Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/dokimio/mon-cher-deleuze
Είναι περίφημη η εκτίμηση του Foucault ότι ίσως ο 20ος αιώνας να μείνει γνωστός ως «Ντελεζιανός».[1] Για την ελληνική πραγματικότητα, όπου ιστορικά επιδεικνύεται μια καθυστέρηση στη χώνεψη των νέων πνευματικών εξελίξεων της Δύσης, «Ντελεζιανός» είναι μάλλον ο 21ος αιώνας, όπως φαίνεται από το αυξημένο εκδοτικό ενδιαφέρον των τελευταίων είκοσι ετών.[2] Ωστόσο, το έργο του Deleuze είναι γνωστό στην Ελλάδα τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970, όταν και κυκλοφόρησαν οι πρώτες μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα, χάρη στις προσπάθειες μιας ομάδας Ελλήνων διανοούμενων, μεταφραστών και εκδοτών.
Όλα αυτά είναι σχετικά γνωστά στους Έλληνες μελετητές του ντελεζιανού έργου. Λιγότερο γνωστό είναι ότι αυτές οι μεταφραστικές απόπειρες πραγματοποιήθηκαν από ανθρώπους που ανήκαν στον στενό κύκλο του Στρατή Τσίρκα και έλαβαν χώρα λίγο καιρό μετά την προσωπική γνωριμία του συγγραφέα με τον Γάλλο στοχαστή. Άξονα αναφοράς, τόσο για τη σκιαγράφηση αυτής της φιλίας όσο και για την ιχνηλάτηση των πρώτων μεταφράσεων, θα αποτελέσουν εδώ τρεις επιστολές, οι οποίες συνιστούν το σύνολο της σωζόμενης αλληλογραφίας μεταξύ των δύο αντρών και εναπόκεινται στο αρχείο του Έλληνα λογοτέχνη στο ΕΛΙΑ.[3] Πρώτα όμως θα ανατρέξουμε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε αυτή η γνωριμία.
Ο Στρατής Τσίρκας διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με τη Γαλλία. Τον Ιούλιο του 1937 συμμετείχε στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο του Παρισιού για την «Υπεράσπιση της Κουλτούρας» ενάντια στον φασισμό, όπου συνέγραψε, μαζί με τον L. Hughes, τον «Όρκο» στον δολοφονημένο F. G. Lorca, ενώ τον Νοέμβριο του 1971 κυκλοφόρησαν στα γαλλικά από μετάφραση των C. Lerouvre και Χ. Προκοπάκη οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, οι οποίες στις αρχές του 1972 απέσπασαν το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου στη Γαλλία. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί και μια συλλογή διηγημάτων του Τσίρκα σε μετάφραση Lerouvre υπό τον τίτλο L’ homme du Nil. Συνεπώς, το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 αποτελεί την περίοδο της αναγνώρισης του συγγραφέα στη Γαλλία. Εκείνα τα χρόνια γνωρίζεται ο Τσίρκας με τον Deleuze, όμως η συνάντηση των δύο αντρών φαίνεται ότι έλαβε χώρα -μάλλον απροσδόκητα- στο νησί της Σκύρου.
