Χάρτης 34 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-34/tehnasmata/minwtayros
Το παράθυρο απόψε, το είχε ανοίξει διάπλατα. Δεν το συνήθιζε. Το κρεβάτι τους ήταν κολλητά στον τοίχο και με το ένα της χέρι χάιδευε το φύλλωμα της λεμονιάς. Για να χαϊδεύει ακόμα φύλλα έξω από το ανοιχτό παράθυρο, να ψηλαφεί το βελουδένιο του πάνω μέρους και το νευρώδες του κρυμμένου, θα πει πως ήταν ακόμα νέα και καλή, και τι πιότερο ταιριάζει στα νιάτα και στην αγαθότητα παρά τα όνειρα και η ελπίδα. Το άλλο χέρι, ωστόσο, ήταν προδοτικά κολλημένο στο πλευρό της. Δεν τον κρατούσε απόψε αγκαλιά, μη χρειαστεί ν’ ανασύρει το χέρι από κάτω απ΄ το κορμί του και τον ξυπνήσει, καθώς θα σηκωνόταν για να φύγει.
Μέχρι και τα τζιτζίκια είχαν σωπάσει, σα να ετοιμάζονταν να βγάλουν ετυμηγορία εις βάρος της, εκείνη όμως είχε πάρει την απόφασή της. Όταν άκουσε την ανάσα του βαριά, ανακάθησε στο στρώμα. Με αυτόματες κινήσεις σηκώθηκε, πήρε την έτοιμη βαλίτσα απ΄τη ντουλάπα, κατέβηκε τις σκάλες. Η μικρή κοιμόταν στο κάτω δωμάτιο. Βγήκε νυχοπατώντας.
Στην πλατεία είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Περισσότερος από όσους θα πίστευε κανείς. Είχαν στήσει μια πρόχειρη εξέδρα, όπου, αναμαλλιασμένος, τους μιλούσε ο εμψυχωτής. Οι περισσότεροι δεν έμπαιναν καν στον κόπο να προσποιηθούν ότι τον άκουγαν. Ήταν άκαμπτοι, παγωμένοι, παραταγμένοι, ο ένας πίσω από τον άλλον στον πάγκο όπου έπαιρναν παρουσίες.
Στάθηκε κι εκείνη στην ουρά, δήλωσε το όνομά της. Αναρωτιόταν τι σκοπιμότητα είχε η γραφειοκρατία. Πιθανόν να τους έστηναν κάποτε μνημείο και να έπρεπε κάπως να τους καταγράψουν. Οι προετοιμασίες τους, ωστόσο, που είχαν γίνει με πλήρη μυστικότητα, ακύρωναν κάθε διάθεση ρομαντισμού. Είχαν στείλει προπομπούς, επιλέξει την καινούργια αποικία, μελετήσει τις δυνατότητες καλλιέργειας του εδάφους. Σπηλιές και φυσικά βαθουλώματα θα μετατρέπονταν σε προσωρινά καταλύματα. Ήταν όλοι τους νέοι και ακμαίοι και σε αναπαραγωγική ηλικία. Θα ξεκινούσαν απ΄το μηδέν.
Τόσο απλά, τόσο ψυχρά. Οι τελευταίοι άνθρωποι. Οι τελευταίοι υγιείς άνθρωποι, οι θεμελιωτές του μέλλοντος, έρχονταν στ΄αυτιά της τα ξέφτια του λόγου του εμψυχωτή. Κραύγαζε συριχτά κι αυτός, να μην ξυπνήσει η πόλη. Οι διαδικασίες δεν πήραν πολύ ακόμα. Ξεκίνησαν τη βουβή πορεία τους. Πεζή.
Πίστευε πως η ανθρωπιά ή η απανθρωπιά του εγχειρήματος θα βασάνιζε το μυαλό της, όμως, το μόνο που πλέον σκεφτόταν, ήταν ο δρόμος. Αν θα της έφταναν τα μπουκάλια το νερό. Η αμμωνία για τα τσιμπήματα. Τα άλλα ήταν ακόμα μίτος ατύλιχτος, όλο αδέσποτες κλωστές και κόμπους.
