Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/metafrash/apospasmata-apo-th-syllogh-pezwn-la-pagerie
Η συγγραφέας
Η Ζάρα Κιρς (Sarah Kirsch) θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της μεταπολεμικής Γερμανίας. Γεννήθηκε το 1935 στο πρεσβυτέριο μιας κωμόπολης της Θουριγγίας. Από νωρίς έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη φύση και πραγματοποίησε σπουδές βιολογίας αλλά και λογοτεχνίας. Το 1960 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά της σε λογοτεχνικά έντυπα χρησιμοποιώντας για ψευδώνυμο το εβραϊκό όνομα Σάρα (προφέρεται «Ζάρα» στα γερμανικά), το οποίο επέλεξε έναντι του βαφτιστικού της ονόματος Ίνγκριντ Χέλλα Ιρμελίντε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εξόντωση των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, εκφράζοντας ταυτόχρονα και την αντίθεσή της στα αντισημιτικά φρονήματα του περιβάλλοντός της. Μέχρι τo 1977 ζούσε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου εργαζόταν ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια, και ήταν ενεργό μέλος της Ένωσης Συγγραφέων της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ στη συνέχεια, για λόγους διαφωνίας με το καθεστώς, πέρασε με τον γιο της στη Δυτική Γερμανία. Από το 1983 ζούσε σε μια μικρή κοινότητα στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν της βόρειας Γερμανίας, όπου έγραφε και ζωγράφιζε μέχρι τον θάνατό της το 2013. Έγραψε ποίηση και πρόζα και τιμήθηκε με πολλά και σημαντικά βραβεία για το έργο της, στο οποίο πολύ συχνά είναι έντονη η παρουσία της φύσης, αλλά και διάφορες όψεις του προσωπικού, σε συνομιλία με το κοινωνικό και το πολιτικό. Στα ελληνικά έχουν δημοσιευτεί μεταφρασμένα ποιήματά της σε ανθολογίες γερμανόφωνης ποίησης (ενδεικτικά: Μετά το Άουσβιτς, επιλογή-μετάφραση Γιώργος Καρτάκης, Ροές 2019) καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες.
Η συλλογή La Pagerie (1980) αποτελείται από 54 εξαιρετικά σύντομα πεζά, από τα οποία το μικρότερο εξαντλείται σε μόλις μία σειρά και το εκτενέστερο σε μιάμιση σελίδα. Πρόκειται για μια ποιητική απόδοση των εντυπώσεων της ποιήτριας από ένα ταξίδι που έκανε στην Προβηγκία με τον σύντροφό της, ο οποίος αναφέρεται ως «ο φίλος» ή «εκείνος». Τα κείμενα της συλλογής είναι άλλοτε στιγμιότυπα που μοιάζουν με κινηματογραφικά πλάνα και άλλοτε πάλι ονειροπολήσεις, σχεδόν υπερρεαλιστικού ύφους και περιεχομένου. Περιθώρια διαφορετικών ερμηνειών αφήνει επιπλέον και η περιστασιακή απουσία του αναμενόμενου σημείου στίξης. Ο τίτλος, τέλος, προέρχεται από το όνομα του αρχοντικού στο οποίο φιλοξενούνταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ενώ ο «μεσιέ», για τον οποίο επίσης γίνεται λόγος στα επιλεγμένα αποσπάσματα, δεν είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη του κτήματος.
(Wie haben Sie das Haus hier gefunden, Monsieur… / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 94)
Και πώς το βρήκατε εδώ το σπίτι, μεσιέ, εβδομήντα χρόνια τώρα εγκαταλελειμμένο μες στους θαμνότοπους, ένα ερείπιο απρόσιτο; Κι αν το είχατε προσπεράσει με το αυτοκίνητό σας εκείνη την ημέρα που είχατε πονοκέφαλο και δεν είχατε πάρει την πέτρα να χτυπήσετε την πόρτα – πώς θα είχε εξελιχθεί η βιογραφία σας; Κι αν δεν υπήρχαν χρήματα για την αποπεράτωσή του – και υπάρχουν άραγε τώρα; Από εμάς μια φορά δεν θα βγάλετε και τίποτα, αυτό είναι βέβαιο.
