Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/afierwma/xlwmos-hlios-gia-ton-fallmerayer-kai-thn-ellhnikh-taytothta
«Τα αθάνατα έργα του πνεύματός του και μερικά ερείπια στα πατρώα χώματα είναι οι μόνοι μάρτυρες μέχρι σήμερα ότι υπήρξε κάποτε ο λαός των Ελλήνων. Και αν δεν είναι αυτά τα ερείπια, αυτοί οι λόφοι σωρών και τα μαυσωλεία, αν δεν είναι το χώμα και η δυστυχία των κατοίκων του για τα οποία οι Ευρωπαίοι της εποχής μας συγκινημένοι εκφράζουν αφειδώς όλη την τρυφερότητα, τον θαυμασμό, τα δάκρυα και την ευγλωττία τους: τότε τάραξε τα βάθη της ψυχής τους ένα άδειο φάντασμα, μια άψυχη μορφή, ένα στη φύση των πραγμάτων ανύπαρκτο ον».*
Αν τάραξε τα βάθη της ψυχής τους, τότε έχει σημασία αν ήταν φάντασμα; Οὐδέποτε νοεῖ ἄνευ φαντάσματος ἡ ψυχή θυμάμαι ότι έλεγε ο Αριστοτέλης καθώς προσπαθώ να γράψω ένα μικρό κείμενο για τον Fallmerayer. Αποδέχτηκα την πρόσκληση υπερβαίνοντας την αρχική διστακτικότητα, διότι με διέγειρε η ευκαιρία να συνομιλήσω με τα φαντάσματα δηλαδή να σκεφθώ επί της πολιτισμικής ταυτότητάς μου. Εδώ θα μπορούσα να είχα γράψει επί της ελληνικής ταυτότητας, διότι η ταυτότητά μου είναι ελληνική. Ωστόσο η ταυτότητά μου δεν είναι αποκλειστικά ελληνική καθώς γεννήθηκα και μεγάλωσα δίγλωσσος στην Γερμανία από Έλληνες γονείς. Ίσως φαίνεται άκομψη η προσωπική αυτοαναφορά· όμως εφόσον δεν γράφω ως ιστορικός, εθνολόγος ή ανθρωπολόγος δεν δεσμεύομαι από επιστημονικές αξιώσεις αντικειμενικότητας. Αλλά ακόμη και αν ήμουν, η αντικειμενικότητα θα αφορούσε ορισμένες πτυχές της ταυτότητας. Δεν υπάρχει επιστήμη της ελληνικότητας όπως δεν υπάρχει επιστήμη της γερμανικότητας και γενικότερα καμίας ταυτότητας. Η παραπάνω διαπίστωση επ’ ουδενί δεν μειώνει την αξία των προαναφερθεισών επιστημών για την κατανόηση της ταυτότητας, απλώς μετριάζει τις απαιτήσεις μας προς αυτές όπως επίσης την ψυχική επίδρασή τους οριοθετώντας τις προσδοκίες για την συμβολή τους. Επιλέγω λοιπόν εδώ να μην γράψω για την ελληνική ταυτότητα ως ένα αφηρημένο θεωρητικό ζήτημα, αλλά ως συγκροτητικό στοιχείο του εαυτού και βίωμα.
Την βίωσα ως παιδί γκασταρμπάιτερ (Gastarbeiterkind) στους ίδιους δρόμους του Μονάχου που περιδιάβαινε ενάμιση αιώνα νωρίτερα ο Fallmerayer. Ενδεχομένως να ένιωθε ένα αντίστοιχο αίσθημα ξένωσης με εμένα όταν περπατούσα στην πόλη με τους γονείς μου, αλλά όχι όταν έπαιζα μόνος, συνήθως μετρώντας κίτρινους σκαραβαίους στα φανάρια καθώς, ως ξανθός, δεν έδειχνα ξένος, τραβώντας τα βλέμματα όπως εκείνοι, ώστε βαθμιαία να αισθάνομαι άτοπος.
Η πολεμική τού Fallmerayer ενάντια στην κοσμική εξουσία του κλήρου την οποία ανέπτυξε στο έργο του για την ιστορία της Τραπεζούντας υποστηρίζοντας πως οδηγεί στην έκπτωση των ηθών και τον μαρασμό της πνευματικής ζωής σε συνδυασμό με την ερευνητική θέση ότι οι Έλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων είχε ως συνέπεια να βρεθεί στο ακαδημαϊκό περιθώριο και σε πολιτική δυσμένεια. Ο Fallmerayer αμφισβήτησε, είτε ηθελημένα με επίγνωση των επιπτώσεων, είτε υποτιμώντας τις, δυο βασικές αρχές της πολιτικής του Λουδοβίκου του Α'. Από την μια την ενίσχυση του καθολικισμού και από την άλλη τον φιλελληνισμό ως επίσημη πολιτική γραμμή του βασιλείου της Βαυαρίας.
