Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/diereynhseis/synenteyxh-ths-nasias-dionysioy
Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Η Νάσια Διονυσίου γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία. Το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο Περιττή ομορφιά (Το Ροδακιό 2017), απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας Κύπρου και περιλήφθηκε στη μικρή λίστα των Βραβείων του περ. Ο Αναγνώστης, στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος στην Πεζογραφία». Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα σερβικά και έχει παρουσιαστεί στο Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Πρώτου Πεζογραφήματος Βουδαπέστης (2019) και στο Φεστιβάλ Ποίησης και Βιβλίου Βελιγραδίου (2021). Το δεύτερο βιβλίο της Τι είναι ένας κάμπος θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Πόλις.
Τα διηγήματά σας στο βιβλίο, Περιττή Ομορφιά, διακρίνονται από ποιητικότητα και αφαιρετικότητα. Τι μένει και τι φεύγει κατά τη διαδικασία της συγγραφής; Πώς αντιμετωπίζετε τη δεύτερη ή τρίτη γραφή; Πώς γίνεται αυτός ο πειραματισμός και πώς λαμβάνετε αποφάσεις;
Συνηθίζω να λέω πως κατάγομαι από τον κόσμο της ποίησης, εκεί όπου με τα πιο λιτά εκφραστικά μέσα επιχειρείται η ακριβέστερη αποτύπωση μιας κατάστασης και η αιφνίδια έκρηξη συναισθημάτων και συνειδητοποιήσεων. Γράφω από την αρχή φειδωλά, πειθαρχημένα, με μέτρο και μέτρημα, αναζητώντας κάθε φορά την πιο κατάλληλη λέξη ή συνδυασμό λέξεων που μπορεί να αποδώσει καθαρά και με σαφήνεια τη σκοπούμενη εικόνα, ιδέα ή αίσθηση, κι όλο αυτό επαναλαμβάνεται διαρκώς όσο κι αν απλώνεται η ιστορία μου, σαν να υφαίνω, πόντο τον πόντο, ένα κέντημα ή υφαντό. Στη δεύτερη, τρίτη ή πολλοστή γραφή αφαιρώ οτιδήποτε στερείται φυσικότητας κι ακονίζω τον ρυθμό, τη μουσικότητα, την ομορφιά του κειμένου. Μπορώ να γράφω και να ξαναγράφω μία φράση για μήνες και σταματώ μόνο όταν πια νιώσω πως το κείμενο ζητά να αναπνεύσει έξω από εμένα, ακόμα και με τις αστοχίες ή ατέλειές του.
Γράφουμε με αυτά που είμαστε; Ποιες πτυχές σας βγήκαν στην επιφάνεια κατά τη διαδικασία της πρώτης συγγραφικής προσπάθειας; Τι είδους ανάγνωση κάνατε στη ζωή σας; Το αίσθημα δύναμης και κίνησης προς το φως, που επανέρχεται στα διηγήματα, πώς σχετίζεται με σας και τη διαδικασία συγγραφής;
Η Περιττή Ομορφιά γράφτηκε ως απόκριση σε καταιγιστικές εμπειρίες που καθόρισαν τη ζωή μου και τον τρόπο μου να κατανοώ ή να συσχετίζομαι με τα πραγματικά, αλλά και τα αόρατα, τα υπερβατικά, τα απροσδιόριστα. Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός κι η μητρότητα, ο θάνατος κι η διάψευση του Θεού, η ερωτική απώλεια κι η άρνηση των πιο ισχυρών, προσωπικών θέλω. Το βιβλίο γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη μου να ψηλαφίσω αυτές τις εμπειρίες, να φτάσω στη βαθύτερη αλήθεια τους, να αποκτήσω συνείδηση της ταυτότητάς μου. Και τούτο, ναι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κίνηση προς το φως, ως προσπάθεια ανόρθωσης από το σκοτάδι της οδύνης, της ματαίωσης, του φόβου ή της άγνοιας, ως διεκδίκηση μια ζωής που δεν δαπανείται, έτσι στα τυφλά, αλλά που βιώνεται όσο πιο κοντά στη ρίζα του υπαρκτού και του δυνητικού εαυτού μας.