Ο Τσίρκας μετακομίζει από την Αίγυπτο στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, στην οδό Δημητρέσα στα Ιλίσια.[4] Η Αντιγόνη Τσίρκα θυμάται για αυτή την περίοδο:
«Στο μεταξύ, από το ΄65, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στη Σκύρο για διακοπές. Ο Γιάννης όταν πρωτοπήγε τρελάθηκε με τη Σκύρο. Μέναμε σ’ ένα παλιό μύλο με τρία πατώματα -κάθε δωμάτιο και πάτωμα- η θάλασσα μπροστά μας. Ο Γιάννης κρατούσε το μεσαίο δωμάτιο, ήταν πιο ήσυχο, και δούλευε. Περνούσε η ημέρα: κανένα μπάνιο, φαΐ στο εστιατόριο […] ‘Τα κύματα’ και δουλειά. Στη Σκύρο όμως μαζευόταν ένας κύκλος κάθε καλοκαίρι. Κυρίως Γάλλοι -λογοτέχνες, καθηγητές- αλλά και Άγγλοι και Έλληνες. Είχε έρθει και ο Σεφέρης ένα καλοκαίρι… Κάνανε συζητήσεις όλοι μαζί, κουβέντες πολιτικές, φιλολογικές…»[5]
Το περιβάλλον αυτό είχε διαμορφωθεί πολλά χρόνια πριν την πρώτη επίσκεψη της οικογένειας Τσίρκα στο νησί, καθώς ήδη από τη δεκαετία του ΄50 εμφανίζονται στη Σκύρο οι πρώτοι Γάλλοι επισκέπτες, όπως για παράδειγμα ο Jean Blot. Προοδευτικοί και συχνά εκκεντρικοί, εντούτοις έγιναν αποδεκτοί και συνδέθηκαν με τους ντόπιους δημιουργώντας μια μεγάλη «παρέα», η οποία ανανέωνε το ραντεβού της κάθε καλοκαίρι. Οι παραθεριστές σύχναζαν στις δύο ταβέρνες που πρόσφερε το νησί (μία μέσα στο χωριό και μία στην παραλία), έκαναν βόλτες στη θάλασσα ή μαζεύονταν σε σπίτια. Το γεγονός ότι η κοινωνία ήταν μικρή διευκόλυνε τις διαπροσωπικές επαφές. Μεταξύ των σημαντικών Ελλήνων παραθεριστών συγκαταλέγονταν και οι αρχιτέκτονες Τ. Παπαϊωάννου και Γ. Κανδύλης, καθώς και ο γλύπτης Κ. Κουλεντιανός, ενώ στα τέλη του ΄70 βρέθηκε εκεί και ο Δ. Σαββόπουλος.
Σε αφιέρωμα τοπικού εντύπου για τον Τσίρκα σημειώνεται για τις συνήθειές του στο νησί:
«Στην αρχή έμεινε στο Ξενία, κι έπειτα στου μπαρμπα-Γιώργη του Παπαστάθη, στου Μανίνη, όπου και έγραψε ένα μεγάλο μέρος της Χαμένης Άνοιξης, στου Πανά και στου Ευσταθίου το μύλο. Στέκι του είχε την ταβέρνα του Ν. Ευσταθίου. Εκεί έκανε μεγάλες συζητήσεις με ένα κύκλο Ελλήνων και ξένων διανοουμένων που μαζεύονταν στη Σκύρο κάθε καλοκαίρι. […] Η ζωή του περνούσε ανάμεσα στο μύλο και την ταβέρνα. […] Ωστόσο δεν έλειψαν και οι εκδρομές […]»[6]
Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Τσίρκας ενδιαφερόταν έμπρακτα για το νησί: τον Μάιο του 1975 έγραψε στα Νέα ένα σύντομο σημείωμα με τίτλο «Για το περιγιάλι το κρυφό» ενάντια στην κατασκευή αεροδρομίου στη Σκύρο, λόγω των κινδύνων που θα επέφερε στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες των κατοίκων.
Μεταξύ των Γάλλων επισκεπτών που συνδέθηκαν με τον Τσίρκα στη Σκύρο συγκαταλεγόταν και ο Karl Flinker, επιτυχημένος γκαλερίστας και έμπορος τέχνης από το Παρίσι, γιος του σημαντικού εκδότη Martin Flinker. Ο Flinker αγαπούσε πολύ τη Σκύρο. Επισκέφθηκε για πρώτη φορά το νησί γύρω στα 1970 και έκτοτε έγινε μόνιμος παραθεριστής· διατηρούσε μάλιστα εκεί δύο εξοχικές κατοικίες. Ο Flinker πραγματοποίησε τουλάχιστον δύο εκθέσεις με θέμα τη Σκύρο, μία το 1980 στο Παρίσι και μία τον Οκτώβριο του 1983 στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, με συμμετοχή καλλιτεχνών όπως οι P. Saxod, G. Aillaud, J. Hélion, E. Arroyo, κ.ά.