Ξανασυναντώντας το όνομα του Λουδοβίκου Α’ μαθαίνω ότι τον βάπτισε ο βασιλιάς Ήλιος, Λουδοβίκος ΙΔ΄ και συνειδητοποιώ ότι είναι ο παππούς κι όχι ο πατέρας του Λουδοβίκου Β’ γνωστού ως βασιλιάς Σελήνης (Mondkönig), όπως αυτοαποκαλούνταν, επειδή κοιμόταν όταν ανέτειλε ο ήλιος διασκεδάζοντας τις νύχτες. Ο Λουδοβίκος Β’ πίστευε ότι η τέχνη είναι ο λόγος για να ζει κανείς και θαύμαζε τόσο τον ανάδοχο του παππού του ώστε αποφάσισε να κτίσει τις δικές του Βερσαλίες στο νησάκι της λίμνης Χερενκίμζε (Herrenchiemsee). Η εκδρομή στο παλάτι του Χερενκίμζε ήταν η μοναδική μακρινή σχολική εκδρομή που έκανα στο δημοτικό.
Παράξενο να γράφω με ελληνικούς χαρακτήρες το όνομα του παλατιού, όσο το ότι δεν θυμάμαι την λίμνη όπου βρίσκεται το νησάκι. Οτιδήποτε γερμανικό γραμμένο στα ελληνικά όπως οτιδήποτε ελληνικό γραμμένο στα γερμανικά μου προξενεί μια ενάλια ζάλη. Θυμάμαι όμως τον ευρυφαή ήλιο, αλλά όχι την διαδρομή με το πλοίο. Θυμάμαι την παλατιανή αίθουσα με τους καθρέπτες, αλλά όχι το είδωλό μου. Τον κήπο, τα δέντρα και τα χαλίκια. Θυμάμαι ότι ήθελα να μοιραστώ την ομορφιά με τον απόντα αδερφό μου. Δεν θυμάμαι να μιλώ με τους συμμαθητές μου, αλλά ούτε να νιώθω μόνος.
Ο Fallmerayer μάλλον ένιωθε κάπως έτσι αφότου ο Johann Nepomuk Ringseis, προσωπικός ιατρός του Λουδοβίκου Α΄, σχολίασε αρνητικά στον μονάρχη τον αντικληρικαλισμό του και την αγάπη του για την Γαλλική Επανάσταση. Επιπλέον ο κλασικός φιλόλογος Friedrich Thiersch, επίσημος σύμβουλος του Λουδοβίκου Α΄ στην φιλελληνική πολιτική του, τον κατηγόρησε ότι παραγνώρισε τον ελληνικό λαό. Ως συνέπεια αυτών η εκλογή του Fallmerayer στην Βαυαρική Ακαδημία των Επιστημών θα καθυστερήσει μέχρι το 1835 και θα είναι η μοναδική μόνιμη θέση που θα κατέχει με εξαίρεση την βραχύβια θητεία του στο πανεπιστήμιο του Μονάχου όπου εκλέγεται ως καθηγητής της Ιστορίας το 1848 για να καθαιρεθεί έναν χρόνο αργότερα. Ο Fallmerayer αρχίζει να μετατρέπεται βαθμιαία από ιστορικός σε πολιτικό συγγραφέα. Τον Μάιο του 1848 αναλαμβάνει σύμβουλος του νέου μονάρχη Μαξιμιλιανού Β΄, πατέρα του Λουδοβίκου Β’, αλλά επειδή υποστηρίζει την ακραία θέση της ενοποίησης της Γερμανίας και της διακυβέρνησής της από έναν δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο χάνει την θέση του.