——— ≈ ———
(Das ist kein Hotel / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 95)
Δεν πρόκειται περί ξενοδοχείου. Μόνο ο πάτρωνάς μας και ο Τιμπάλντ, ο σκύλος, ζουν εδώ. Ο μεσιέ φέρνει κρουασάν γάλα και βούτυρο με το αυτοκίνητο, στρώνει το τραπέζι του πρωινού όταν εμείς ακόμη κοιμόμαστε. Φροντίζει μόνος του το σπίτι, μαγειρεύει ρατατούιγ και τα βράδια μάς ρίχνει φως στη χορταριασμένη αυλή, αν τυχόν το ξεχάσουμε. Μας έχει πάντα κρασί. Ο ίδιος δεν πίνει. Έχουμε τα ωραιότερα δωμάτια.
——— ≈ ———
(Heute ist der Himmel voll weißer Wolken… / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 108)
Σήμερα ο ουρανός είναι γεμάτος άσπρα σύννεφα και ένας βαρύς υγρός αέρας περνάει από πάνω μας ένας λυπημένος βοσκός που δημιουργεί μπελάδες για τίποτα δεν μπορεί να τσακωθεί κανείς, γιατί είναι της Παναγίας και όλα τα καπνοπωλεία είναι κλειστά.
Τα φύλλα κροταλίζουν νευρικά τα τζιτζίκια είναι άλαλα. Μα τι έγινε ο χαρμόσυνος μαΐστρος, ο αέρας των αγροτών, που σου σκίζει το πουκάμισο, που μπορείς να τον φας.
——— ≈ ———
(Monsieur hat ein Gewehr… / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 122)
Ο μεσιέ έχει ένα όπλο δίπλα στο τηλέφωνο. Σε περίπτωση που αποκλειστεί από το χιόνι τον χειμώνα και ανατινάξουν την πύλη τίποτε αλήτες, γιγαντιαίες νυχτερίδες, ακαταμάχητες κυρίες. Εξάλλου χρειάζεται ένα όπλο σε ένα υποστατικό που μες στο χωρίς σκάλες περιστύλιό του κατοικούν κουκουβάγιες, Ισπανοί σχοινοβάτες σφάζονται την ώρα που περνούν μέσα από τις βραγιές με τους πυξούς, κι η υπηρεσία αποκομιδής απορριμμάτων μπαίνει μια μέρα στην αυλή μ’ ένα σκυλίσιο Citroën για να παραλάβει τον γερο-Τιμπάλντ.
——— ≈ ———
(Er geht ins Meer… / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 125)
Εκείνος μπαίνει στη θάλασσα, εγώ φυλάω τα ρούχα. Ο άνεμος θέλει να με θάψει στην άμμο. Τα κύματα τον χαϊδεύουν τού πετάνε φύκια μες στα γένια, αν μπορούσαν θα τον κρατούσαν δικό τους. Του τάζουν από τις τρεις Μαρίες τη μία. Στον ορίζοντα τα αιωνίως συγκρουόμενα πετρελαιοφόρα και τα σβέλτα πολεμικά πλοία της μιας ή της άλλης χώρας.
