Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/selides-mikhs-oeodwrakhs/mikhs-oeodwrakhs
————————————————————
τoυ
ΚΩΣΤΑ ΓΟΥΛΙÁΜΟΥ
————————————————————
Σπεύδω εξαρχής να σημειώσω πως τόσο η οικουμενική μεγαλοσύνη του Μίκη Θεοδωράκη —είτε αφορά τραγούδια είτε λαϊκά ορατόρια, όπερες και συμφωνική μουσική— όσο η πολιτική και κοινωνική του δράση, αναδύονται από τον πυρήνα της εκλεπτυσμένης φιλοσοφικής του σκέψης, η οποία δεν είναι άλλη απο την Συμπαντική Αρμονία. Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη ενσαρκώνει μια περίπλοκη συμπαντική κοσμο-γεωγραφία επί της οποίας ο βαθύτατος (ανα)στοχασμός του νοηματοδοτεί συνειδητά κοινωνικές, πνευματικές, πολιτισμικές, μουσικές και πολιτικές ιδιότητες και διεργασίες. Γι` αυτό το λόγο θεωρώ ότι είναι ουσιώδες να τοποθετήσουμε το φαινόμενο Θεοδωράκη στην αληθινή του διάσταση. Να μελετήσουμε σοβαρά και με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη σύλληψη της συμπαντικής αρμονίας ως την κατ` ουσία αρχή της ενεργοποίησης του συνολικού έργου του.
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη διαπίστωσα όλα τα χρόνια της φιλίας μας. Μολοταύτα, το συνειδητοποίησα πιο έντονα την περίοδο που αποφασίσαμε να συγγράψουμε τη Διαλεκτική της Αρμονίας (Μ. Θεοδωράκης & Κ. Γουλιάμος, 2018), η οποία εκδόθηκε απο τον Gutenberg. Έτσι κατέληξα —έχοντας ως αφετηρία το αντίρροπο πεδίο των δυνάμεων του νεωτερικού ελληνισμού— σ` έναν συμπληρωματικού χαρακτήρα συλλογισμό: από τον Δ. Σολωμό μάθαμε πώς να εκφραζόμαστε, από τον Μ. Θεοδωράκη πώς να στοχαζόμαστε.
Ο Μίκης, αποδεχόμενος από τη νεανική του ηλικία την αξία μιας κεφαλαιώδους κληρονομιάς του ελληνισμού, υιοθετεί τις θεωρίες του Φιλόλαου περί περάτων και απείρων, του Ηράκλειτου για τον Λόγο, του Αναξίμανδρου για το άπειρο, την Πυθαγόρεια θεωρία των αριθμών που εκτείνονταν σε όλα τα πεδία της εξέλιξης των ιδεών, από τη γνώση και την αισθητική μέχρι τη μουσική και την πολιτική. Θα υπογράμμιζα δε πως η όλη δημόσια, μουσική και πνευματική αγωγή του Θεοδωράκη απηχεί αυτήν ακριβώς την πυθαγόρεια παράδοση που όχι μόνο συμφιλιώνει τις αντίρροπες αρχές του κάθε όντος, αλλά και που με την αρχή της αρμονίας και της αναλογίας συνενώνει τ` αντίδρομα στοιχεία: «Με απασχολούσε πέρα από τη μουσική, η μεταφυσική, η θρησκεία και η φιλοσοφία. Συνειδητοποιούσα ότι είμαι ένα απειροελάχιστο όμως ενεργητικό μόριο του Σύμπαντος, αφού έχω την ιδιότητα να αντανακλώ δημιουργικά το Νόμο της Συμπαντικής αρμονίας και επομένως να συμμετέχω για όσο διάστημα θα υπάρχω σ` αυτήν την αέναη κίνηση του διαρκούς αρμονικού γίγνεσθαι» (Μ. Θεοδωράκης, 2009).
Στο μεταξύ, η έλευση αυταρχικών φαινομένων στην μετεμφυλιακή εποχή με τη συνακόλουθη παρακμή της δημόσιας σφαίρας, η κατάλυση δημοκρατικών θεσμών, η εισαγωγή αλλά και κατίσχυση της εργαλειακής ορθολογικότητας κατά τούς μεταπολιτευτικούς χρόνους και, βέβαια, η αγοραία εκδοχή και υποβάθμιση της πολιτικής, δημιουργούν τον πυρήνα (ανα)στοχασμού του Θεοδωράκη περί συμπαντικής αρμονίας. Έννοια σαφώς αδιαχώριστη από ιδεολογικές συνδηλώσεις, καθώς —άμεσα ή έμμεσα— υποδηλοί την πεμπτουσία μιας γνωσιολογίας με επίκεντρο το ζήτημα και το ζητούμενο της απελευθέρωσης του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Η συμπαντική αρμονία του Μίκη Θεοδωράκη αποκτά νόημα αφενός συνώνυμο με την εξύψωση και την ενέργεια της πνευματικής δημιουργίας, αφετέρου ταυτόσημο με την αισθητοποίηση του λόγου και της μορφής μέσω της ενεργοποίησης των οντολογικών δυνατοτήτων της στοχαστικής φαντασίας. Εν προκειμένω, ο συνθέτης υπολαμβάνει την προσπέλαση μιας βαθύτερης λογικής της φαντασίας και της κοινωνικής συνείδησης ως οντολογική περιοχή δυνατοτήτων. Κατά τον Δόικο (2014), η δυναμική οντολογία αποτελεί τον χωροχρόνο της στοχαστικής φαντασίας. Στον Θεοδωράκη η εμβάθυνση στη φύση της λογικής και στοχαστικής φαντασίας είναι δυνητικά ή/και εν δυνάμει αναγκαία καθότι αντιστοιχεί στο ευρύτερο locus της συμπαντικής αρμονίας, εντός του οποίου συντελείται η μορφοποίηση ενός διαρκούς αρμονικού γίγνεσθαι αλλά και η μετουσίωση της δημιουργίας σε ηθική υπόσταση του ανθρώπου.
Γενικά, ο Θεοδωράκης διαβλέπει στη στοχαστική φαντασία την οντολογική ενεργοποίηση και δυνητικοποίηση για τη μετάβαση από τη διαφορετικότητα στην μοναδικότητα (Μ. Θεοδωράκης & Κ. Γουλιάμος, 2018), διατυπώνοντας έναν προσανατολισμό διαδοχικά παράλληλων μεν πλην όμως αλληλοσυνδεόμενων πεδίων και δράσεων όπου πολιτική, μουσική, τέχνη, αισθητική τελούν υπό το πρίσμα της συμπαντικής αρμονίας : «Ζω και υπάρχω μόνο όταν συντονίζομαι με το βασικό Νόμο της Συμπαντικής Αρμονίας, οπότε γίνομαι ένα υπαρκτό και δραστήριο μόριο, καθώς η ατομική και ασήμαντη καμπύλη του χρόνου που μου δόθηκε θα αξιωθεί να ενωθεί με το άπειρο, το ακατανόητο το εν, το γαλάζιο αιθέρα και το βόμβο των σφαιρών» (Μ. Θεοδωράκης, 2009).
Ο οξυδερκής (ανα)στοχασμός, όσο και η διορατική νεοπυθαγόρεια θεωρία του Θεοδωράκη αναδιατυπώνει ουσιωδώς το σημασιολογικό χαρακτήρα της συμπαντικής αρμονίας : «η πεμπτουσία της Γνώσης έγκειται στην αποκάλυψη των αντιθέσεων μέσα στις οποίες γεννήθηκε ο Κόσμος… Όλα τα αντίθετα είναι όμοια. Χάος και Αρμονία, Ζωή και Θάνατος, Μηδέν και Άπειρο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος» (Μ. Θεοδωράκης, 2009).
Σε αυτή τη θεωρία τα πάντα απορρέουν από τον συμπαντικό κόσμο. Η αρμονία και το χάος —αντίρροπα στοιχεία— αποτελούν απορροές της συμπαντικής αρμονίας, στην οποία ο συνθέτης αποδίδει ακόμα και πολιτικές διαστάσεις, προτάσσοντας στη συλλογιστική του την οργανική ολότητα των δράσεων και των ιδανικών της ελευθερίας και της δημοκρατίας ως σύνθεση και βίωση της αρμονίας. Ακόμα και η πρόσληψη κάθε πνευματικού έργου —όπως και η σύλληψη κάθε φαινομένου κουλτούρας αλλά και κοινωνικής και πολιτικής δράσης—, απαιτεί και προϋποθέτει την οντολογική εκδοχή της διαλεκτικής της αρμονίας. Πρόδηλα όλη αυτή η προσέγγιση υποδεικνύει πως δεν έχουμε να κάνουμε μ' έναν τελετουργικό τύπο ή μια αναλυτική επινόηση αλλά με μια διαλεκτική σύλληψη και ερμηνεία. Σύμφωνα μάλιστα με τον Λαμπρέλλη (2018) «μετά την πλατωνική διαλεκτική, μετά την μαρξιστική διαλεκτική, αλλά και μετά την αρνητική διαλεκτική του Adorno , έχουμε μια ακόμα, εξίσου πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα εκδοχή της διαλεκτικής : τη διαλεκτική της αρμονίας».
Θεωρώ πως η πολύτροπη διαλεκτική της αρμονίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα ευάγωγο (μολονότι δύσκολο) κίνημα και, συνάμα, ρηξικέλευθο πέρασμα απο τη νηπιακή ηλικία της ανθρωπότητας —ήτοι, την περίοδο της λογικής της γνώσης— στην αφετηρία της περιόδου του απολύτως ελεύθερου ανθρώπου που, σύμφωνα με τον Θεοδωράκη, είναι η περίοδος της λογικής τής φαντασίας. Σε αυτή την αξιολογική μετάβαση ο Θεοδωράκης επιχειρεί και ενσωματώνει μια φιλοσοφική θεώρηση της ελληνικότητας, όντας πεπεισμένος για την ικανότητα και δυνατότητα της νεοελληνικής πολιτισμικής συνείδησης να δημιουργήσει συνθήκες απεμπλοκής από τις όποιες (αυτο)παγιδεύσεις μορφών υποτέλειας, δουλείας και εθελοδουλείας.
Ιδιαίτερα σε μια εποχή «τεχνοφεουδαρχίας», όπου επιχειρείται η αποστείρωση της κοινωνίας και η αποδόμηση του κράτους μέσω ψηφιακών μηχανισμών (Gouliamos, 1997), σε μια περίοδο αγριότητας του πολιτισμού, στην οποία κυριαρχεί ο κόσμος του χάους και του μηδενισμού, ο Θεοδωράκης (1989 & 2016) προβάλλει την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του για τον βιόκοσμο, την κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό και την Ελλάδα. Ο ίδιος δε στον πρόλογό του στο βιβλίο της Α. Βούλγαρη (2016) σημείωνε πως η θεωρία του βοηθά αποτελεσματικά την κατανόηση της στάσης του μέσα στον σύγχρονο κόσμο και κυρίως μέσα στη σημερινή Ελλάδα. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα είναι γνωστό το κείμενό του, το οποίο μαζί με δύο άλλα του Κοντογιώργη αποτέλεσαν το σώμα του βιβλίου Ελληνικότητα και Διανόηση (2007). Στο εν λόγω πόνημα διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, η θέση περί των «κοινοτήτων» στην Τουρκοκρατία ως αδιάπτωτης ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα, καθώς και του έθνους ως ανάχωμα στη σημερινή «διεθνή των αγορών». Στο σημείο αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι εδώ έχουμε μια ομολογημένη προσέγγιση ως απόρροια αντίθεσης στο «έθιμο» του οικονομικού ωφελιμισμού και τον συνακόλουθο εργαλειακό λόγο. Σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο για τον Θεοδωράκη είναι η εσωτερική κατάδυση, η περιπλάνηση στις ρίζες του όντος και του ελληνισμού. Πρόκειται σαφώς για μια certitudo obiecti (βεβαιότητα ως προς το αντικείμενο) που βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ανάπτυξη κριτικής συνειδητοποίησης.
Εν πάση περιπτώσει, ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε τα πολλαπλά επίπεδα του μουσικού του υλικού αλλά και την ιδιοφυή σκέψη του Θεοδωράκη, είναι ν' απεμπλακούμε από τους παραμορφωτικούς φακούς, τις φορμαλιστικές παρανοήσεις και επινοήσεις, όπως και από τους επιλεκτικούς τρόπους ανάγνωσης του αναθεωρητισμού της ιστορίας. Ο Θεοδωράκης αντικρούει και αποδομεί τις συντεταγμένες του αναθεωρητισμού που αντιφάσκουν προς αυτή την ίδια την ιστορία. Ο στοχασμός του σχετικά με την «ελληνικότητα» προσφεύγει σε κανόνες και αξίες αλήθειας, ορθότητας και ειλικρίνειας, τέτοιες που υπερβαίνουν κάθε μερικότητα. Θεμελιώνει μια ηθική του διαλόγου. Εν κατακλείδι, δημιουργεί στη βάση επιχειρημάτων τους όρους για μια ορθή μεθοδολογική προσέγγιση ώστε να συλλάβουμε και να πραγματευθούμε το θέμα που είναι η πνευματική και κοινωνική Ελλάδα ως ένα ζήτημα που ανήκει όχι μόνο στη σφαίρα της επιστήμης του πνεύματος αλλά και στην ιστορία του πνεύματος. Αυτή ακριβώς η διορατικότητα του συνίσταται στο ότι κατανόησε πως ακόμα και οι αιχμηροί παράγοντες κρίσεων περνούν μέσα από τους νόμους της συμπαντικής αρμονίας. Για τον ίδιο πάντως, η διαλεκτική της αρμονίας μπορεί να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση μιας χειραφετικής δράσης, δύναμης και δυνατότητας για την πολιτική, τον πολιτισμό και την τέχνη. Η εν λόγω παραδοχή, μας οδηγεί να προσεγγίσουμε το έργο του ως συστατικό μέρος του χειραφετικού (ανα)στοχασμού της συμπαντικής αρμονίας.
Συνοπτικά θα έλεγα πως ο Θεοδωράκης, αντλώντας από τη εκδοχή της διαλεκτικής της αρμονίας και τη φιλοσοφική παράδοση του τόπου του, συνειδητοποιεί εναργέστερα την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας γνωσιολογίας για μια οικουμενική τέχνη και κουλτούρα, τέτοια που ν' αντιστοιχεί στην εκκίνηση ενός ουμανισμού με πυρήνα την αέναη κίνηση του αρμονικού γίγνεσθαι. Για τούτο και ο χειραφετικός και διαλεκτικός χαρακτήρας του συνολικού του έργου αποτελεί καθοριστικό ορόσημο στην ιστορία της δημοκρατικής πράξης, της φιλοσοφικής σκέψης, και της μουσικής παγκοσμίως. Πέραν τούτου, το βέβαιαο είναι πως η θεώρηση του Θεοδωράκη από τη θέση της συμπαντικής αρμονίας αποτελεί εφαλτήριο για την αναζήτηση νέων τρόπων μουσικής έκφρασης και κοινωνικού πράττειν, καθώς και νέων σχημάτων διαμόρφωσης της βούλησης αλλά και της ανθρώπινης σκέψης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βούλγαρη Αναστασία (2016): Μίκης Θεοδωράκης, Διάλογοι στο Λυκόφως: Συνοπτική παρουσίαση. Πρόλογος Μίκη Θεοδωράκη, επιμ. έκδοσης, Angelakis Digital, Αθήνα.
