Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/klimakes/dyo-genies-meta-ton-kapodistria-poioi-xartes-poia-xartografhsh
Η αναταραχή που δημιούργησαν οι συνέπειες του Κριμαϊκού Πολέμου επιδεινώθηκε με την εισαγωγή στο πολιτικό πεδίο των μεταρρυθμιστικών ‘δαιμονίων’ των Κουμουνδούρου και Τρικούπη με τα εκσυγχρονιστικά τους αιτήματα· ήταν ένα σημαντικό σημείο καμπής στη μονίμως αγχωτική πορεία της Ελλάδας προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Η μεγάλη απόσταση που χώριζε τη χώρα από τις δύο πρώτες βιομηχανικές επαναστάσεις παρέμενε η ίδια. Ανάμεσα στα νέα αιτήματα ήταν τα επείγοντα για τεχνικά έργα υποδομής (τεχνολογίας δηλαδή), η κατά το δυνατόν επούλωση των ανωμαλιών που διαιώνιζε στη χώρα η γενετική του κράτους ‘αμαρτία’ περί των εθνικών γαιών και η καθυστέρηση της νομικής και γεωμετρικής τεκμηρίωσής τους· επιπλέον η ανάγκη χαρτογράφησης σε κλίμακες μεγαλύτερες εκείνης του γαλλικού Dépôt (1852), η οποία όμως αφορούσε τοπογραφήσεις εδαφών από το 1829 μέχρι το 1840. Τα εκσυγχρονιστικά αιτήματα ήταν βέβαια συνυφασμένα με τη δύσκολη προσπάθεια πίεσης των Ελλήνων να περάσουν από την ευκολία του ‘λέγειν’ και ‘νομοθετείν’ στα στενόχωρα και επίπονα πεδία ωριμότητας του ‘πράττειν’ και ‘εφαρμόζειν’. Την ευκαιρία για αυτό έδινε η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και οι τεχνολογικές (και άλλες συνακόλουθες) αναπτυξιακές ευκαιρίες που θα μπορούσε να προσφέρει η πεδιάδα της στην Ελλάδα. Ήταν όμως το πολιτικό σύστημα της χώρας σε θέση να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της μεγάλης πρόκλησης; Ή θα εμπόδιζαν τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού οι εμπεδωμένες πρακτικές διακυβέρνησης, τα πιεστικά μόνιμα οράματα της γεωγραφικής εθνικής ολοκλήρωσης ―τελικά ευάλωτα στην πραγματικότητα― κατά τα ανεκπλήρωτα συναφή γεωγραφικά συμφραζόμενα της Επιδαύρου και Τροιζήνας και ο ασύμμετρα ανερχόμενος ρόλος των στρατιωτικών στα πολιτικά πράγματα και στη δημόσια ζωή, μαζί με την παγίωση του εχθροπαθούς διχασμού που αναδείχτηκε αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 σε χρονίζουσα ιδιοπαθή κατάσταση; Η απάντηση προς το τέλος του 19ου αιώνα είναι ότι η Θεσσαλία αντί να αποτελέσει ευκαιρία αλλαγής παραδείγματος της χώρας προς τον ευρωπαϊκό δρόμο κατέληξε το θέατρο του ελληνικού δράματος του 1897. Οι δύο χάρτες του 1878, αν και ad hoc παράγωγοι, ο στρατιωτικός τετράφυλλος ‘Γενικόν Επιτελείον 1878’ και ο οκτάφυλλος ‘Πίναξ της Μεσημβρινής Ηπείρου και Θεσσαλίας’ του Χρυσοχόου, κυρίως ο δεύτερος, έπαιξαν ρόλο στις διπλωματικές διαδικασίες εφαρμογής των αποφάσεων του Βερολίνου και των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν στην Πρέβεζα και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και οι χάρτες του Kiepert ―υπό την επιρροή του Παπαρρηγόπουλου― προέβαλαν την Ελλάδα με επιχειρήματα επί των χαρτών στη συγκεκριμένη συγκυρία του Βερολίνου. Οι δύο χάρτες του 1878 συμβολίζουν αφενός τον ανερχόμενο ρόλο των στρατιωτικών στα ζητήματα των τεχνικών έργων υποδομής και της πολιτικής γενικότερα και αφετέρου την ενίσχυση σωματειακών δομών ―μη κυβερνητικών οργανώσεων της εποχής― με αντικείμενο την πραγματοποίηση των οραμάτων της εθνικής ολοκλήρωσης, εξ ορισμού γεωγραφικού περιεχομένου. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου πιέζεται το 1878 για στρατιωτική διεκδίκηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας με ισχυρά ελληνικά ένοπλα τμήματα να εισβάλουν ενθουσιωδώς στον Δομοκό την ημέρα της ανακωχής του ρωσοτουρκικού πολέμου, υπό τον αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο, γνωστό για τη μεγάλη αδυναμία του στην απόκτηση ιδιωτικών γαιών και φερόμενο να εμπλέκεται σε ‘άλλες’ δυσάρεστες για τη χώρα ιστορίες βίας της εποχής... Eπιτελάρχης στην εισβολή ήταν ο συνταγματάρχης μηχανικός Ιφικράτης Κοκκίδης, τον οποίο θα συναντήσουμε λίγο αργότερα ως επιμελητή του ad hoc παράγωγου χάρτη του ελληνικού βασιλείου, του πρώτου με την συμπερίληψη της ειρηνικά ενσωματωμένης Θεσσαλίας (και των Επτανήσων). Η στρατιωτική απόσυρση από τον Δομοκό διατάχθηκε βέβαια αμέσως, όπως και η προηγούμενη ενθουσιώδης εισβολή του 1854, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο, με πρωταγωνιστή και εκεί τον Σκαρλάτο Σούτσο, τότε ως υπουργό των στρατιωτικών... Ένα μήνα μετά τη ρωσοτουρκική ανακωχή η Ρωσία προχώρησε στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αλλάζοντας (ουσιαστικά μονομερώς) τον χάρτη της Βαλκανικής, οδυνηρά για τις ελληνικές εθνικές προσδοκίες, αλλά και για τα συμφέροντα των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων· η αντίδρασή τους οδήγησε ―τέσσερις μόλις μήνες μετά― στο Συνέδριο του Βερολίνου, καταργώντας έτσι de facto τη Συνθήκη και τον ‘νοητό χάρτη’ του Αγίου Στεφάνου. Τα οφέλη για την Ελλάδα ήταν η άμεση διατήρηση του status quo στη Μακεδονία και Θράκη, νότια της Ροδόπης, και η ειδική απόφαση για έναρξη δεσμευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Υψηλής Πύλης για την παραχώρηση εδαφών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Από την άλλη πλευρά, οι περί των εθνικών οραμάτων δραστήριες σωματειακές οργανώσεις που άρχισαν να δημιουργούνται, βραχύβιες στην αρχή, όπως η Εθνική Άμυνα (1876-1883) και η Αδελφότης (1876-1879;) επένδυαν σε χαρτογραφική παραγωγή σχετικά με την Ήπειρο και Θεσσαλία. Αξιοσημείωτη μορφή ήταν ο αυτοδίδακτος χαρτογράφος και ιστοριοδίφης Χρυσοχόου, του οποίου το δύσκολο έργο χρηματοδότησαν οι οργανώσεις. Το έργο του απέβη χρήσιμο στις μετά το Βερολίνο επίπονες διπλωματικές διαδικασίες προσδιορισμού των νέων συνόρων, με κατάληξη την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, στην οποία μάλιστα εισήλθε πρώτα ο ελληνικός στρατός. Τη συμφωνία για τη νέα οριοθέτηση στη Θεσσαλία ανέλαβε να εφαρμόσει επί του εδάφους και χαρτογραφήσει ο έμπειρος ‘ήσυχος’ Ιρλανδός John Charles Ardagh, αφού είχε προηγουμένως χαράξει τα σύνορα της