Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/afierwma/to-idaniko-syntagma-ths-epanastashs
Το Ελληνικόν Έθνος, «μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας», κηρύσσει «ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Το προοίμιο από το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος (1822) συμπυκνώνει τον επαναστατικό πυρήνα. Δεν είναι η βούληση του έθνους να υπάρξει πολιτικά ελεύθερο. Είναι η δήλωση της παρουσίας του, η ώρα της πολιτικής του γένεσης. Ο συλλογικός πολιτειακός αυτοκαθορισμός προϋποθέτει διάπλαση συνειδήσεων, πνευματική συγκρότηση και ώριμες ιδέες για την αξία και το νόημα της ελευθερίας. Όσοι προετοιμάζουν την Επανάσταση και πολεμούν για αυτήν μετέχουν στον αγώνα του έθνους, ο οποίος ξεπερνά την ιστορική συγκυρία, επειδή το έθνος αποτελεί τη συλλογική προβολή στο μέλλον. Η Επανάσταση ορίζεται τόσο από την αρχή της, την ανεξαρτησία, όσο και από το τέλος της, τον σκοπό. Μπορεί μία ουτοπία να προσανατολίζει; Να αποτελεί τον προορισμό στη μακρά ιστορική διαδρομή; Η Επανάσταση είναι μία επαγγελία που ανανεώνεται κάθε φορά που οι παλιές ιδέες χάνουν τους χυμούς τους και ο συλλογικός πολιτικός βίος μαραίνεται σε ξηρές και άγονες τελετουργίες.
Η Ελληνική Νομαρχία (1806) το εκφράζει επιγραμματικά. Τι είναι ελευθερία; Στην αναρχία ελεύθεροι είναι οι ισχυρότεροι, στην τυραννία ουδείς, στη νομαρχία όλοι. «Χωρίς νόμους, και χωρίς κριτάς, ο άρπαξ ονομάζει τας αρπαγάς του αποτέλεσμα της ελευθερίας». Στην τυραννία ελευθερία είναι να υπακούς στις προσταγές του κυρίου. Στη νομαρχία όμως «η ελευθερία ευρίσκεται εις όλους, ωσάν όπου όλοι κοινώς την αφιέρωσαν εις τους νόμους, τους οποίους διέταξαν αυτοί οι ίδιοι, και υπακούοντάς τους καθείς υπακούει εις την θέλησίν του και είναι ελεύθερος». «Η οθωμανική διοίκησις είναι τυραννική. Οι νόμοι των είναι ατελείς, σκληροί και ολίγοι. Η πρώτη διαταγή των νόμων των είναι, να νομίζουν τους λόγους του τυράννου ως νόμους απαραβάτους» [Ελληνική Νομαρχία, 24 Γράμματα (2011), σ. 4, 28.]
Η Επανάσταση του 1821 πλαισιώνεται από δύο ζωογόνες πηγές έμπνευσης και δημιουργίας. Η μία είναι ο Θούριος του Ρήγα, ήτοι ορμητικός πατριωτικός ύμνος, άσμα πολεμιστήριο. Συνοδεύει το Σύνταγμα του Ρήγα και συνδέει το Σύνταγμα στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνισμού με τους πρώτους στοίχους του Θούριου, σε σχέση αξεδιάλυτη, οργανική: «Ως πότε παλλικάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λοντάρια, στες ράχες, στα βουνά; […] Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Το Σύνταγμα του Ρήγα, η Νέα Πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας (1797), όπως και το πρότυπό του, το Γαλλικό Σύνταγμα και η Διακήρυξη του 1793, αν και δεν εφαρμόστηκε, ενέπνευσε και θεμελίωσε τη ριζοσπαστική, δημοκρατική συνιστώσα της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης.
Το Σύνταγμα-επιτομή του απελευθερωτικού αγώνα συνυπάρχει με την άλλη μεγάλη φλέβα της πολιτικής μας παράδοσης, τη διδασκαλία του Κοραή για την ήρεμη επαναστατικότητα της ευνομίας και της ισότητας. «Σωτήριο Λουτρό» που αποκαθάρει τη συνείδηση, απελευθερώνει εσωτερικά τον άνθρωπο και τον ξεπλένει από τα πάθη της τυραννικής εξουσίας, επειδή τον βοηθά να ξεπεράσει το στρεβλό δίλημμα, δούλος ή δεσπότης. Η ευνομία και η ισότητα αποκαθιστούν τις συνθήκες της πολιτικής ενότητας με ελευθερία και δικαιοσύνη, με κριτήριο την αρετή. Ο νεότερος ελληνισμός βιώνει το πνεύμα της Επανάστασης και ζητεί το ιδανικό της Σύνταγμα, το δικό του Σύνταγμα, στην αρμονική σύζευξη της παράδοσης του Ρήγα και του Κοραή.