Gouliamos Kostas (1997): “The Information Highway and the Diminution of the Nation-State”. Στο Cultural Ecology-the changing dynamics of communication (επ. D. Cliché), Λονδίνο, IIC Global Report Series.
Δόικος Παναγιώτης (2014): Principia Formarum — οντολογία της στοχαστικής φαντασίας, εκδ. Ρώμη.
Θεοδωράκης Μίκης & Κώστας Γουλιάμος (2018): Στη Διαλεκτική της Αρμονίας, εκδ. Gutenberg
Θεοδωράκης Μίκης (2017): Μονόλογοι στο Λυκαυγές. Εκδόσεις Ιανός
Θεοδωράκης Μίκης (2016): Διάλογοι στο λυκόφως. Εκδόσεις Ιανός
Θεοδωράκης Μίκης (2009): Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για τη συμπαντική αρμονία. Βιβλίο & CD, εκδ. Bond-us music
Θεοδωράκης Μίκης & Γιώργος Δ. Κοντογιώργης (2008): Ελληνικότητα και «Διανόηση», εκδόσεις Ιανός
Θεοδωράκης Μίκης (1989): Αντιμανιφέστο — Για τις ανθρωπομονάδες, εκδ. Γνώσεις
Λαμπρέλλης Δημήτρης (2018): Βιβλιοκρισίες- Μίκης Θεοδωράκης & Κώστας Γουλιάμος: «Στη διαλεκτική της Αρμονίας». Διά-Λογος, Επετηρίδα Φιλοσοφικής Έρευνας, τ. 8, εκδ. Παπαζήση
————————————————————
της
ΑΓΑΘΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟÝΚΑ
————————————————————
Μου ζητήθηκε από τον Χάρτη να γράψω ένα κείμενο για τον Μίκη Θεοδωράκη.
Πιστεύοντας ότι στον ίδιο θα άρεσε όλος αυτός ο καταιγισμός δηλώσεων, συνεντεύξεων και άρθρων για την προσωπικότητά του και το έργο του, επιτρέψτε μου ένα μικρό κείμενο σαν σύντομο παραμύθι σε προσωπικό ύφος και γραφή.
Ήταν η εποχή των «Λαμπράκηδων», κι εγώ, πέντε πεντέμισι χρονών στο Πεντάλοφο Μεσολογγίου, όταν το χωριό μου έζησε ένα πολιτικο-πολιτιστικό διήμερο, μπορεί και τριήμερο αν κρίνω από το πλήθος των εκδηλώσεων: Ομιλίες, τραγούδια, χοροί – τότε πρωτοείδα να χορεύουν, και μάλιστα με παραδοσιακές φορεσιές, τον τσακώνικο, τραγουδώντας «σού ’ιπα, μάνα μ’, πάντρεψέ με» στο προαύλιο του σχολείου∙ βάφτιση στην εκκλησία δίπλα από το σχολείο ενός νεογέννητου κοριτσιού που το είπαν «Αγάπη»∙ έκθεση παιδικού βιβλίου σ’ ένα μαγαζί στον κεντρικό δρόμο και παράλληλα λαχειοφόρος αγορά με παιχνίδια για παιδιά.
Από την έκθεση διάλεξα και μου πήρε η μάνα μου το πρώτο παιδικό βιβλίο που είχα ποτέ, τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Με τον λαχνό μου κέρδισα ένα πλαστικό κουρδιστό ροζ γουρουνάκι μ’ ένα αμπελόφυλλο στο στόμα – μεγάλη καινοτομία για τον χώρο και χρόνο όπου ζούσα.
Πρωταγωνιστής όλων αυτών των εκδηλώσεων ήταν ένας πανύψηλος και αεικίνητος άντρας με πυκνά μαύρα μαλλιά.
Ξανάκουσα το όνομά του στο ελληνικό ραδιόφωνο ως συνθέτη κάποιων τραγουδιών που δε συγκράτησα τους τίτλους τους.
Στη διάρκεια της δικτατορίας, από τους ξένους σταθμούς που έπιανε ο πατέρας μου, θυμάμαι τα τραγούδια «Θα σημάνουν οι καμπάνες» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και «Διότι δεν συνεμορφώθην» σε ποίηση του συνθέτη, κι όταν η χούντα έπεσε και το ραδιόφωνο έπαιζε ελεύθερα και πανηγυρικά τραγούδια του Θεοδωράκη, ο αγαπημένος μου κύκλος ήταν το Μαουτχάουζεν σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, ήταν εκείνο το «κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια», εκείνη η αγάπη «με το καθημερνό της φόρεμα κι ένα χτενάκι στα μαλλιά».
Το 1976 είχα την τύχη να τον ξαναδώ, στην Αθήνα πια, στη μυθική ηχογράφηση της «Ελλαδογραφίας» από Τα παράλογα των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου. Ωστόσο, σ’ αυτή τη συνάντηση, παρά την πληθωρικότητα του Μίκη, εμένα με γοήτευσε η αρχοντική και ευγενέστατη μορφή του γιου του, του έφηβου τότε Γιώργου Θεοδωράκη.
Με τα χρόνια διαπίστωσα πως το τραγούδι που με συγκινεί περισσότερο σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, για το δέσιμο μελωδίας, στίχων και ερμηνείας, είναι το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη. Όσες φορές και να τ’ ακούσω, είτε με άλλους είτε μόνη μου, θα σηκωθώ να το χορέψω, συνεπαρμένη σαν τους αναστενάρηδες, «Αχ, ψεύτη κι άδικε ντουνιά / π’ άναψες τον καημό μου,/ είσαι μικρός και δε χωράς/ τον αναστεναγμό μου».
Στη συνέχεια συνάντησα τον Θεοδωράκη πολλές φορές, πότε στο εστιατόριο, στο τραπέζι του Γκάτσου, και πότε στις συνελεύσεις της ΕΔΕΤ (Ένωση Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού), όπου πρωτοστατούσαν ο Χατζιδάκις κι εκείνος και στις οποίες ερχόταν συνήθως με την κόρη του, τη Μαργαρίτα, που όπως την κοίταζα τη φανταζόμουν μ’ ένα στεφάνι άγριες μαργαρίτες στα μαλλιά της σαν προσωποποίηση της άνοιξης.
Είχα ξεκινήσει πια να γράφω κι εγώ στίχους και ήταν ο ίδιος ο Χατζιδάκις αυτός που μου ζήτησε να γράψω μια ενότητα για να την μελοποιήσει ο Θεοδωράκης. Η ιδέα αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, κι ούτε ποτέ έμαθα αν ο Θεοδωράκης τη γνώριζε. Πάντως, από τους στίχους εκείνους, το μόνο που θυμάμαι είναι το ότι σ’ ένα χιουμοριστικό τραγούδι είχα βάλλει ένα γουρουνάκι ροζ να ομοιοκαταληκτεί με τα κολχόζ.
Αργότερα, μόνη πια, συναντούσα τον Θεοδωράκη σε συναυλίες ή σε παρουσιάσεις δίσκων με έργα του, και το 2004 μού δόθηκε η ευκαιρία να γράψω ελληνικούς στίχους σε τρία τραγούδια που είχαν ακουστεί στα γαλλικά και γερμανικά. Έκτοτε, προσπάθησα να βάλω στίχους και σε άλλες μελωδίες του χωρίς να φτάνω στο αποτέλεσμα που προσδοκούσα.
Τώρα, εξακολουθώντας ν’ ακούω μουσικές και τραγούδια του, θα τον θυμάμαι πάντα όπως τον πρωτογνώρισα: νέο, μαχητικό κι ενθουσιώδη. Και, όταν θα πηγαίνω στην Κρήτη, θα περνάω ν’ ανάβω ένα κεράκι στον τάφο του και να του αφήνω ένα λουλούδι κόκκινο.
————————————————————
της
ΙΟYΛΙΤΑΣ ΗΛΙΟΠΟÝΛΟY
————————————————————
Η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη από τη ζωή, έκλεισε οριστικά —για την Ελλάδα τουλάχιστον— το μισάνοιχτο ακόμη πορτάκι του εικοστού αιώνα.
Έχοντας ό ίδιος καταφέρει να συγκεράσει σε μια ανθρώπινη ύπαρξη την ιστορία της εποχής του, τα ιδανικά, τις αξίες, τις αμφισβητήσεις, τις ταραχές, τους αγώνες για ελευθερία, τις ιδεολογικές αντεγκλήσεις, την τόλμη και τις παλινωδίες των καιρών, αλλά και προπάντων την ζωτική καλλιτεχνική έκφραση ενός ταραχώδους αιώνα, πορεύτηκε μες τα πρώτα χρόνια του εικοστού πρώτου σεβάσμιος, βαρύς αλλά και ανυπόταχτος δημιουργός μουσικής, στοχασμού και πράξης.
Δεν φυλακίστηκε ποτέ κι ας φυλακίστηκε συχνά, δεν εντάχτηκε ποτέ πουθενά κι ας εντάχτηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ήξερε παρά όλα αυτά να μένει κατ’ ουσίαν ανεξάρτητος, υπακούοντας πάντα στην χειμαρρώδη ορμή του εαυτού του. Σε αυτήν την ακατάβλητη δύναμη πάθους που τον ωθούσε να μιλά, να παίρνει θέση, να δημιουργεί, όχι κατ’ ανάγκη μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο των καλλιτεχνικών και πολιτικών ρευμάτων της εποχής του, αλλά μέσα στην προσωπική κοίτη του, που ήθελε κάθε φορά να βρίσκει την φόρμα και το περιεχόμενο της δική του αλήθειας. Έγραψε συμφωνικά έργα, σουίτες, μουσική για το θέατρο, έγραψε πολλά κι όμορφα τραγούδια, όπως εκείνα τα τόσο συγκινητικά τραγούδια του Επιτάφιου
σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, αλλά ίσως να βρήκε απολύτως τον εαυτό του στο υβριδικό, όπως το ονομάζει, έργο, το Άξιον Εστί. Αυτό το εξαιρετικά επεξεργασμένο πνευματικά ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, που ξέρει να συμπυκνώνει την ιστορία του Έλληνα, του ποιητή και του ερωτευμένου, συνάντησε την ευαισθησία του Θεοδωράκη, όταν εκείνος, σχεδόν από ένστικτο, κατάλαβε την μέγιστη σημασία του και αντέδρασε με τον δικό του πρωτότυπο και πρωτεϊκό τρόπο, αφήνοντας τον λόγο να κυλήσει στην κοίτη μιας ψυχής που εκπροσωπούσε, θελητά κι αθέλητα, την ατομική, αλλά και την συλλογική συνείδηση, την απόλυτα πνευματική αλλά και την απόλυτα αθώα υπόσταση του Έλληνα.
Ο Θεοδωράκης ήταν, ναι, μία εξαίρεση. Στο πλαίσιο των ρεαλιστικών νόμων της κανονικότητας, θα’ λεγα πως κατέλυσε κάθε έννοια μονομέρειας, ή αυστηρής εξειδίκευσης και μέτρου. Η εναντίωση υπήρξε πάντα η φυσική του αναπνοή και η μουσική του, καταγραφή αυτής της ανάσας που σχεδόν πάντα δεν ζητούσε παρά να είναι αληθινή, πηγαία, έντονη αποτύπωση της περιπέτειάς του, όχι μόνον της εξωτερικής τεθλασμένης της ζωής του, όχι μόνον της αγωνιστικής παρότρυνσης, μα και της βύθιας αλήθειας του. Εκείνης της μοναχικής ώρας πριν την απόφαση, μέσα στη μεγάλη λύπη, ή στην στιγμή ενός απέλπιδου ονείρου, μιας τολμηρής σύλληψης, ακόμη και μιας υποταγής σ’ αυτό που ο ίδιος συχνά ονόμαζε συμπαντική αρμονία.
Αυτοστρατευμένος σε ιδέες και όνειρα, σ’ έναν ανυπότακτο εαυτό που «δεν κοιμάται ποτέ», ταύτισε τη ζωή με την συνεχή αναμόχλευση, με την διαρκή διεκδίκηση και δράση, με τον πλούσιο ήχο του σύμπαντός του, με την άναρχη κραυγή μιας πάντα επόμενης γέννας. Μουσική, συχνές πολιτικές παρεμβάσεις ως το τέλος, κείμενα, γράμματα, συνεντεύξεις, στίχοι, σιωπές· κάποτε πολύτιμες σιωπές — όπως όταν χάθηκε ο αδελφός του και μαζί ανεπίστρεπτα ένα δικό του αρχέγονο κομμάτι αγάπης κι αυτογνωσίας, αφού η «ψυχή, εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον».
Δεν του έφτανε ποτέ το λίγο, θέλησε σ’ αυτό το μικρό καλάθι της ζωής να τα χωρέσει όλα. Κι όταν έβλεπε ότι πηγαίνουν να πέσουν κάποια, νομίζω πως μάτωνε κι ίσως να ματώνει ακόμη με κάποιες ανορθογραφίες που ξεπετάγονται ξαφνικά για να επιβεβαιώσουν την μοναξιά του .
Εμβληματικός αναμφίβολα, επικός ναι, αλλά και βαθιά συναισθηματικός. Τα λυρικά του έργα αιφνιδιάζουν με την τρυφερότητα τους. Η δύναμη της ευαισθησίας είναι ένα παρεξηγημένο «όπλο», που όσοι, σπάνιοι άντρες, έμαθαν απ’ την γέννηση τους να το φέρουν γενναία, στόχευσαν και βρήκαν τα πιο καθαρά χρώματα του ουρανού.
Τα Λυρικά του, η Βεατρίκη στην οδό μηδέν, τα Άσματα, όπως η Εσπέρα, έργα για σόλο τσέλο, μουσική δωματίου, το Adagio για φλάουτο, κλαρινέτο, τρομπέτα και ορχήστρα εγχόρδων — ένας Θεοδωράκης ανοχύρωτος, μόνος με την ισχύ της τρυφερότητας, χωρίς πρόθεση άλλη απ’ την έκφραση της λαμπερής λύπης της καρδιάς του. Ακούστε τον και σ’ αυτά τα πιο άγνωστα έργα του για να τον ξαναδείτε να κλείνει τα μάτια και να τραγουδά τους στίχους του αδελφού του Γιάννη, με μια φωνή χωρίς μέταλλο που έβγαινε απ’ τα βάθη, αχός και άχνα:
Χάθηκα μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα…
χάθηκα γιατί είχα όνειρα πολλά και το λιμάνι είναι μικρό
Καλό ταξίδι Μίκη Θεοδωράκη στο μεγάλο λιμάνι του ουρανού.
————————————————————
του
ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΚÍΣΗ
————————————————————
Τα τρία πρώτα Φεστιβάλ Ελληνικού τραγουδιού έγιναν στην Αθήνα, στον Ιππόδρομο του Φαλήρου τότε, το ’59, το ’60 και το ’61.