Πώς είναι η στιγμή που κατά την εμπειρία ή μετά από αυτή κάτι παρουσιάζεται ως αφηγηματική ευκαιρία; Εισβάλλει η αφήγηση στον τρόπο που ζείτε τον κόσμο σας και πώς ο τρόπος ζωής σας εισβάλλει στην αφήγηση και στη συγγραφική διαδικασία;
Καθημερινά περνούν από μπροστά μας άπειρες εικόνες και πληροφορίες, άπειρες σκέψεις και συναισθήματα μέσα μας, άπειρα όνειρα την ώρα του ύπνου – περνούν με δραματική ταχύτητα, θολά και μπερδεμένα, σύνθετα, αντιφατικά, και συγκρουόμενα, αδιευκρίνιστα κι ανόητα. Το νόημά τους είναι εν πολλοίς ρευστό κι υποκειμενικό, αφού αυτό εξαρτάται είτε από τον αντίκτυπο που έχει κατά τη δεδομένη στιγμή στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, είτε από την οπτική γωνία από την οποία το προσεγγίζει κανείς και τη σημασία ή τη βαρύτητα που του αποδίδει. Συνήθως, ξεκινώντας να γράφω για ένα θέμα, δεν γνωρίζω εκ των προτέρων γιατί το επέλεξα και ποιο το συγκεκριμένο νόημά του για μένα. Η γραφή είναι ο τρόπος μου να ανιχνεύω κάθε φορά αυτό το νόημα, να το αποκωδικοποιώ, να το καταλαβαίνω. Με άλλα λόγια, γράφω για να εξηγήσω γιατί με παρακίνησε αυτή και όχι κάποια άλλη αφηγηματική αφορμή, ποιες μνήμες ή ευαισθησίες μου δόνησε, ποιες βεβαιότητες ή αγκυλώσεις μου κλόνισε, ποια η ορατή και ποια η αδιόρατη συσχέτισή μου μαζί της, με τι συν-κινούμαι, εν τέλει, στον κόσμο.
Πώς ενσωματώνονται στη γραφή οι μύθοι, η επικαιρότητα, τα θεολογικά σχήματα, το προσωπικό, το τοπικό και το διεθνές; Με ποια βιβλία της κυπριακής, ελληνόφωνης ή παγκόσμιας παραγωγής, θεωρείτε, ότι διαλέγονται τα βιβλία σας;
Παρόλο που η γραφή μου, ιδίως στην Περιττή Ομορφιά, φέρει ένα έντονο υπαρξιακό φορτίο, δεν γράφω για να αποσπαστώ από την πραγματικότητα, αλλά για να συνδεθώ μαζί της. Παρακολουθώ το διεθνές γίγνεσθαι, με απασχολούν οι ανοιχτές πληγές της οικουμένης, παλεύω να καταλάβω γιατί η ανθρωπότητα δεν έγραψε ούτε ένα κεφαλαίο ακόμα, όπως έχει πει ο ποιητής. Για να μπορέσω, ωστόσο, να μιλήσω γι’ αυτά τα ζητήματα, μετέρχομαι συχνά σχημάτων, συμβόλων και αρχετύπων, που αντλώ κυρίως μέσα από τη θεολογική, εκκλησιαστική και μυθολογική μας παράδοση και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Η βιβλική Εύα, είναι λόγου χάρη, η μορφή που αναπλάθεται και ανανοηματοδοτείται στην Περιττή Ομορφιά και η ομηρική Πηνελόπη σε ένα από τα πιο πρόσφατα διηγήματά μου, που δημοσιεύθηκε μάλιστα εδώ στον Χάρτη. Διδάσκομαι, επίσης, από την πρωτοπορία των μεγάλων συγγραφέων: από την ψυχογραφία του Ντοστογιέφκσι, την υπαινικτικότητα του Τσέχοφ, τον ανθρωπισμό του Καμύ, την αέναη συνειδησιακή ροή της Γουλφ, την χαώδη αποτύπωση του ονειρικού και του παραλόγου του Χειμωνά, τον παραληρηματικό ρυθμό του Μπέρνχαρντ και του Κρασναχορκάι, την παραμυθική επαναφήγηση της ιστορίας από την Έρπενμπεκ και την Τοκάρτσουκ.