Στη Σκύρο ο Flinker γνωρίστηκε με τον Τσίρκα, με τον οποίον διατήρησαν στενή φιλία, όπως αποδεικνύεται από την πλούσια και θερμή αλληλογραφία τους.[7] Επιπλέον, ο Γάλλος γκαλερίστας δώρισε στον Τσίρκα εννέα βιβλία, τα οποία βρίσκονται σήμερα στη βιβλιοθήκη του συγγραφέα στο ΕΚΕΒΙ. Συγκεκριμένα, από τις εκδόσεις της γκαλερί Flinker εντοπίζονται οκτώ βιβλία για τους παρακάτω καλλιτέχνες: H. Michaux (1959, 1962), W. Kandinsky (1972), Y. Klein (1973), P. Klee (1974), E. Arroyo (1974), J. Hélion (1975, 1975). Τα πρώτα δύο βιβλία για τον Michaux αποστέλλονται το 1969, σύμφωνα με τις σχετικές αφιερώσεις, έτος που φαίνεται ότι σηματοδοτεί την αρχή της φιλίας τους. Υπάρχει τέλος ένα ακόμα δώρο, ένα μυθιστόρημα του M. Asturias, με αφιερωματική κάρτα.[8]
Ο Flinker συνήθιζε να προσκαλεί στη Σκύρο φίλους από τη Γαλλία. Μία από τις καταγεγραμμένες επισκέψεις είναι αυτή του Michel Tournier, πριν οι δύο άντρες ταξιδέψουν στην Αθήνα για να συναντηθούν με τη Μελίνα Μερκούρη, τότε Υπουργό Πολιτισμού.[9] Ο Tournier, παιδικός φίλος του Deleuze, τον είχε συστήσει στον Flinker το 1956, και μέσω του τελευταίου ο Deleuze γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Fanny, την οποία παντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο.[10] Σύμφωνα με τα παραπάνω, το πιθανότερο είναι ότι οφείλουμε την επίσκεψη της οικογένειας Deleuze στη Σκύρο το καλοκαίρι του 1972 στη φιλοξενία του K. Flinker.[11]
Η οικογένεια Deleuze πέρασε έναν ολόκληρο μήνα στο νησί, πιθανότατα τον Αύγουστο.[12]
Στους μήνες που ακολούθησαν, η φιλία με τον Karl Flinker δέχτηκε ένα σημαντικό πλήγμα, στο οποίο ο Deleuze αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της επιστολής του:
«Ανάμεσα στη Fanny και τον Karl
τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ γρήγορα, δυστυχώς (δεν σας το λέω αυτό για να διαλέξετε πλευρά, ασφαλώς όχι, αλλά για να είστε ενήμερος). Ο γενικός προσανατολισμός της γκαλερί, τα οικονομικά, η πολιτική αναφορικά με τους καλλιτέχνες, εν συντομία, τα μεγάλα και τα μικρά ζητήματα, δημιούργησαν μια αμοιβαία δυσαρέσκεια που κατέληξε σε μια αρκετά βίαιη ρήξη: η Fanny
δεν αναγνώριζε πια στο πρόσωπό του έναν φίλο, τουλάχιστον αυτόν που εκείνη πίστευε πως ήταν, και εκείνος θεωρούσε ότι η Fanny έχει χάσει τα λογικά της. Η Fanny πληγώθηκε, καθώς ήθελε πολύ να πετύχει, και θεωρούσε ότι αυτό ήταν πιθανό με τον Karl.»