Ο Μάνος Χατζιδάκις πήρε το πρώτο βραβείο και στα δύο πρώτα Φεστιβάλ, με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» το ’59 και με το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία» του το ’60. Μου έλεγε, μας έλεγε και σε επήκοον ίσως και κάποιων άλλων, δε θυμάμαι πια, πως στο τρίτο εν σειρά φεστιβάλ ο ίδιος είχε το «Κουρασμένο παλικάρι» και τον «Κυρ-Αντώνη», και πως του το κατέταξαν δεύτερο και τον «Κυρ-Αντώνη», πάλι αν θυμάμαι καλά, δεν τον αξιολόγησαν θετικά καθόλου. Το πρώτο βραβείο δόθηκε στην «Απαγωγή» του Μίκη Θεοδωράκη.
«Εγώ είχα τότε δυσαρεστηθεί, είχα καταλάβει επιτέλους τι ρόλο παίζουν αυτές οι επιτροπές, που οδήγησαν άλλωστε το Φεστιβάλ τα επόμενα χρόνια όπου το οδήγησαν, και στεκόμουν παράμερα κάπως. Τότε, με πλησίασε ένας από εκείνους τους μίμους μας στο τραγούδι, θέλοντας να μου πουλήσει εκδούλευση, και μου έλεγε:
— Μάνο μου, απαράδεκτο! Τι είναι αυτά τα πράγματα!; Με τέτοια τραγούδια που υπέβαλες εσύ, να σου φερθούν έτσι;
Κι εγώ τότε τον απέπεμψα σκαιώς και του είπα:
— Φύγε από ‘δω! Ο Θεοδωράκης είναι συνθέτης. Εσύ δεν είσαι!»
(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )
————————————————————
του
ΔΙΟΝΥΣΗ ΚΑΡΑΤΖÁ
————————————————————
Πέρασαν 35 ολόκληρα χρόνια από εκείνο το Σάββατο 23 Αυγούστου 1986, όταν δρασκέλισα με δέος και αμηχανία το κατώφλι του σπιτιού στο Βραχάτι και βρέθηκα μπροστά στον Μίκη Θεοδωράκη, τον μύθο της γενιάς μου. Την προηγούμενη ημέρα είχα λάβει γράμμα του:
Βραχάτι, 21-8-86
Αγαπητέ φίλε Καρατζά,
Η ποιητική σας συλλογή «Χρώματα φωνήεντα» με άγγιξε τόσο πολύ, ώστε χωρίς κι εγώ να καταλάβω το πώς και το γιατί, συνέθεσα 18 τραγούδια επάνω στην ποίησή σας.
Το πιο απλό νομίζω ότι θα ήταν να περνούσατε από το Βραχάτι για να σας τα παίξω στο πιάνο, ώστε να διαπιστώσετε αν η μουσική μου ερμηνεύει πραγματικά την ποίησή σας ή αν την προδίδει. Μόνο που ο καιρός επείγει λιγάκι διότι από 1 Σεπτεμβρίου θα βρίσκομαι κάπως μακριά.
Σας χαιρετώ και σας συγχαίρω
Δικός σας
Μίκης Θεοδωράκης
Μου γνώρισε τη γλυκύτατη Μυρτώ και την κόρη του Μαργαρίτα, που κυνηγούσε τον μικρό Μίκη. Καθίσαμε μετά στο γραφείο του με το πιάνο.
Εγώ δεν ήξερα πώς να βολέψω το σώμα μου. Μου δείχνει ένα όμορφο ξύλινο σκαμνί και μου λέει: «Κάθισε. Εδώ κάθισαν ο Ρίτσος και ο Ελύτης και πρωτάκουσαν τα τραγούδια τους». Τι ήθελε να το πει, μ’ έπιασε πανικός. Και συμπλήρωσε: «Μ’ εσένα θα κάνω κάτι διαφορετικό. Θα βάλω το μαγνητόφωνο και θα γράψουμε τη συνομιλία μας». Η κασέτα αρχίζει με το κλάμα του μικρού Μίκη, που δεν θέλει να πάει στον κήπο. Ο Μίκης Θεοδωράκης κάθεται στο πιάνο και παίζει τις μελωδίες που έγραψε πάνω στα ποιήματά μου. Μου ζητά τη γνώμη μου (!) και σχολιάζει πολλά και διάφορα με τον μοναδικό τρόπο του που μαγεύει.
Μου είπε, λοιπόν, πώς ξεκίνησε να μελοποιεί την ποίησή μου. Όταν άνοιξε το βιβλίο μου και διάβασε τον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματός μου «Σπάζοντας στα δυο τη θάλασσα βγαίνει το φεγγάρι», είπε «Ένιωσα ότι το ποίημα το έγραψες για μένα. Διότι, πράγματι, το φεγγάρι εδώ στο Βραχάτι βγαίνει σπάζοντας στα δυο τη θάλασσα».
Άρχισε να παίζει στο πιάνο τα τραγούδια μας. Σταματούσε κάθε τόσο και μου εξηγούσε πώς άκουγε μέσα από τις λέξεις τη μουσική, πώς η μελωδία είναι μια φυσική ρυθμική διαδοχή των μουσικών φθόγγων που απηχεί την αρμονία του σύμπαντος, πώς οι συνθέσεις του στους κύκλους τραγουδιών, στα ορατόρια, στα συμφωνικά και στα μετασυμφωνικά του έργα και στις λυρικές τραγωδίες έχουν κοινή ρίζα…
Μου χαρίζει μια χειρόγραφη παρτιτούρα με τραγούδια μας και με την ακόλουθη αφιέρωση:
Με ήχους από την Πάτρα της εφηβείας μου.
Στον Διονύση Καρατζά, θύμηση της πρώτης γνωριμίας-ακρόασης.
Με αγάπη και πολλές ευχές.
Μίκης Θεοδωράκης
Βραχάτι, 23-8-86
Νιώθω ευτυχισμένος, αλλά βιάζομαι να φύγω. Ούτε για φαγητό, που μου πρότεινε, δεν κάθισα. Το ταξίδι για την Πάτρα ήταν ελαφρύ και διάφανο. Ήθελα να επιστρέψω στην Πάτρα και να μαζέψω τους φίλους μου για να ακούσουν την κασέτα, που τη φυλάω ως πολύτιμο δώρο. Σ’ αυτή την κασέτα έχει αποτυπωθεί η συγκλονιστική μουσική και ποιητική δύναμη του Μίκη Θεοδωράκη, με όλη την απλότητα και την αλήθεια του.
Στις 3 Ιανουαρίου του 1987 μεταδίδεται σε πρώτη εκτέλεση από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ-2 ο πρώτος κύκλος τραγουδιών μας «Τα πρόσωπα του ήλιου». Ο Μίκης Θεοδωράκης προτείνει στους ακροατές να του στείλουν κασέτες για να τους γράψει το έργο. Στο στούντιο ΘΗΤΑ καταφτάνουν πέντε χιλιάδες κασέτες! «Θεωρώ ˝Τα πρόσωπα του ήλιου˝ σαν μια στροφή μέσα στη μουσική μου. Εκφράζω με αυτά την αντίληψή μου για το πώς βλέπω σήμερα το ελληνικό τραγούδι τόσο σαν μελωδία-στίχο-ρυθμό, όσο και σαν φως-ήχο-χρώματα» (Δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη στον Γιώργο Σαββίδη, εφημ. Αυγή, 15-2-1987). Ο δίσκος κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1987.
Τον Νοέμβριο του 1987 κυκλοφορεί σε δίσκο, γραμμένο μόνο από τη μία πλευρά του, το έργο «Ως αρχαίος άνεμος», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο μου (1987). «Όπως είναι γνωστό, τους ˝Λιποτάκτες˝ τους τραγούδησα ο ίδιος, όπως έκανα και με το ˝Ένας όμηρος˝, τα ˝Λυρικά˝ και το ˝Ως αρχαίος άνεμος˝, για να υπογραμμίσω μια ιδιαίτερη σχέση με το έργο, κι ακόμα, για να αποκαταστήσω την άμεση, τη φυσική, θα ‘λεγα, επαφή που έχει ο ήχος της φωνής με τον ακροατή (…). Όλα αυτά στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης σχέσης του συνθέτη με το κοινό του» (Μίκης Θεοδωράκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, εκδ. Κέδρος 1995, τόμος 5ος, σ. 189).
Το 1988 έχω νέα έκπληξη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Έχει ήδη συνθέσει τρίτο κύκλο τραγουδιών «Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν» με δέκα ποιήματα από τη συλλογή μου Ως αρχαίος άνεμος (1987). Πρόσθεσε και δύο δικά του, «Βεατρίκη πάψε να γελάς» και «Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν», που έδωσε και τον τίτλο στο έργο. Η Βεατρίκη, η δαντική αυτή περσόνα, συμβολίζει τον ιδανικό, αιώνιο έρωτα, την τρυφερότητα της ουτοπίας, αλλά και τη ματαίωση των ονείρων στην οδό Μηδέν. Όμως το μηδέν δεν είναι τέλος, είναι μια παρένθεση που κάνει πιο ποθητή την αλήθεια του έρωτα, της πατρίδας, της ευτυχίας. Η Βεατρίκη είναι ένα έργο βαθιά λυρικό και ανυπόκριτα πολιτικό.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μού αφηγήθηκε αργότερα ότι οι στίχοι μου από το τραγούδι «Η μεγάλη άρια της Βεατρίκης»
«… όπως ξεφεύγουν απ’ το νερό τα ψάρια
και πονάνε στα όμορφα του ήλιου…»
στάθηκαν η αιτία να σταματήσει το ψάρεμα! (Η μελωδία αυτού του τραγουδιού συνιστά το Adagio).
Η συνεργασία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη συνεχίστηκε με τον τέταρτο κύκλο τραγουδιών, που κυκλοφόρησε πρώτα στη Γερμανία το 1996 με τον τίτλο «Poetica» κι ύστερα στην Ελλάδα με τον τίτλο «Τα Λυρικότερα». Τα μελοποιημένα ποιήματα εντάχθηκαν στην ποιητική συλλογή μου Ανθοφορία της νύχτας (1997).
Σε μια συνέντευξή του στο μαθητικό περιοδικό Νεανικά Βήματα του Πειραματικού Λυκείου του Πανεπιστημίου Πατρών (31-12-1997), σημειώνει: «Ο Καρατζάς μού προσφέρει νέους τρόπους μουσικής, κυρίως μελωδικής έκφρασης: ˝Βεατρίκη˝, ˝Τα πρόσωπα του ήλιου˝, ˝Ως αρχαίος άνεμος˝, ˝Τα Λυρικότερα˝. Μ’ αυτό το τελευταίο έργο πιστεύω ότι κατακτώ μια κορυφή μέσα στο τοπίο της μουσικής μου, στην προσπάθειά μου να φτάσω στα υψηλότερα και αρτιότερα όρια της λυρικής-μελωδικής έκφρασης. Ένας αγώνας που ξεκίνησε πριν 60 χρόνια στην Πάτρα, όταν έγραφα την πρώτη μου μελωδία, έμελλε να ολοκληρωθεί σ’ αυτήν την κορύφωση του λυρισμού που λέγεται ˝Τα Λυρικότερα˝ και που γέννησε η επαφή μου με την ποίηση ενός «Πατρινού ποιητή».
Εκκρεμεί η έκδοση του πέμπτου έργου μας «Ραψωδία για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων». Ο Μίκης Θεοδωράκης το χαρακτήρισε ως κύκνειο άσμα του και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Ιανουάριο του 2013.
Όλη αυτή η εμπειρία της συνεργασίας μου με τον Μίκη Θεοδωράκη άλλαξε κυριολεκτικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πράγματα, σκέφτομαι τη ζωή και γράφω ποίηση. Αξιώθηκα τη φιλία του, τον ακολούθησα σε συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έμαθα αλήθειες, χάρηκα θαύματα…
Στη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη συνυπάρχουν ο πόνος, η χαρά, η μοναξιά, η ελπίδα, ο έρωτας, ο αγώνας, η αντίφαση, η αναζήτηση. Ο Μίκης είναι ο γνήσιος λαϊκός άνθρωπος: εκρηκτικός και απρόβλεπτος στην καθημερινότητά του, άμεσος στο χιούμορ του, ευάλωτος στις αδυναμίες του, δυνατός στις σκέψεις του, συνεπής στα οράματά του, επίμονος κυνηγός της ομορφιάς. Πάνω απ’ όλα ο Μίκης είναι ο άνθρωπος του χρέους και της ελευθερίας. Γι’ αυτό και στη συνείδηση του λαού προβάλλει ως μύθος που συναρπάζει και εμπνέει.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έζησε παραμένοντας το παιδί που είναι πάντοτε ο Έλληνας. Παθιασμένος δημιουργός, πετούσε από όνειρο σε όραμα. Ελεύθερος πολίτης, πάλεψε για δημοκρατία και δικαιοσύνη. Σκανδάλισε με την υπερβολή του και λατρεύεται για το έργο του. Υπήρξε ατίθασος και τρυφερός. Αναζητούσε διαρκώς την αλήθεια στην ποίηση και τον αγώνα. Ο Μίκης είναι ο ωραίος παγκόσμιος Έλληνας, ο μέγας παις εσαεί.
————————————————————
του
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟÝ
————————————————————
Στη Μυρτώ
Ο Μίκης, τα χέρια του, το γελαστό παιδί, τα ποιήματα, η φωνή, η καταγωγή του από τον Απόλλωνα. Ο μουσικός που σμίγει Ανατολή και Δύση. Τα νιάτα μας, που μαζί του συνεχίζονται. Η πολιτική που γίνεται Τέχνη και το αντίστροφο. Το αεράκι του μέλλοντος και του παρόντος. Το παιδί με τις εξορίες, που καλλιεργούσε στο κηπάκι του λουλούδια και ουρανό. Ο Μίκης των μεγάλων χειρονομιών, μας έμαθε να ανάβουμε τα βρεγμένα σπίρτα μας και να γελάμε. Οι μουσικές του να τρέχουν ελεύθερες μέσα σε λιβάδια και να μας τρελαίνουν. Ο άνθρωπος που τα έβαλε με ό,τι ενοχλούσε τον Έλληνα. Θα μπορούσε να ήτανε μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό στην παράσταση τού Προμηθέα
— να γράψει μουσική και να παίξει τον ρόλο. Ο καλλιτέχνης των μεγάλων συναυλιών και της μουσικής δωματίου. Ο άνθρωπος ιστορία. Ο συνθέτης που οδήγησε τα δάχτυλα του Μανώλη Χιώτη στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Τάκης Σινόπουλος, κάθονται πλάι του και ακούνε.
Οι ποιητές που θα έρθουν ρίχνουν τα πουκάμισά τους στα πόδια του, για να πατήσει ο αρχάγγελος.
