Χάρτης 3 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-3/klimakes/biblioohkh-pier-menar
Δεν υπάρχουν ψεύσται εις την μεσημβρίαν, τόσον εν Μασσαλία, όσον εν Νίμη, εν Τουλούζη και Ταρασκώνι. Ο μεσημβρινός άνθρωπος δεν ψεύδεται, απατάται. Δεν λέγει πάντοτε την αλήθειαν, αλλά πιστεύει ότι την λέγει. Το ψεύμα το ιδικόν του δεν είναι ψεύμα, είναι είδος αντικατοπτρισμού.
Αλφόνσου Δωδέ, Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκώνος (1894),
μτφρ. Αλ. Παπαδιαμάντης, Εστία 1989
*
Είναι γεγονός ότι η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας του Πιερ Μενάρ ταλάνισε και συνεχίζει να ταλανίζει τις μπορχεσιανές και όχι μόνο σπουδές. Ογδόντα χρόνια μετά τη «νεκρολογία» που ο Μπόρχες αφιέρωσε στον μετασυμβολιστή συγγραφέα-μεταφραστή από τη Νιμ, ο πιο επιδραστικός συγγραφέας του 20ού αιώνα παραμένει ένα τεράστιο αίνιγμα. Υπαρκτό πρόσωπο ή γέννημα της καλπάζουσας φαντασίας του μεγάλου, ομολογουμένως, Αργεντινού; Μυθοπλαστική χίμαιρα και μπορχεσιανό παίγνιο με σκοπό την εξαπάτηση της φιλότεχνης ανθρωπότητας ή άνθρωπος με σάρκα και οστά;
Ακόμα και αν η λογική, η ιστορία και η πείρα μάς λένε ότι είναι προφανώς αδύνατον ένας ληξιαρχικά ανύπαρκτος συγγραφέας να έχει επηρεάσει με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο τη λογοτεχνία αλλά και τη μεταφρασιολογία, τη θεωρία της λογοτεχνίας και τη φιλοσοφία της γλώσσας ενός ολόκληρου αιώνα, είναι αλήθεια ότι, εν απουσία άλλων μαρτύρων, πηγών και σχετικών αναφορών, η αμφιβολία εμφιλοχωρεί – και δικαιολογημένα. Οι χρυσές σελίδες που ετοίμαζε η βαρόνη Ντε Μπακούρ δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το πορτρέτο του από το λεπτεπίλεπτο και εύστοχο πενάκι του Καρολύς Ουρκάντ αγνοείται. Η Κόμισσα ντε Μπανιορέτζιο, ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα πνεύματα του πριγκιπάτου τού Μονακό, χάθηκε κάπου στην Πενσιλβανία, και αν εξαιρέσει κανείς μια σύντομη όψιμή εμφάνισή της στο πλευρό του ευπατρίδη φιλέλληνα νεοελληνιστή, πλην «κυνικού και σώστροφου σνομπ», σερ Ρίτσαρντ Μπλάκμο(υ)ρ, δεν άφησε άλλα ίχνη στην ιστορία (βλ. πρόχειρα σχετική μαρτυρία στο: Γιώργος Αριστηνός, «Ένα άγνωστο κατεξοχήν σολωμικό ποίημα», Η ακάθιστη σκέψη. Δοκίμια, Δελφίνι 1996, σσ. 10-23).