Ο βιογράφος του Deleuze, F. Dosse, διασώζει ένα περιστατικό το οποίο ρίχνει φως στα γεγονότα που αναφέρει ο Deleuze σχετικά με τη γκαλερί, με πρωταγωνιστή τον ζωγράφο Gérard Fromanger.[13] Το 1971 η Fanny Deleuze ήταν παρούσα σε μία διένεξη του Flinker με τον Fromanger αναφορικά με τα πολιτικά φρονήματα του ζωγράφου, οι πίνακες του οποίου επρόκειτο να εκτεθούν στη γκαλερί.[14] Η Fanny δεν συμφωνούσε με τον χειρισμό του Flinker και, γνωρίζοντας το ενδιαφέρον του συζύγου της για το έργο του Fromanger, τον προσκάλεσε σε δείπνο στο σπίτι τους. Το επόμενο διάστημα ο Deleuze συνδέθηκε στενά με τον Fromanger και μάλιστα επισκέφτηκε πολλές φορές το εργαστήριο του ζωγράφου ώστε να συνομιλήσουν για το έργο του. Τελικά, με τη σύμφωνη γνώμη του Fromanger, οι Deleuze συναποφάσισαν την παραίτηση της Fanny από την γκαλερί.[15]
Πριν περάσουμε στην καθεαυτό σχέση του Τσίρκα με τον Deleuze, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα ακόμα πρόσωπο που φαίνεται ότι ανήκε στον κοινό κύκλο των δύο αντρών. Πρόκειται για τον κοινωνιολόγο Jacques Donzelot, το όνομα του οποίου εμφανίζεται και στις τρεις επιστολές. Ο Donzelot συνδέθηκε με τον Deleuze σε πορεία των διανοούμενων του GIP στη Νανσύ, όπου ο τελευταίος αντιμετώπισε αναπνευστικό πρόβλημα. Αργότερα, στο Paris-VIII ο Deleuze προσφέρθηκε να αποτελέσει μέλος της επιτροπής για την thesis του Donzelot.[16] Στις πρώτες δύο επιστολές ο Τσίρκας ζητά και λαμβάνει τη διεύθυνση του Donzelot ώστε να αποστείλει τη γαλλική έκδοση των Ακυβέρνητων Πολιτειών, ενώ στο γράμμα της 13/1/73 μαθαίνουμε ότι στο μεταξύ ο Donzelot έχει στείλει στον Τσίρκα ένα τεύχος του περιοδικού Esprit, το οποίο περιελάμβανε μια μελέτη του με θέμα τον Αντι-Οιδίποδα.[17]
Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον και υπό αυτές τις συνθήκες πραγματοποιείται η γνωριμία του Τσίρκα με τον Deleuze. Οι θερμοί χαιρετισμοί, οι ευχαριστίες και οι φιλοφρονήσεις που ανταλλάσσουν οι δύο άνδρες σε όλες τις επιστολές φανερώνουν αμοιβαίο σεβασμό και εκτίμηση. Στην επιστολή της 14/10/72, για παράδειγμα, ο Τσίρκας σχολιάζει την φωτογραφία του Deleuze στο εξώφυλλο του περιοδικού L’ Arc με τον εξής τρόπο:
«Η φωτογραφία σας στο εξώφυλλο, αυτό το βλέμμα γαλήνιας τρυφερότητας, το ατάραχο σαρκαστικό μειδίαμα, με καλεί να ξεκινήσω από τις συζητήσεις, ώστε να σας ξαναβρώ, όπως σας έβλεπα και σας άκουγα πριν την αναχώρησή σας»
και στη συνέχεια αναφέρει ότι η παρουσία των Deleuze στο νησί σημάδεψε το καλοκαίρι του 1972. Επιπλέον, στο γράμμα της 13/1/73 υποστηρίζει ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο ένθερμων θαυμαστών του ντελεζιανού έργου. Από την πλευρά του ο Deleuze επιλέγει τη λέξη «pouissance» για να χαρακτηρίσει τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και εκδηλώνει την επιθυμία να γνωρίσει και το υπόλοιπο έργο του Έλληνα συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις επιστολές εκφράζεται επανειλημμένα η κοινή επιθυμία των δύο αντρών για μια συνάντηση στο Παρίσι στο κοντινό μέλλον.
