτέιπ στο μέσον. Είχε αστιγματισμό, μυωπία, υπερμετρωπία ή πρεσβυωπία; Δοκίμαζε μπροστά σου μια λεπτομέρεια για κάποια σκηνή; Ήθελε να σε αποσυντονίσει; Κατάλαβα, είπε κάποια στιγμή και ανέσυρε δεξιοτεχνικά μέσα από το χάος που επικρατούσε πάνω στο γραφείο του, από φακέλους, τσακισμένα ή αναποδογυρισμένα βιβλία, φλιτζάνια από καφέ και τσάι, φρυγανιές, κρακεράκια, μισοφαγωμένες μπανάνες και τοστ, μέχρι και ίχνη από παρατημένα σουβλάκια, χωρίς να διαταράξει στο ελάχιστο την ισορροπία τους, ένα μακρύ κλαδί που στην άκρη είχε δεμένο ένα κουκουνάρι. Συγγνώμη, τι ακριβώς καταλάβατε; τον ρώτησες, σαν να τον ρωτούσε κάποια άλλη στη θέση σου. Αυτή που είχε απορρίψει από την πρώτη στιγμή της οντισιόν, αυτή που τα είχε σπάσει μαζί του στις πρόβες, αυτή που την παραμονή της πρεμιέρας εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Πάντως όχι εσύ. Προς στιγμήν φαντάστηκες πως σ’ ακούμπησε με το περίεργο κλαδί του στο κεφάλι ή στο μπούστο. Μπορεί και να σε χτυπούσε δυνατά. Να το έσπαγε πάνω σου. Στο πρόσωπό σου ή στον ώμο σου. Ωστόσο, αυτός τον οποίο άλλοι θεωρούσαν αθεράπευτο τελειομανή της σκηνής κι άλλοι βιρτουόζο κακοποίησης συνεργατών του –δύο χαρακώματα, δύο παράλληλα σύμπαντα θαυμαστών/αντιθαυμαστών τα οποία σπανίως διασταυρώνονταν στο κοινό τοτέμ λατρείας/αποστροφής τους, όταν ο ίδιος αυτοσυστηνόταν «ως ξεναγός στο αδιαμόρφωτο τοπίο του καθενός»– περιορίστηκε στο να χρησιμοποιήσει το άτυπο ραβδί του απλώς για να ξύσει τον λυγισμένο αυχένα του και την καμπουριασμένη πλάτη του.
[ Προδημοσίευση από την ανέκδοτη νουβέλα που θα κυκλοφορήσει προσεχώς ]
——— ≈ ———
Caput mortuum σημαίνει νεκρό κεφάλι ή άχρηστα υπολείμματα. Πρόκειται για μια χρωστική ουσία που χρησιμοποιήθηκε τόσο στην αλχημεία όσο και στη ζωγραφική, ενώ 1392 είναι ο αριθμός των στίχων στην κατάλοιπη τραγωδία του Ευριπίδη, την οποία έγραψε αυτοεξόριστος στην Πέλλα της Μακεδονίας και παραστάθηκε στην Αθήνα (405 π.Χ.) μετά τον θάνατό του (406 π.Χ.).