Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/afierwma/ta-papoytsia
Μας είπαν οι άλλοι – να φύγετε όταν νυχτώσει. Εμείς είπαμε – όχι, θα ξεκινήσουμε ξημερώματα.
Μας έδιωχναν, αλλά θα φεύγαμε με τους δικούς μας όρους.
Συμφωνήσαμε να φύγουμε με ό,τι φορούσαμε· ο καθένας να πάρει μόνο από ένα καθαρό εσώρουχο, ένα ζευγάρι κάλτσες και τις φωτογραφίες του – χωρίς σκέψη.
Για τις φωτογραφίες δεν συμφωνούσα. Καλύτερα να τις αφήναμε πίσω. Στις τσέπες μας, τι νόημα είχε; Στη θάλασσα θα βρέχονταν – κι αν δεν βρέχονταν, θα χάνονταν.
Οι δικοί μας δεν μας ξεπροβόδισαν· σήκωσαν απλώς τ’ άδεια φλιτζάνια του καφέ και μια στάλα το κεφάλι. Χωρίσαμε σα να γυρνάμε σπίτια μας μεσημέρι για φαΐ, με τη βεβαιότητα ότι θα τα ξαναπούμε την επομένη – ενώ ξέραμε.
Δεν μας κρατούσε άλλο αυτός ο τόπος, δεν τις αντέχαμε άλλες ταφές. Μα δεν θέλαμε και ν’ αποχαιρετήσουμε οριστικά κανέναν.
Μόλις ξεμύτισε ο ήλιος, κατεβήκαμε στο ποτάμι. Μετά βαδίσαμε για ώρες· άλλοτε γοργά, άλλοτε ράθυμα. Βρήκαμε κάποτε μια σπηλιά, χωθήκαμε μέσα να γλιτώσουμε από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Τα μαύρα ρούχα μάς ζέσταιναν πολύ. Βγήκαν δυο παιδιά και μάζεψαν αγριόχορτα· όσοι μπόρεσαν τα έφαγαν.
Ο Δημήτριος δεν άντεξε. Ποιος ξέρει τι τον πείραξε – τα χόρτα, η ανάμνηση, τα παπούτσια που τον χτύπαγαν; Μήπως η ζέστη; Πήγε πιο πέρα κι έκανε εμετό δυο φορές.
Κάθισε σ’ έναν βράχο, ήπιε λίγο νερό. Έβγαλε κάτι απ’ την τσέπη του –χάρτινο έμοιαζε, ίσως μια φωτογραφία–, ύστερα έλυσε τα κορδόνια κι έβγαλε τα παπούτσια του.
Τ’ άφησε εκεί, καταγής· μας είπε να μην τ’ αγγίξει κανείς.
Όλο τον υπόλοιπο δρόμο τον περπάτησε έτσι, μόνο με τις κάλτσες.
Μετά από ώρα φτάσαμε σ’ ένα ξέφωτο. Η Ελένη ζήτησε να σταματήσουμε – τα παιδιά δεν έχουν ανάσα, είπε, κι ήταν το βλέμμα της διαπεραστικό σα μαχαιριά. Αλλά κανείς δεν σταμάτησε, ούτε καν τα ίδια τα παιδιά – η επιθυμία ολονών να δούμε επιτέλους τη θάλασσα είχε πια γιγαντωθεί.
Δεν επέμεινε η Ελένη. Σήκωσε στην πλάτη της τον Λούη, ένα υπερβολικά μικροκαμωμένο αγόρι, μαθητή του Δημήτριου, και συνέχισε να περπατά. Εμείς οι υπόλοιποι απλώς την ακολουθήσαμε.
Ο Δημήτριος ερχόταν τελευταίος, να έχει τον έλεγχο.
Μισή ώρα αργότερα, πήρε τον Λούη στη δική του πλάτη – να μη λυγίζει το κυπαρίσσι, είπε μονολογώντας.
Και η Ελένη –το κυπαρίσσι– γέλασε.
Στη θάλασσα όταν φτάσαμε, είχε πλέον σουρουπώσει. Βρήκαμε ένα έρημο καρνάγιο, μπήκαμε μέσα, καθίσαμε όλοι με την πλάτη στον τοίχο απέναντι απ’ την πόρτα κι οι περισσότεροι αποκοιμήθηκαν κατευθείαν.
Ο Δημήτριος έγειρε δίπλα απ’ την πόρτα χωρίς να κλείσει τα μάτια.