Εκτός από τις σωζόμενες επιστολές, ο Τσίρκας έστειλε στον Deleuze ένα αντίτυπο από τη δεύτερη έκδοση των Ακυβέρνητων Πολιτειών στα Γαλλικά, ενώ ο Deleuze του δώρισε τρία βιβλία του. Στη βιβλιοθήκη του Τσίρκα βρίσκονται σήμερα τέσσερα βιβλία του Deleuze, τρία από τα οποία περιέχουν αφιερώσεις χρονολογημένες το 1972. Πρόκειται για τα Nietzsche et la philosophie (1970), Différence et repetition (1972) και Capitalisme et schizophrénie: L’anti-Œdipe (1972).[18] Επιπλέον, στη βιβλιοθήκη βρίσκεται και το 49ο τεύχος του περιοδικού L’ Arc που είναι αφιερωμένο στον Deleuze και το οποίο, όπως προκύπτει από τις επιστολές, εστάλη μαζί με τα βιβλία. Η παραλαβή αυτών των δώρων γίνεται αφορμή για το πρώτο γράμμα του Τσίρκα.
Αυτή η φιλία μεταξύ των δύο ανδρών φαίνεται ότι παίζει κάποιον ρόλο στη μετέπειτα πρόσληψη του έργου του Deleuze στην Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι ο Τσίρκας έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μετάφραση και την περίοδο της δικτατορίας δημοσίευσε έναν αριθμό δικών του μεταφράσεων σε συνεργασία με τον Κέδρο και τον Ηριδανό.[19] Πέραν όμως από την προσωπική του συνεισφορά, παρακίνησε οικείους του να καταπιαστούν με μεταφράσεις (όπως για παράδειγμα τον Π. Ζάννα) ή διευκόλυνε την έκδοσή τους επικοινωνώντας με τους εκδότες. Ένας εκδοτικός οίκος με τον οποίο συνδέθηκε στενά ο Τσίρκας ήταν ο Ηριδανός του Αλέκου Παπακώστα, ο οποίος εξέδωσε, έπειτα και από μεσολάβηση του συγγραφέα, την πρώτη μετάφραση του έργου του Foucault, Η Ιστορία της Τρέλας, το 1975, με μεταφράστρια τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.[20]
Στην επιστολή του στον Deleuze τον Οκτώβριο, ο Τσίρκας αναφέρεται στις προσπάθειες φίλων του να κυκλοφορήσουν ένα περιοδικό λόγου. Τον επόμενο μήνα κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού Ηριδανός με αρχισυντάκτη τον Δημήτρη Ραυτόπουλο και τη Φ. Αμπατζοπούλου μεταξύ των συνεργατών, με στόχο την ενημέρωση του κοινού για την εκδοτική δραστηριότητα του ομωνύμου οίκου. Στην επόμενη επιστολή του Τσίρκα τον Ιανουάριο του 1973 διαβάζουμε:
«Το διμηνιαίο περιοδικό «Ηριδανός» θέλει να εκδώσει σε κάποιο από τα επόμενα τεύχη του τη συζήτησή σας με τον Foucault που δημοσιεύτηκε στο τχ.49 του L’Arc. Θα συναντήσω τον αρχισυντάκτη του αυτή την εβδομάδα. Θα σας γράψω.»
Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα το περιοδικό Ηριδανός παρουσιάζει για πρώτη φορά τη σκέψη του Deleuze στο ελληνικό κοινό, μέσα από δύο συζητήσεις που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο περιοδικό L’ Arc. Το αφιέρωμα, το οποίο επιμελήθηκε η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις), δημοσιεύεται στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού στα τέλη της άνοιξης του 1973, και αποτελείται από τα κείμενα «Για τον Καπιταλισμό και την Σχιζοφρένεια» (συνέντευξη των G. Deleuze και F. Guattari στην C. Backès-Clément) και «Διανοούμενοι και Εξουσία» (συζήτηση του Deleuze με τον M. Foucault).
