Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/metafrash/h-royfhxtra
——— ≈ ———
του
ΝΙΚΟΥ ΠΡΑΤΣΙΝΗ
——— ≈ ———
Η έκφραση «boom της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας» παραπέμπει στις επιτυχίες των (ισπανόφωνων) έργων του Αργεντινού Χούλιο Κορτάσαρ, του Περουβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα, του Μεξικανού Κάρλος Φουέντες και του Κολομβιανού νομπελίστα Γκαμπιέλ Γκαρσία Μάρκες στην ευρωπαϊκή αγορά. Και κάποιων άλλων, λιγότερο σημαντικών ή/και επιτυχημένων. Αυτοί οι συγγραφείς γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη των δεκαετιών του ’60 και του ’70, χάρη κυρίως στις εκδόσεις του πρωτοποριακού, τότε, εκδοτικού οίκου Seix Barral της Βαρκελώνης· κάποιοι από αυτούς ζούσαν είτε περνούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ευρώπη. Μεταξύ άλλων και για να ζήσουν και να δημιουργήσουν μακριά από τις χώρες τους, σε πολλές από τις οποίες κυβερνούσαν στρατιωτικές δικτατορίες. Στην Ελλάδα οι εν λόγω συγγραφείς ήρθαν μετά τη Μεταπολίτευση, μέσω Γαλλίας κυρίως, τουλάχιστον αρχικά. Η Ευρώπη, μετά τον Μάη του ’68 και το «άνοιγμα» που έφερε σε όλα τα επίπεδα –πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό– ήταν έτοιμη και επιθυμούσε να γνωρίσει, να κατανοήσει (;) και να αγαπήσει την κουλτούρα του (πολιτισμικά) κοντινού σε αυτήν Τρίτου Κόσμου της Λ. Αμερικής. Η Λ. Αμερική εκφράζεται πλέον μέσα από τη δυτική κουλτούρα. Μια έκφραση ιδιότυπη, μορφή μιας εκμιγαδισμένης «κουλτούρας των συνόρων», όπως το θέτει ο Μεξικανός νομπελίστας ποιητής Oκτάβιο Πας. Σε αυτή την κουλτούρα, ιδωμένη με τα μάτια του Ευρωπαίου, συνυπάρχει το «άλλο» και το εξωτικό μαζί με το οιονεί οικείο: ο τοπικά προσαρμοσμένος, ενίοτε και συγκρητισμένος, χριστιανισμός, η (ευρωπαϊκή) ισπανική γλώσσα, με τοπικές ιδιομορφίες, πάντα, μια πολιτική ζωή με αναφορές στους δύο μεγάλους ιδεολογικούς πόλους της δυτικής νεωτερικότητας, την Αριστερά και τη Δεξιά. Εξάλλου, πέρα από τις δικτατορίες, η Λ. Αμερική είχε να επιδείξει και το επαναστατικό ίνδαλμα του Τσε, μια μορφή εμβληματική για τη δυτική νεολαία της εποχής. Οι Λατινοαμερικανοί πάλι συγγραφείς αυτοί, έχοντας εμπεδώσει πρόσφατα τον ευρωπαϊκό Μοντερνισμό, πρόσφεραν κάτι που ήταν ταυτόχρονα πρωτόφαντο αλλά και σχετικά οικείο, έτσι ώστε να είναι εύληπτο, ελκυστικό και… εμπορικό.