Βουλγαρίας σύμφωνα με τις αποφάσεις του Βερολίνου· μηχανικός αξιωματικός του βρετανικού στρατού ―και της υπηρεσίας πληροφοριών του― που υπηρέτησε από την Ισλανδία στη Μάλτα και Μέση Ανατολή και από την Αίγυπτο, Σουδάν και Νότιο Αφρική μέχρι την Ινδία και το Αφγανιστάν. Μετά από τετράμηνη εργασία ολοκληρώθηκε ο δεκαπεντάφυλλος χάρτης των νέων συνόρων γνωστός ως ‘χάρτης του Ardagh’, ο οποίος τυπώθηκε στο Λονδίνο το 1881 ―το 1882 στα γαλλικά― σε κλίμακα 1εκ./500μέτ. εδάφους, με αρχή των γεωγραφικών μηκών τον μεσημβρινό των Παρισίων. Ο σημαντικός αυτός χάρτης έγινε ταχύρρυθμα, ενόσω συνεχίζονταν οι γερμανικές τοπογραφικές χαρτογραφήσεις στην Αττική. Τα φύλλα του χάρτη των θεσσαλικών συνόρων επικυρώθηκαν ένα μήνα μετά στην Κωνσταντινούπολη από τα μέλη της επιτροπής των εγγυητριών δυνάμεων για τη χάραξη των νέων συνόρων (τώρα περισσότερες από τις τρεις των παλαιών, με την προσθήκη της Αυστροουγγαρίας, Γερμανίας, Ιταλίας υπό τις επιφυλάξεις της Υψηλής Πύλης). Για την Ελλάδα υπέγραψε ο εξηνταπεντάχρονος τότε αξιωματικός του Πυροβολικού Γεράσιμος Μεταξάς, υπασπιστής του Γεωργίου Α΄, με συμμετοχή στην περιπετειώδη εισβολή στη Θεσσαλία το 1854.
Το τέλος της δεύτερης μετά το 1821 χαρτογραφικής περιόδου (1850-1880) βρίσκει τη χώρα στις παραμονές της μεγάλης καμπής, της ενσωμάτωσης των νέων γαιών της Θεσσαλίας, για τις οποίες προκύπτει η ανάγκη προσαρμογής σε άλλο σύστημα δικαίου που είχε πλέον το ελληνικό κράτος. Ήταν όμως εμφανείς οι δυσκολίες ερμηνείας του οθωμανικού ιδιοκτησιακού δικαίου και οι συνθήκες των συνεπειών των προπατορικών αμαρτιών των εθνικών γαιών που κακοφορμισμένες χρόνιζαν από την Επανάσταση. Ενώ η επίσης ειρηνική ενσωμάτωση των Επτανήσων (1864) δεν έφερε μεγάλο ζωτικό χώρο ―εκτός από μια ευρωπαϊκού τύπου πολιτιστική και μορφωτική αύρα και έναν νέο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό και λόγο― η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας βρίσκεται περισσότερο προς την κατεύθυνση της προώθησης του συλλογικού εθνικού οράματος. Όμως, ο μεγάλος ‘σιτοβολώνας’ περιπλέκει ακόμη περισσότερο το ζήτημα των γαιών, με τις μεγάλες εκτάσεις των θεσσαλικών τσιφλικιών τα οποία αγοράζονται από πλούσιους Έλληνες εκτός της ελληνικής επικράτειας. Μετά μισό αιώνα κράτους, η χώρα δεν έχει ακόμα καταφέρει να ρυθμίσει τα των γαιών της, νομικά και γεωμετρικά. Τα προβλήματα των γαιών και οι ασυμμετρίες στην εκμετάλλευσή τους, όπως και τα απαιτούμενα τεχνικά έργα υποδομής, αποτελούν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης διχάζοντας τους αγρότες. Η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να εφαρμόσει πρόγραμμα εθνικής χαρτογράφησης και κτηματολογίου, ώστε να μπει τάξη στον έλεγχο και τη διαχείριση της γης, με βάση την τεκμηριωμένη καταγραφή και απεικόνισή της. Παρά τις μεταρρυθμίσεις του Κουμουνδούρου το 1878 στον τομέα των δημόσιων έργων και των ειδικοτήτων μηχανικών, σχετικά με τα πολιτικά δημόσια έργα υποδομής, υποβαθμίζεται