Ο έτερος εκδοτικός οίκος με τον οποίο συνεργάστηκε στενά ο Τσίρκας ήταν ο Κέδρος, όπου εξέδιδε τα βιβλία του. Με τον Κέδρο συνεργάστηκε και ο εκδότης (και στενός φίλος του Τσίρκα) Λάμπης Ράππας.[21] Στις 13/1/73 ο Τσίρκας γράφει στον Deleuze:
Ο παιδικός μου φίλος Λάμπης Ράππας, εκδότης, που συνεργάζεται με τον εκδοτικό οίκο μου εδώ, τον «Κέδρο», ζήτησε από τις Éditions de Minuit τα δικαιώματα για τον Αντι-Οιδίποδα. Θέλει οπωσδήποτε να εκδώσει το βιβλίο σας στη σειρά του «Προβλήματα του Καιρού μας». Παρακολουθώ από κοντά το ζήτημα του μεταφραστή· αμφιταλαντευόμαστε μεταξύ δύο υποψηφίων, αλλά πρέπει να βιαστούμε διότι η δυνατότητα λήγει σύντομα.
Ο Ράππας εξασφάλισε πράγματι τα δικαιώματα για τον Αντι-Οιδίποδα το 1973, ενώ το 1976 έπραξε ανάλογα για το βιβλίο Ο Προυστ και τα σημεία. Τα δικαιώματα περνούν στον Κέδρο το 1977, και οι εκδόσεις πραγματοποιούνται τελικά το 1981 και 1982 αντίστοιχα, δηλαδή μετά τον θάνατο του Τσίρκα. Αυτά τα δύο βιβλία του Deleuze, που κυκλοφόρησαν στη σειρά «Προβλήματα του Καιρού μας» του Ράππα, αποτελούν τις πρώτες μεταφραστικές απόπειρες βιβλίων του Deleuze στην ελληνική. Μεταφράστριες και των δύο εκδόσεων είναι η Καίτη Χατζηδήμου και η Ιουλιέτα Ράλλη, σε συνεργασία με τον Άλκη Σταύρου. Την θεώρηση της μετάφρασης του Αντι-Οιδίποδα έκανε ο Γιάννης Κρητικός, ενώ αυτή του Προυστ ο Π. Ζάννας.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Τσίρκας διαδραμάτισε κάποιον ρόλο στην πρόσληψη του Deleuze στην Ελλάδα αμέσως μετά τη δικτατορία, ενθαρρύνοντας ορισμένες πρωτοβουλίες. Δεν προκύπτει άμεση εμπλοκή του στα εγχειρήματα αυτά, όμως δεν αποκλείεται η επικοινωνία του με τον Deleuze και η προσωπική του σχέση με τον Γάλλο στοχαστή να διευκόλυναν τις διαδικασίες. Επιπλέον, φαίνεται ότι συμμετείχε ενεργά στην αρχική διαδικασία επιλογής μεταφραστή για τον Αντι-Οιδίποδα.[22] Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι στις πρώτες μεταφράσεις συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τον Τσίρκα και τον ενημερώνουν για τα σχέδιά τους λίγους μήνες μετά την προσωπική γνωριμία του τελευταίου με τον Deleuze αποτελεί ένδειξη της συμβολής του συγγραφέα στην πρώιμη πρόσληψη του Γάλλου φιλοσόφου στην Ελλάδα κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Αθήνα, 14 Οκτωβρίου 1972
Αγαπητέ μου Deleuze,
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Έχω τα ωραία σας βιβλία μπροστά μου και ήδη όρμισα σ’ αυτά μετά βουλιμίας. Όμως ξεκίνησα από το τεύχος του L’ Arc. Η φωτογραφία σας στο εξώφυλλο, αυτό το βλέμμα γαλήνιας τρυφερότητας, το ατάραχο σαρκαστικό μειδίαμα, με καλεί να ξεκινήσω από τις συζητήσεις, ώστε να σας ξαναβρώ, όπως σας έβλεπα και σας άκουγα πριν την αναχώρησή σας.