Χάρη στην επιτυχία των συγγραφέων του boom έγιναν περισσότερο γνωστοί και άλλοι σημαντικότατοι συγγραφείς, όπως οι Αργεντινοί Μπόρχες και Κασάρες, και οι Ουρουγουανοί Μπενεντέτι και ο Ονέτι, που θα μπορούσαν ίσως να είναι και… Ευρωπαίοι, ο Βενεζουελάνος Ουσλάρ Πιέτρι, ο Γουατεμαλέζος νομπελίστας Μιγέλ Άνχελ Αστούριας, ο Κουβανός Αλέχο Καρπεντιέρ, ο Παραγουανός Αουγούστο Ρόα Μπάστος, ο Μεξικανός Χουάν Ρούλφο. Οι τελευταίοι εκφράζουν δυο σημαντικά λατινοαμερικανικά λογοτεχνικά ρεύματα, τον μαγικό ρεαλισμό –και ο Μάρκες εξάλλου σε αυτό το ρεύμα ανήκει– ή/και τον ιθαγενισμό, δηλαδή τη γλωσσική και πραγματολογική ανάδειξη αυτοχθόνων πολιτισμικών στοιχείων. Και, βέβαια, οφείλουν όλοι τους, όπως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις και με τους συγγραφείς του boom, πολλά στον ιδιότυπο, ποιητικό κυρίως, Μοντερνισμό του Νικαραγουανού Ρουμπέν Νταρίο, ο οποίος επηρέασε και την ισπανική λογοτεχνία, στις αρχές του αιώνα.
Εντούτοις, αρκετοί σημαντικοί Λατινοαμερικανοί συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα παραμένουν άγνωστοι στη χώρα μας, ίσως μάλιστα να είναι και κάπως λησμονημένοι ακόμη και στην Ισπανία. Είναι συγγραφείς που προοιωνίζονται τον μαγικό ρεαλισμό αλλά και τον ιθαγενισμό, με πολλά στοιχεία κοινωνικής κριτικής αλλά και εξωτικής ηθογραφίας. Προσπαθούν να εφαρμόσουν/προσαρμόσουν την ευρωπαϊκή ψυχολογική και κοινωνική ανάλυση σε ένα περιβάλλον όπου η φύση, για τον Ευρωπαίο, αποτελεί ακόμη το κατ’ εξοχήν «άλλο», ελκυστικό και επίφοβο συνάμα, όπου ο ψυχικός κόσμος προβάλλεται/υλοποιείται στο τοπίο και το αντίστροφο, εν είδει προδρομικού ωκεανού του solaris. Με αρκετή δόση θράσους, θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη γραφή τους μαγικό ιμπρεσιονισμό ή εξπρεσιονισμό, κατά περίπτωση. Οι συγγραφείς αυτοί δεν έγιναν γνωστοί στην Ευρώπη στην εποχή τους, η Ευρώπη τότε ήταν πολύ ευρωκεντρική και αυτάρεσκη για να αναζητήσει και να αγκαλιάσει το πρωτεϊκό στοιχείο της αμεσότητας που αποπνέει η γραφή τους, καθώς στα έργα τους σπανίζουν οι φορές κατά τις οποίες συμβαίνει το αναμενόμενο, ενώ οι ανατροπές τους παύουν να είναι ανατροπές γιατί εντάσσονται στη «φυσική ροή των πραγμάτων».