Η Γερμανία ενοποιήθηκε δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1871. Όταν επανενώθηκε το 1989 ήμουν δεκατριών χρονών και το Βερολίνο φάνταζε μακρινό. Για κάποιον λόγο η επανένωση για μένα ταυτίστηκε με την πόλη αυτή. Ίσως λόγω των εικόνων της πτώσης του τείχους οι οποίες προξένησαν εντός μου τον νόστο ενός οικείου και απροσδιόριστα υποσχόμενου αγνώστου. Μαλλόν γι’ αυτό επέλεξα αργότερα το Βερολίνο έναντι του Μονάχου για την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής. Το Βερολίνο δεν έμοιαζε σε τίποτε με το Μόναχο όπως και η Γερμανία δεν έμοιαζε με την Γερμανία των παιδικών μου χρόνων. Με ξάφνιασε ο ήλιος διότι δεν την θυμόμουν με τόσο φως και συνειδητοποίησα πόσο μου είχε λείψει. Σα να ξαναβρήκα κάτι που δεν γνώριζα ότι είχα χάσει. Διστάζω να γράψω πόσο την αγαπώ. Το να γράψω ότι αγαπώ την Γερμανία ή την Ελλάδα με ξενίζει εξίσου με το να γράψω ότι αγαπώ τον εαυτό μου. Ίσως επειδή αγαπώντας τον εαυτό γίνεται αντικείμενο μιας ενέργειας από μένα τον ίδιο και έτσι υπό μια έννοια βρίσκεται εκτός του εαυτού. Αλλά αν βρίσκεται εκτός τότε δεν μπορεί να βρίσκεται ολόκληρος εκτός καθώς τότε δεν θα υπήρχε ως αγαπών. Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέρος του εαυτού αγαπά ένα μέρος του ενδεχομένως διαφορετικό ή ίσως το ίδιο. Εντούτοις στην χριστιανική προστακτική αγαπάτε αλλήλους ακολουθεί το ως εαυτόν πράγμα που σημαίνει ότι η αγάπη για τον συνολικό εαυτό θεωρείται δεδομένη και πρωταρχική. Αλλά μπορεί κανείς ν’ αγαπήσει τον εαυτό χωρίς να τον έχουν αγαπήσει ή χωρίς ν’ αγαπά κάποιον άλλον;
Αν για ν’ αγαπήσω την πατρίδα πρέπει να βρίσκομαι εκτός της, όχι με την έννοια της φυσικής απόστασης, αν και ενίοτε ήδη αυτή συντελεί στην φιλοπατρία, αλλά εκτός της εμπειρίας της εθνικής ταυτότητας, του εαυτού ως Έλληνα, τότε για να την αγαπήσω πρέπει να διαθέτω μια δεύτερη πατρίδα. Αυτό μοιάζει παράδοξο διότι οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν την πατρίδα τους δίχως να διαθέτουν δεύτερη. Ή μήπως αντιλαμβάνονται την πατρίδα τους αδιαχώριστα από τον εαυτό τους; Αν είναι έτσι, τότε ο,τιδήποτε βρίσκεται εκτός του ενσώματου εαυτού αποτελεί το αγαπώμενο μέρος της πατρίδας, ενώ ο ενσώματος εαυτός αποτελεί την αγαπούσα πατρίδα. Απεναντίας όσοι έχουν περισσότερες πατρίδες βιώνουν τον εαυτό μέχρι έναν βαθμό ως διαχωρισμένο από την καθεμία. Έτσι αγαπούν την πατρίδα τόσο μέσω όσο και από άλλες πατρίδες. Πάρα ταύτα δεν μπορώ να εξηγήσω πώς αγαπώ τις πατρίδες μου. Το ρήμα εξακολουθεί να με αφήνει αμήχανο. Όμως οι ναζί αγαπούσαν τον Fallmerayer. Στην Κατοχή οι έχοντες κλασική παιδεία αξιωματικοί χρησιμοποιούσαν την θεωρία του για την καταγωγή των Ελλήνων προκειμένου να εκλογικεύσουν τα εγκλήματά τους. Φαντάσματα των προγόνων, φαντάσματα του Αριστοτέλη.
Έβρεχε όταν είδα τον Λουδοβίκο ΙΙ του Βισκόντι στην γερμανική ταινιοθήκη. Δεν αναγνώρισα την παλατιανή αίθουσα με τους καθρέπτες όπου η Romy Schneider, υποδυόμενη την Ελισάβετ της Αυστρίας, γελά από θαυμασμό. Θυμήθηκα την αίθουσα με τους καθρέπτες ή μήπως φαντάστηκα πώς ήταν; Μπορεί κανείς να θυμάται την παιδική ηλικία δίχως συγχρόνως να την φαντάζεται; Αν έχει δίκιο ο Roland Barthes και η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, τότε ανακαλώντας την στην μνήμη την αναπλάθουμε με την φαντασία συμπληρώνοντας τα κενά, την εξωραΐζουμε και, εν τέλει, κάθε φορά την αφηγούμαστε εκ νέου. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο ένας κίτρινος σκαραβαίος είχε σταματήσει στα φανάρια. O Jakob Philipp Fallmerayer θνήσκει την άνοιξη του 1861 στο Μόναχο. Στην τελευταία καταχώριση στο ημερολόγιό του θα γράψει: «Χλωμός ήλιος».
*Jakob Philipp Fallmerayer, Reden und Vorreden. Hrsg. und eingeleitet von Eugen Thurnher (Stifterbibliothek. Neue Folge. 23), Salzburg/München 1984, σ. 59.