[ Ιούλιος 1999. Χειρόγραφο κείμενο του Γιάννη Κοντού δημοσιευμένο στο πρόγραμμα του (αφιερωμένου στον Μ.Θ.) Φεστιβάλ Πρεσπών 1999 ]
————————————————————
του
ΓΙΩΡΓΟΥ Β. ΜΟΝΕΜΒΑΣÍΤΗ
————————————————————
Ήταν γνωστό τον τελευταίο καιρό, και όχι μόνον εις τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι οι μέρες του είχαν λιγοστέψει ανησυχητικά. Παρά ταύτα η είδηση της τελευτής προκάλεσε αβάσταχτη συγκίνηση. Ο καθένας την εξέφρασε με το δικό του τρόπο. Άλλοι με μεγαλοστομίες, άλλοι με συγκρατημένα λόγια, άλλοι με έντονη συναισθηματική φόρτιση, άλλοι, λιγοστοί αυτοί, με ένα βουβό λυγμό και με σιωπή.
Αναλύσεις επί αναλύσεων, αποκαλύψεις επί αποκαλύψεων, όχι πάντα ανεπίληπτη ιστορική τεκμηρίωση, προσέδωσαν στο γεγονός χαρακτήρα γιορτής μάλλον παρά πένθους. Τίποτα από αυτά βεβαίως δεν αλλοίωσε το γεγονός. Ο Μίκης εξεμέτρησε το επίγειο ζην πληρέστατος ημερών —έφυγε έφηβος, λίγο πριν τα 100—, πληρέστατος δόξης, πληρέστατος αμφισβήτησης, πληρέστατος αγάπης και ευγνωμοσύνης. Οι φάσεις και οι αντιφάσεις μιας ζωής μυθιστορηματικής και ζηλευτά, μοναδικά καρποφόρας. Όσο μεγάλωνε στα χρόνια, τόσο μεγάλωνε και η αυτογνωσία του. Ήδη το 2009 στον χαιρετισμό του για τη μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στο τρισυπόστατό του —το τριλαμπές, όπως το είχε εκμυστηρευτεί, διακριτικά, ο ίδιος— «συνθέτης/πολιτικός/στοχαστής», που είχε οργανωθεί από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, ευχαριστούσε από καρδιάς όλους αυτούς «... που είχαν την τόλμη να λάβουν μια τόσο γενναία απόφαση να αφιερώσουν σε ένα τόσο αιρετικό και αμφιλεγόμενο –από πάσης απόψεως– Έλληνα πολίτη αυτήν τη θαυμάσια έκθεση...».
Ο Μίκης ήταν περισσότερο απ’ όλα μουσικός. Ήταν ένας Αρχάγγελος της Ελληνικής Μουσικής· Μιχαήλ ήταν άλλωστε το βαφτιστικό του. Χάρη στην ιδιότητά του αυτή αγαπήθηκε και δοξάστηκε περισσότερο και αμφισβητήθηκε λιγότερο. Το τάνκερ στο οποίο θα χωρέσει το τεράστιο από κάθε άποψη μουσικό του έργο, σίγουρα δεν χωρά στη ... λίμνη των Ιωαννίνων. Χωρά όμως το έργο του αυτό στη μνήμη εκείνου που χωρίς παρωπίδες θα ακολουθήσει τα χνάρια που άφησε στην πορεία για τη λυτρωτική καταξίωση.
Για να οδηγήσουμε τη μνήμη στην ανάκληση ή/και στην αφομοίωση του μουσικού έργου του Μίκη επιλέξαμε επτά, εμβληματικά κατά την άποψή μας, έργα του —ξεχωριστά είναι πάρα πολλά, εμβληματικά λίγα— και θυμίζουμε μερικά χαρακτηριστικά τους, που τα έκαναν να ξεχωρίσουν από τα υπόλοιπα σπουδαία.
Γιατί επτά; Γιατί και ο Μίκης είχε αποδεχτεί, είχε ασπαστεί τη μυστηριακή δύναμη και ιερότητα του αριθμού αυτού, που πολλοί συνοδοιπόροι του, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης – για τις Μικρές Κυκλάδες, καθώς και για τον κύκλο Λόρκα (Romancero Gitano) έδωσε ποιητικό υλικό για επτά τραγούδια! – και ο Μιχάλης Κατσαρός. Μετά μάλιστα προτροπή του τελευταίου ο Μίκης έδωσε στην «Εαρινή Συμφωνία» του τον αριθμό 7 αντί του 4 που αντιστοιχούσε κανονικά στη σειρά της δημιουργίας της. Την άνοιξη του 1982 ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αρχίσει να επεξεργάζεται ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με σκοπό να συνθέσει μια νέα Συμφωνία την τέταρτη κατά σειρά. Είχε επιλέξει ποιητικό λόγο από την «Εαρινή Συμφωνία», από το «Εμβατήριο του Ωκεανού» και από την «Κυρά των Αμπελιών». Είχε αποφασίσει να ονομάσει τη Συμφωνία του αυτή Εαρινή, ωστόσο το Τέταρτη και Εαρινή του φαίνονταν αταίριαστα και ασύμβατα. Εκείνη την εποχή ολοκλήρωνε την καντάτα του Κατά Σαδδουκαίων αξιοποιώντας το ομώνυμο ποιητικό έργο του Μιχάλη Κατσαρού. Σε μια συνάντησή του με τον ποιητή στο Βραχάτι του εκμυστηρεύτηκε τον προβληματισμό του. Ο Μιχάλης Κατσαρός απόρησε και τον ρώτησε: «Μα γιατί αυτή η υποταγή στους αριθμούς;». «Έχεις δίκιο» του απάντησε ο συνθέτης. «Η επόμενη Συμφωνία μου, μετά την Τρίτη, δεν μπορεί παρά να είναι η Εβδόμη, δεδομένου ότι το Έαρ εκφράζει τον ιερό αριθμό 7!». Η απόφαση ελήφθη και έτσι η νέα Συμφωνία ονομάστηκε Εβδόμη. Το γεγονός αυτό αιτιολογεί την έλλειψη μιας Πέμπτης και μιας Έκτης Συμφωνίας. Μετά την Εβδόμη ακολούθησε η σύνθεση της Τέταρτης Συμφωνίας – φυσιολογική η αρίθμηση. Εγκατέλειψε όμως τα σχέδια για τη σύνθεση μιας Πέμπτης και μιας Έκτης γιατί καταπιάστηκε με τη δημιουργία των λυρικών τραγωδιών του, αφιερώνοντας έκτοτε όλη σχεδόν τη δημιουργική του ενέργεια σε αυτές!
Επτά εμβληματικά έργα του Μίκη λοιπόν, που έφυγε «με την πρώτη σταγόνα της βροχής»
1. Ελληνική Αποκριά (Μουσική μπαλέτου, 1947-1953): γιατί στο πρώιμο αυτό έργο του, τού οποίου η σύνθεση άρχισε στα νησιά της εξορίας, στην Ικαρία, συγκεκριμένα, σμίγει με υποδειγματικό τρόπο ιδιαίτερες μουσικές αγάπες (Προκόφιεφ, Στραβίνσκυ, Σοστακόβιτς), ηχορυθμούς της ελληνικής γης και θάλασσας (ρεμπέτικο, νησιώτικο), με τις δικές του εμπνευσμένες μελωδίες (το θέμα του σαξοφώνου που υπάρχει στον τρίτο χορό του έργου που ονομάζεται «Γκαμήλα» ενέπνευσε τον Μάνο Χατζιδάκι στη δημιουργία του τραγουδιού «Το πέλαγο είναι βαθύ»), πλάθοντας έτσι ένα άκρως σαγηνευτικό και οπωσδήποτε διαχρονικό σύνθεμα – ήταν αγαπημένο έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Το έργο γράφτηκε για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Στην ολοκληρωμένη μορφή του μπαλέτου πρωτοπαρουσιάστηκε από το Ελληνικό Χορόδραμα στις 14 Μαρτίου 1954 στην Κρατική Όπερα της Ρώμης σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Παρίδη – στο πρόγραμμα συνυπήρχαν τα μπαλέτα Έξι λαϊκές ζωγραφιές και Το καταραμένο φίδι του Μάνου Χατζιδάκι. Στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία που συγκροτούν την ιστορία του έργου προστίθεται και η πρώτη του δισκογράφηση. Πραγματοποιήθηκε αυτή το 1964 σε παραγωγή της ΕΔΑ. Το ερμήνευσε η Συμφωνική Ορχήστρα του Εδιμβούργου, υπό τις κατευθυντήριες οδηγίες του επιφανούς Άγγλου αρχιμουσικού – και μετέπειτα Sir – Colin Davis!
2. Επιτάφιος (Κύκλος τραγουδιών, 1958):γιατί με αυτό τον κύκλο, που είχε ως αφετηρία την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, γεννήθηκε το «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι — ο φαινομενικά αδόκιμος αυτός όρος επινοήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη. Έμελλε έκτοτε να κυριαρχήσει στη μουσική ζωή της χώρας και συχνά να την καταδυναστεύσει. Ο συνθέτης χαρακτηρίζει έντεχνη την ποίηση και λαϊκή τη μουσική. Η ταυτόχρονη διπλή δισκογράφηση του κύκλου το 1960 (σε ενορχήστρωση και διεύθυνση Μάνου Χατζιδάκι, με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη και σε ενορχήστρωση και διεύθυνση Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση) που είχε κύριο χαρακτηριστικό την αισθητική διαφοροποίηση, δημιούργησε το γνωστό ελληνικό μουσικό «σχίσμα»: θεοδωρακικοί – χατζιδακικοί. Αυτό το εμβληματικό έργο —οκτώ από κάθε άποψη αριστουργηματικά τραγούδια, γνήσια ελληνικά— έμελλε να αλλάξει τους προσανατολισμούς και το ύφος του ελληνικού τραγουδιού. Με αυτό ο ελληνικός λαός άρχισε να τραγουδά τους ποιητές του. Και από τότε ποτέ δεν έπαψε να τους τραγουδά.
3. Ηλέκτρα (Μουσική για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, 1962): γιατί μολονότι η μουσική και το ένα τραγούδι που πλάστηκαν για να συντροφεύουν τις εικόνες δεν αποτυπώνονται εύκολα στη μνήμη, αποτέλεσαν ένα μνημείο του είδους, το οποίο εγκωμιάστηκε παγκοσμίως. Ο ίδιος ο συνθέτης σχολίασε επιγραμματικά, σε μέλλοντα χρόνο, τη δημιουργία του αυτή με τα ακόλουθα λόγια: «Ήταν η πρώτη μου συνειδητή επαφή με τη μουσική του κινηματογράφου, και τη θεωρώ ως πρότυπο κινηματογραφικής μουσικής». Δεν είναι απλώς πρότυπο κινηματογραφικής μουσικής τούτη η προσφορά του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι πρότυπο μουσικής που συνδέει το απώτερο χθες με το σήμερα του ελληνισμού. Όπως το συνδέουν οι αρχαίες τραγωδίες. Με λιτά μουσικά μέσα (η παρτιτούρα ορίζει φωνή, πίκολο φλάουτο, κλαρίνο, σαντούρι, μπαγλαμά, κόντρα-μπάσο και κρουστά) που απολαμβάνουν την αρωγή ήχων της φύσης ο συνθέτης διαμορφώνει ένα ιδανικό μουσικό τοπίο που συχνά αντικαθιστά το λόγο. Αντικαθιστά μάλιστα κάποτε και την πολυδύναμη σιωπή.
4. Το τραγούδι του νεκρού αδερφού (1960-62): γιατί αυτό το ολόδικό του μουσικοθεατρικό έργο —«Μουσική Τραγωδία» το θέλει ο πλαστουργός του— υμνεί με απαράμιλλο τρόπο την αδελφοσύνη, τη συμφιλίωση και την ενότητα, αναγκαία στοιχεία για την διαιώνιση του ελληνισμού. Μια πάλη ανάμεσα σε ιδέες και ανθρώπους, ανάμεσα στο πάθος και τα πάθη. Ένα έργο που έχει ταυτόχρονα ρίζες στο λαϊκό θέατρο και στην αρχαία τραγωδία. «Ελεγεία» το χαρακτηρίζει ο Άγγελος Τερζάκης. Οι απλοί άνθρωποι γίνονται σε αυτό σύμβολα της σύγχρονης νεοελληνικής μυθολογίας. Η μαρτυρία του Μάνου Κατράκη που πρωταγωνιστούσε στην παράσταση είναι καταλυτική: «Εδώ ο Θεοδωράκης χυμάει μέσα στο χρόνο, αρπάζει τη λαϊκή ψυχή, την κάνει μουσική και λόγο και τη ρίχνει πάνω από τα πάθη μας σαν φως και σαν βροχή. Το ησυχάζει, τα καλμάρει και μας ενώνει πάλι, με μια δεξιοτεχνία θαυμαστή. Και προπαντός με μιαν αλήθεια.». Κι αν ο πεζός λόγος χάνεται με το τέλος της παράστασης, παραμένει στη μνήμη ο λόγος-στίχος με τον οποίο δομήθηκαν τα τραγούδια. Σπαραχτικός και αυτός σε απόλυτη σύμπνοια με το όλον. Εννιά συγκλονιστικά λαϊκά τραγούδια συνέθεσε ο Θεοδωράκης για το έργο του αυτό· τα οκτώ σε δικούς του στίχους, ένα σε στίχους του Κώστα Βίρβου. Εννιά τραγούδια-διαμάντια με κορυφαίο το «Στα περβόλια», για πολλούς το κορυφαίο των ομοειδών τραγουδιών του.
5. Άξιον Εστί (1960-63): γιατί με αυτό το καθ’ όλα μοναδικό και πρωτότυπο έργο ο Μίκης Θεοδωράκης θεμελιώνει μια νέα τάξη πραγμάτων στην ελληνική μουσική. Αυτή την οποία ο ίδιος βάφτισε μετασυμφωνική μουσική. Συνοδοιπορούν σε αυτό αρμονικά με ευφάνταστο δημιουργικό τρόπο το μουσικά λόγιο με το μουσικά λαϊκό, με έρεισμα τη μεγάλη ποίηση. Μια μουσική τοιχογραφία πράξης σπουδαίας και τελείας ακαταμάχητης σαγήνης, είναι τούτο το ουρανόφερτο έργο. Ο χορός, ο ψάλτης, ο αφηγητής, ο λαϊκός τραγουδιστής, η λαϊκή ορχήστρα, η συμφωνική ορχήστρα σε αγαστή σύμπνοια, κοιτάζουν άλλοτε την ανατολή, άλλοτε τη δύση παραμένοντας ωστόσο επίμονα ελληνικά. Ο επιούσιος λόγος του Οδυσσέα Ελύτη έγινε η αφορμή για να διδαχτούμε με αιώνιο τρόπο ότι αυτός ο κόσμος μπορεί να είναι μικρός, αλλά συνάμα είναι και μέγας. Έργο ανεπανάληπτο, μνημείο πραγματικό κι αδιαπραγμάτευτο, κατασκευασμένο από γνήσια ελληνικά υλικά, χωρίς προδρόμους και ίσως χωρίς επιγόνους.