Κάποιοι μελετητές, όπως ο Εμίρ Ροντρίγκες Μονεγάλ (Emir Rodríguez Monegal, Jorge Luis Borges, A Literary Biography, E.P. Dutton, Νέα Υόρκη 1978), τον αναζήτησαν στην εποχή του, κι όταν δεν τον βρήκαν πουθενά, έψαξαν τουλάχιστον το πρότυπό του σε σημαίνουσες προσωπικότητες της γενιάς του. Παρά τη λογική αφετηρία της έρευνας, αυτή δεν στέφθηκε με επιτυχία. Για να μην τα πολυλογώ, η μάλλον κυριαρχούσα ως πρόσφατα θεωρία έδειχνε προς την κατεύθυνση ενός ονόματος «πορτμαντό», δηλαδή ενός ονόματος που συνέθετε σε ένα το μικρό όνομα και το επίθετο διακριτών και διακεκριμένων προσώπων, όπως συμβαίνει περίπου στην περίπτωση του Ονόριο Μπούστος Ντομέκ, το μπαρόκ όνομα του οποίου αποτελεί διασταύρωση ανάμεσα στο όνομα ενός προπάππου του Μπόρχες (Μπούστος) και ενός του Μπιόι Κασάρες (Ντομέκ). Είναι ωστόσο ολοφάνερο ότι ελάχιστη σχέση μπορεί να έχει ο συμβολιστής από τη Νιμ, Μενάρ, με τον «παραγνωρισμένο-αναγνωρισμένο» («méconnu-reconnu» όπως έλεγε ο καθηγητής Ανρί Περ) ποιητή, πεζογράφο, φιλόσοφο, ζωγράφο, χημικό (ανακάλυψε το εκρηκτικό κολλόδιον), ιστορικό και μυθογράφο Λουί Μενάρ (Louis Menard, 1822-1901), παρά το πολύπλευρο ταλέντο του τελευταίου, στο πρόσωπο του οποίου συνυπήρχαν, κατά τη φίλη του, Ζουλιέτ Λαμπέρ, πέντε με έξι πρόσωπα [βλ. ενδεικτικά στα ελληνικά: Louis Menard, Ονειροπολήσεις ενός μυστικιστού ειδωλολάτρου, Εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, μτφρ. Ουρανία Τουτουντζή, Αθήνα 1999). Ομοίως πολύ μακριά από τη διάνοιά του μπορχεσιανού Πιερ είναι και ο Γάλλος συγγραφέας και στιλίστας Πιερ Λουί (Pierre Louÿs, 1870-1925), ιδρυτής, μεταξύ άλλων, του βραχύβιου περιοδικού La Conque («Η κόγχη» – σε ένα λίγο μεταγενέστερο συνώνυμο περιοδικό ο μπορχικός Μενάρ έχει δημοσιεύσει ένα συμβολιστικό του σονέτο σε παραλλαγές), ακόμα και αν φέρει στο νου κανείς τα περίφημα ποιήματα της ιερής εταίρας από την Παμφυλία, φίλης και ερωμένης της Σαπφώς που ανακάλυψε, επιμελήθηκε και εξέδωσε, διασώζοντάς τα από τη λήθη (βλ. Pierre Louÿs, Les Chansons de Bilitis (1894) / Τα Τραγούδια της Βιλιτώς, μτφρ. Γκρέκο, εκδ. Φαρφουλάς, 2008).
Παρ’ όλα αυτά, όπως είχαμε ανακοινώσει στο πρώτο κείμενο της στήλης μας και πριν η έκτακτη επικαιρότητα εκτροχιάσει τον προγραμματισμό μας, ενώ ο Πιερ Μενάρ ήταν γνωστός μέχρι πρότινος από τη «νεκρολογία» του που είχε συντάξει ο Μπόρχες, απέκτησε πρόσφατα όχι έναν, αλλά δύο βιογράφους: τον Μισέλ Λαφόν εκ Μονπελιέ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ, με ειδικότητα στην ισπανόφωνη λογοτεχνία και διακεκριμένο μελετητή του Μπόρχες (βλ., π.χ., τη μονογραφία του: Borges ou La Réécriture, Seuil, Παρίσι 1990), και τον Ρενέ Βαντιρά, αρχιτέκτονα εκ και εν Νιμ. Ογδόντα χρόνια μετά τη δημοσίευση της «νεκρολογίας» του Μπόρχες, οι Μισέλ Λαφόν και Ρενέ Βαντιρά καταθέτουν, με απόσταση λίγων μηνών, ο πρώτος μία Βιογραφία του Πιερ Μενάρ (Οκτώβριος 2008: Michel Lafon, Une Vie de Pierre Menard, Gallimard, Παρίσι 2008) και ο δεύτερος την Αληθινή ζωή του Πιερ Μενάρ, φίλου του Μπόρχες (Ιανουάριος 2009: Rene Ventura, La vraie vie de Pierre Menard, ami de Borges. Lucie Éditions, Νιμ 2009).
Δεν είναι της ώρας η εξαντλητική παρουσίαση των δύο (σπεύδω να πω: διαφορετικά εστιασμένων) μονογραφιών. Ο φιλέρευνος αναγνώστης μπορεί εξάλλου να αναζητήσει σχετική μελέτη του γράφοντος σε γνωστή μπορχεσιανή επιθεώρηση (Aristotelis Sainis, «El acercamiento a Pierre Menard: La escritura y la máscara», Variaciones Borges, 40: 665-682). Δεν μπορώ, όμως, να μη σημειώσω ότι την ώρα που η ελληνική αγορά κατακλύζεται από πληθώρα αμφίβολης ποιότητας μεταφράσεων και οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων αδυνατούν να συγκρατήσουν το βάρος των ευπώλητων τόμων, οι έλληνες εκδότες κωφεύουν! Με την ελπίδα ότι σύντομα οι δύο μελέτες θα συμπεριληφθούν στον φιλόξενο κατάλογο ενός τολμηρού Έλληνα εκδότη που θ’ αναλάβει να αρθεί στο ύψος των κρίσιμων περιστάσεων, αρκούμαι να σχολιάσω εδώ εν συντομία μια κρίσιμη παρακειμενική λεπτομέρεια που ταλάνισε για χρόνια τη μεναρική βιβλιογραφία και βρίσκει, επιτέλους, στο βιβλίο του Βαντιρά μια πιθανή εξήγηση στη –μερική, έστω– ταύτιση του μπορχεσιανού Πιερ Μενάρ με τον ψυχαναλυτή-γραφολόγο Πιερ Ζοζέφ Ογκίστ Λουί Μενάρ (Pierre Joseph Auguste Louis Ménard, 1880-1952), στο εξής Δρ Πιερ Μενάρ για την αποφυγή παρεξηγήσεων.