Ούτε κι εμένα μου κολλούσε ύπνος. Καθόμουν ακριβώς απέναντί του κι έπεσε το βλέμμα μου στα πόδια του. Οι κάλτσες του δεν υπήρχαν πια, είχαν κατατρυπήσει, οι φτέρνες του γδαρμένες παντού, τα δάχτυλα ματωμένα.
Μ’ είδε που τα κοιτούσα και προσπάθησε να τα κρύψει. Εσύ γράμματα ξέρεις; με ρώτησε ξαφνικά, ξέρω, απάντησα εγώ. Και μου ’δωσε ένα διπλωμένο γράμμα, με παρακάλεσε να του το διαβάσω.
Παραξενεύτηκα· δάσκαλος να ζητά από ’μένα να του διαβάσω, γιατί;
Δεν ρώτησα, απλώς διάβασα σιγανά – να μην ξυπνήσω τους άλλους.
Τ’ άρβυλά μου, αν για οποιονδήποτε λόγο πάψω να είμαι, να τα πάρει ο Δημήτριος. Δημήτριε, φόρα τα συνέχεια. Αν χαθώ, εσύ να μείνεις. Φόρα τα παπούτσια μέχρι να λιώσουν.
Δίπλωσα το γράμμα, του το επέστρεψα. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό που μόλις είχα διαβάσει. Το μόνο που μου ’ρθε στο μυαλό να τον ρωτήσω ήταν, γιατί δεν αλλάζεις κάλτσες;
Δεν μου απάντησε. Σηκώθηκε, ήρθε κι ακούμπησε μαλακά τον ώμο της Ελένης που κοιμόταν πλάι μου χωρίς να την ξυπνήσει. Μου ’κανε ένα νόημα να σηκωθώ κι εγώ, με πήγε ώς το κατώφλι της πόρτας κι απλώς με χαιρέτησε.
Λίγες ώρες αργότερα, όταν ξημέρωσε, η Ελένη με ρώτησε πού ήταν ο Δημήτριος. Της είπα ότι είχε φύγει. Κι εκείνη ξεροκατάπιε· τα παπούτσια, είπε μόνο και βγήκε να πάρει αέρα.
Είχαμε μείνει εννιά χωρίς τον Δημήτριο. Τώρα πίσω πίσω πήγαινε η Ελένη, αυτή είχε τον έλεγχο. Τον Λούη τον έπαιρναν όλοι οι μεγάλοι εναλλάξ, κάθε μισή ώρα άλλαζε πλάτη.
Φτάσαμε στο λιμάνι κατά τις οχτώ και μισή. Μπήκαμε στη βάρκα που μας περίμενε και μόνον αφότου ξανοιχτήκαμε αρχίσαμε να μιλάμε. Ρώτησα τότε την Ελένη για τον Δημήτριο. Δεν μου εξήγησε πολλά, μόνο ότι τα παπούτσια ήταν του αδελφού του, του Θεόδωρου, και πως μάλλον τα ’χε βγάλει γιατί σε κάθε βήμα ένιωθε πως τον χώνει κι άλλο βαθιά στη γη.
Δεν τον ήξερα τον Θεόδωρο, αλλά απ’ την κουβέντα της Ελένης, υπέθεσα πως ήταν κι αυτός ένας απ’ τους νεκρούς.
Στεριά πατήσαμε δώδεκα ώρες αργότερα, ηλιοκαμένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι. Η Ελένη με τράβηξε παράμερα, με χάιδεψε στο μάγουλο και μου ’πε κάτι περίεργο, σαν ποίημα – τα πράσινα φύλλα της ζωής, τα χρωματιστά άνθη του έρωτα, να βγούμε να τα μετρήσουμε, μήπως κι αναδειχθούμε κάπου νικητές.
Έτσι μου ’πε.
Κι όταν έξυσα το κεφάλι μου απορημένη, έσκυψε και μου ψιθύρισε κάτι ακόμα – οι γιορτές σωπαίνουν, οι καρδιές ποτέ.
Κατάλαβα ότι μας άφηνε κι αυτή. Δεν το ’πε, αλλά το ’ξερα πως θα πήγαινε να βρει τον Δημήτριο.
Και, πράγματι, η Ελένη ξαναμπήκε στη βάρκα – έφυγε μόνη της.
