Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/poiisi-kai-pezografia/dipla-soy
Στάθηκε μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα στο σαλόνι, το χέρι της έμεινε στο πόμολο, το χαμόγελο ολόφωτο. Τα γκρίζα της μαλλιά δεν μπορούσαν να το πικράνουν. Όλος ο χρόνος που είχε περάσει, έγινε μία σταλιά μπροστά στη σιγαλιά που απλωνόταν. Δεν θυμόταν πόση ώρα έφυγε έτσι.
Παναγιά μου, τα φυτά μου! Έβαλε μπουφάν, γάντια, σκούφο και βγήκε έξω με μία σκούπα, να τα τινάξει. Στην αρχή πήγαινε με βήματα κολλητά, φοβόταν μην γλιστρήσει, είχε κάνει επέμβαση στον γοφό πριν από αρκετούς μήνες. Σιγά-σιγά ξεθάρρεψε, όταν όμως έφτασε στη μέση του μπαλκονιού, σταμάτησε.
Σφήνωσε τη σκούπα ανάμεσα στη νεραντζιά και στον γυμνό ιβίσκο, συντρόφους της τις καλοκαιρινές νύχτες∙ έβγαλε τα γάντια της. Έφερε αφράτο χιόνι κοντά στη ματιά της, το γεύτηκε. Μυρμήγκιασαν τα χέρια της από τις νιφάδες που φύτρωναν εκεί, όταν έκανε το άγαλμα στο χιόνι στο προαύλιο του σχολείου. Την ξάφνιασε ο ήχος από την τελευταία χιονόμπαλα που είχε πετάξει, χρόνια πριν, στην πλάτη ενός συναδέλφου από το γραφείο, καθώς γλιστρούσαν στο αυτοκίνητό της, με γέλια σε κάθε παραπάτημα. Φώτισε το χαμόγελο της κόρης της, όταν μικρή είχε κρεμαστεί από το παράθυρο στο υπνοδωμάτιό της, το βλέμμα της όλο και πιο ψηλά, μικρά πάλλευκα δόντια, χάχανα κολλητικά.
«Θεέ μου».
Τα χέρια της έπεσαν στο πλάι, είχε τακτοποιήσει ερμητικά κάθε στιγμή που την πονούσε, όταν βγήκε στη σύνταξη και βρέθηκε σε ένα άδειο σπίτι με μία τσάντα γεμάτη ευχετήριες κάρτες και ατελέσφορες υποσχέσεις. Είχε χάσει τον άντρα της από καρκίνο στο συκώτι, πριν προλάβει να κλείσει τα 60. Η κόρη της δε γύρισε από το μεταπτυχιακό στην Αγγλία, παρά για σπάνια διαλείμματα∙ την κατάπιαν οι διάδρομοι του Πανεπιστημίου, οι σωλήνες με τα αντιδραστήρια, σπίτι δεν άνοιξε, μωρό δεν νανούρισε, στην τελική όλα αυτά ουδέποτε ομολόγησε να της έλειψαν. Ξεροκατάπιε.
Έσκυψε έξω από τα κάγκελα να χορτάσει το λευκό, απλωνόταν σε αυτοκίνητα, δρόμους, τέντες, ένα σιωπηλό τοπίο υποκαθιστούσε τον άλλοτε πολύβουο δρόμο, ο οποίος μες στην ερημιά έλαμπε. Έλειπαν οι συνομιλίες των περαστικών, περισσότερο σαν διαμαρτυρίες ηχούσαν, τα ανώφελα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων στη μικρή ανηφόρα, τα σπασμένα, βρώμικα πεζοδρόμια που δεν είχαν να προσμένουν καλύτερες μέρες∙ η αραβική μουσική ακουγόταν άτακτα από το απέναντι μπαλκόνι.
Το μόνο που θα της έλειπε ίσως, ήταν ο ήχος του πατινιού που ακουγόταν μερικά βράδια, την ώρα ακριβώς που η μέρα γλύκαινε στο σούρουπο. Συνήθως την έβρισκε στον καναπέ, με δανεισμένα βιβλία ξεχασμένα στην ποδιά της κι αναμμένη την τηλεόραση∙ προσπαθούσε να αποφύγει τις αναμνήσεις της, ανακάτευαν τα φλιτζάνια στα ντουλάπια, έχυναν τον καφέ στον πάγκο, άφηναν τη σίτα λίγο ανοιχτή, τα φώτα στις κρεβατοκάμαρες να καίνε, το ράδιο στη διαπασών να τραγουδά περασμένες αγάπες.
