Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/dokimio/yparxiakh-apognwsh-kai-angkst-sto-oeoseboymeno-sympan-toy-seren-kirkegkor
Λίγες προσωπικότητες, στην ιστορία της φιλοσοφίας, έχουν κινήσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού όσο εκείνη του Δανού υπαρξιστή, Σέρεν Κίρκεγκορ. Γεννημένος στην Κοπεγχάγη το 1813, σε μία ευκατάστατη οικογένεια αυστηρών αρχών, ο Κίρκεγκορ ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη φιλοσοφία, αλλά και τη θεολογία και τη λογοτεχνία. Έργα του, όπως το Είτε – Είτε (1843), Φόβος και τρόμος (1843) και Η ασθένεια προς θάνατον (1849), του χάρισαν τον τίτλο «ο πατέρας του υπαρξισμού», με την ιδιαιτερότητα ότι η φιλοσοφία του εμπεριέχει την πίστη στο Θεό, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την αθεϊστική φιλοσοφία του Ζαν-Πολ Σαρτρ ή τον αγνωστικισμό του Αλμπέρ Καμί. Με το «ανγκστ» (την έντονη, δηλαδή, και βαθιά αγωνία) και την υπαρξιακή απόγνωση ως επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα έργα του συνήθως ακολουθούν μία συμβολική πλοκή, με χαρακτήρες και γεγονότα και επιχειρηματολογούν υπέρ μιας ουσιώδους ύπαρξης με πίστη σε μία ανώτερη δύναμη και στο σύστημα της χριστιανικής ηθικής. Το αριστούργημά του, «Είτε – Είτε: Απόσπασμα ζωής» (1843), παραθέτει με επιχειρηματολογία και χωρίς συναισθηματισμούς τρεις διαφορετικές κοσμοθεωρίες και στάσεις ζωής και εξετάζει την πραγματικότητα της καθεμίας από αυτές, χωρίς (φαινομενικά τουλάχιστον) να κλίνει προς καμία από αυτές. Οι επιρροές του Α’ Μέρους από τη φιλοσοφική σχολή του Επίκουρου και την αρχαιοελληνική δραματουργία είναι τόσο εμφανείς, όσο εκείνες από τον Καντ και τον Σίλερ στο Β’ Μέρος και εκείνες των ασκητών μοναχών και των Ευαγγελίων στο σύντομο Γ’ Μέρος. Με αυτό το τρίπτυχο σαν δομή, ο Κίρκεγκορ καλύπτει όλη τη γκάμα της ανθρώπινης ψυχής και τα επίπεδα της πίστης ή του εγωισμού/ατομικισμού σε συνάρτηση με την ηλικία.
Το «Είτε – Είτε», που είναι και το πρώτο φιλοσοφικό έργο του Κίρκεγκορ που εκδόθηκε στη Δανία, ξεκινάει σαν μια ιστορία-μέσα-σε-μια-ιστορία. Ένας ανώνυμος χαρακτήρας, που υπογράφει απλά ως «Συντάκτης», ανακαλύπτει τυχαία τα γραπτά τριών στοχαστών που γνωρίζονται μεν μεταξύ τους, ζούνε όμως δε εντελώς διαφορετικές ζωές και έχουν πολύ διαφορετικές αξίες. Το πρώτο μέρος του βιβλίου, αποτελείται από τα γραπτά του χαρακτήρα Α’, ενός νεαρού ηδονιστή αριστοκράτη με εκλεπτυσμένο γούστο και μποέμικες συνήθειες. Μέλος μιας «μασονικού τύπου» στοάς (οι Συμπαρανεκρωμένοι) και λάτρης του αρχαίου θεάτρου (με παράδειγμα εδώ την τραγωδία, «Αντιγόνη», του Σοφοκλή, την οποία ο Α’ χρησιμοποιεί για να στηρίξει το επιχείρημά του), αλλά και του καλού κρασιού και των ελκυστικών γυναικών (σαν εκείνη που προσπαθεί να κερδίσει, υποσχόμενός της πως θα τη ζητήσει σε γάμο), ο Α’ είναι ένας αιώνιος έφηβος, που διαλέγει συνειδητά την ersatz ικανοποίηση, ένα υποκατάστατο δηλαδή της ευτυχίας το οποίο μπορεί να έχει πάντα, εύκολα και γρήγορα. Ο Α’ ταυτίζεται με χαρακτήρες από τις αγαπημένες του όπερες (όπως, π.χ., τον «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ) και ενδιαφέρεται για τον έρωτα μόνο ως παιχνίδι, χωρίς να έχει ως απώτερο σκοπό να βρει το άλλο του μισό και να δεσμευτεί με τα ιερά δεσμά του γάμου.
Το Β’ Μέρος του έργου αποτελείται από τα συγκεντρωμένα γράμματα του Δικαστή Ουίλιαμ με αντεπιχειρήματα προς τον Α’. Αυτός ο τόμος είναι ουσιαστικά μια υπεράσπιση του θεσμού του γάμου, τονίζοντας τόσο την αισθητική όσο και την ηθική του εγκυρότητα. Ο Δικαστής Ουίλιαμ στηρίζει την επιλογή του υπέρ του έγγαμου βίου, λιγότερο σε θρησκευτικά και περισσότερο σε κοινωνικά κριτήρια. Το αντεπιχείρημά του απέναντι στην επιλογή του Α’ να ζήσει μια ζωή γεμάτη εφήμερες απολαύσεις, είναι ότι η αναζήτηση της ηδονής είναι τελικά ένα μάταιο παιχνίδι και ότι σε αντιπαράθεση με τη συνεχή αμφιβολία και τελικά την απόγνωση στην οποία αυτή οδηγεί, ο έγγαμος βίος προσφέρει ασφάλεια και αυξημένη αυτοπεποίθηση μέσω της ανάληψης ευθυνών. Η «αγάπη» προς το συνάνθρωπο την οποία διδάσκει η χριστιανική Εκκλησία είναι, σύμφωνα με τον Δικαστή Ουίλιαμ, ένα από τα κέρδη αυτής της ιερής συμφωνίας.