Ναι, είχαμε πολλές ακόμα ωραίες μέρες τον Σεπτέμβριο στη Σκύρο, ωστόσο το αίσθημα ότι δεν μπορούσαμε να τις περάσουμε μαζί σάς προσέδωσε σ’ αυτές μια οδυνηρή οξύτητα. Με τη Joy μιλούσαμε πολύ συχνά για σας και συμφωνήσαμε απόλυτα ότι η παρουσία και η συντροφιά σας σημάδεψαν το καλοκαίρι μας με μια αλησμόνητη λάμψη.
Οι φίλοι μου προετοιμάζουν ένα λογοτεχνικό περιοδικό κριτικής, έρευνας και νέων ιδεών. Εάν προχωρήσουν τα πράγματα, θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω την πρόταση για μια συζήτηση ή μια συνέντευξη για χάρη των ελλήνων αναγνωστών.
Μέχρι τότε, παρακαλώ να μεταφέρετε τους θερμούς μου χαιρετισμούς στη Fanny, στην Emilie και στον Julien.
Δικός σας.
Υ. Γ.: Ζητώ από τις εκδόσεις Seuil να σας σταλεί ένα αντίτυπο των Ακυβέρνητων Πολιτειών, δεύτερη ανατύπωση (διορθωμένη). Όμως δε διαθέτω ούτε το πλήρες όνομα ούτε τη διεύθυνση του Jacques (του πατέρα του Philippe).
————— ≈ —————
Gilles Deleuze 1/1/73
1bis rue de Bizerte
Paris, 17e
Αγαπητέ Τσίρκα,
Τις θερμότερες ευχές μου. Και για το έργο σας, που είναι «ισχυρότατο»: αναφέρομαι στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, των οποίων λάβαμε την δεύτερη έκδοση (η διεύθυνση του Jacques Donzelot είναι 21 rue de la Vega, Paris 12e). Περιμένουμε με μεγάλη ανυπομονησία τις ιστορίες σας, καθώς επιθυμώ να γνωρίσω όλα όσα έχετε γράψει. Ανάμεσα στη Fanny και τον Karl τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ γρήγορα, δυστυχώς (δεν σας το λέω αυτό για να διαλέξετε πλευρά, ασφαλώς όχι, αλλά για να είστε ενήμερος). Ο γενικός προσανατολισμός της γκαλερί, τα οικονομικά, η πολιτική αναφορικά με τους καλλιτέχνες, εν συντομία, τα μεγάλα και τα μικρά ζητήματα, δημιούργησαν μια αμοιβαία δυσαρέσκεια που κατέληξε σε μια αρκετά βίαιη ρήξη: η Fanny δεν αναγνώριζε πια στο πρόσωπό του έναν φίλο, τουλάχιστον αυτόν που εκείνη πίστευε πως ήταν, και εκείνος θεωρούσε ότι η Fanny έχει χάσει τα λογικά της. Η Fanny πληγώθηκε, καθώς ήθελε πολύ να πετύχει, και θεωρούσε ότι αυτό ήταν πιθανό με τον Karl. Δυστυχώς, και οι δυο τους μεγάλωσαν, ή εξελίχθηκαν, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους, το χάσμα των οποίων κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει από πριν. Είναι ενοχλητικό, αλλά υπάρχουν και αστείες στιγμές. Θα έρθετε σύντομα στο Παρίσι; Θα χαρώ πολύ, πάρα πολύ, να σας δω. Δεν έχουμε λησμονήσει διόλου ούτε τη Σκύρο, ούτε εσάς και τη φιλοξενία σας. Σας φιλούμε, και εσάς και τη Joy.