Πρόκειται για την αινιγματική υποσημείωση προς το τέλος του κειμένου η οποία αποτελούσε πάντα ένα μεγάλο παζλ για τους μελετητές του Μπόρχες αφενός, τους αναζητητές της ταυτότητας του μυστηριώδους Πιερ Μενάρ αφετέρου. Τη θυμίζω:
«Θυμάμαι τα καρέ τετράδια του, τις μαύρες διαγραφές του, τα περίεργα τυπογραφικά του σύμβολα και τα γραμματάκια του σαν έντομα. Τα βράδια, του άρεσε να κάνει περιπάτους στα προάστια της Νιμ. Συνήθως είχε μαζί του ένα τετράδιο κι άναβε μ’ αυτό μια χαρωπή φωτίτσα»
[Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Πιερ Μενάρ, συγγραφεύς του Δον Κιχώτη»,
Άπαντα τα Πεζά Ι, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σ. 164].
Θυμίζω επίσης ότι, από το 1993, o διακεκριμένος μελετητής του Μπόρχες Ντάνιελ Μπάλντερστον, στο σχετικό κεφάλαιο της εξαιρετικά εμπεριστατωμένης μελέτης του (Daniel Balderston, «Menard and his Contemporaries: The Arms and Letters Debate», Out of Context. Historical Reference and the Representation of Reality in Borges, Duke UP, Durham 1993, σσ. 18-38), εκκινώντας από αυτήν ακριβώς την υποσημείωση και ερμηνεύοντάς την ως ισχυρή ένδειξη προς τη μεριά της γραφολογικης ανάλυσης, έθεσε το ερώτημα του «αληθινού» Πιερ Μενάρ και πρώτος, απ’ όσο γνωρίζω, στη συνεχώς ογκούμενη διεθνή βιβλιογραφία, εξερεύνησε τη σχέση με τον δρα Πιερ Μενάρ, ιδιαίτερα γνωστού για τη μελέτη του Η γραφή και το υποσυνείδητο: Ψυχανάλυση και Γραφολογία (L’Écriture et le subconscient: Psychanalyse et graphologie, Librairie Félix Alcan, Παρίσι 1931, επαυξημένη και αναθεωρημένη έκδοση Edouard Aubanel, Παρίσι 1951), καθώς και για τη συνέχειά της, La Page d’écriture (La Page d’écriture: Méthode pratique de psychothérapie graphique et graphologique. La thérapeutique des passions et des pêchés capitaux par l’écriture, Le François, Παρίσι 1948).
Έκτοτε, ο ίδιος μεναρολόγος έχει επανέλθει πολλές φορές στην αρχική του υπόθεση, αναζητώντας επιβεβαίωση των ισχυρισμών του στο λαβύρινθο των δυσεύρετων σήμερα μπορχεσιανών χειρογράφων [Daniel Balderston, «Los manuscritos de Borges: “Imaginar una realidad más compleja”», Variaciones Borges 28 (2009): 15-26] ή τη σχετική βιβλιογραφία [«“His insect-like wiritng”: Marginalia and Commentaries on Borges and Menard», Variaciones Borges 31 (2011): 125-136, και συγκεντρωτικά στο: «Fictions», The Cambridge Companion to Jorge Luis Borges, εκδ. Edwin Williamson, Cambridge University Press, 2013, σ. 114].