6. Τρίτη Συμφωνία (α΄ μορφή 1980-81, β΄ μορφή 1992): γιατί αυτή η δημοφιλέστερη από τις έξι συμφωνίες του συνθέτη εμπεριέχει μια κορυφαία στιγμή ελληνικής συμφωνικής μουσικής. Πρόκειται για το 3ο μέρος της, το οποίο έχει την επωνυμία «Βυζαντινός ύμνος για τον Πέτρο της ΕΠΟΝ» και χαρακτηρισμό ρυθμικής αγωγής Adagio – Adante. Σε αυτό σμίγει αναπάντεχα —αν μπορεί να υπάρξει το αναπάντεχο στη μουσική ποιητική του Μίκη Θεοδωράκη— μελοποιημένη ποίηση του Κ. Π. Καβάφη με τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Μια θεσπέσια πρωτότυπη λυρική μελωδία «τραγουδά» τα επιλεγμένα σπάραγμα από τη δεύτερη στροφή του ποιήματος «Η πόλις» — το έγραψε ο Αλεξανδρινός το 1910— και με έναν τρόπο μαγικό μετασχηματίζεται στο βυζαντινό μέλος που αναδύεται από το «Αι γενεαί πάσαι» και το «Η ζωή εν τάφω» και σμίγει με αυτό εις μουσικήν σάρκαν μίαν! Κάθαρσις!!! Η φωνή (μεσόφωνος), οι φωνές (χορωδία) και η μεγάλη συμφωνική ορχήστρα αρνούνται τη συμπόρευση με τις σύγχρονες επιμονές, που εκφράζονται με την «τετράχορδη» μουσική λογική του συνθέτη, και ακολουθούν ένα ξεχωριστό ηχορυθμικό δρόμο, αμιγώς ελληνικό. Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι τα υπόλοιπα τρία μέρη του έργου έχουν ως πυρήνα το ποίημα του Σολωμού «Η τρελή μάνα» διαπιστώνουμε ότι η τιμή —και γιατί όχι και το τίμημα—είναι πολύ μεγάλη: Βυζάντιο-Σολωμός-Καβάφης-Θεοδωράκης. Τι κι αν και αυτό το έργο αντικαθρεφτίζει το πληθωρικό του δημιουργού του — η ερμηνεία του ξεπερνά τη μια ώρα. Εκείνο που μένει βασανιστικά στη μνήμη είναι το «Ω γλυκύ μου έαρ». Όχι αυτός καθ’ εαυτός ο βυζαντινός ύμνος, αλλά ο αριστουργηματικός τρόπος με τον οποίο τον ενέταξε ο μουσουργός στο έργο του.
7. Adagio - Στα θύματα του Βοσνιακού πολέμου (1.5.1993) – γιατί μέσα σε λίγες μουσικές αράδες ο Μίκης Θεοδωράκης εκφράζει με μοναδική ευαισθησία τη θλίψη, την οδύνη, ου μην και την οργή του, για τα θύματα του Βοσνιακού πολέμου. Όχι όμως με κραυγαλέο τρόπο, αλλά με τον δικό του ατμοσφαιρικό, ευγενικό και τρυφερό. Πρωτομαγιά του 1993. Τραγικά τα κορυφώματα του γειτονικού πολέμου. Στη σκέψη του τριγυρίζει η μελαγχολική μελωδία με την οποία έπλασε το 1987 τη «Μεγάλη άρια της Βεατρίκης» για τον κύκλο τραγουδιών Η Βεατρίκη στην Οδό Μηδέν. Μια ορχήστρα εγχόρδων για τη συνοδεία αντί του αρχικού πιάνου, ένα πνευστό για το τραγούδι αντί της φωνής. Να πως γεννήθηκε ένα μοιρολόι χωρίς λόγια για τα θύματα ενός ακόμη άδικου πολέμου. Η μελωδία ξετυλίγεται αργά, βασανιστικά κάποτε, σε τρίσημο ρυθμό. Ο ελάσσων τρόπος της μουσικής είναι απολύτως ταιριαστός. Το adagio, ο εξ ορισμού χαρακτηρισμός της ρυθμικής αγωγής, αρμονικός μοιάζει τίτλος του νέου έργου. Ακούς αυτή τη θεσπέσια μουσική μινιατούρα και αναρωτιέσαι σε τι μπορεί να υπολείπεται δυο άλλων ομοειδών του που έχουν δοξαστεί από τη μουσική οικουμένη στον 20ό αιώνα: το Adagio για έγχορδα του Σάμιουελ Μπάρμπερ (1936) και το Adagietto το οποίο συνέθεσε για την Πέμπτη Συμφωνία του ο Γκούσταβ Μάλερ (1901-02) — ναι αυτό που απογείωσε με το Θάνατο στη Βενετία ο Λουκίνο Βισκόντι (1971). Η απάντηση μονοσήμαντα δεδομένη.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό μετά από αυτά, ότι και μόνον με τα επτά έργα του που μνημονεύτηκαν ο Μίκης Θεοδωράκης είχε κερδίσει την αθανασία. Ναι δεν την κέρδισε με το θάνατό του. Την είχε κερδίσει προ πολλού με το ασύγκριτο, το απαράμιλλο μουσικό έργο του. Τόσο το ελληνικό, όσο και το οικουμενικό.
* Ο Νίκος Γκάτσος θέλει πικρό το άστρο της χαραυγής. Ο Μίκης, όμως, ήταν και παραμένει «άστρο λαμπρό».
————————————————————
του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΟYΛΟΥΔÁΚΗ
————————————————————
[ Α ]
Εργόχειρα
Αν καθίσεις, νύχτα Σεπτεμβρίου, κάτω από ξάστερο ουρανό κι αφήσεις τα μάτια σου να βυθιστούν στο παρελθόν ενός σύμπαντος που κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει πλέον, το φυλλαράκι του μυαλού σου —από τρόμο, από αγαλλίαση;— θα απομονώσει μια χούφτα κουκίδες απ’ το πλήθος που σκόρπισε το χέρι του Μεγάλου Σπορέα, και θα υφάνει στον αμφιβληστροειδή της φαντασίας σου ένα μοναδικό υφαντό — έτσι καθώς κάποιοι κάποτε ύφαναν τον Τοξότη και τη Μεγάλη Άρκτο στον θόλο των επουρανίων, δηλαδή στον θόλο του μυαλού τους. Ετούτο το εφήμερο κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό υφαντό θα ‘ναι χρισμένο το λυτρωτικό παράδοξο των ερωτευμένων και των ασκητών: καλλιτέχνης κι αποδέκτης του έργου τέχνης είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Το έργο, στο εξής, θα σπαρταρά, νεογέννητο μαζί και ετοιμοθάνατο, μες στην κοιλιά ενός ακαριαία μηδενισμένου χρόνου, μέσα στο φως μιας αστραπής, έτσι καθώς λέγεται ότι συνέβη μες στην ψυχή του Άγγλου στρατιώτη λίγο πριν τον καταβροχθίσει ο ζωοποιός Πόρφυρας του Σολωμού: «Άστραψε φως κι εγνώρισεν…».
Καταλαβαίνουμε απόεκεί έξω ό,τι είμαστε έτοιμοι να καταλάβουμε. Το εκεί έξω αδιαφορεί· πιθανότατα. Στη δική μου αίσθηση, η εν είδει καλπασμού χιλίων επιβητόρων έλευση του Θεοδωράκη απ’ τον ιστορικό χρόνο της γενιάς μου δεν μπορεί παρά να υπακούει στο παραπάνω παράδοξο. Εκείνο που ο καθένας θα κρατήσει στα χέρια του, όταν η σκόνη του καλπασμού κατακαθίσει, θα είναι ένα νεογέννητο πρόσωπο, ο δικός του κάθε φορά Θεοδωράκης. Αυτό το πρόσωπο, που σε ανύποπτο χρόνο εισέβαλε με τις σκόρπιες κουκίδες της ιστορίας του στο πιλοτήριο του βαθυσκάφους μας και αποσυντόνισε τα όργανα, και ανακατέταξε τις συντεταγμένες της πορείας, εάν αυτό συνέβη, θα 'ναι για πάντα, ακόμα και ερήμην του, ένα ακριβό για μας πρόσωπο.
Αλλιώς: ο Θεοδωράκης έζησε τις πολλές του ζωές μέσα στη μία δική του, και φαντάζει πλέον αδύνατο να αποσαφηνιστεί το ποια ζωή υπήρξε όντως δική του. Ίσως ένας κυματισμός μες στο πολύβουο καρναβάλι των γεγονότων, προορισμένος να ντύνεται μια κάθε φορά διαφορετική μάσκα, προκειμένου να καθησυχάζει τους εχθρούς, αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό. Θα μιλήσω εδώ για τη μία δική μου ζωή του Θεοδωράκη, που ένας πεινασμένος μέσα μου, ήδη από την εποχή της εφηβείας, ίδιος και απαράλαχτος σ’ όλα τα χρόνια, φώτιζε βουβά με το πιο φροντισμένο του φαναράκι.
Η συνάντηση
Η ευρεία οικογένειά μου, ποτισμένη ως το πιο βαθύ σημείο απ’ τη βία της φυλακής και της εξορίας, και λουσμένη στους αντικατοπτρισμούς ενός αδιάλειπτου επαναστατικού σθένους (του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω, κορυφαίο δώρο υπήρξε η ώρα της συγχώρεσης), είχε δοκιμάσει να μου τον γνωρίσει, εγκαθιστώντας με σε νεαρή ηλικία μες στην παρηγορητική εμβέλεια του φωτοστέφανου των ενεργειών του. Κάποιος μέσα μου είχε τότε αρνηθεί, για τους δικούς του λόγους, και το παράδοξο είναι πως ένας ταξικός εχθρός, ο Μάνος Χατζιδάκις, ευθύνονταν για την πρώτη μας συνάντηση. Έτσι, βρέθηκα στα 16 μου, στο καφενείο του «Galaxy», στο Ηράκλειο, να πίνω καφέ σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι με τα δυο τέρατα της μεταπολιτευτικής εξωστρέφειας, με το δέος εκείνο που χωρίς αμφιβολία θα ερύθρυνε τις παρειές μιας νεότητας που επέμενε να χτίζει τους χάρτινους πύργους της πάνω στα θεμέλια της αγιοσύνης των ινδαλμάτων. Κι όμως, κάποιος μέσα μου γνώριζε ήδη ότι το φως που έλουζε εκείνο το τραπεζάκι ήταν ένα, έτσι καθώς μετά το «Δεύτε λάβετε» τα κεριά που καίνε μες στις παλάμες καίνε το ίδιο Αναστάσιμο φως, αυτό που φώτισε το πρόσωπο του Ιησού όσο και του ληστή. Το φως εκείνο είχε προσφερθεί αιώνες πριν τη γέννηση και των τριών, κι ερχόταν τώρα να φωτίσει την καλή την ώρα.
Η μνήμη που κρατώ απ’ αυτή την πρώτη συνάντηση παρέμεινε αλώβητη στην κριτική των επόμενων χρόνων. Θα προσθέσω μόνο πως η όποια αναφορά στη συνέχεια των συναντήσεων, επαγγελματική ή όχι, δεν έχει χώρο εδώ, εξ ού και την παρακάμπτω ως άκομψη· μονάχα η αίσθηση της πρώτης φοράς, που, κατά πώς λένε, διαθέτει διεισδυτικές αρετές.
Θυμάμαι λοιπόν, όχι δίχως κάποια αδιόρατη νοσταλγία, πως ο Χατζιδάκις εξέπεμπε την καθηλωτική χάρη ενός ακριβού αρώματος της ανατολής, και μαζί έναν αέρα ακατανίκητης συγγένειας. Η Κρήτη ρίζωνε όμορφα στα υλικά του και ήταν ολοφάνερο ότι τον έθρεφε. Δίπλα στον Θεοδωράκη άκουγες το διακριτικό ψιθύρισμα, μια χαμηλόφωνη αναγγελία επικείμενης πτήσης, το φτερούγισμα μιας αγκαλιάς προς το εύθραυστο της ζωής, ένα ήρεμο σάλπισμα και μαζί μια επιτακτική πρόσκληση να απελευθερωθείς απ’ τη θνητότητα, πριν προλάβει ο Χάρος και σε ντροπιάσει. Το ίδιο Κρητικό σθένος που από καταγωγή κουβάλαγαν κι οι δύο (Χανιώτης απ’ τον Γαλατά ο ένας, Ρεθεμνιώτης απ’ τον Μύρθιο ο άλλος, μεγαλωμένοι όμως στην ξενιτιά τής μοναξιάς τους) μεταγλωττιζόταν δίπλα στον Θεοδωράκη σε κάτι που έμοιαζε με κουβέντα κλεμμένη απ’ τον Καπετάν Μιχάλη (ή απ’ τον καπετάν Μίκη, να πεις εδώ), ενώ δίπλα στον Χατζιδάκι μεταμορφωνόταν σε πολύτιμο προυκιό, εργόχειρο προγιαγιάς που στεκότανε ντυμένη τα γιορτινά της στο κεφαλόσκαλο να σε καλωσορίσει, εικόνα-κέντημα που οι άντρες όλοι έσκυβαν να προσκυνήσουν. Έλεγες πως παλλότανε μες στην ησυχία του απογεύματος σαν υποφωτισμένη κάμαρη του Καβάφη, που μόλις από μέσα της είχαν εξέλθει ακροποδητί οι «Νέοι της Σιδώνος». Κι αυτά την ώρα που ο Θεοδωράκης φύσαγε αφηρημένος το ίδιο του το φουσκωμένο άρμενο, ιστιοφόρο μέσα στην απόλυτη ερημιά της νύχτας, που ξεκινά ταξίδι μ’ άγνωστο προορισμό. Τη διάφανη ζωή τους όμως την ξεφανέρωναν αυτά τα ξεχασμένα πούπουλα, ριγμένα απ’ την ορθάνοιχτη φτερούγα κάποιας ουτοπίας, πούπουλα που δεν προλάβαιναν να κρύψουν, και που στο φως του απογεύματος έλαμπαν σαν μοναδική αλήθεια. Γι’ αυτό ήταν κεφάτοι.
Εργοτέλης
Λίγο πριν απ’ τα παραπάνω, στο κατάμεστο μεταπολιτευτικό γήπεδο του Εργοτέλη, συνελάμβανα την ίδια μου την ψυχή να πάλλεται λουσμένη στον αέρα που ανακάτευε με το φτερούγισμά του όταν διηύθυνε, κάτω απ’ το τρυφερό σεντόνι της φωνής της Φαραντούρη [φωνή-μάνα, φωνή-ερωμένη, φωνή-συντρόφισσα] και κάτω απ’ τις κοφτερές λεπίδες των μπουζουκιών του Καρνέζη και του Παπαδόπουλου [με τα χέρια τους να δείχνουν σ’ άλλον τόπο το καθένα, λες και τα χώριζε η ευχή ενός καθρέφτη], που απ’ τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της γυάλινής τους έξαρσης χυνόντουσαν κατά πάνω μας κι έκοβαν τσαμπιά μνήμης ολόδροσα, τις ρόγες των αόρατων προσευχών, τα δώρα της αδιαμεσολάβητης ζωής. Στηριγμένοι στο σταθερό πάτημα του χασάπικου και περνώντας σκυφτοί μέσα απ’ τους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους του ζεϊμπέκικου [πάντα στους ίσκιους άκουγες το πηχτό μουσούνισμα του Μινώταυρου], τα μοίραζαν σε χέρια πεινασμένα, σε εμάς, που πάνω στις διονυσιασμένες ιαχές του ακονίζαμε τη διάρκεια του αισθήματος, την ανταρσία σ’ ό,τι λοιδορούσε το φιλότιμο, την αποκοτιά μιας αστραπιαίας μα με χειρουργική τελειότητα κίνησης που ξερίζωνε απ’ τα σπλάχνα τον εισβολέα του φόβου και τον πετούσε στον αφαλό της γιορτής, ντροπιασμένο. Τότε θα ερχόντουσαν οι μαυροφόρες να χορτάσουν με τη σάρκα του τα νύχια τους, λυτρωτικά μπροστά στα μάτια μας να τον αφανίσουν.