Φλαπ! Στον πλαϊνό ακάλυπτο κάποιο δέντρο πρέπει να λύγισε από το βάρος. Κάθε έγνοια είχε θαφτεί∙ δεν έτρεχε κανείς να προλάβει σειρά μπροστά στην τράπεζα, δεν έβλεπε αγχωμένες πατημασιές να σπεύδουν για δουλειά, τα αυτοκίνητα δεν τριγύριζαν στα στενά ψάχνοντας για παρκάρισμα. Πού να χώθηκαν τα σπουργίτια που γλυκομιλούσαν τις ζεστές μέρες; Οι γάτες που σε κοιτάνε στα μάτια, έξω από το εγκαταλειμμένο νεοκλασικό της γωνίας;
Τότε τους είδε, οι τρεις τους έμεναν δύο ορόφους πάνω από εκείνη. Ο πατέρας βάδιζε αριστερά με τον γιο στους ώμους, η μητέρα δίπλα τους αβέβαια, αλλά δεν έμενε πίσω. Συγκρατήθηκε, ήθελε να τους φωνάξει
Πού πάτε, το παιδί θα κρυώσει, θα γλιστρήσετε, θα σπάσετε κανένα ποδάρι, αλλά έκανε πίσω.
Γύρισε, κοίταξε πέρα από την τζαμαρία στο σκοτεινό σαλόνι της, στον μπουφέ αραδιασμένες οι εικόνες από την κόρη με τα πτυχία, την αδελφή της με τα εγγόνια, δίπλα ο συγχωρεμένος να τους καμαρώνει, κάθε τι στη θέση του.
Η Μοζαμβίκη τεντώθηκε ανόρεχτα, κατέβηκε από το ασημένιο κάδρο της με ένα μαλακό γδούπο, για να της κάνει παρέα. Σκαρφάλωσε στην πλάτη του καναπέ, τίναξε τα ρουθούνια της προς το χιόνι. Δεν φάνηκε διατεθειμένη να κουνήσει παραπάνω τις πατούσες της. Η ουρά της τυλίχτηκε γύρω από τα πισινά της πόδια∙ τα μάτια της κάτι κάπου κρυφοκοίταζαν, ίσως την έκπληξη του παππού στο χωριό, όταν τα καλοκαιρινά πρωινά πηδούσε πάνω στην κοιλιά του για την καλημέρα.
Την προσοχή της τράβηξε το καράβι που έπλεε ανοιχτά του λιμανιού των Χανίων, είχε αρχίσει να μπάζει νερά, έβλεπε την υγρασία να κατρακυλά στον τοίχο πίσω από τον μπουφέ. Θα έπρεπε να τον τραβήξει, αλλιώς κινδύνευε να φουσκώσει, όμως και να προσπαθούσε, ήταν αμφίβολο το αποτέλεσμα, είχε σκεβρώσει από τα χρόνια, το έπιπλο ήταν βαρύ και πριν φορτωθεί το σόι.
Ο παππούς της σήκωσε το πηλήκιο από τα πόδια του, χαιρέτησε τη γιαγιά, έφυγε. Αργά εκείνη προχώρησε, να βγάλει τα καλά της, να πάει στην κουζίνα να ετοιμάσει, τα παιδιά θα πεινούσαν σύντομα.
Τράβηξε το βήμα προς την πλησιέστερη καρέκλα, προσγειώθηκε βαριά.
«Αχ! Προδότη γοφέ».
Θα έπρεπε να τουρτουρίζει, αλλά αδιαφόρησε. Κάθε μέρα κατακλυζόταν από πληροφορίες για το πώς να προφυλαχθεί από τον ιό, που ήταν ένα βήμα έξω από την πόρτα της, περίμενε στην ουρά στο γωνιακό μίνι μάρκετ, κάπνιζε στη στάση του λεωφορείου, έπαιζε αμέριμνος γύρω από το σιντριβάνι στην πλατεία∙ ήταν όμως τελείως απροετοίμαστη για τις αναμνήσεις της.
Ένας-ένας την εγκατέλειπαν οι νεκροί της, μέχρι που έμεινε να κοιτάζει ένα άδειο σαλόνι, αλλά τότε πια το φως έξω είχε σβήσει∙ είχε μείνει μόνο να φέγγει το χιόνι.