Όπως και να ’χει, η συσχέτιση του τολμηρού μαθητή του Φρόυντ (δεν δίστασε να υποβάλει, πολύ πριν από τον Ντεριντά, σε γραφολογική ανάλυση το μαγικό σημειωματάριο του βιεννέζου δασκάλου) και των θεωριών του δρος Μενάρ με τον μπορχεσιανό Μενάρ είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και συχνά λειτουργική ερμηνευτικά. Ο Γάλλος ψυχαναλυτής της ευγενούς οικογένειας των Μενάρ, αντανακλώντας το γενικότερο ενδιαφέρον της εποχής για τη γραφολογία και πιστεύοντας ότι η γραφή αποτελεί ένα είδος γραφικής απεικόνισης ασύνειδων χειρονομιών και προνομιακός χώρος θέασης της εσώτερης ζωής μας, αναζήτησε τους τρόπους με τους οποίους αποκαλύπτει το χαρακτήρα και την κατάσταση του γράφοντος υποκειμένου. Η περιορισμένης χρησιμότητας και παραγνωρισμένη σήμερα, την εποχή του υπολογιστή, γραφολογία, απέκτησε με τον δρα Μενάρ επιστημονικό στάτους και αποτέλεσε μέθοδο και υλική βάση για την ψυχανάλυση. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν σταμάτησε ποτέ να ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει στη γραφολογία (ούτε, άλλωστε, στην ψυχανάλυση) «σημείο χωρίς σημασία», και να προτρέπει τους αναγνώστες του να τον μιμηθούν, εξασκούμενοι διαρκώς σ’ αυτό στο οποίο ο ίδιος είχε αφιερωθεί στο μάκρος μιας ζωής, την αντιγραφή: «Για να γνωρίσει κανείς πολύ καλά τις ιδιαιτερότητες μιας γραφής, μια καλή μέθοδος συνίσταται στην ιχνηλασία της και την αντιγραφή της με μία πένα. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να δει κανείς τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο πρωτότυπο και το αντίγραφο ή την αναπαραγωγή».
Επιστρέφω στις δύο βιογραφικές μελέτες. Οι νεότεροι βιογράφοι του Μενάρ, ακολουθώντας τη διεθνή βιβλιογραφία, στρέφονται στην τοπική ιστορία και γενεαλογία του Μονπελιέ και της Νιμ αντίστοιχα. Ο Λαφόν, στις ατραπούς της λαβυρινθώδους έρευνάς του θα ακολουθήσει τις υποδείξεις ενός μαθητή του Μενάρ και θα βρει τα ίχνη του δασκάλου σε μια λογοτεχνική παρέα των αρχών του αιώνα που σύχναζε στον Βοτανικό κήπο του Μονπελιέ και περιλάμβανε μεταξύ άλλων τον Αντρέ Ζιντ και τον συνομιλητή του Πολ Βαλερύ, κ. Τεστ. Ο Βαντιρά, στη δική του απόπειρα, θα ανακαλύψει στους δρόμους της Νιμ και τον δρα Πιερ Μενάρ… Τα ερωτήματα, ωστόσο, παραμένουν. Βρέθηκε πράγματι κάποτε ο Μπόρχες στη Νιμ ή στο Μονπελιέ; Συνάντησε προσωπικά τον Πιερ Μενάρ ή τον δρα Πιερ Μενάρ; Κι αυτός με τη σειρά του συναναστράφηκε πράγματι την παρέα του κ. Τεστ ή, τουλάχιστον, περπάτησε μια βραδιά μαζί του; Σε τελική ανάλυση, ο αληθινός Πιερ Μενάρ είναι πράγματι η μοναδική «συγγραφική υπευθυνότητα» που κρύβεται πίσω και από τα δεκαεννέα κείμενα της βιβλιογραφίας που παρατίθεται στην μπορχεσιανή «νεκρολογία»;
Είναι αλήθεια ότι και οι δύο μελετητές, περιπλανώμενοι στην τοπική ιστορία της περιοχής τους και αναδιφώντας στη λογοτεχνική ιστορία της Γαλλίας, δεν καταφέρνουν να λύσουν οριστικά το αίνιγμα της προσωπικότητάς του, παρά τις φιλότιμες, συχνά αντικρουόμενες, προσπάθειές τους. Είναι όμως αλήθεια, επίσης, ότι ανοίγουν δρόμους – και μάλιστα, στη σωστή κατεύθυνση. Δεν χρειάζεται να πούμε αν οι εν λόγω βιογράφοι αποδοκιμάζουν την επιλογή του Μπόρχες να εντάξει τη «νεκρολογία» του Πιερ Μενάρ στη συλλογή κειμένων του υπό τον εύγλωττο τίτλο Μυθοπλασίες ή αν ευσχήμως την προσυπογράφουν. Αυτό, όμως, που πρέπει να επαναλάβουμε, είναι ότι η αναζήτηση του αληθινού Πιερ Μενάρ εξακολουθεί να φαντάζει «χιμαιρική και άκαρπη», όπως σημειώνει κάπου ο Βαντιρά. Μπορεί, απαντά, ο Μπάλντερστον, αλλά «η έρευνα του “πραγματικού ” στα κείμενα του Μπόρχες θα είναι αναμφίβολα ένας από τους βασικούς δρόμους της μπορχεσιανής κριτικής στα χρόνια που έρχονται»…
Ίδωμεν.
[Συνεχίζεται]