Κι ερχόταν κάποτε η ώρα για να πει τη Ρωμιοσύνη, έτσι καθώς συλλαβίζεις έναν χρησμό χωρίς να ξέρεις (τη Ρωμιοσύνη που ήταν δάνειο, η πρόνοια κάποιου κρυμμένου μέσα μας διαρρήκτη, δάνειο όπως κι ο Ζορμπάς — μικρές κλοπές που ο χρόνος ίσως του συγχώρησε, αφού μέσα στην πολυπραγμοσύνη δεν υπήρχε χώρος για δικά σου και δικά μου, κι ας κόστισε αυτό σε ανοιχτές πληγές· ποιος να μιλήσει σήμερα γι’ αυτά, και από ποια γωνιά της μνήμης;). Κι ο τρόπος που συλλάβιζε τη Ρωμιοσύνη ήταν ο τρόπος όλων μας. Λουσμένος, απ’ την κορυφή ως τα νύχια της θεόρατης φιγούρας του με μια βία λυτρωτική, βία που την έθρεφε κάθε γραμμάριο αδικίας, που την άνδρωνε η πίκρα της προδοσίας, που την έκανε λάβαρο ο έρωτας προς έναν κόσμο που θα ήταν άλλος. Κι αυτόν τον κόσμο, με αξεδιάλυτα όμοιο τρόπο, τον ανέμιζε μέσα στο στήθος μας σαν προσευχή ο χριστιανός κι ο άθεος.
Σήμερα δεν μπορώ να ξεχωρίσω εκείνο το φτερούγισμα απ’ τον ίδιο τον Θεοδωράκη, και να γιατί εδώ η απώλεια δεν είναι ένας θάνατος μα μια εκρίζωση, ο θρήνος για τον αποχωρισμό απ’ τη γιορτή μιας ζώσας ουτοπίας, όχι κάτι λιγότερο απ’ το πένθος της κανονικής ζωής. Τώρα, λίγο πριν, αποσβολωμένοι, βλέπαμε το νεκρό σώμα της εφηβείας μας να κατεβαίνει σ’ αυτή την παράξενη τρύπα στη γη του Γαλατά, έτσι όπως κάθε νεκρός, σαν ποτέ να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένας νεκρός. Μυριάδες θρήνησαν βουβά και σώπασαν για αυτό που έσταξε πίσω απ’ το δάκρυ: ό,τι έδωσε νόημα στη ζωή μας, ό,τι μας ανύψωσε λίγο πάνω απ’ τον κόσμο της ανάγκης, υπήρξε θνητό. Στην παράξενη τρύπα του Γαλατά κατεβάσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
[ Β ]
Κάτω απ’ τη φόδρα
Ως εδώ το έδαφος ήταν κοινό. Απ’ το σημείο αυτό κι έπειτα διακρίνονται οι γκρίζες ζώνες. Στο εξής ο καθένας θα πατά στη δική του τη βάρκα.
Ο Θεοδωράκης —αυτό το κομμάτι Θεοδωράκη που εγώ θέλω να κρατήσω— ακόνιζε το ξίφος του στην καθαρότητα της πρόθεσης και όχι στη βεβαιότητα της νίκης. Η μετέωρη πατρίδα που υπερασπίστηκε (αυτός και οι χιλιάδες σαν αυτόν, ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου) ανέπνεε ήδη μέσα τους, σύμμαχος κι άγγελος. Με κάποιον τρόπο πραγματική πατρίδα τους υπήρξε η ίδια η μάχη, και να γιατί η σκηνή που ανακαλεί ο Θεοδωράκης [εκεί που σε έναν μελλοθάνατο προσφέρεται η δυνατότητα να εξαιρεθεί, αλλά αυτός βουτά στη θάλασσα και κολυμπά προς τη βάρκα που θα τον οδηγήσει μαζί με τους συντρόφους του στο εκτελεστικό απόσπασμα] συνοψίζει το τι υπήρξε ο θάνατος για αυτούς, θάνατος που μεταστοιχειωνόταν σε διαρκές χάδι της ποθητής πατρίδας, στη μόνη της ενσάρκωση, στον μόνο τόπο που το όνειρο ανέπνεε ψηλά πάνω από τα μικρά μεγέθη. Κι ο χρόνος διαστέλλονταν. Ο λίγος που απόμενε φούσκωνε σε αιώνες παραδείσιας γαλήνης. Και να γιατί οι Μακρονησιώτες απεχθανόντουσαν τη δήλωση, κι αυτό το ξέρω κι απ’ τη μαρτυρία και το μαρτύριο του πατέρα μου, που ήταν εκεί, συγκάτοικος, στα ίδια ακριβώς εκείνα χρόνια.
Αλλιώς: Το εκτελεστικό απόσπασμα ήταν ένα μικρό τριζόνι, σαν αυτό που κάποτε φανερώθηκε μες στο «Λακωνικόν»
του Ελύτη, για να κατακυρώσει, «μέσα στη νύχτα των αφρόνων» και με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, «το νόμιμο του Ανέλπιστου».
Ποια άλλη Ελλάδα να ζητήσει κανείς;
Συμφωνητικό μιας παρατεταμένης εφηβείας
Ανασκαλεύοντας τώρα για λίγο ακόμη τα ρούχα του νεκρού, (αφού ήδη διαπράξαμε την ύβρη και η νέμεση, χωρίς αμφιβολία, θα μας πλήξει), θα δούμε ότι ο νεκρός είχε ζήσει τη δεύτερη, παράλληλη, ζωή του σε κοινή θέα, έτσι ώστε αυτή να είναι διάπλατα εκτεθειμένη στις συμβολικές επενδύσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με ένα διατρητικό ταλέντο που ένωνε ετερόκλητα άνθη καθώς και μια δαιμονική αντοχή (που μπορείς να την πεις γενναιότητα ή ψυχοπαθολογικής καταγωγής άγνοια κινδύνου, που τη συνόδευε —όπως κάποια παιδιά— μια εξαίσια τύχη) του επέτρεπε να παραμένει όρθιος στα δύσκολα και να επιμένει λες και ήταν άτρωτος. Και όντως, με αυτόν τον πρωθύστερο τρόπο, παρέμενε άτρωτος. Τον προστάτευε άλλωστε, καθώς πολλοί φίλοι θα ισχυριστούν, η πανοπλία ενός υπερτραφούς Εγώ. Μα ποιος νοιάζεται γι’ αυτό σήμερα; Απ’ τη χρονική απόσταση που λειαίνει τις λεπτομέρειες, εκείνο που δεσπόζει είναι η ωραιότητα των πιο ιδιωτικών του αγώνων, εκείνων που υποπτεύεται κανείς στις χαραμάδες των συνεντεύξεων και της μεγάλης μουσικής του. Κι αυτή η ωραιότητα δεν ήρθε ανέξοδα, εκτός και υποθέσει κανείς (πράγμα που, εγώ πάντως, θεωρώ βέβαιο) πως η άμα τη παραδώσει πληρωμή των ευγενών τόπων στους οποίους εισέρχονταν τον απάλλασσε απ’ την υποχρέωση να πληρώνει κατά την έξοδο.
Στην έξοδο λοιπόν τίποτα δεν πληρώθηκε. Τον δόξασαν ακόμα και εκείνοι που, σαν εμένα, μέτρησαν σε ανύποπτο χρόνο με το υποδεκάμετρο της μικροψυχίας τους τα λάθη μιας ζωής που αναδύονταν για λίγο στην επιφάνεια, ξεφυσώντας, για να αναπνεύσει, αντί να κοιτάξουν το μέγεθος του κήτους που χόρευε κάτω απ’ το νερό, έτοιμο να καταδυθεί στην άβυσσο.
Κατά τα λοιπά, μπορώ να υποθέσω ότι το βασικό του σθένος υπήρξε η εμμονή στις μεγάλες καταδύσεις και η προσφορά ενός διχτυού προστασίας προς τους πεπτωκότες συναγωνιστές. Την νοηματοδότηση της καθημερινότητας θα έπρεπε να τη σέρνει η ατμομηχανή των πιο μεγάλων φιλοδοξιών, κι αυτό νομίζω τον έκανε να ξεφεύγει απ’ την κακιά την ώρα τότε που οι σφαίρες σφύριζαν γύρω του, και να ξεγλιστρά επιτυχώς απ’ τα μικρά όταν αυτά απειλούσαν να τον κυριεύσουν. Έτσι, ο πιο επαρκής συνομιλητής του υπήρξε ένα φαντασιακό κοινό (ή πραγματικό; δύσκολο να πεις τι προηγήθηκε και τι απέμεινε), που ήταν ο καθρέφτης ενός εξαίσιου, ιδανικού Εγώ, ένα κοινό που χειροκροτούσε τον διονυσιασμένο δικό του καθρέφτη μες στα γεμάτα στάδια. Γιατί, ασφαλώς, και το κοινό τον δικό του ιδανικό εαυτό ήταν που χειροκροτούσε πάνω στη μορφή του Θεοδωράκη, γι’ αυτό εκ των υστέρων κάποιοι δεν του συγχώρησαν που γέρασε. Ενενήντα έξι έτη ήταν χωρίς αμφιβολία πάρα πολλά για έναν έφηβο, όσο κι αν κάθε τόσο γιορτάζαμε και πάλι την αναγέννηση της εφηβείας του [μας].
Μια εξαίσια παλαίστρα υπήρξαν οι μυθικές εκείνες εξέδρες, οι φορτωμένες μουσικούς σαν κιβωτοί του Νώε, παλαίστρα να αναμετρηθείς με το φθαρτό του χρόνου, και η ικανοποίηση στον γύρο του προσώπου του, που οι κάμερες κατέγραφαν, δεν μπορεί παρά να καταγότανε από μια χώρα πιο μακρινή απ’ τη ματαιοδοξία. Μα κι αν υποθέσουμε πως κι εκείνη η ματαιοδοξία είχε βάλει τη μακριά ουρά της στην εξίσωση, εύκολα θα πεις σήμερα χαλάλι του, αφού μέσα στο εργαστήρι των γεγονότων αυτή έγινε ο κινητήρας μιας εξουθενωτικής εξωστρέφειας, απόλυτα κρίσιμης κι επικίνδυνης, σαν δίκοπο μαχαίρι, ανάλογα τους ανθρώπους στους οποίους αυτή απευθυνόταν.
Και πολλοί θα πουν σήμερα πως με τους Χατζιδάκιδες και τους Θεοδωράκηδες χάσαμε τη δυνατότητα μιας πολυφωνίας του ψυχικού κυματισμού μας. Αλλά αυτό δεν θα το ξέρουμε αν δεν έρθει ο λογαριασμός, αν δε υπολογίσουμε τι κληροδοτήθηκε και τι εμποδίστηκε. Το μόνο που έχουμε στα χέρια μας είναι η προίκα. Και μιλώντας για τον Θεοδωράκη, πρέπει να παραδεχτώ ότι στο δικό μου ψυχικό αποτύπωμα η παρουσία του δάνεισε εκείνη την αίσθηση του ανίκητου που η γενιά μου κουβάλησε στους ώμους της, αποσκευή και σταυρό. Λες κι είχαμε κρυφά συνυπογράψει ένα συμφωνητικό ότι αυτή την εκκλησιά θα την ασπρίζουμε τα καλοκαίρια, θα της ανάβουμε τα καντήλια της και θα τη λειτουργούμε, όσο κακοί καιροί κι αν ερχόντουσαν. Και ήρθαν.
Ο λαός του
Ισχυρίζομαι ότι Θεοδωράκης είχε τις εποχές και τους τόπους του. Καθόλου δεν αγαπώ τις έλευσή του απ’ τις αίθουσες των Μεγάρων Μουσικής, κάτι που κι ο ίδιος θα πρέπει να ένοιωθε. Το ένδυμα εκεί πρόδιδε το περιεχόμενο με χίλια στόματα. Μόνο στον πρώιμο μεταπολιτευτικό χρόνο και στους ανοιχτούς ουρανούς των σταδίων μπορούσε να χτιστεί η εύφορη φωλιά που έθρεψε το άρρητο, τους βουβούς ακόμα μαχητές ενός μέλλοντος σαν χάδι του ήλιου μες στο καταχείμωνο. Όσο η τεχνική επιστρατευόταν, τόσο το ψεύδος έτριβε τα χέρια του. Εκεί, τότε, μες στην πραγματική φωλιά των ιερών μεταγλωττίσεων, με εκείνα τα χέρια-φτερούγες που σκέπαζαν τις φωνές-χρησμούς, που φούσκωναν και ξεφούσκωναν σαν μες στην αγκαλιά μάγου το αερόστατο ενός θυμικού εύπλαστου όπως το θυμικό του πληγωμένου, ευλογούσε την υπόσχεση προς τον «λαό του» πως θα παραμείνει άφοβος μπροστά στο άγνωστο· όπως και ο λαός του. Παράλληλα, δεν αμελούσε την ιερή υποχρέωση να κοιτά προς τα κει που ψυχανεμιζόταν πως ζυγιάζεται το βάρος μιας μάχιμης συλλογικότητας με ελληνικό πρόσωπο, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν να αρθρωθούν τα χαρακτηριστικά εκείνης της ελληνικότητας. Γιατί αυτό το άρρητο ήταν που ένωνε τον «λαό του». Το ότι δεν μπόρεσε να αρθρωθεί δημόσια και πειστικά αυτή η συλλογικότητα μοιάζει να είναι ο λόγος της διολίσθησης στο σημερινό τίποτα των αισθημάτων, που ασφαλώς κι αυτός μοιράστηκε στη μοναξιά του. Και μιλώντας για τον «λαό», ακόμα αναρωτιέμαι τι γεύση να ‘χε άραγε μέσα στο στόμα του αυτή η σχεδόν κομματικής προέλευσης αβλεψία της γλώσσας.
Μοιάζει πάντως βέβαιο πως το πένθος που πλάκωσε τις ψυχές αυτού του λαού απ’ την μέρα της αποχώρησής του θα αποδειχθεί βαθύτερο και διαρκέστερο από αυτό που θα περίμεναν όσοι εδώ και μια δεκαετία προετοίμαζαν τον επικήδειο ενός προσώπου που πλησίαζε τα εκατό. Η γενιά μας θα πενθήσει πολύ περισσότερο, γιατί μαζί μ’ αυτόν θα πενθήσει την ίδια της την κάποτε ικανότητα να βλέπει την ιστορία σαν γεγονός που οι ενέργειές της μπορούσαν έστω και λίγο να ακουμπήσουν. Η μετάλλαξη, μες στις οθόνες και μες στο αστικό τοπίο της αποξένωσης, έτριβε τα χέρια της ήδη απ’ την δεκαετία του ’80. Τώρα είχε εγκατασταθεί στις ζωές μας, πάνοπλη.