Πώς συσχετίζεστε με την κυπριακή ιστορία ή μάλλον τις κυπριακές ιστορίες; Μιλήστε μας για το νέο σας βιβλίο, Τι είναι ένας κάμπος; Πώς η έρευνα υποβοηθά τη δόμηση της πλοκής;
Δεν έχω ως αυτοσκοπό την ανάδειξη της κυπριακής ιστορίας, αφού πιο πολύ με απασχολεί η ανθρώπινη συνθήκη, ανεξάρτητα από τον χώρο, τον χρόνο, το εφήμερο. Ωστόσο, με το νέο μου βιβλίο, στο οποίο ξεδιπλώνεται η ιστορία των βρετανικών στρατοπέδων της Αμμοχώστου, όπου κρατήθηκαν Εβραίοι πρόσφυγες στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τη ρημαγμένη από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τον ναζισμό και τον αντισημιτισμό Ευρώπη και να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη, η ιστορία της Κύπρου συναντιέται και διασταυρώνεται με την ευρύτερη ευρωπαϊκή ιστορία. Η Κύπρος λειτουργεί μεν περισσότερο ως φόντο, ως το χαλί πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η κεντρική θεματική του βιβλίου, ταυτόχρονα, όμως, φωτίζονται ζητήματα που άπτονται της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας: η υποβόσκουσα αντίδραση απέναντι στην αποικιοκρατική εξουσία, η μετατροπή των ίδιων των Κυπρίων σε ξεριζωμένους λίγα χρόνια μετά, οι συνθήκες υποδοχής κι αντιμετώπισης των «ξένων» που συνεχίζουν να φτάνουν στο νησί μέχρι και σήμερα διά μέσου της θάλασσας ζητώντας καταφύγιο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό το οποίο πραγματεύεται το βιβλίο είναι την απόκριση του ανθρώπου μπροστά στις δυνάμεις του κακού – ποιες είναι οι αντιστάσεις μας και ποια η προσωπική μας ευθύνη απέναντι στην αδιαφορία, την τυφλότητα και τον κάθε λογής φασισμό, καθώς και πώς η γλώσσα, η εξιστόρηση και η μνήμη μπορούν –εάν μπορούν– να αποτρέψουν νέες φρικαλεότητες και νέα μίση, σε μια εποχή μάλιστα που φαίνεται πως «το έγκλημα φυσάει ξανά από παντού».
Για να μπορέσω να ανταποκριθώ στους στόχους που είχα θέσει με τη σύλληψη της ιδέας του βιβλίου, χρειάστηκε από μέρους μου απαιτητική και πολύπλευρη έρευνα, η οποία δεν κάλυψε απλώς την ιστορία της δημιουργίας και της λειτουργίας των στρατοπέδων, αλλά επεκτάθηκε σε πολλά άλλα ζητήματα, με επίκεντρο το Ολοκαύτωμα, καθώς, επίσης, και αναφορικά με τη ζωή και την ποίηση του Πάουλ Τσέλαν, ο οποίος κατέχει βασικό ρόλο στην πλοκή. Μελέτησα, επίσης, επισταμένως τις Μέρες, δηλαδή τις ημερολογιακές καταγραφές, του Γιώργου Σεφέρη, στον τρόπο και τη ματιά του οποίου στήριξα τη φωνή του κεντρικού αφηγητή μου.