θεαματικά η τεχνική ειδικότητα που θα μπορούσε να αναλάβει το έργο του κτηματολογίου και των χαρτογραφήσεων. Λίγο πριν την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, διαχωρίζεται ο πολίτης μηχανικός ―πολιτικός μηχανικός― από τον στρατιωτικό μηχανικό, κυρίαρχο μέχρι τότε στα τεχνικά έργα. Αυτή η εξέλιξη όμως, η οποία έγινε το 1878 στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της υπηρεσίας των δημόσιων έργων του υπουργείου των Εσωτερικών μέχρι τότε επανδρωμένης αποκλειστικά από στρατιωτικούς μηχανικούς, δεν τους απέκλειε από την πολιτική υπηρεσία των δημοσίων έργων όταν αποχωρούσαν από το στράτευμα. Παρότι με τον καιρό θα αποτελούν μειοψηφία στην υπηρεσία των δημόσιων έργων, οι πρώην στρατιωτικοί μηχανικοί θα συνεχίσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, επηρεάζοντας τα προγράμματα των τεχνικών υποδομών για πολλά ακόμη χρόνια και ιδιαίτερα κατά την πολύ σπουδαία για τα δημόσια έργα τρικουπική περίοδο· όλοι οι διευθυντές της υπηρεσίας δημοσίων έργων του υπουργείου των Εσωτερικών από την ίδρυσή της το 1878 μέχρι το 1912 θα είναι πρώην στρατιωτικοί μηχανικοί. Οι στρατιωτικοί μηχανικοί, ως ελίτ αξιωματικοί επιστημονικού όπλου (του Μηχανικού) και στο πλαίσιο της έμμεσης ή άμεσης εμπλοκής του στρατεύματος στην πολιτική ζωή της χώρας, ουσιαστικά καθόριζαν τα δημόσια τεχνικά έργα και σε επίπεδο αποφάσεων και σε επίπεδο εφαρμογών. Είτε στο στράτευμα είτε στην πολιτική υπηρεσία των δημοσίων έργων, κατά το esprit du corp που διακρίνει (ιδίως) τους στρατιωτικούς, επηρέαζαν όχι μόνο την τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και την τεχνική εκπαίδευση από τα πρώτα μόλις βήματα του νέου κράτους· χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αξιόλογου αξιωματικού μηχανικού Δημητρίου Σκαλιστήρη καθηγητή γεφυροποιίας στη Σχολή Ευελπίδων, διευθυντή του Βιοτεχνικού Σχολείου (εξέλιξη του Σχολείου Τεχνών) από το 1864 μέχρι το 1873 και λίγο αργότερα της υπηρεσίας δημοσίων έργων του υπουργείου Εσωτερικών από το 1878 μέχρι το 1883. Αλλά οι στρατιωτικοί μηχανικοί επηρεάζουν και την επαγγελματική οργάνωση των μηχανικών γενικότερα, με τη συμμετοχή τους π.χ. στη δημιουργία το 1898 του δραστήριου και με επιρροή Πολυτεχνικού Συλλόγου, πρόδρομο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Όμως η γρήγορη άνοδος της ειδικότητας του πολιτικού μηχανικού στη χώρα μείωνε σταδιακά τη συμμετοχή των στρατιωτικών στα ‘ορατά’ στους πολλούς έργα υποδομής (οδοποιία, γεφυροποιία, σιδηρόδρομος, σήραγγες, λιμενικά έργα, μεγάλες κατασκευές) που αποτελούσαν την αιχμή του τρικουπικού εκσυγχρονιστικού προγράμματος. Αντίθετα, η υποβάθμιση των σπουδών της πολιτικής ειδικότητας των τοπογράφων/χωρομετρών, που επέφερε η μεταρρύθμιση του 1878, ενίσχυσε τη μεγάλη εμπλοκή των στρατιωτικών μηχανικών στα σχετικά με αυτήν την ειδικότητα έργα (τοπογραφήσεις, χαρτογράφηση, κτηματολόγιο). Ίσως αυτό να έγινε ως αντιστάθμιση της μειούμενης συμμετοχής