Και ένα παράδοξο, μια παράλληλη για τον «λαό του» σκέψη, που ίσως είναι ένα κλειδί: Την πλέον ανιδιοτελή, την πλέον άγια, θα ‘λεγες, στάση στα δύσκολα χρόνια έμοιαζε να την υιοθέτησαν οι «άθεοι», που δεν καταδέχτηκαν απ’ την κορυφή της περηφάνειας τους να ζητήσουν ένα αντίτιμο για ό,τι ένοιωθαν ανάγκη τους. Έτσι, πάνω στο πτώμα της ήττας έμεινε χώρος μόνο για τις ύαινες, που σε ένα ανοιγόκλεισμα του βλέφαρου μαζεύτηκαν, άλλοι σιδερώνοντας ξανά την κουκούλα του δωσίλογου, και άλλοι μιλώντας για τον νέο άνθρωπο, που είναι μάλλον το ίδιο πράγμα. Για τους υπόλοιπους, η ζωή έγινε μια διελκυστίνδα ανάμεσα στον θυμό και στη συγχώρηση. Την ακριβή στιγμή μιας τέτοιας διελκυστίνδας περιγράφει κάπου ο Θεοδωράκης, τότε που ο —εξαθλιωμένος πλέον— κάποτε βασανιστής ζητάει τη βοήθειά του. Η εικόνα επαναλαμβάνεται στις λιγοστές διηγήσεις που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου απ’ τη δική του τη ζωή. Και οι δύο παραχώρησαν τη βοήθεια που τους ζητήθηκε. Σήμερα αυτό δεν μπορεί παρά να μοιάζει αυτονόητο. Στο σκηνικό της κάθε Μακρονήσου μπορούσες να αντέξεις τον βασανισμό μόνο αν κατάφερνες την ηλιόλουστη εκείνη θέση ψηλά πάνω απ’ τη σιδερένια μέγγενη, εκεί απ’ όπου ο βασανισμός έμοιαζε να συμβαίνει κάπου μακριά, σε άλλη χώρα. Το ίδιο είπε ο Χριστός επάνω στον σταυρό, όχι ασφαλώς προς τον Πατέρα Του αλλά προς τα δικά μας τα θνητά αυτιά: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς,…».
Από αυτό το ύψος κοίταξαν, οι άθεοι. Και ο πόνος έγινε συγχώρεση.
Μεγάλη ποίηση και λαϊκό ήθος
Κάνω εδώ ένα βήμα πίσω, για να σκεφτώ τη μόνιμη επωδό, ότι εκείνος είναι που έβαλε τα λόγια των μεγάλων ποιητών μέσα στο στόμα του λαού. Θα πω, γυρνώντας τη φόδρα του ισχυρισμού ανάποδα, πως ήταν η «μεγάλη ποίηση» που βαφτίστηκε στα νερά του λαϊκού Ιορδάνη, με νονό αυτόν τον νέο Ιωάννη Βαπτιστή, ανάμεσα σ’ άλλους εξέχοντες αναδόχους. Γιατί η μεγάλη ποίηση υπήρχε πάντα μες στις ταπεινές ζωές και πάντα ξέπλενε το στόμα του λαού απ’ τις ακαθαρσίες των καιρών. Υπήρχε μες στα ιερά κείμενα και στους ψαλμούς και μες στους Ερωτόκριτους της κάθε γωνιάς αυτής της πατρίδας και μες στο στόμα κάθε αφηρημένου ανθρώπου, που, όταν ξεχνιόταν, ένας πρόγονος τον καταλάμβανε, στρούφιζε μες τη γλώσσα του και μίλαγε μ’ αυτήν. Στην Κρήτη ακόμα βρίσκω μέσα απ’ το στόμα ενός «αγράμματου» —εκεί που ακόμα καταδέχεται να κατεβεί— να στάζει ο Κορνάρος φως απ’ το φως της λύρας του και να γεμίζει ο τόπος παράδεισο. Έτσι, χρειάστηκε μονάχα το μπουζούκι του Καρνέζη και το αλέτρι της φωνής του Μπιθικώτση, που ερήμην του (και πόσο μεγάλη σημασία είχε εκείνο το «ερήμην του»!) όργωνε τα εύφορα μέσα μας χωράφια, για να ανοίξουν οι καρδιές σε εκείνες τις μεταγραφές της διαρκώς παρούσας μέσα ποίησης, που υπήρξε η ποίηση των ποιητών.
Δεν ήταν λοιπόν οι μεγάλοι ποιητές που φωταγώγησαν τη γιορτή, μα ήταν ο λαός που άνοιξε την πόρτα του σε εκείνους, χρίζοντάς τους άξιους να του μιλήσουν απ’ τον ίδιο τόπο που του είχε μιλήσει το δημοτικό τραγούδι. Δίχως να ξέρουνε, κρατούσανε κι αυτοί πεσκέσια απ’ τη μάνα. Και να γιατί ο Σεφέρης μπορεί και κάθεται ταυτόχρονα στις «θαλασσινές σπηλιές» του και μέσα στα σαλόνια του Αγγλικού Προξενείου, ίδιος κι απαράλλαχτος, και όμως άλλος. Οι μάσκες άλλαζαν, το όραμα ενός παράδεισου που είχε την όψη της πατρίδας —όσο άκομψα και να το πεις, πάντα κάτι θα λέει αυτό— έμενε ζωντανό μες στον καθένα μας. Αυτό ήταν το σημείο της συγχώρησης, η κορυφή των ενεργειών, η χαραμάδα του χρόνου απ’ όπου ξεδιπλώθηκε η μεγάλη όραση, ανέτειλε ένα φως και φώτισε την επικράτεια της ουτοπίας που ήταν πάντα η ζωή, ως μακριά, ως το σημείο του κοινού μας Γαλατά.
Θα προσθέσω πως, την ώρα που η αστυφιλία διάβρωνε την καθαρότητα του βλέμματος των εσωτερικών μεταναστών, επισκιάστηκε, αν όχι αποσιωπήθηκε, αυτή η καίρια σκέψη, το ότι δηλαδή η μεγάλη ποίηση υπήρξε «μεταγραφή», ένα καινούργιο ένδυμα πάνω στο ίδιο το παλαιό σώμα της συγκίνησης. Αυτή η αποσιώπηση —συνειδητή ή όχι— υπήρξε λάθος τακτικής αν όχι έγκλημα. Απ’ αυτή την ασυνέχεια, απ’ το χάσμα που άφησε ετούτη η ελλιπής συνείδηση, πέρασαν οι ορδές των βαρβάρων κι εγκαταστάθηκαν. Σ’ αυτή την στιγμή της αναγκαστικής πλέον μάχης, λέω πως μια ομοβροντία αποθησαυρισμένων προσευχών που επί χρόνια κρύβονταν σαν πυρομαχικά μες στην ψυχή των τραγουδιών —και του Μίκη και όλων, ασφαλώς— θα είναι το κύριο όπλο μας. Μια ομοβροντία που θα έσπερνε σε εύφορους ουρανούς τα φυλαγμένα στο χώμα ίχνη της καταγωγής, τους ήλιους ενός αρχαίου γαλαξία, που περιμένει κάπου, στην πιο βαθιά νύχτα, να τον συλλαβίσουμε. Αυτό προσπάθησε ο κάθε Θεοδωράκης, είτε το είπε έτσι είτε αλλιώς.
Έξοδος
[Κανένα πρόσωπο δεν αποχωρεί εφόσον μένει εδώ ο σπόρος του, που γονιμοποιεί το ρήγμα και εκμαιεύει το πραγματικό μας πρόσωπο μέσα από το εφήμερο. Ό, τι θα ζήσει εκεί λογιάζεται αθάνατο. Ο Θεοδωράκης, και όποιος άλλος φώτισε μια έστω βραχύσωμη μα ζωοποιό ουτοπία, θα είναι ένα χέρι δίπλα μας πολύτιμο, να απλωθείς να πάρεις φως τότε που όλα θα ‘χουν σκοτεινιάσει. Όσο για τον Θεοδωράκη που επέμενε να περπατά πάνω στη γη, καλοδεχούμενος κι αυτός, γιατί χωρίς αυτόν ούτε ο άλλος.]
Καλοζωσμένες μπάμπουσκες, πολύχρωμες, μοιάζουν οι άνθρωποί μας, μ’ όλα τους τα παιδιά μέσα στο σώμα τους. Μια νύχτα θα ακούσουμε τα λόγια τους να μας καλούν πάνω απ’ το ράφι. Τότε θα ζητηθεί, σαν από πάντα έτοιμοι, να απαντήσουμε: εμείς, ποιο απ’ τα ορφανά τους θα υιοθετήσουμε;
————————————————————
του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΟΥΛΙÁΡΑ
————————————————————
Θεού δώρο ο Θεοδωράκης επωνύμως συνιστά, όπως γνωρίζουν και οι την Ιερουσαλήμ παρετυμολογούντες. Ο μαέστρος και μαΐστρος αυτός υπήρξε από τις διεθνώς πιο κατακυρωμένες φυσιογνωμίες του ελληνικού εικοστού αιώνα. Υπό τους ήχους του «Μαουτχάουζεν», Αφγανοί πολέμαρχοι με αμερικανική στήριξη έμπαιναν το 2001 στην Καμπούλ για να εκδιώξουν τους Σπουδαστές, που Ταλιμπάν λέγονται στη γλώσσα τους και είχαν απαγορεύσει τη μουσική, πριν επιστρέψουν μετά από είκοσι χρόνια. Σε τοπική εκδοχή τους ρυθμούς του «Αντώνη» πάλι έπαιζαν στα μεγάφωνα γυναίκες στο Κουρδιστάν κατά τη διάρκεια πολιορκίας από ακρώνυμους σαλαφιστές.
Το δικό τους συρτάκι έχουν σύρει αυτόχθονες στην Αυστραλία, ένα κομμάτι που από 4/4 γίνεται 2/4, καθώς ο ρυθμός επιταχύνεται. Φυσικά έξω από κάθε γραφείο του ΕΟΤ ορθώνονται αόρατοι ανδριάντες του Θεοδωράκη, του Κακογιάννη, του Καζαντζάκη, του Άντονι Κουίν και άλλων της «ημετέρας παιδιάς». Παρά τις ενστάσεις, προέβαλαν μια Ελλάδα του Ζορμπά, η οποία έγινε τουριστικός προορισμός ενός ευρωπαϊκού πρωτογονισμού, που είχαν ψηλαφήσει οι ποιητές. Επρόκειτο για μια «καταστροφική επιτυχία», που επιβεβαιώνει ότι πιο ελκυστικός από μνημεία και αρχαιότητες, ακόμη και από τον ήλιο και τη θάλασσα, είναι ένας μυθικός τρόπος ζωής.
Νομίζω θα χαιρόταν που η νεκρολογία του στον βρετανικό Guardian φιλοξενήθηκε στις στήλες της κλασικής μουσικής. Σε μια τσέπη είχε τον Καβάφη και στην άλλη τον Μπραμς, έλεγε, αλλά οι κλασικές επιδόσεις του παρέμειναν πιο γνωστές στο εξωτερικό. Οι αριθμοί μετά θάνατον ίσως ήταν διαφορετικοί. Πάντως πριν πεθάνει, σε δημοσκόπηση τον Ιούλιο σχετικά με τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της ελληνικής μουσικής, ο Θεοδωράκης (με 59 ως ποσοστό επιλογής) είχε έρθει δεύτερος μετά τον Χατζιδάκι (62), με την Κάλλας (28) και άλλους να ακολουθούν σε απόσταση. Οι δύο πρωταγωνιστές αποτελούν κορυφές μιας εθνοκαλλιτεχνικής σύμπραξης, μιας συμφιλίωσης του έθνους με την τέχνη, με τον «αριστερό» Θεοδωράκη αγαπημένο των «δεξιών» και τον «δεξιό» Χατζιδάκι αγαπημένο των «αριστερών».
Όλοι κάποτε κοιμούνται
Ο κύβος ερρίφθη. Επί του μνήματος. Τετραγωνίζοντας τον κύκλο με συνεχείς κυβιστήσεις, σχήμα κύβου έχει το μνημείο, με το όνομα συμπληρωμένο στο σταυρόλεξο του κοιμητηρίου. Βρίσκεται κοντά στην είσοδό του, στο χωριό του πατέρα του στον Γαλατά Χανίων, όπου μετά τη Μακρόνησο προέκυψε ο «Επιτάφιος», καθώς ο ίδιος γεννήθηκε στη Χίο. Από μικρός ταξίδευε, όπως συμβαίνει με τα παιδιά νομαδικών δημοσίων υπαλλήλων, η συμβολή των οποίων στην ιστορία της τέχνης παραμένει άγνωστο κεφάλαιο. Διακόσια χρόνια πέρασαν από την έκρηξη της Επανάστασης και σχεδόν είκοσι ένα από τον καινούργιο αιώνα πριν αποδημήσει ο πανύψηλος παγανιστής, που την Ορθή Δόξα ανέτρεπε αναδιαγράφοντας το κύκλιο άσμα της Ορθοδοξίας.
«Τώρα, στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”», άρχιζε η επιστολή που είχε απευθύνει τον Οκτώβριο του 2020 στον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ, προσθέτοντας ότι «Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο ως κομμουνιστής.» Κατά τη διάρκεια τριήμερου πένθους, αμόλυντοι και μολυσμένοι, άκαυτοι και καμένοι, πρόσφυγες από παλαιότερες πεποιθήσεις τους θα είχαν την ευκαιρία να αναλογιστούν το δικό τους «χους εις χουν» (Who Is Who στα αγγλικά), όταν και αυτοί τον κύκλο ολοκληρώσουν. Σε αντιδιαστολή προς κατεστημένες δοξασίες, ο Θεοδωράκης ανέδειξε την εντοπιότητα του κομμουνισμού και την οικουμενικότητα του εθνικισμού, που κινητοποιούν τα αντανακλαστικά όλων όσοι θα ήθελαν να μην υπάρχει καμία μιγαδική συνύπαρξη αυτού του είδους.