Στην Ευρώπη, σε αυτή τη μικρή γωνιά του κόσμου της εποχής της παγκοσμιοποίησης, τα πνεύματα έχουν πλέον έχουν αρχίσει να αλλάζουν· ακόμη και σε ό,τι αφορά την ελληνική περιφέρεια. Έτσι, το 2017 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του Οράσιο Κιρόγα Διηγήματα έρωτα, τρέλας και θανάτου, σε μετάφραση Δήμητρας Παπαβασιλείου (εκδ. Ροές), και το 2018 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Σάμα του Αντόνιο ντι Μπενεντέτο, σε μετάφραση Άννας Βερροιοπούλου (εκδ. Καστανιώτης). Αρχίζει λοιπόν να γίνεται σαφές πως η πρώιμη ισπανοαμερικανική πεζογραφία του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ως μακρινή συνέχεια ή αναμενόμενη ασυνέχεια της ισπανικής από την οποία τύποις προήλθε, έχει βρει το δρόμο της προς την ελληνική βιβλιοαγορά. Απόδειξη είναι και η προσεχής έκδοση του εντυπωσιακού μυθιστορήματος Η Ρουφήχτρα του Κολομβιανού Χοσέ Εουστάσιο Ριβέρα, από τις εκδόσεις Στιγμός, με μεταφράστρια τη Δήμητρα Παπαβασιλείου, η οποία θα μας μιλήσει για το έργο και θα μας προσφέρει σε προδημοσίευση κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
——— ≈ ———
της
ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
——— ≈ ———
Ας μείνει λησμονημένη η άθλια εκείνη εποχή που περιπλανιόμασταν, φυγάδες, στην ερημιά, σαν συμμορία ληστών. Κατηγορούμενοι για ένα έγκλημα που είχε διαπράξει άλλος, ξεσηκωθήκαμε ενάντια στην αδικία και υψώσαμε το λάβαρο της εξέγερσης. Ποιος θα τολμούσε να προκαλέσει τη βάρβαρη οργή που κουβαλούσα εντός μου; Ποιος θα μπορούσε να μας υποτάξει; Τα αμέτρητα μονοπάτια της πάμπας ισοπεδώθηκαν εκείνες τις μέρες από τον καλπασμό των αλόγων μας, και δεν υπήρξε νύχτα που να μην ανάψουμε σε διαφορετικό μέρος τη φωτιά της λαθραίας μας κατασκήνωσης.
Το μυθιστόρημα του cult κλασικού Κολομβιανού συγγραφέα Χοσέ Εουστάσιο Ριβέρα (1888-1928) Η ρουφήχτρα (La vorágine, 1924) είναι –μεταξύ πολλών άλλων– η ιστορία μιας περιπλάνησης δίχως σταματημό, δίχως ανάσα και, τελικά, δίχως γλιτωμό, ακριβώς όπως όταν πέφτει κανείς σε μια πανίσχυρη, φρενιτιώδη και αναπόδραστη δίνη, μια ρουφήχτρα… Και όπως η ρουφήχτρα έχει τους πολλαπλούς, πλην όμως ομόκεντρους, δακτυλίους της, έτσι και η περιπλάνηση του ήρωα-αφηγητή και της συντροφιάς του εκτυλίσσεται σε διαφορετικά χρονικά και ψυχολογικά στάδια ή / και διαφορετικά περιβάλλοντα –στις αχανείς Πεδιάδες (Llanos) της Κολομβίας, με τον ανελέητο ήλιο και τις εξίσου ανελέητες πλημμύρες, αλλά και στην απέραντη όσο και κλειστοφοβική, λαβυρινθώδη ζούγκλα του Αμαζονίου, με τους άπειρους, δαιδαλώδεις κι επικίνδυνους ποταμούς και παραποτάμους–, πάντοτε όμως με τελικό προορισμό, έστω και ανεπίγνωστα (ή μήπως όχι, αφού τουλάχιστον ο κεντρικός ήρωας, ο «καταραμένος» ποιητής Αρτούρο Κόβα, ρίχνεται στην περιπέτεια με μια σχεδόν αυτοκαταστροφική μανία;), την πτώση, το χαμό, τον ίδιο το θάνατο.