Αν η στιγμή της ανεξαρτησίας συμπυκνώνει το ιδανικό Σύνταγμα της Επανάστασης, το πραγματικό Σύνταγμα αντιμετωπίζει το δύσκολο έργο να θεμελιώσει και να στεριώσει πολιτικούς και κρατικούς θεσμούς. Η Ελληνική Επανάσταση ξεκινά από μηδενικό σημείο: στερείται τόσο πολιτικό όσο και κρατικό υπόβαθρο. Για τον Κοραή μάλιστα ξεκινά από αρνητική βάση, γιατί χρειάζεται να αποβάλει τα «τουρκικά μαθήματα». Η Επανάσταση δεν αποβλέπει στην αλλαγή της ταυτότητας των τυράννων, αλλά στην εξάλειψη της δομής της τυραννίας.
Αν το ιδανικό Σύνταγμα περιλαμβάνει τον αξιακό πυρήνα της πολιτικής ύπαρξης του έθνους, το πραγματικό Σύνταγμα ξεδιπλώνει τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της πολιτικής συγκρότησης του έθνους-κράτους.
Ακόμη και η γλώσσα είναι δοκιμαστική, αβέβαιη, διευρευνητική: Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας (1821). Σύστημα Πολιτικό (Σάμος, 1821, α΄ έτος της ελευθερίας), Προσωρινό Πολίτευμα (Διοίκησις) της Επιδαύρου (1822). Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) χρησιμοποιεί τον όρο που τελικά επικρατεί.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα συγκροτούν προσωρινή διοίκηση, μέχρι να συγκροτηθεί η «σταθερά διοίκησις» (Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος), αλλά δεν αποκλείεται να διατηρηθούν παράλληλα με την Εθνική Βουλή (Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος), παραπέμποντας σε αυξημένη τοπική αυτονομία, αν όχι σε ομοσπονδία. Τα προεπαναστατικά συνταγματικά κείμενα και τα τοπικά πολιτεύματα δείχνουν το διαφορετικό επίπεδο συνταγματικής ανάπτυξης των Ιονίων νήσων. Η Κατάστασις της Επτανήσου Πολιτείας (1803) αποτυπώνει ασύγκριτα υψηλότερο βαθμό ωριμότητας και εξοικείωσης με το συνταγματικό φαινόμενο, σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Τα τοπικά πολιτεύματα καταργεί η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (1823).
Τα Συντάγματα του Αγώνα έχουν καθαρή ιδέα για τη μορφή του πολιτεύματος: δημοκρατικό και φιλελεύθερο, αντιπροσώπευση και κράτος δικαίου. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας διακηρύσσει τη βασική ρήτρα για την κυριαρχία: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το έθνος· πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Προλαμβάνουν, έστω και την ύστατη ώρα, την εποχή των Επαναστάσεων και συνδέονται με το πνεύμα και το νόημά της. Ο αγώνας για την ελευθερία είναι στον πυρήνα της πολιτικής ύπαρξης του νεοσύστατου έθνους-κράτους. Όποτε κλήθηκε έκτοτε από την ιστορία, δεν είχε δίλημμα. Αντιτάχθηκε στην τυραννία με όλες του τις δυνάμεις.
Σε πρώτο χρόνο το κράτος και το πολίτευμα συναιρούνται στο κράτος των νόμων. Τυραννία, Διοίκησις και Αναρχία, συνθέτουν το θεμελιώδες τρίπτυχο. Η διοίκηση είναι άρνηση της δεσποτικής τυραννίας και αποφυγή της αναρχίας. Ο νόμος τίθεται στην προμετωπίδα της Νομικής Διάταξης της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος: «Νόμος κύριος ἐγένετο Βασιλεὺς ἀνθρώπων, ἀλλ᾽ οὐκ ἄνθρωποι τύραννοι Νόμων» (Πλάτων, Όγδοη Επιστολή, 354c.). Όμοια και το Σύνταγμα του Ρήγα, η Νέα Πολιτική Διοίκησις, φέρει προμετωπίδα «υπέρ των νόμων – ελευθερία, ισοτιμία, αδελφότης – και της πατρίδος» που συνοδεύεται από τρεις σταυρούς.»