——— ≈ ———
Έπρεπε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον να κατέβουν τα βράχια. Ζώστηκε το ίδιο σκοινί με μια κοπέλα. Στο πρόσωπό της είδε το πρόσωπο της μικρής της κόρης.
Η μεγάλη είχε εξοντωθεί πριν από μια εβδομάδα. Η ίδια, με χέρια ψύχραιμα, είχε αδειάσει την καραμπίνα, την ίδια καραμπίνα που είχε φέρει ο άντρας της στο σπίτι, την καραμπίνα για την οποία είχε σθεναρά διαμαρτυρηθεί, η ίδια λοιπόν άδειασε το όπλο πάνω στην πρωτότοκή της. Την έθαψαν στον κήπο καθόσον η καρότσα διαλογής νεκρών είχε σταματήσει προ πολλού να περνά.
Έπειτα δήλωσε στον άντρα της πως έπρεπε να φύγουν από κει και κείνος της απάντησε, να πάνε πού; Ήταν ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και θα το είχαν έτοιμο το αντίδοτο για τη μετάλλαξη, ήταν «θέμα χρόνου». Αυτό τής είπε κι αρνήθηκε να το συζητήσει περαιτέρω. Εκείνος λοιπόν έφταιγε που έφυγε μονάχη της κι άφησε τους δυο τους πίσω. Κι αν του άφησε τη μικρή, ήταν για εκείνον και μόνο. Του άφησε τη δύναμή του, να βρει το αντίδοτο το συντομότερο. Όσο για την ίδια, εκείνη είχε μάθει να κινείται, ευθεία αλλά και σε κύκλους, αν αφηνόταν να ξεγελαστεί αρκετά.
Έκανε κύκλους αναμφίβολα γιατί όλα αυτά κάπου τα είχε ξαναδεί: τα βράχια, την ετοιμόρροπη γέφυρα που άγγιζε σχεδόν το νερό και οι ριπές της πιτσιλούσαν το πρόσωπο, και δεν ήταν σε όνειρο νυχτερινό, αλλά σε όνειρο φυγής, ελευθερίας, μια άλλη φορά που πάλευε για τη ζωή της, δεν έχει σημασία πότε γιατί πάντα για τη ζωή της πάλευε. Κι η αρρώστια που μάστιζε την πόλη ήταν μονάχα η αφορμή για να βγουν τα ποντίκια από τις σκοτεινές τρύπες τους και να διεκδικήσουν μια θέση στο φως. Αυτό διαπίστωσε, μα ο δρόμος που έπρεπε να διασχίσουν ήταν δαιδαλώδης, αχαρτογράφητος κι η διαπίστωση, αντί να την ανακουφίσει, τη γέμισε τύψεις πιότερες.
——— ≈ ———
Στη στάση που έκαναν για ξεκούραση, είδε τη συστάδα από τρίχες στην κλείδωση του δεξιού της αγκώνα και κατάλαβε ότι ο λαβύρινθος πλησίαζε στην έξοδό του.
Δεν είχε φύγει στην πραγματικότητα ποτέ. Ήταν ακόμα στο παράθυρο, κι η λεμονιά είχε φυτρώσει στο χέρι της, από την παλάμη μέχρι τον αγκώνα. Πριν έρθουν τα μεσάνυχτα, θα όρθωνε το ανάστημά της στο φεγγάρι, ολότελα καλυμμένη με νεύρα και βελούδο, και θα αφάνιζε εφτά νέους κι εφτά νέες από τους νέους της συντρόφους, προτού εκείνοι προλάβουν να αντιδράσουν. Η νέα εποίκιση θα καθαγιαζόταν από αίμα κι ανθρώπινα θύματα, όπως η παλιά.
Ίσως και όχι.
Πλησίασε την κοπέλα που έμοιαζε στην κόρη της τη μικρή. Καθόταν σε ένα βράχο και κοιτούσε ίσα μπροστά, απορροφημένη σε κάτι αόρατο.
«Ρίξε μου», της είπε, και της έτεινε το χέρι της που κρατούσε την καραμπίνα. «Τελείωσέ το τώρα».
Όταν όμως η κοπέλα γύρισε να την κοιτάξει, είδε τα μάτια του Μινώταυρου να καρφώνονται στα δικά της.