(Με τον πρόωρο θάνατό του πλήρωσε, εξάλλου, και ο Ριβέρα, συγγραφέας «του ενός μυθιστορήματος, τον επισφαλή βίο που διήγε: οι περιηγήσεις του στη σκληρή νοτιοαμερικάνικη ύπαιθρο, και ειδικά στα –άγνωστα στους πολλούς– δάση των καουτσουκόδεντρων, δεν τον τροφοδότησαν μόνο με πλούσιο υλικό για το εν λόγω έργο του: τον «προίκισαν» και με μαλάρια, από την οποία έμελλε να υποφέρει διά βίου και, τελικά, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, να πεθάνει· υπάρχει βέβαια και η εκδοχή των καταχρήσεων ως αιτίας θανάτου, αλλά και εκείνη της δηλητηρίασης από τους «εχθρούς του», καθώς ο καταγγελτικός του λόγος ως συγγραφέα και –για ένα φεγγάρι– κρατικού λειτουργού ενοχλούσε και ξεβόλευε πολλούς…)
Το έργο ξεκινά με τον πολλά υποσχόμενο, για τους λογοτεχνικούς κύκλους και τα αστικά σαλόνια της Μπογοτά, ποιητή Αρτούρο Κόβα να έχει κλεφτεί με την «καλή του», με την οποία η Μοίρα τον ένωσε κατά ειρωνικό τρόπο, καθότι αρχικά δεν αντιπρόσωπευε γι’ αυτόν παρά –άλλη μια– «εύκολη περιπετειούλα» (ως προς τη συναισθηματική του αστάθεια, ο ήρωας έχει πλαστεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του γυναικοκατακτητή και ουδέποτε νυμφευθέντα, στη σύντομη ζωή του, συγγραφέα, του οποίου άλλωστε αποτελεί alter ego και φερέφωνο, τουλάχιστον ως προς τους κοινωνικούς προβληματισμούς που εκφράζει). Κυνηγημένος από το νόμο, κουβαλά μαζί του στις πεδιάδες, «σαν ένα ζευγάρι χειροπέδες», την Αλίσια, άβγαλτη κι εύθραυστη, μια παιδούλα σχεδόν («αν ήταν τουλάχιστον πιο ριψοκίνδυνη, λιγότερο άπειρη, πιο καπάτσα!»). Απέναντί της διακατέχεται από διαφορετικά συναισθήματα και διαθέσεις, που περνούν από την οργή στον οίκτο και φτάνουν ως την εξιδανίκευση. Και καθώς διαπνέεται από ρομαντισμό, είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει μέχρι τέλους το δρόμο που χαράχτηκε λίγο πολύ τυχαία για κείνον («αυτό το μονοπάτι των δακρύων και του αίματος που πήρα μια καταραμένη μέρα» όπως θα πει αργότερα, στην καρδιά πια της ζούγκλας). Έτσι, όταν την κοπέλα τού την κλέβει, με τη σειρά του, ένας αδίστακτος και στυγνός εκμεταλλευτής εργατών (στην ουσία, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας σύγχρονος δουλέμπορος) και μαστροπός, θα ριχτεί ξοπίσω από τον αποπλανητή και τη φυγάδα «γυρεύοντας την Εκδίκηση, αυτή την ανελέητη θεά που χαμογελά μόνο πάνω από τα μνήματα!»…
Παρά τον παθιασμένο χαρακτήρα και την αποφασιστικότητα του ήρωά μας, τυχοδιώκτη με την έννοια του ανθρώπου που πορεύεται «σαν σπόρος στον άνεμο» –στον αντίποδα του καιροσκοπικού τυχοδιωκτισμού του αντιζήλου του–, τίποτα δεν προμηνύει πως ό,τι ξεκινά σαν ρομαντικό οδοιπορικό ή σαν ιστορία μιας (επιδιωκόμενης) εκδίκησης θα εξελιχθεί σε ολοζώντανη μαρτυρία της ασύλληπτης εκμετάλλευσης που υφίσταντο, μέχρι και την εποχή της συγγραφής του έργου, οι εργάτες του καουτσούκ στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Κι όμως, «ακολουθώντας τα ίχνη μιας γυναίκας», ο ήρωας και η ετερόκλητη ανδρική συντροφιά του θα διαβούν, σαν σύγχρονοι (και, με σύγχρονους όρους, loosers) κονκισταδόρες, τις παρυφές της ζούγκλας μέσα σ’ ένα κανό-«πλωτό φέρετρο»· μόνο που στην είσοδο ετούτης της «κόλασης» (σύμφωνα με μία από τις μεταφορές που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο για τη ζούκλα – η άλλη είναι αυτή της «πράσινης φυλακής») δεν υπάρχει πουθενά γραμμένη, όπως σ’ εκείνη του Δάντη, η προτροπή «lasciate ogni speranza, voi ch’entrate» («εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα, όσοι διαβαίνετε!»): ο Αρτούρο Κόβα αντιλαμβάνεται διαισθητικά ότι πρόκειται για δρόμο χωρίς γυρισμό και αποδίδει, όπως πάντα, το προαίσθημα αυτό με τον ποιητικό του λόγο: «Εκείνο το ποτάμι το δίχως κυματισμούς, δίχως αφρό, ήταν βουβό, καταθλιπτικά βουβό σαν κακό προμήνυμα, κι έδινε την εντύπωση ενός σκοτεινού δρόμου που κινούνταν προς τη δίνη του τίποτα». Προηγουμένως είχε, άλλωστε, αποχαιρετίσει τον ήλιο και τον ορίζοντα «με την πικρία του καταδικασμένου σε θάνατο».