των στρατιωτικών μηχανικών στα έργα πολιτικού μηχανικού. Ο ρόλος και η συμμετοχή των στρατιωτικών στα θέματα των αποτυπώσεων και απεικονίσεων του γεωγραφικού χώρου ―απαραίτητων τεχνικών έργων, αλλά λιγότερο ‘ορατών’ στους πολλούς― θα γίνει γρήγορα κυρίαρχη, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας. Σε αυτό συνηγορούσε βέβαια και η διεθνής πρακτική, σε άλλες όμως πολύ διαφορετικές συνθήκες κρατικής υπόστασης και νοοτροπιών. Αλλά και το υπερφορτισμένο περιβάλλον των οραμάτων της εθνικής ολοκλήρωσης, με γεωγραφικά συμφραζόμενα, συνέβαλαν στην με τον καιρό ολοκληρωτική κυριαρχία των στρατιωτικών στις χαρτογραφήσεις. Η δυναμική που αναπτύχθηκε τότε, συμπαρέσυρε και το κτηματολόγιο, έργο πολιτικό, εκτός στρατιωτικής αρμοδιότητας αλλού. Ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός, παρά τις προσπάθειες ανάπτυξης σχετικών δομών εκτός στρατιωτικού ελέγχου, δεν μπόρεσε να επιβληθεί στον τομέα αυτό, παρά τις αρχικές σοβαρές προθέσεις. Ίσως και γιατί οι Έλληνες, με τις εμπειρίες τους από το δράμα των εθνικών γαιών, δεν είχαν κανένα πλέον ενδιαφέρον για την νομική και γεωμετρική τεκμηρίωσή τους· υπήρχαν φαίνεται και άλλοι τρόποι ιδιοποίησης της γης... Η τρίτη μετά το 1821 χαρτογραφική περίοδος της χώρας (1880-1910) παραμένει οριστικά στον στρατιωτικό τομέα, ουσιαστικά μέχρι το 1974, ακόμα και όταν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αρχίσει σταδιακά την αποστρατικοποίηση των σχετικών με τον γεωγραφικό χώρο έργων. Στην Ελλάδα, μετά το 1880, οι ‘άυλες’, μη ‘ορατές’ στους πολλούς γεωδαιτικές, τοπογραφικές και χαρτογραφικές εργασίες, αλλά και το κτηματολόγιο, δεν εννοούνται ως (πολιτικά) δημόσια έργα. Σε μια τεχνολογικά καθυστερημένη χώρα, με τα περί των γαιών σύνδρομα, δεν μπορούσαν να γίνουν εύκολα κατανοητά ως τεχνικά έργα στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία, όπως άλλωστε ίσχυε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και πριν από αυτήν. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις καταλογραφήσεις των Ηλιού και Πολέμη, στην Ελληνική Βιβλιογραφία της περιόδου των έξι χρόνων που εξετάστηκε (1864-1900), στις τριάντα εκδόσεις με θέμα την τοπογραφία-γεωδαισία και τη χαρτογραφία οι είκοσι δύο (το 61%) προέρχονται από στρατιωτικούς συγγραφείς και μόλις οκτώ από πολίτες, μεταξύ των οποίων, με πέντε εκδόσεις από το 1883 μέχρι το τέλος του αιώνα, ο χωρομέτρης Ιωάννης Λαζαρίμος ―μετέπειτα και αρχιτέκτων με έργο του το δημοτικό θέατρο Πειραιώς. Επίσης μόλις πέντε είναι για την ίδια περίοδο και οι καταγραφές στο λήμμα περί των εθνικών γαιών: δύο εκθέσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφερόμενες στις νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Οικονομικών και μια έκθεση του ίδιου υπουργείου, μία εισήγηση και πρόταση νόμου στη Βουλή του βουλευτή Ναυπάκτου Ευθυμίου Πλαστήρα το 1868, και μια σχετική μελέτη του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου το 1879.