Του Δημήτριου του πέφτανε μικρά τα παπούτσια, τον στένευαν τόσο που ’νιωθε το αίμα στα πέλματα να μη φτάνει. Μα δεν είχε σκοπό να τα ξαναβγάλει. Ανέβαινε αδιάκοπα, λέγοντας μόνο μερικά αχ στον αέρα. Χάρτη δεν είχε μαζί του, μα τα ήξερε καλά εκείνα τα μέρη, τα θυμόταν απ’ όταν ήταν παιδί. Κι άλλωστε, δεν πήγαινε προς συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Αλλά ενώ βάδιζε με κόπο, αισθανόταν μια κάποια εσωτερική ορμή. Και σιγά σιγά σταμάτησε να δίνει σημασία στα παπούτσια που τον έσφιγγαν, στο δέρμα του που καιγόταν.
Στο ποτάμι όταν έφτασε, δεν βρήκε κανένα ίχνος ζωής. Κοίταξε λίγο γύρω του, δάκρυσε.
Και ξαφνικά έχωσε ολόκληρο το κεφάλι στο νερό. Έμεινε από κάτω αρκετά δευτερόλεπτα· είδε τον Θεόδωρο ανάμεσα σε ψάρια και φύκια, ακίνητο, με τα μάτια κλειστά· είδε ύστερα και την Ελένη – η Ελένη όμως τον τράβηξε απ’ το σβέρκο, τον έβγαλε έξω απ’ το νερό με δύναμη. Κι αυτός τινάχτηκε απότομα πάνω, πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε ξανά ένα αχ, παρατεταμένο κι ανήσυχο αυτή τη φορά, σκούπισε με το πουκάμισο το πρόσωπό του και ξανάρχισε να περπατά.
Τώρα ήξερε πού πάει, το ’χε πια σιγουρέψει μέσα του – και ήξερε και γιατί.
Τα παπούτσια μας γέμισαν νερό έτσι όπως περπατούσαμε στην ακροθαλασσιά· γέμισαν μικρά βότσαλα, φύκια, θρύψαλα κι αγκάθια αχινών. Κι είχε βαρύνει το κεφάλι απ’ τον ήλιο, μα δε σταματήσαμε ούτε για νερό – βιαζόμασταν.
Τώρα βάδιζα εγώ πίσω απ’ όλους. Έλεγα φωναχτά αυτό που μου ’χε πει η Ελένη –δεν ξέρω γιατί–, το φώναζα ξανά και ξανά ώσπου να το μάθουν κι οι άλλοι.
Προχωρούσαμε σα να βλέπουμε μπροστά μας μια όαση – κι ας βαδίζαμε σ’ έρημο τόπο. Με το μυαλό μας βλέπαμε το τέλος, τον προορισμό – ακόμα και τα πιο μικρά παιδιά. Δεν πιστεύαμε σε κανέναν θεό, σε καμιά ανώτερη δύναμη. Μας οδηγούσε η επιθυμία μας. Πηγαίναμε να βρούμε έναν καινούργιο τόπο· έναν τόπο με ανθρώπους που θα μας δέχονταν τραγουδώντας, χορεύοντας, κάπου που δεν θα μας έδιωχνε ο θάνατος· έναν τόπο γιορτής και ζωής.
Το νερό μες στα παπούτσια μας λιγόστεψε σιγά σιγά. Έβγαινε και χυνόταν καθώς βυθίζονταν τα πόδια μας στη γη με κάθε βήμα. Τα φύκια έλιωσαν, τα βότσαλα πήγαν και χώθηκαν ανάμεσα στα δάχτυλα, τρύπωσαν στα μικρά κενά, στις κούρμπες αυτής της άκρης σώματος, κι έπαψαν να υπάρχουν – δεν μας ενοχλούσαν πια.
Και τ’ αγκάθια των αχινών, αφού τρύπησαν ό,τι ήταν να τρυπήσουν, αφού χώθηκαν βαθιά στο δέρμα, αφομοιώθηκαν κι αυτά σαν οργανική ύλη, σταμάτησαν να προκαλούν πόνο.
Κι εμείς συνεχίσαμε να προχωράμε προς τον τόπο που φανταζόμασταν γιορτινό, χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε πλέον ούτε για τον Δημήτριο ούτε για την Ελένη.
Ήμασταν σίγουροι πως είχαν καταφέρει κάπου να συναντηθούν.
Μήνες αργότερα μάθαμε πως είχαν εγκατασταθεί σ’ ένα χωριό στα Γρεβενά που το ’λεγαν Σμίξη, και πως κάθε πρωί οι γείτονες τους έβλεπαν να βγαίνουν στην αυλή του σπιτιού τους και να μετρούν τα άνθη στις γλάστρες.
Φανταστική ιστορία εμπνευσμένη από τον Δημήτριο και την Ελένη, ήρωες στο μυθιστόρημα του Γιάννη Πάνου
...από το στόμα της παλιάς Remington….