Ένα σύντομο κείμενο παρατίθεται αμέσως μετά τα γράμματα του Δικαστή Ουίλιαμ, προλογισμένο από τον ίδιο τον δικαστή, με σκοπό να φέρει την ειρήνη ανάμεσα στις δύο αντίθετες απόψεις, συγκρίνοντάς τις με το λόγο του Θεού, απέναντι στον οποίο όλες οι απόψεις είναι πάντοτε λανθασμένες. Αυτό το Γ’ Μέρος, ουσιαστικά, της ιστορίας, αποτελεί ένα ισοζύγιο και προέρχεται από τα γραπτά ενός μοναχού που οι δύο στοχαστές γνώριζαν πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια για να αφιερωθεί στο Θεό. Ο μοναχός, μέσα από εκτενείς προσευχές και αλλεπάλληλες αναφορές στη Βίβλο, απομακρύνεται και από τις δύο απόψεις, που στην ουσία εμμένουν αμφότερες στα κοσμικά. Αν και το γράμμα δεν έχει πολλές πληροφορίες, το μήνυμά του είναι ξεκάθαρο και ο Κίρκεγκορ, χωρίς να έχει άμεση φωνή στο έργο, μοιάζει να ταυτίζεται με την κοσμοθεωρία του ασκητή. Η υπαρξιακή απόγνωση και το «ανγκστ» έχουν λύση και αυτή βρίσκεται στην πίστη στο Θεό και τη διαφύλαξη της ηθικής.
Το «Είτε – Είτε» είναι το πιο μεγαλόπνοο έργο του Κίρκεγκορ, όχι μόνο λόγω έκτασης (περίπου 610 σελίδες) και γκάμας, αλλά και λόγω βάθους. Ο Κίρκεγκορ περιγράφει τον κόσμο μέσα από τα μάτια των χαρακτήρων με εξαιρετική πειθώ και συχνά μας παρασύρει σε τέτοιο βαθμό με τις περιγραφές των γεγονότων που νιώθουμε λες και διαβάζουμε όχι ένα ενιαίο, αλλά μερικά μικρότερα σε έκταση βιβλία (βλ. για παράδειγμα το Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα, που στέκεται άνετα από μόνο του ως νουβέλα). Αυτή η εμβάθυνση στους χαρακτήρες, που θα μπορούσαν να αποτελούν αντιλήψεις του κόσμου από ένα άτομο, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του (Α’ = εφηβεία, Δικαστής Ουίλιαμ = ωρίμανση/μέση ηλικία, μοναχός = Τρίτη Ηλικία), κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κυρίως γιατί γίνεται ανεπαίσθητα, χωρίς να κουράζει. Ενώ, λοιπόν, η «Ασθένεια προς θάνατον» (1849), για παράδειγμα, με κεντρικό χαρακτήρα τον Αντι-Κλίμακο, φτάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα ανάλυσης της φιλοσοφικής της θέσης, δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια το εύρος του «Είτε – Είτε». Η βαρύτητά του ως έργο, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα της εργογραφίας του Κίρκεγκορ, είναι εφάμιλλη με εκείνη του Τάδε έφη Ζαρατούστρας (1883) στην εργογραφία του Φρίντριχ Νίτσε και αποτελεί σίγουρα το magnum opus του διάσημου φιλοσόφου.
Ο Άλφρεντ Νορθ Ουάιτχεντ είχε γράψει κάποτε πως «όλη η Δυτική Φιλοσοφία μετά τον Πλάτωνα, είναι μια σειρά από υποσημειώσεις». Η παρατήρησή του ισχύει μορφολογικά (η πλειοψηφία των σύγχρονων φιλοσοφικών κειμένων έχουν αποσπασματική υφή, π.χ., αφορισμοί) και εννοιολογικά, καθώς οι μεγάλες καινοτομίες του Σωκράτη δεν έχουν επαναληφθεί από κανένα μεταγενέστερο φιλόσοφο. Μερικά έργα όμως, όπως το Τάδε έφη Ζαρατούστρας του Νίτσε και το «Είτε – Είτε» του Κίρκεγκορ, καινοτομούν προς άλλες κατευθύνσεις και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Ο προάγγελος αυτός του υπαρξισμού είναι κάτι παραπάνω από μία υποσημείωση στην Επιστημολογία του Σωκράτη, όταν εκείνος συνομιλεί με κάποιο σοφιστή του 5ου αιώνα π.Χ. Η δομή της σκέψης του Κίρκεγκορ είναι τέτοια, που το «Είτε – Είτε», με την αισιοδοξία που του προσδίδει η διέξοδος της πίστης στο χριστιανικό σύστημα αξιών, καταλήγει να είναι πιο ολοκληρωμένο έργο απ’ ότι είναι για παράδειγμα το Είναι και το Μηδέν (1943) του Σαρτρ ή ο Μύθος του Σίσυφου (1942) του Καμί. Τα έργα του Κίρκεγκορ είναι απαραίτητα αναγνώσματα ακόμη και για τους αγνωστικιστές ή τους υποστηρικτές της αριστοτελικής λογικής.