Σε αυτό το καθεστώς μπήκε η διευρυμένη χώρα στην τρίτη μετά το 1821 χαρτογραφική της περίοδο (1880-1910). Χωρίς ακόμη δημόσια υπηρεσία κτηματολογίου και χαρτογραφήσεων και με πλήρη αρμοδιότητα του υπουργείου των Στρατιωτικών για τον τομέα αυτό. Ο επίσης ad hoc παράγωγος οκτάφυλλος χάρτης του Βασιλείου της Ελλάδος του Γερμανού Αλδενχόφεν (1838, κλίμακας 1εκ./4χλμ.) της πρώτης χαρτογραφικής περιόδου (1821-1850) και ο εικοσάφυλλος πρωτογενής (τοπογραφικός) χάρτης της Ελλάδος των Γάλλων του Dépôt (1852, κλίμακας 1εκ./2χλμ.) της δεύτερης χαρτογραφικής περιόδου (1850-1880), δεν ήταν αρκετοί για να περιγράψουν τη διευρυμένη επικράτεια μετά το 1881. Η λύση δόθηκε από έναν ad hoc νέο παράγωγο (συνθετικό) ενδεκάφυλλο χάρτη του Βασιλείου της Ελλάδος, με την συμπερίληψη της Θεσσαλίας και Άρτας, τον λεγόμενο ‘χάρτη Κοκκίδη’ (1884, κλίμακας 1εκ./3χλμ.), αφού είχε προηγηθεί η νομοθέτηση της δυνατότητας πρόσκλησης αλλοδαπών ειδικών για τις ανάγκες του στρατεύματος ―μεταξύ των οποίων και οι χαρτογραφήσεις, επαληθεύοντας τη ρήση Χρυσοχόου του 1879. Για τη σύνταξη του νέου χάρτη χρησιμοποιούνται τα φύλλα του ‘πρόχειρου’ αυστριακού στρατιωτικού χάρτη von Scheda
(των αρχών της δεκαετίας του 1870, σε κλίμακα 1εκ./3χλμ.) ―απεικόνιζαν τα νέα εδάφη της ελληνικής επικράτειας― και σμικρύνονται κατά 1,5 φορές τα είκοσι φύλλα του χάρτη του Dépôt (από 1εκ./2χλμ. σε 1εκ./3χλμ.), ώστε να προσαρμοστούν στην κλίμακα και τις διαστάσεις των αυστριακών φύλλων. Σε αυτή την ad hoc παράγωγη χαρτογραφική σύνθεση προσαρμόζονται κατάλληλα και τα νέα σύνορα της χώρας με σμίκρυνση, κατά 6 φορές, των φύλλων του χάρτη Ardagh (από 1εκ./500μέτ. σε 1εκ./3χλμ.). Τα ένδεκα φύλλα τα νέου χάρτη του διευρυμένου Βασιλείου παράχθηκαν και εκτυπώθηκαν το 1884 στο ιδιαίτερα προηγμένο την εποχή εκείνη καισαροβασιλικό στρατιωτικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο της Βιέννης, σε δύο εκδόσεις, στα ελληνικά και γερμανικά, με τη συμβολή του πολύγλωσσου Ιφικράτη Κοκκίδη, κοσμοπολίτη στρατιωτικού μηχανικού και γνωστού από τα κτιριακά έργα του, π.