Παράλληλα, το προοίμιο του Οργανισμού της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος γράφει: «Εν ονόματι της Παναγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος». Όμοια και το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου (1822): «Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος». Το ισχύον Σύνταγμά μας το διατηρεί: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Η θρησκεία συνδέει την Επανάσταση με τη χριστιανική Ευρώπη. Η θρησκεία είναι το κριτήριο που διακρίνει τους πολίτες του νέου κράτους. Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας διαπλέκονται εξ αρχής και περιπλέκονται ως σήμερα.
Αλλά το Σύνταγμα ισορροπεί ανάμεσα στο κράτος και στο πολίτευμα. Αρχικά, η Επανάσταση θυσίασε προσωρινά το Σύνταγμα για να κερδίσει το κράτος την ανεξαρτησία του, μέσα από την Ελέω Θεού Μοναρχία του Όθωνα και τη Βαυαροκρατία. Τα Συντάγματα του Αγώνα δεν άφησαν διακριτά ίχνη στη δομή του κράτους, ούτε το ασθενές εκτελεστικό που αλληλοεξουδετερώνεται με το βουλευτικό στο Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822), ούτε η ενίσχυση του βουλευτικού στο Σύνταγμα του Άστρους (1823), ούτε τέλος η εκδοχή του προεδρικού συστήματος αμερικανικής έμπνευσης, σε σχέση με τη διάκριση των εξουσιών, του Συντάγματος της Τροιζήνας (1827). Γρήγορα όμως οι θεμελιώδεις αρχές των Συνταγμάτων του Αγώνα επικράτησαν στο Σύνταγμα του 1864, με εξαίρεση τη Μοναρχία, εμπλουτισμένες από το 1875 με τον κοινοβουλευτισμό.
*
Το Σύνταγμα, όπως το ανακαλύπτει η Επανάσταση, είναι έργο του αστικού πολιτισμού, προϊόν μακράς εξέλιξης μέσα από τη σύγκρουση των Ευγενών με τον Μονάρχη. Αλλά η άνιση ανάπτυξη και εξοικείωση με τις βάσεις του πολιτισμού αυτού, η πολιτική, γλωσσική και κοινωνική Βαβυλωνία των ελληνικών χωρών, κρύβει τελικά μια υπόκωφη σύγκρουση που άλλοτε ξεσπά με δύναμη και άλλοτε καταλαγιάζει σιγοβράζοντας, η οποία τροφοδοτεί τις δύο συνταγματικές παραδόσεις της Επανάστασης, του Ρήγα και του Κοραή.
Το Σύνταγμα του Ρήγα είναι λαϊκό, δημοκρατικό, πηγαίο, εξισωτικό, ιακωβίνικο, απελευθερωτικό. Το Σύνταγμα του Κοραή είναι ατομοκεντρικό, φιλελεύθερο, στοχαστικό, αστικό και γαλουχημένο στη δική του κουλτούρα του σκληρά εργαζόμενου πολίτη απέναντι στη νεοελληνική ανέχεια. Με τον δικό του τρόπο, μπορεί να γίνει επίσης απελευθερωτικό. Αν είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου και έντιμος με τους άλλους, μπορείς να καταστείς ακέραιος και αυτόνομος σε σχέση με τους όμοιούς σου και το κοινωνικό σύνολο, έχοντας –για νόμο– ίσο μέτρο κρίσης και αμεροληψία.
Τα δύο πολιτισμικά ρεύματα συνυπάρχουν, συμφιλιώνονται σπανίως, συχνότερα συγκρούονται και εκτοξεύουν αμοιβαία περιφρόνηση, πικρία, αγανάκτηση και δυσφορία για την αδικία που διαπράττει η άλλη πλευρά εις βάρος τους. Ήδη από το Σύνταγμα του Άστρους, αυτές οι κοινωνικοπολιτικές διαιρέσεις που ανάγονται σε πάγια γνωρίσματα της νεοελληνικής κοινωνίας οδηγούν σε εμφύλια διαμάχη και υπενθυμίζουν πόσο δύσκολη είναι η συγκρότηση εθνικού κράτους. Αυτόχθονες και ετερόχθονες, ορθόδοξοι και κοσμικοί, ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές, εκσυγχρονιστές και λαϊκιστές – οι μεταμορφώσεις της πολιτισμικής σύγκρουσης είναι ανεξάντλητες, επειδή οι όροι της ανανεώνονται διαρκώς. Οι αστικοί θεσμοί δοκιμάζονται σε μία ασταθή και ως επί το πλείστον μικροαστική κοινωνία που αναζητεί επώδυνα την κοινωνική της ολοκλήρωση.
