Χάρτης 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-35/biblia/einai-kai-oi-lexeis-ntropales-kai-kokkinizoyn
Πώς φεύγεις πριν φύγεις;
Πώς ήρθες πριν έρθεις;
(έχε μαζί σου σακ-βουαγιάζ και επιρρήματα)
(Πώς φεύγεις, σελ. 80)
Διαβάζοντας τον παραπάνω στίχο από την ποιητική συλλογή stanza, είχα ολοκάθαρα μπροστά μου την εξής εικόνα: Τη συγγραφέα Μαρία Καντ (Καντωνίδου), να εισέρχεται στο χώρο της λογοτεχνίας κουβαλώντας ένα βαρύ σακ-βουαγιάζ ξέχειλο με φωτογραφίες και κυρίως με λέξεις, απ’ όλα τα μέρη του λόγου, με μια ιδιαίτερη προτίμηση στα επιρρήματα.
Ξεκινώ από τον τίτλο: stanza. Δηλαδή στροφή. Σκέψη πρώτη: Σεφέρης με την περίφημη πρώτη του ποιητική συλλογή Στροφή το 1931. Δεύτερες σκέψεις: Στροφή σε τι; Στροφή προς τα που; Στροφή ποιήματος; Στροφή- αλλαγή πλεύσης; Στροφή εντός; Στροφή ανοιχτή ή κλειστή; Πολλά τα ερωτήματα. Στροφή λοιπόν. Λέξη, ανεξάρτητα από τις όποιες δεύτερες σκέψεις, πολυσήμαντη, με τη δυναμική μιας παρεκτροπής ή μιας προσμονής, λέξη που απαντάται συχνά και ως συνθετικό με πληθώρα προθέσεων, όπως ανα-στροφή, περι-στροφή, κατα-στροφή, δια-στροφή, μετα-στροφή, αντι-στροφή, απο-στροφή, επι-στροφή. Λέξεις με ιδιαίτερο βάρος στον συλλογικό μας λόγο.
Η ποιητική συλλογή Stanza αν και χωρισμένη σε επτά διακριτές ενότητες (με τίτλους κλιμακούμενης εσωτερικής έντασης, Ευθαρσώς, Περιπαθώς, Και εμπύρετα, (Υπ)ακούει το σώμα, Εν αγνοία και γνώση, Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ.), αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο με ισχυρό συνδετικό κρίκο τη γλώσσα. Οι ιστορίες, είτε διάφανες είτε σκοτεινές, εσαεί ντελικάτες, φέγγουν στις χαραμάδες των λέξεων.
Τι διαφάνεια, είπες, και τι φαίνεσθαι
Είναι και οι λέξεις ντροπαλές και κοκκινίζουν
(Διαφάνεια, σ. 75)
Η ποιήτρια έχει απόθεμα λέξεων απ’ όλο το εύρος και το ιστορικό βάθος της Ελληνικής γλώσσας, δημοτική, λόγια, γραπτή, ομιλούμενη. Ενίοτε παρεμβάλλονται λέξεις λατινικές, αγγλικές (ενσωματωμένες σχεδόν στο ελληνικό λεξιλόγιο), λέξεις ιδιωματικές, ακόμη και ιδιόλεκτες, συχνά και ηχομιμητικές. Από αυτό το απόθεμα ανασύρει προσεχτικά με τη λαβίδα της θραύσμα το θραύσμα, λέξη τη λέξη, για να την τοποθετήσει στην κατάλληλη θέση.
Η Μαρία Καντ, με βλέμμα εικαστικού καλλιτέχνη ρίχνει διακριτικά το φως στη λεπτομέρεια, Στο μεταξύ ίσως χρειαστεί να τινάξουμε την άμμο/από τα μεσοδάχτυλα.(σελ.31), και στήνει ένα θεατρικό σκηνικό υψηλής αισθητικής και απαράμιλλης κομψότητας, με στοιχεία τόσο ακραία ρεαλιστικά, λες και μάχεται το ρεαλισμό. Η σκηνοθεσία των λέξεων έχει άξονες τη λιτότητα, τον υπαινιγμό, το λακωνίζειν, το ημιτελές, την καθαρότητα στις γραμμές και τη στακάτη σύνταξη, τις παρενθέσεις (όπου ενδεχομένως πέφτει και το κέντρο βάρους του ποιήματος), το απρόσμενο.
Στην αυλή ανασαίνει ένα άλογο.
Τα εσώρουχα στο σχοινί
έχουν στεγνώσει προ πολλού
και ο Χορός ετοιμάζει την πάροδο.
( σελ. 86)
Οι στίχοι είναι φωτογραφικά κλικ. Καθόλου τυχαίο. Η ίδια ασχολείται και με την τέχνη της φωτογραφίας. Οι φωτογραφίες, άλλωστε, στο εσωτερικό του βιβλίου είναι δικές της, καθώς και αυτή του εξωφύλλου. Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο να μιλήσω για φωτογραφίες. Αυτό που μπόρεσα να παρατηρήσω είναι πως και με το φως σκηνοθετεί και οριοθετεί καρέ ζωής. Δημιουργεί καρέ ρεαλιστικά, ενάντια στο ρεαλισμό, όπως ακριβώς κάνει και με τις λέξεις.
Ο λόγος της Μαρίας Καντωνίδου έχει σωματικότητα, είναι υπαινικτικός, ελλειπτικός, ενίοτε (ψευδο)διαλογικός, ενώ οι συχνές επαναλήψεις λειτουργούν ως μουσικά μοτίβα σε επανάληψη.