Ποια είναι η σχέση σας με τους ήρωες και τις ηρωίδες σας; Εμπλέκεστε συναισθηματικά με αυτούς/αυτές; Ποια η σχέση σας με τα βιβλία σας; Έτυχε να σας ξαφνιάσουν οι πορείες τους και αυτά που έφεραν κοντά σας ή πιθανόν αυτά που έδιωξαν μακριά;
Δεν τους ορίζω τους ήρωες και τις ηρωίδες μου. Προσπαθώ να αφουγκραστώ τη φωνή τους και να την μεταγράψω, προσπαθώ να ανιχνεύσω τα κίνητρα και τις προθέσεις τους και να τους κατανοήσω, απορώ, διχάζομαι και συμπάσχω μαζί τους. Ωστόσο, δεν γνωρίζω ποτέ εκ προτέρων την πορεία τους, την ακολουθώ με περιέργεια, όσο πιο στενά και προσηλωμένα γίνεται, για να μπορέσω να την εμφανίσω στο χαρτί με ειλικρίνεια και πιστότητα. Ακόμη κι αν πολλά από τα βιώματα και τα συναισθήματα των ηρώων μου ταυτίζονται με τα δικά μου, στο τέλος η μορφή η οποία σχηματίζεται είναι κάτι το ολότελα καινούργιο, κάτι που με βρίσκει απροετοίμαστη και με ξαφνιάζει, σαν όταν πρωτοσυναντούμε έναν άγνωστο άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία μου – όσο κι αν γνωρίζω την παραμικρή λεπτομέρεια μέσα και πίσω από αυτά, με την ολοκλήρωση και την έκδοσή τους κατοχυρώνουν την αυθυπαρξία τους κι εγώ τη δική μου. Κι είμαι ελεύθερη κι έτοιμη, τότε πια, να κατοικηθώ εξ υπαρχής από νέους ήρωες και νέους κόσμους.
Πού γράφετε και πότε; Είναι αδιάληπτη διαδικασία; Έχετε ένα δικό σας δωμάτιο; Τι συμβαίνει μέσα σας;
Δεν έχω ένα δικό μου δωμάτιο, με τον τρόπο που το έχει θέσει η Βιρτζίνια Γουλφ, δεν έχω δηλαδή την αναγκαία ανεξαρτησία και ελευθερία που θα μου επέτρεπαν να αφοσιωθώ στο συγγραφικό μου έργο. Συγκεκριμένα, δεν βιοπορίζομαι από τη συγγραφή, ενώ ως γυναίκα-μητέρα έχω αυξημένες οικογενειακές και οικιακές ευθύνες και κατ’ επέκταση μπορώ να αξιοποιήσω λιγότερες ευκαιρίες ή να καταβάλω πολύ περισσότερο κόπο για την ανάπτυξη της γραφής μου, τη μελέτη που μου είναι απαραίτητη και τη συμμετοχή μου σε λογοτεχνικές δραστηριότητες. Μου λείπει, συνεπώς, ο αδιάσπαστος χρόνος, μπαίνω και βγαίνω στη γραφή με μεγάλα κενά στο ενδιάμεσο, γεγονός που κάποιες φορές κοστίζει στη ροή και τη συνέπεια του κειμένου, έχω γενικά την αίσθηση ότι δεν γράφω όσο θα ήθελα, ούτε με τη διαύγεια και την ενέργεια που χρειάζεται Δεν έχω ένα δικό μου δωμάτιο ούτε κυριολεκτικά, γράφω αποκλειστικά στο σαλόνι του σπιτιού μου, εκεί όπου βρίσκονται οι βιβλιοθήκες μου. Κατά κανόνα γράφω πολύ νωρίς το πρωί, πριν ακόμη χαράξει, σε συνθήκες απόλυτης ησυχίας, ηρεμίας και συγκέντρωσης, προτού με βαρύνουν οι ρυθμοί, οι υποχρεώσεις κι οι εντυπώσεις της μέρας, κι όσο ακόμη βρίσκομαι εγγύτερα στον πιο βαθύ, ασυνείδητο και προσωπικό εαυτό μου.