Η Ελλάδα ήταν το «κράτος της Πελοποννήσου» πριν γίνει μεταπολεμικά το υδροκεφαλικό κράτος της Αθήνας. Το «δούναι και λαβείν», τα δίκτυα, οι πελατειακές σχέσεις και οι «γνωριμίες» έμαθαν τους Έλληνες να βλέπουν το κράτος «δικό τους», προσωπική τους υπόθεση μάλλον παρά δημόσια (res publica). Οικειοποιούνται το κράτος, ενώ αποστρέφονται τον νόμο. Στην αντεστραμμένη σχέση του πολίτη με το κράτος και τον νόμο, η ελληνική κοινωνικοπολιτική δομή διαφέρει από την ευρωπαϊκή. Η παράδοση του Κοραή τρεμοπαίζει σαν αδύναμη φλόγα, δεν παύει όμως να φωτίζει τον δρόμο.
Αλλά μία άλλη όψη της δημοκρατίας, κρίσιμη και πολύ απαιτητική για τα ήθη και τις συνειδήσεις, ριζώνει από νωρίς και γίνεται το καθοριστικό γνώρισμα της συνταγματικής ταυτότητας του ελληνικούς κράτους και της κοινωνίας: η πολιτική συμμετοχή, η καθολική ψηφοφορία και ο θεσμός των εκλογών. Σύνταγμα σημαίνει στην Ελλάδα ελεύθερες εκλογές. Συμβολίζει τη λαϊκή κυριαρχία, την πηγή της εξουσίας. Από το 1843-1844 με νόμο και από το 1864 στο Σύνταγμα, οι βουλευτικές εκλογές με καθολική ψηφοφορία έγιναν η αναγκαία προϋπόθεση για τη νομιμοποιημένη άσκηση της πολιτικής εξουσίας και ο πιο αποδεκτός τρόπος για να παίρνει ο ελληνικός λαός αποφάσεις στα κρίσιμα διλήμματα της ιστορίας του (π.χ. 1915, 2012). Αλλά η Ελλάδα, βαθειά ανδροκρατούμενη κοινωνία, όσο νωρίς αναγνώρισε το δικαίωμα να ψηφίζουν οι άνδρες, τόσο καθυστέρησε να το αποδώσει στις γυναίκες (1952).
*
Ίσως το ιδανικό Σύνταγμα της Επανάστασης υποσχέθηκε έναν θησαυρό που δεν πρόλαβε να σχηματίσει. Δεν είναι καν χαμένη κληρονομιά, είναι μάλλον ανεκπλήρωτη επαγγελία. Το νεοελληνικό κράτος, μαζί με μία συντηρητική κοινωνία που συγκροτήθηκε κάτω από την αιγίδα του, έμελλε τελικά να αντιμετωπίσει με αμφιθυμία και συχνά δίχως ανοχή ούτε περίσσευμα καρδιάς την ατομική ελευθερία. Ο άνθρωπος που αποκλίνει από τα παγιωμένα σχήματα, και τις δογματικές διαιρέσεις δεν είναι ευπρόσδεκτος. Η ελευθεροφροσύνη και πολύ περισσότερο η παρρησία αντιμετωπίζονται μάλλον ως αιρετικές φωνές που υπονομεύουν τον όποιο κοινό αγώνα, αντί για σκέψεις ίσως γόνιμες που τον τρέφουν εμπλουτίζοντας το νόημά του.
Το ιδανικό Σύνταγμα της Επανάστασης κλείνει μέσα του τα στοιχεία που πασχίζει δύο αιώνες τώρα να συνθέσει: τον νόμο, τη δημοκρατία, την ατομική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Στην τρίτη εκατονταετία από το 1821, οι ιδέες και οι θεσμοί του μας συντροφεύουν και μας στοιχειώνουν. Το ιδανικό Σύνταγμα της Επανάστασης μάς εμπνέει και μάς φέρνει αντιμέτωπους με τα μέτρα μας.