— Μίλα μου.
— Να σε φιλήσω θέλω. Να σε φιλήσω φιλώντας σε.
— Μίλα μου ακόμα.
— Να με φιλήσεις θέλω. Να με φιλήσεις φιλώντας με.
— Λευκό το μαύρο μου στο σώμα σου.
— Πάμε τώρα. Πάμε. Είναι ήδη νωρίς.
(Είναι ήδη νωρίς, σ. 97)
Η Μαρία Καντωνίδου με λόγο πολύ καλά αρθρωμένο και προσεχτικά ζυγιασμένο, αντλεί από τον υπερρεαλισμό, χωρίς να τον υπηρετεί. Υφολογικά συγγενεύει κυρίως με τον Ε. Χ. Γονατά, όσο αφορά τη σύνθεση εικόνων με σχήματα οξύμωρα, την υπονόμευση του πραγματικού, το ξάφνιασμα χρωμάτων και αποχρώσεων. Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει στην επόμενη λέξη. Ακόμη συνομιλεί άμεσα ή έμμεσα μ’ ένα πλήθος ποιητών. Λόρκα, Πόε, Κάφκα, Μαρία Λαΐνά, Μπόρχες, Γιάννης Κοντός, Εμπειρίκος, ζωντανεύουν στους στίχους της Stanza
είτε ως απτές παρουσίες είτε ως αναφορές.
Ώρα Τρίτη νυχτερινή. Επιμένει ο Κάφκα ο Φράντς./Παραγγέλνει ένα φεγγάρι και το πίνει/ Γίνεται λάμπα εδάφους 27 ημερών/ κι αμέσως αρχίζει να φθίνει.… , ( Λάμπα εδάφους, σ. 76)
Βρέχει ή /είν’ η αγάπη μου που ολοφύρεται και πλέχει /στο δρόμο για τη θάλασσα και την αυλίδα και το μακρινό/ γουαδαλκιβίρ /(χοντρές σταγόνες, ασυντόνιστες, φούγκα).
Λούζεται, αποφαίνονται οι ειδικοί/ και παραπέμπουν στον Λόρκα./ Σηκώνεται λίβας. (Γουαδαλκιβίρ, σ. 49)
Η ποιήτρια εισάγει τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα μαγείας, στο μεταίχμιο φως-σκοτάδι, είναι-μη είναι, τόπος-μη τόπος, συνειδητό-ασυνείδητο. Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. «Υπάρχουν πολλών ειδών ‘αλήθειες’, άρα δεν υπάρχει αλήθεια», ισχυρίζεται ο Νίτσε. Ο λόγος της Μαρίας Καντωνίδου με το να δημιουργεί ρωγμές στην πραγματικότητα, επιτρέπει διαφυγές για ανοιχτές ερμηνείες, για πολλαπλές αναγνώσεις, για αναζήτηση σε βαθύτερο επίπεδο προσωπικής αλήθειας
Να ένα τόπι
Είπε λάγνα στη μνήμη
Το πρώτο σκαλί
Ανέβηκε, κατέβηκε, ποιος ξέρει.
(Μνήμη, σ. 30)
Οι δύο τελευταίες ενότητες της Stanza, (Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ) αν και διαφοροποιούνται, ως προς την έκταση, από τις προηγούμενες πέντε, εντάσσονται ομαλά σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Η Μαρία Καντωνίδου αφηγείται, πρωτοπρόσωπα ή τριτοπρόσωπα μια ιστορία, όπου ο στοχασμός συμπλέκεται με την παραδοξότητα, το παράλογο αντλεί στοιχεία από το λογικό, το οικείο συμπλέει με το ανοίκειο. Η ιστορία ή θραύσματα μιας ιστορίας άλλοτε επιπλέουν, άλλοτε βυθίζονται στην ονειρική διάσταση της ποίησης.
Ιστορίες, που ανήκουν στην αχαρτογράφητη περιοχή πρόζας-ποίησης, μοιάζουν με όνειρο βγαλμένο από μια πραγματικότητα ή και το αντίστροφο, μια πραγματικότητα βγαλμένη από ένα όνειρο. Δύσκολη η διάκριση.
Η 7η
και τελευταία ενότητα είναι η πλέον συμπαγής. Ο αφηγητής, ο ήρωας Δ.Χ. σε όλες τις επί μέρους ιστορίες, ως alter ego της ποιήτριας έχει επωμισθεί το πολύτιμο σακ-βουαγιάζ της.
Ο Δ.Χ., αν και νεαρός και νοήμων, δεν πάει πουθενά χωρίς τις αναμνήσεις του. Τις καταχώνει σε ένα σακ-βουαγιάζ με θήκες και όμορους τοίχους και τις κουβαλάει μαζί του. […]. Όταν τον ρωτούν γιατί δεν κυκλοφορεί χωρίς αυτές, απαντά με τον εξής υποθετικό λόγο: ‘Εάν τις αφήσω στο σπίτι, θα έχω πρόβλημα ισορροπίας’. Είναι σαφές ότι ο Δ.Χ. εκλαμβάνει τη συγκεκριμένη υπόθεση ως κάτι εφιαλτικά πραγματικό./ Μπορείς να μη μου λες τι να θυμάμαι;/ Έξω τσιτσιρίζει ένας ήλιος, ένα λεπιδόπτερο/ και το λάβρο συκώτι μου- πες μου μπορείς; (Σακ-βουαγιάζ, σ. 150).