χ. τα μέγαρα των ιστορικών συλλόγων ‘Παρνασσός’ και ‘Δαναός’ στο Άργος. Η εκ των ενόντων ‘λύση’ που φάνηκε να δόθηκε με τον χάρτη Κοκκίδη ήταν επιστροφή στο παρελθόν. Μία εκ των ενόντων σύνθεση υπαρχόντων παλαιότερων στρατιωτικών χαρτών σε κλίμακα που δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα των γαιών που έθετε η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας· δεν ήταν λύση ευρωπαϊκού κράτους που εισέρχεται στην τελευταία εικοσαετία του αιώνα. Έδειχνε κράτος που μετά από μισό αιώνα δεν είχε κάνει τίποτε στο θέμα του κτηματολογίου και των χαρτογραφήσεων και με τους Γερμανούς να συνεχίζουν με υπομονή τις χαρτογραφήσεις τους στην Αττική με ό,τι πιο σύγχρονες μεθόδους είχε να παρουσιάσει η επιστήμη των εδαφικών αποτυπώσεων και απεικονίσεων. Για τον φιλόδοξο τρικουπικό εκσυγχρονισμό, υποστηριζόμενο από ισχυρούς παράγοντες του ευημερούντος ελληνισμού ευρωπαϊκών πόλεων, η πρόκληση στον τομέα αυτό είχε φτάσει σε οριακό σημείο· τη δεκαετία του 1880 ο Τρικούπης ήταν πρωθυπουργός μακρόβιων (για τα τότε δεδομένα) και παραγωγικών σε ‘ορατά’ τεχνικά έργα υποδομής κυβερνήσεων, 1882-1885 και 1886-1890. Το έργο του κτηματολογίου και των χαρτογραφήσεων, αν και ‘μη-ορατό’ όσο τα άλλα, δεν μπορούσε πλέον να λείπει από τον ορίζοντα του τρικουπικού σχεδίου. Άλλωστε η πρώτη αμιγώς ελληνική τοπογραφική χαρτογράφηση στη Θεσσαλία είχε αισιόδοξα αποτελέσματα κατά το β΄ μισό της δεκαετίας. Ήταν το ιδιαίτερα σημαντικό έργο του γαλλοσπουδασμένου ανθυπολοχαγού Αλέξανδρου Νικ. Μαυροκορδάτου (εγγονού του διάσημου συνονόματου) καθηγητή τοπογραφίας στη νεοσύστατη Σχολή Υπαξιωματικών ―ιδρύθηκε το 1884 και καταργήθηκε το 1889. Το ενδιαφέρον για τις επιστημονικές χαρτογραφήσεις της περιόδου φαίνεται από τη σχετική τεχνική βιβλιογραφία, η οποία εμπλουτίζεται θεαματικά τη δεκαετία αυτή με σωρεία βιβλίων (είκοσι την περίοδο 1882-1889, έναντι δύο τη δεκαπενταετία 1864-1878 και εννέα τη δεκαετία 1890-1900). Όμως θα γινόταν τα απαραίτητα έργα εντός του παραδοσιακού πλαισίου της στρατιωτικής επιρροής ή εκτός στρατιωτικού πλαισίου, όπως πίεζαν τον Τρικούπη σύμβουλοί του γνώστες των ευρωπαϊκών εξελίξεων στους τομείς αυτούς, τους τόσο πολύ καθυστερημένους στην Ελλάδα, δύο γενιές μετά τον Καποδίστρια;
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία
Α. Οικονόμου. ‘Συνοπτική ιστορία των δημοσίων έργων της Ελλάδος’. Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος. Τομ. 1, Τχ. Α΄, Αθήναι, ΤΕΕ 1935, 217-247
Φ. Ηλιού, Π. Πολέμη. Ελληνική βιβλιογραφία 1864- 1900. Τομ. Α΄, Β΄, Γ΄, ΕΛΙΑ, 2006.
Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
Ε. Λιβιεράτος. Χώρας Χαρτών Γράφειν. Με αφορμή τα 130 χρόνια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2020. ISBN 978-960-243-722-3.