Εκεί λοιπόν, στη ζούγκλα, θα γνωρίσει έναν αθέατο, ονειρώδη σε μια πρώτη προσέγγιση κόσμο, ο οποίος, όσο βαθύτερα εισχωρεί ο ήρωας μέσα του, τόσο πιο εφιαλτικός αποκαλύπτεται. Η μεγαλειώδης και αδάμαστη φύση δε συγχωρεί τους εισβολείς, που μοιραία δέχονται «τα μάγια του δάσους»:
Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποια είναι η αιτία του μυστηρίου που μας κάνει να χάνουμε τα λογικά μας όταν περιπλανιόμαστε στη ζούγκλα. Πιστεύω όμως πως έχω μιαν εξήγηση: οποιοδήποτε απ’ αυτά τα δέντρα θα εξημερωνόταν, θα γινόταν φιλικό, ακόμη και χαρούμενο, σ’ ένα πάρκο, σ’ ένα δρόμο, σε μια οποιαδήποτε ανοιχτωσιά, όπου κανείς δε θα το πλήγωνε ούτε θα το κυνηγούσε· αλλά εδώ είναι όλα τους μοχθηρά, ακόμη κι επιθετικά, και συχνά μας υπνωτίζουν.
Η «εκδικητικότητα», μάλιστα, της ζούγκλας φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν ο άνθρωπος (ο απλός εργάτης, που έφτασε ως εκεί γελασμένος από μεγαλόστομες υποσχέσεις και μικρομέγαλα όνειρα), εξαναγκασμένος από την απληστία του άλλου ανθρώπου (του αφεντικού, είτε αυτό είναι κάποιος ανενδοίαστος επιτήδειος είτε ο παραδοσιακός πλουτοκράτης), κατατρυπά και τσεκουρώνει τα δέντρα της προκειμένου να μαζέψει, ανάκατο με τον ιδρώτα και το αίμα του, το πολύτιμο κόμμι:
Καθώς δένω το αυλακωτό φύλλο φοίνικα στον κορμό που στάζει, για να τρέξουν προς το δοχείο τα τραγικά του δάκρυα, το σύννεφο κουνουπιών που τον προστατεύει ρουφάει το αίμα μου και ο αχνός των δασών μού θολώνει τα μάτια. Έτσι, το δέντρο κι εγώ, με αμοιβαία βασανιστήρια, οδηγούμαστε στο θάνατο και θα παλέψουμε μέχρις ότου ο ένας απ’ τους δυο μας υποκύψει!