Η Βουλή θα έκλεινε για την εξόδιο ακολουθία, όπως είχε διακόψει τις εργασίες της η Ιόνιος Βουλή στην ακόμη αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα, όταν πέθανε ο Διονύσιος Σολωμός. Μετά από συνεννόηση Εκκλησίας και Κόμματος, ορίστηκαν τα σχετικά με το λαϊκό προσκύνημα, που μία ημέρα νωρίτερα χρειάστηκε να αρχίσει λόγω της διεξαγωγής του Ράλι Ακρόπολις. Έχουν και τα αυτοκίνητα τους κανόνες τους, όπως διαπιστώνουν νεκροί αοιδοί. Με τους αστυνομικούς θα συμπλέκονταν προσκυνητές, πριν δοθεί παράταση. Με ένα δώρο υπερβολής στο υπερβολικό δώρο που ονομάζεται Ελλάδα, μετεώριση μύθου και ημίθεου συνιστούσε η εκδημία του Μίκη (Μιχαήλ) Θεοδωράκη, ενώ ανακούφιση ίσως προκαλούσαν όσοι δήλωναν ότι δεν τον είχαν γνωρίσει. Πράγματι πολλοί τον γνώριζαν, αλλά πόσους αναγνώριζε εκείνος;
Τι είναι η πραγματικότητα αν δεν είναι το απόλυτο ριάλιτι;
Συνήθως ερίζουν για τον τόπο γέννησης. Σπανίως ερίζουν για τον τόπο ταφής. «Από τα πρώτα πράγματα που κατάλαβα, μικρό παιδί, είναι πως ο πατέρας μας δεν μας ανήκει», υπήρξε ανάρτηση με τη διευκρίνιση ότι «Επιθυμία του ήταν να ταφεί στην Κρήτη. Δεν το μάθαμε χθες, ούτε χρειάστηκαν συμβολαιογράφοι, επιστολές και Πρωτοδικεία να μας το πουν. Την είχε εκφράσει με κάθε δυνατό τρόπο. Δημόσια. Ιδιωτικά. Προφορικά. Γραπτά. Και έχει προσωπικά φροντίσει για την τελευταία λεπτομέρεια». Αντιθέτως, άλλη ανάρτηση υποστήριζε ότι «αυτός που φεύγει δεν μπορεί να έχει καμιά επιθυμία πλέον. Επιθυμία μπορεί να έχει μόνο η οικογένεια». Η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια.
Τι απόσταση χωρίζει το Πρωτοδικείο της ζωής από το Εσχατοδικείο του θανάτου; Αποτελεί ο νεκρός περιουσία των οικείων του ή εν θερμώ και σε ψύχος συντηρούνται οι επιθυμίες που έχει εκφράσει ενώ ζούσε; Πού τελειώνει το δίκιο της οικογένειας και πού αρχίζει η οικογένεια του δικαίου; Μήπως, με τον ίδιο τρόπο που τα παιδιά τελικά δεν ανήκουν στους γονείς, ούτε οι γονείς ανήκουν στα παιδιά τους; Πόσο εύκολα όμως γίνεται αυτό αντιληπτό σε ένα περιβάλλον όπου περιουσίες και εξουσίες μεταβιβάζονται κληρονομικώ δικαίω; Και πότε είναι δυσκολότερο να το καταλάβει κανείς; Αν έχει παιδιά ή αν δεν έχει; Αν έχει γονείς ή αν δεν έχει; Μπορεί ποτέ να αποτελεί υπόδειγμα συμφιλιωμένης κοινωνίας η οικογένεια, όπου ένας εμφύλιος εμφιλοχωρεί; Οι διαταραχές σε σχέση με την ταφή του αποτελούν προσωρινή εμπλοκή για την υστεροφημία του συνθέτη, ο οποίος ιδιαίτερα ενεργητικά την είχε διαχειρισθεί, όπως επίσης ο Σεφέρης και ο Καβάφης, σε σύγκριση με άλλους σύγχρονους δημιουργούς, φερ’ ειπείν, τον Χατζιδάκι, τον Ρίτσο ή τον Ελύτη.
Τέχνη & πολιτική
Οι καλλιτέχνες είναι φορείς πολιτικής στην τέχνη. Ο ένας τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται είναι εξωτερικός. Αξιοποιώντας ως εφαλτήριο τη δημοφιλία που προσφέρει το έργο τους προωθούν απόψεις, όπως θα έκανε κάθε πρόγονος των ίνφλουενσερς. Ο τρόπος αυτός εντάσσεται στο πεδίο της προπαγάνδας, της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, που ορίζονται από το κυρίαρχο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ο άλλος τρόπος είναι εσωτερικός, με την πρόθεση να εμπεριέχεται, όπως αξεδιάλυτα εμπλέκονται μορφή και περιεχόμενο σε κάθε έργο και διαχωρίζονται μόνο για λόγους ανάλυσης. Διαρκώς και ασυνεχώς η τέχνη συνιστά πολιτική διαδικασία, στην οποία μετέχουν και όσοι εμμένουν σε δημοσίως απολιτική στάση. Είναι αναμενόμενο, αφού, όσο και αν εξαγριώνονται υπέρ της υπαίθρου, τεχνίτες και καλλιτέχνες βρίσκονται στον πυρήνα της πόλης, από όπου ταυτόχρονα εκπορεύονται πολιτισμός και πολιτική.
Με τον δημιουργικό πληθωρισμό που τον διέκρινε, ο Θεοδωράκης αξιοποιούσε την καλλιτεχνική παρουσία του για τη δημοσιοποίηση των εκάστοτε απόψεων του. Έφερνε έτσι την πολιτική στην τέχνη, όπως συνήθως γίνεται. Καθοριστικό όμως ήταν το αντίστροφο, δηλαδή να φέρνει την τέχνη στην πολιτική, εναρμονίζοντας την καλλιτεχνική δράση με την πολιτική του διαίσθηση. Η πολιτική ως διαρκής φυγή προς το μέλλον εγκολπώνεται την αναπαράσταση όσων προηγήθηκαν. Στον βαθμό που ως συνθέτης πίστευε ότι ο ίδιος μπορούσε τα αντίθετα να συνθέσει, συγκυρία και ιστορία συνέπιπταν. Αυτό που «οι πιο πολλοί αποκαλούν νιτσεϊκό πνεύμα εγώ το βρήκα πρώτα στον εαυτό μου –που είχε ανάγκη να αυτοϋμνηθεί για να επιζήσει– και στη συνέχεια το διδάχτηκα από τον Παλαμά», έχει πει.
Ένα δίδυμο τέχνης και πολιτικής αναδείχθηκε σε συγκεκριμένο διεθνές και τοπικό ιστορικό πλαίσιο. Στην Ευρώπη και παγκοσμίως, δύο αντίρροπες τάσεις είχαν σημαδέψει δημιουργούς του εικοστού αιώνα, με τον Μαρινέτι, τον Γέιτς και τον Πάουντ, λόγου χάριν, να συγκλίνουν προς τη μία πλευρά και τους υπερρεαλιστές, τον Μπρεχτ και τον Νερούδα προς την άλλη. Πρόκειται για γεγονός που συχνά αποσιωπάται, καθώς καταρρακώνει την κοσμολογία ενός κριτικού καθωσπρεπισμού, με εκατέρωθεν κοινό «οντολογικό» επιχείρημα ότι ένας σπουδαίος δημιουργός δεν μπορεί να είναι φασίστας ή κομμουνιστής.
Εμφύλιος & ιστορικός συμβιβασμός
Σε σχέση με την Ελλάδα, δύο στοιχεία, στα οποία έχω αναφερθεί αλλού, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Για μεγάλο διάστημα, και ύστερα από τη Μεταπολίτευση, ο εμφύλιος πόλεμος δεν αναγνωριζόταν ως καθοριστική ιστορική τομή για τη χώρα. Την αδυναμία αυτή αποδοχής συνόδευε και εξισορροπούσε ένας «θριαμβισμός» της αντίστασης, που διαμόρφωνε τις συνθήκες υποδοχής καλλιτεχνικών έργων. Επρόκειτο για διάθεση που εν τέλει συνάδει —κυριολεκτικά στην περίπτωση της μουσικής— με νοσταλγούς κάθε χαμένης πατρίδας. Στο κλίμα αυτό εντάσσονται ηχογραφίες, με κατεύθυνση από τον Καλομοίρη προς τον Σοστακόβιτς, που παραπέμπουν σε έναν σοβιετικό ρομαντισμό, με ετικέτα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, και ολοκληρώνουν έναν ηδονικό αρραβώνα εμβατηρίων, ορατορίων και ύμνων ακάθιστων σε γήπεδα και συναυλίες.
Ένα δεύτερο κρίσιμο ιστορικό στοιχείο υποδοχής ήταν το γεγονός ότι ο «ιστορικός συμβιβασμός», τον οποίο Ιταλοί επαγγέλθηκαν για τη χώρα τους, επιτεύχθηκε στην Ελλάδα. Ήταν αποτέλεσμα πλαγιοκόπησης, από απογόνους των δύο πλευρών του εμφυλίου πολέμου, του βασικού ανταγωνιστή του Μίκη Θεοδωράκη σε δημοφιλία κατά τη διάρκεια της αντιδικτατορικής περιόδου, δηλαδή του Ανδρέα Παπανδρέου. Έξω από τα ιστορικά συμφραζόμενά της και τα χρόνια της νεότητας, που κάποιοι ακόμη αποχαιρετούν, δυσκολότερα γίνεται αντιληπτή η σημασία της προσφοράς του Θεοδωράκη, που συμφιλίωσε τον λαό με την τέχνη. Έχει τελειώσει ο εμφύλιος, όταν όλοι εκκλησιάζονται μαζί, θύματα της πίστης στον ορθό λόγο και θύματα του ορθολογισμού της μεταφυσικής τους.
Ο συνθέτης κατάφερε όχι μόνον να καθρεφτίσει την εποχή στην τέχνη σου, αλλά και να καθρεφτίσει την τέχνη του η εποχή. Αυτό υλοποιήθηκε με τη δημιουργική ιδιοτροπία της «έντεχνης λαϊκής μουσικής», που παράλληλα αναφέρεται σε επιτεύγματα μιας καλλιτεχνικής «ελίτ» που ακούει ο «λαός» και λαϊκά ακούσματα για μια ελίτ. Πρόκειται για σύζευξη «υψηλής» και «χαμηλής», υποτίθεται, κουλτούρας, πρόκειται για ένα υβρίδιο «ελιτιστικού ποπουλισμού» που απευθύνεται σε αποκλεισμένους και μη προνομιούχους. Δεν νιώθουν πιά μικροί, γνωρίζοντας ότι και η Ελλάδα είναι μικρή, αλλά απέραντη.
Ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε όπως κάθε Έλληνας, αφού όλοι οι Έλληνες είναι καλλιτέχνες. Και ανέθρεψε την ποίηση, την τέχνη του λόγου δηλαδή που κοινωνούν και σατιρίζουν οι Έλληνες. Βέβαια κάθε ανατροφή συνεπάγεται και εξόντωση. Η επιτυχία του παραδείγματος άνοιξε τον δρόμο για λιγότερο ταλαντούχους. Ας ειπωθεί ξανά: η μελοποίηση προσέθεσε το μελό στην ποίηση. Ωστόσο, μέσα στην ανία πολλών ποιητικών δοκιμών, ποιος έχει το σθένος να αρνηθεί να γαβγίζουν τα ποιήματα στα σκυλάδικα;
Κάποιοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής: Μέσι ή Ρονάλντο; Μπιτλς ή Ρόλινγκ Στόουνς; Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις; Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι υπάρχουν απαντήσεις, αλλά λείπουν τα ερωτήματα. Ποιο όμως είναι το ερώτημα για να ξανακουστεί ο δημιουργός; Μήπως πρέπει να απαγορευτεί η μουσική;
—————— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ ——————
[Για τον «Αντώνη»] Επρόκειτο για τον γεννημένο το 1921 Αντώνιο Κωνσταντινίδη του Οδυσσέα, που είχε μεταφερθεί από το Νταχάου στο Μαουτχάουζεν το 1944, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το 2020 η Χρηστίνα Σ. Σωτήρχου στην «Ιονική Ενότητα», ιστότοπο του Συλλόγου Εργαζομένων και Συνταξιούχων στην Ιονική Τράπεζα: Ο-Αντώνης-από-τους-Αμπελόκηπους_compressed.pdf (ionikienotita.gr).
[Για τη «φάρσα της ποίησης»] Σε «μια φάρσα που είχε στήσει η ποίηση στη ζωή» – με άλλα λόγια για το πώς ποιήματα για ανθρώπους που είχαν παραιτηθεί, όπως ειδικά η «Άρνηση» του Σεφέρη, αλλά και οι «Μοιραίοι» του Βάρναλη, μελοποιημένα ως εμβατήρια από τον Θεοδωράκη, μετατράπηκαν σε σύμβολα αντίστασης, όταν τραγουδήθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μετά – έχει αναφερθεί ο Δημήτρης Κελαϊδίτης: Η εκτροπή της «Άρνησης» – Μια ανάγνωση του κλασικού ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη | Η Καθημερινή (kathimerini.gr)
[Περί τεθωρακισμένων] «Θεοδωράκης ή τανκς;» Ο ίδιος είχε γελάσει με την ερώτησή μου, που απέφυγα να δημοσιοποιήσω, πριν από δεκαετίες στη Νέα Υόρκη, με την αφορμή μακροσκελούς συνέντευξης, έχοντας βρεθεί ένα διάστημα να δουλεύω δημοσιογράφος. Δεν ήταν μάλιστα ικανοποιημένος από τις βιαστικές απαντήσεις του και μου έδωσε την άδεια να τις αναδιατυπώσω. Αυτά όμως ανήκουν σε ένα αυτοβιογραφικό πεδίο. Εφόσον δεν συνιστά προωθητικό στοιχείο μιας συζήτησης, η σχέση με έναν νεκρό δεν χρειάζεται να απασχολεί παρά μόνον τον εμπλεκόμενο, έστω και αν πρόκειται για κάτι ανθρώπινο – στον βαθμό που και οι Έλληνες είναι άνθρωποι, όποια και αν ήταν η άποψη του Τσώρτσιλ, πριν ή μετά τον Δεκέμβριο. Σε συνθήκες πρωτεϊκών μεταμορφώσεων, αμφισβητείται μάλιστα με ποιον τρόπο ειπώθηκε ή όχι από τον Θεοδωράκη η φράση «Καραμανλής ή τανκς», που τον συνοδεύει έκτοτε. Δημοσιεύματα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας αναφέρονται σε δυσφορία, που εξέφρασε σε δημοσιογράφους σε πρόβες. Του ζητήθηκε να αποφύγει περιοδείες και να περιοριστεί σε συναυλίες στην Αθήνα και αντέδρασε λέγοντας ότι έχουμε τον Καραμανλή από τη μια και τα τανκς από την άλλη, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις. Σε λύση Καραμανλή ο Θεοδωράκης είχε αναφερθεί ήδη το 1973, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου για το βιβλίο του Το χρέος.
Σχετικά κείμενα
Γιώργος Χουλιάρας, «Πολιτισμός και πολιτική: Εμφύλιος πόλεμος και “πολιτιστική ανασυγκρότηση” στην Ελλάδα» στον τόμο Η Ελλάδα ’36 – ’49. Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο: Τομές και συνέχειες, επιμ. Hagen Fleischer, Καστανιώτης, 2003, (3η
έκδ., 2005), σσ. 428-438.
Yiorgos Chouliaras, «Greek Culture in the New Europe» στον τόμο Greece, the New Europe, and the Changing International Order, επιμ. Harry J. Psomiades & Stavros B. Thomadakis, Νέα Υόρκη: Pella Publishing, 1993, σσ. 79-122.
Γιατί ο Καβάφης; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Ο Πανηγυρικός της 25ης Μαρτίου 2000
———————
Ζωντανή ηχογράφηση από την Αίθουσα Τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με αφορμή την αναγόρευση του Μίκη Θεοδωράκη σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών (40:39΄)
[ Αναπαραγωγή με την άδεια τού © ΑΠΘ ]
Αποσπάσματα της ομιλίας τυπώθηκαν εδώ