——— ≈ ———
(Im Licht des Mondes hat uns Monsieur… / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 130)
Στο φως του φεγγαριού ο μεσιέ μάς έδειξε ένα παλιό επίχρυσο δισκοπότηρο και φωτογραφίες από την La Pagerie, θα ήταν σίγουρα εικοσαετίας. Το θερμοκήπιο έμοιαζε με αίθουσα του θρόνου, οι πολυέλαιοι σαν να άστραφταν, στα τζάκια ακούγονταν οι φωτιές που έσκαζαν, οι νεκρές φύσεις καθρεφτίζονταν σε βενετσιάνικο γυαλί. Ούτε ψυγεία υπήρχαν εκεί ούτε κασόνια με μπουκάλια μεταλλικό νερό ούτε ποδήλατο ούτε καλάθια για τα άπλυτα, τα τζάμια στα παράθυρα δεν είχαν σπάσει πουθενά και επέτρεπαν τη θέα σε ένα φωτεινό, ηλιόλουστο πάρκο. Δύο κηπουροί ασχολούνταν με το τσουγκράνισμα των μονοπατιών, κλάδευαν τους θάμνους που σχημάτιζαν φράχτη, απαγόρευαν στον κισσό να πνίξει τα δέντρα. Και ο μεσιέ, καταξιωμένος έμπορος έργων τέχνης, όργωνε με το άνετο αμάξι του όλη την Ιταλία και πήγαινε από τη μια δημοπρασία στην άλλη. Διοργάνωνε εγκαίνια εκθέσεων δυο φορές τον χρόνο, έστηνε πλουσιοπάροχα γλέντια, είχε πολλούς φίλους και καταθλίψεις με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα. Απέλυσε το προσωπικό, απέμεινε με τον Τιμπάλντ να ζούνε συντροφιά με κουκουβάγιες.
——— ≈ ———
(Von Politik scheint er nichts zu halten / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 135)
Για την πολιτική δεν πρέπει να τρέφει καμία εκτίμηση. Μόλις πιάσουμε τέτοια κουβέντα, αμέσως στραβώνει το στόμα και πηγαίνει αλλού τη συζήτηση. Το πολύ πολύ να διηγηθεί πως πριν από δεκαπέντε χρόνια είχε πάει στη Γερμανία, στο Ανατολικό Βερολίνο μάλιστα. Είχε τρεχάματα τότε με το έγκυρο διαβατήριό του επειδή στη φωτογραφία φαινόταν ένα γένι το οποίο δεν είχε, και θα προτιμούσε, λέει, να αυτοκτονήσει παρά να ζήσει εκεί.
——— ≈ ———
(In Bellegarde, einem Bergdorf… Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 138)
Στο Μπελγκάρντ, ένα ορεινό χωριό από το οποίο περνάμε καθημερινά, υπάρχει ένα σιντριβάνι από αμμόλιθο, με λιοντάρια που από το στόμα τους πετάγεται το νερό. Ένα για κάθε σημείο του ορίζοντα. Ενδιάμεσα, με τα ζώα αγκαλιά, κάθονται Άραβες, εργάτες στους αμπελώνες, κάθε βράδυ ανελλιπώς. Δεν έχουν Γαλλίδες φιλενάδες. Ποιος πατέρας θα το επέτρεπε στην κόρη του, που μέχρι χτες είχανε αποικίες. Και οι κοπέλες είναι τυφλές.
——— ≈ ———
(Der Wind hat die Tür zugeschlagen / Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 139)
Ο αέρας βρόντηξε την πόρτα. Χτυπάω τα τζάμια, ο φίλος μου κάτω από τα δέντρα δεν με ακούει. Πρέπει λοιπόν να μπω από το απατηλό δωμάτιο με το μπαλκόνι του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Δεν έχει σανίδια, πέντε δοκάρια κι από πάνω έχουν στερεώσει αχρηστεμένες πόρτες. Μια ψάθινη σκούπα γκρεμίζεται, κι εγώ δρασκελίζω μια σκάλα χωρίς τελειωμό. Σκοτάδι. Ιστοί αράχνης μού χαϊδεύουν το στόμα.
——— ≈ ———
(Wir haben nichts mehr zu rauchen…/ Gesammelte Prosa, DVA 2006, S. 144)
Δεν έχουμε τι να καπνίσουμε πια, λέει εκείνος, θα περπατήσουμε μέχρι το χωριό. Το χωριό έχει μια boulangerie, μια alimentation, μια boucherie, δεκατέσσερα σπίτια, το Café Europe. Ένα αξιόλογο νεκροταφείο εδώ και τριακόσια χρόνια.
Η μετάφραση έγινε από τη συγκεντρωτική έκδοση των πεζών της ποιήτριας (Gesammelte Prosa, Deutsche Verlags-Anstalt, 2006), στην οποία έχει συμπεριληφθεί ολόκληρη η συλλογή La Pagerie.