Και παράλληλα με τον αμοιβαίο κολασμό φύσης και ανθρώπου διαδραματίζεται, εκεί στα απάτητα βάθη της ζούγκλας, ο κτηνώδης, συχνά μέχρι θανάτου βασανισμός των εργατών, αυτού του πολυπολιτισμικού συρφετού από ιθαγενείς και «βουνίσιους» ή «καμπίσιους» λευκούς και μιγάδες, από τους εργοδότες και τα τσιράκια τους, τους επιστάτες, μέσα σε καθεστώς ατιμωρησίας – ας όψεται η κοινωνική φαυλότητα! Δεν παραλληλίστηκε τυχαία η κακομεταχείριση αυτή, με τις αυθαίρετες και σαδιστικές ποινές (ένα όργανο βασανισμού φέρει την πολύ χαρακτηριστική ονομασία «το δόκανο») και την κατά βούλησιν θανάτωση, με τα τερατώδη εγκλήματα που διαπράχθηκαν μαζικά στο Κονγκό, επί βασιλείας (και ιδιοκτησίας) του Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου…
Το θαυμαστό με τη Ρουφήχτρα είναι, ακριβώς, ότι ενώ πρόκειται για την εξιστόρηση, σε πρώτο πρόσωπο και με ιλιγγιώδη αμεσότητα, μιας προσωπικής οδύσσειας, αποτελεί ταυτόχρονα σπαρταριστό ντοκουμέντο μιας κοινωνικής πραγματικότητας· ότι ανάγει το ατομικό στο συλλογικό χωρίς να χάνεται και να αναιρείται το πρώτο· ότι παντρεύει (και ο γάμος είναι ευτυχής και με διάρκεια, όπως αποδεικνύει η αντοχή του μυθιστορήματος στο χρόνο και η επιδραστικότητά του) δύο είδη φαινομενικά ασυμβίβαστα: το ψυχολογικό μυθιστόρημα με εκείνο της κοινωνικής καταγγελίας (θέτοντας πάντως το ρεαλισμό στην υπηρεσία ενός «εξπρεσιονισμού» με κύριο στόχο την έκφραση του υποκειμενικού). Η Ρουφήχτρα δεν είναι ούτε μυθιστόρημα «της γης» (novela de la tierra), κι ας αποτελεί σταθμό στη διαμόρφωση του ισπανοαμερικάνικου αυτού αφηγηματικού είδους, ούτε «της ζούγκλας» (novela de la selva), κι ας είναι η ζούγκλα η μεγάλη (και ταυτιζόμενη, κατά μία άποψη, με τον τίτλο) πρωταγωνίστριά της, ούτε περιπετειώδες ούτε υπαρξιακό μυθιστόρημα: είναι όλα αυτά μαζί, τα περικλείει και τα συνενώνει με τρόπο ώστε να είναι αδιαχώριστα όσο και διακριτά, κι αυτό συμβαίνει σε ολόκληρη την έκταση της χειμαρρώδους αφήγησης – με μοναδική εξαίρεση, ίσως, τη σχεδόν «παραπλανητική», σε μια εκ των υστέρων ανάγνωση, αρχή του έργου, όπου νομίζει κανείς ότι θα διαβάσει την ιστορία ενός έρωτα (ή μήπως της απομάγευσης από τον έρωτα, γενικώς και ειδικώς;), σε ένα άλλοτε απατηλά ειδυλλιακό και άλλοτε ωμά σκληρό «βουκολικό» περιβάλλον. Μοντερνιστής με όλη τη σημασία της λέξης (πιο σωστά, και με τις δύο έννοιες που μπορούμε να προσδώσουμε στον όρο, καθώς ανήκει τόσο στους επιγόνους του ισπανόφωνου λογοτεχνικού κινήματος του Modernismo –το οποίο οφείλει πολλά στον Αισθητισμό και την Παρακμή της Ευρώπης– όσο και στον Μοντερνισμό ως διαδόχου κατάστασης του Ρεαλισμού και της ορθολογικότητας), ο Χοσέ Εουστάσιο Ριβέρα προχωρά ένα βήμα παραπέρα, δημιουργώντας ένα έργο-χωνευτήρι η ποικιλία και η πολυπλοκότητα του οποίου αγγίζει τα όρια του μεταμοντέρνου. Το αποτέλεσμα; Το μυθιστόρημα «καταπίνει» τον αναγνώστη, κατά ανάλογο τρόπο με την υποβλητική φράση-συνόψιση της τύχης των ηρώων: «Τους κατάπιε το δάσος!»…
[ Το μυθιστόρημα θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Στιγμός ]