Φιλικά,
Gilles
————— ≈ —————
Στρατής Τσίρκας
Δημητρέσσα 19
Αθήνα (612) 13 Ιανουαρίου 1973
Αγαπητέ Deleuze,
Απαντώ αμέσως στο γράμμα σας της 1ης Ιανουαρίου το οποίο έλαβα μόλις σήμερα το πρωί. Οι ευχές σας, διατυπωμένες τόσο γενναιόδωρα, έφτασαν την κατάλληλη στιγμή. Από τη Σκύρο ελάχιστα προχώρησα με το νέο μου μυθιστόρημα αλλά υπολογίζω να επιστρέψω σε αυτό μέσα στον μήνα. Επιτρέψτε μου να σας ευχηθώ με τη σειρά μου υγεία, επιτυχίες, και ευτυχία: ο δεύτερος τόμος του Αντι-Οιδίποδα να φύγει από το πιεστήριο το συντομότερο, προς τέρψιν των πολυάριθμων θαυμαστών σας, στους οποίους συγκαταλέγομαι κι εγώ, ως ένας από τους πιο ένθερμους.
Η Joy και εγώ σοκαριστήκαμε από τα νέα σχετικά με την γκαλερί. Δε χρειάζεται να διαλέξω πλευρά τώρα· πολλά χρόνια πριν γνωρίσω εσάς, πριν γνωρίσω τη Fanny, είχα καταλάβει ότι αυτό το αγόρι ήταν επιρρεπές σε κρίσεις άρνησης και καταστροφής απέναντι σε όλους όσους αγαπά ή θαυμάζει. Από την άλλη η Fanny μού έδωσε αμέσως την εντύπωση ότι πρόκειται για πρότυπο πιστής και αφοσιωμένης φίλης· ο μήνας στη Σκύρο επιβεβαίωσε αυτή την εντύπωση. Λυπούμαστε, πραγματικά λυπούμαστε, η Joy κι εγώ, διότι η Fanny άξιζε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Karl.
Ο παιδικός μου φίλος Λάμπης Ράππας, εκδότης, που συνεργάζεται με τον εκδοτικό οίκο μου εδώ, τον «Κέδρο», ζήτησε από τις Éditions de Minuit τα δικαιώματα για τον Αντι-Οιδίποδα. Θέλει οπωσδήποτε να εκδώσει το βιβλίο σας στη σειρά του «Προβλήματα του Καιρού μας». Παρακολουθώ από κοντά το ζήτημα του μεταφραστή· αμφιταλαντευόμαστε μεταξύ δύο υποψηφίων, αλλά πρέπει να βιαστούμε διότι η δυνατότητα λήγει σύντομα.
Το τεύχος του Esprit με τη μελέτη του Jacques Donzelot έφτασε επιτέλους στην Αθήνα. Όμως ο φίλος που θα μου το έφερνε, το έχασε κάπου μεταξύ του γραφείου του, του σπιτιού του ή μιας απομονωμένης παραλίας όπου έκανε γυμνισμό στη μέση του χειμώνα, το κάθαρμα! Παρήγγειλα ένα άλλο από τον βιβλιοπώλη μου και σκέφτομαι να ειδοποιήσω το ηθών!
Το διμηνιαίο περιοδικό Ηριδανός θέλει να εκδώσει σε κάποιο από τα επόμενα τεύχη του τη συζήτησή σας με τον Foucault που δημοσιεύτηκε στο τχ. 49 του L’Arc. Θα συναντήσω τον αρχισυντάκτη του αυτή την εβδομάδα. Θα σας γράψω.
Εάν οι εκδόσεις Seuil κυκλοφορήσουν τη συλλογή διηγημάτων μου πριν το καλοκαίρι, θα έρθω στο Παρίσι περίπου στις αρχές Ιουνίου. Έχουμε τόσα πολλά να αφηγηθούμε και τόσες ηλιόλουστες αναμνήσεις για να ζεστάνουμε τις καρδιές μας. Παρεμπιπτόντως, σήμερα το πρωί το πευκόδασος απέναντι απ’ το παράθυρό μου ήταν στρωμένο με χιόνι. Είχε να χιονίσει στην Αθήνα από τις 17 Ιανουαρίου του 1964, έξι μήνες μετά την εγκατάστασή μας.
Με απεριόριστη φιλία, στη Fanny, στην Emilie, στον Julien και σ’ εσάς.