Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/afierwma/dialektiko-papigion-foystaneles-kai-polybola
Εδώ θα καταγράψω τις σκέψεις μου άτακτα, και ίσως όχι με μιαν άσκοπη σύγγχυση: αυτή είναι η αληθινή τάξη, όπου πάντα θα δηλώνει το αντικείμενό μου διά της ίδιας της αταξίας. Θα τιμούσα πολύ το θέμα μου, αν το πραγματευόμουν με τάξη, γιατί θέλω να δείξω ότι είναι ανίκανο για κάτι τέτοιο.
ΜΠΛΕΖ ΠΑΣΚΑΛ, Σκέψεις
Μας πήγαιναν, υποχρεωτικώς, στον σινεμά (έτσι, αρσενικό, ο σινεμάς, και κλινόμενο), κάθε Σάββατο, σε ηρωικά πατριωτικά φιλμ, έλεγε ο Οδυσσέας Γεωργίου στον Ρασκόλνικοφ της Κυψέλης τον Δεύτερο, τον και Ράσκυ ΙΙ λεγόμενο, μες στην Τίγκα Καραντίνα την Δεύτερη, ναι, ήταν υποχρεωτικός ο σινεμάς κάθε Σάββατο, πρωί, με γραμμές, ανά δύο, δέκα προ μεσημβρίας, ένα είδος προπαγάνδας για ανήλικα, κάτι σαν αναμόρφωση μαζική για τα αμούστακα, και, βέβαια, για μας ήταν η ώρα, το δίωρο, ενίοτε μάλιστα και το τρίωρο, της παρανοϊκοκριτικής, τύπου Νταλί, υπερκαζούρας, μιας και, με την εξαίρεση καμιά δεκαριά ήδη βλαμμένων, και ήδη αναμορφωμένων, οι υπόλοιποι ξεσαλώναμε μες στον σινεμά, έντεκα, δώδεκα χρονών, στο μεσουράνημα της Επταετίας, καίτοι λόγω ηλικίας δεν σκαμπάζαμε από χούντα και πολιτικά, μοναδική μας έγνοια ήταν πώς από παιδάκια θα γίνουμε έφηβοι και πώς από έφηβοι νέοι, ώστε να τρέχουμε σε ακρογιαλιές αμμώδεις με κόκκινα Beach Buggy, και ν᾽ ανεμίζει η μαλλούρα μας, και να λιμπιζόμαστε κορίτσια με ψυχεδελικά πουκάμισα δεμένα στη μέση πάνω από τον αφαλό, διότι ήδη μας είχαν πάρει τα μυαλά εικόνες και φωτογραφίες και βινύλια και σελιλόντια εξ Αμερικής, και ζούσαμε την αντίφαση που έμελλε να μας γαλουχήσει δημιουργικά, αντίφαση την οποία τότε, το 1970, πάνω-κάτω, την ψηλαφούσαμε μόνον ενστικτωδώς (πώς αλλιώς;) ενώ αργότερα, από το 1974, φέρ᾽ ειπείν, αρχίσαμε να την επεξεργαζόμαστε με νου και λογική, καταφέρνοντας όχι μόνον να συγκατοικήσουμε μαζί της αλλά και να ποντάρουμε σ᾽ αυτήν τα πάντα, συνέχιζε ο Γεωργίου να λέει στον Ράσκυ ΙΙ, στο μπαλκονάκι του Άλαμουτ, με τη λεμονιά, το μπονζάι, την ελιά, την τσικουδιά και τους μεζέδες της Καθαράς Δευτέρας, καίτοι ήταν Πέμπτη ακόμη.
Ήταν δύο πακέτα ταινιών, Ράσκυ, οι Φουστανέλες και τα Πολυβόλα, πάει να πει το 21 και το Ρούπελ, ας πούμε, υπερπαραγωγές και οι μεν και οι δε, με πλήθος κομπάρσων και τους πιο λαοπρόβλητους αστέρες της εποχής, τις πιο αναγνωρίσιμες φυσιογνωμίες, και με μουσικές ταρατατζούμ, Κώστας Καπνίσης και τέτοιοι, τις έλεγαν υπερκολοσσούς τις ταινίες αυτές, μία μάλιστα την είχαν πει «ελληνικό Μπεν Χούρ», δύο ώρες και βάλε, με όλα τα Φ εκείνης της εποχής —Φουστανέλες, Φυσεκλίκια, Φέσια, Φάτους, Φούντες— όπου παραδόξως σιδερωμένες και κολαρισμένες φουστανέλες, παλικάρια με χιαστί φυσεκλίκια, κεφάλια με πρόσωπα παραλόγως φρεσκοξυρισμένα (αν εξαιρέσουμε τα πελώρια μουστάκια ή/και μούσια) φορώντας φέσια στιλπνά και απαστράπτοντα κόκκινα, χυμούσαν ενάντια στα βάρβαρα οθωμανικά ασκέρια κραυγάζοντας «Φάτους!» (που σήμαινε να τους τσακίσουμε, να τους κάνουμε φέτες με τις σπάθες μας, να τους βάλουμε να φάνε χώμα, και τα λοιπά) ενώ στα πόδια είχαν άβολα ξυλοπάπουτσα με φούντες (όχι καπνιζόμενες, όχι μαριχουάνες και τέτοια, αλλά κάτι διακοσμητικούς στρόγγυλους θυσάνους), και γινόταν ο τρελός χαμός τόσο επί της οθόνης όσο και (κυρίως) στην κινηματογραφική αίθουσα από εμάς, τα νεόκοπα αλάνια, που σκάγαμε στα γέλια, παρά τα βλοσυρά βλέμματα της δασκάλας (που μάλλον κι αυτή γελούσε μέσα της), ενώ τρώγαμε πολυβολικώς ηλιόσπορους και πασατέμπο, και κάποιοι από εμάς, λίγο πιο τολμηροί, άναβαν και κάνα τσιγαράκι, κλεμμένο απ᾽ τον μπαμπά τότε, και το έκαναν γύρα, μες στο μεταμοντέρνο κουλουβάχατο που υπέγραφαν οι Ερρίκος Ανδρέου και Τζαίημς Πάρης και Κώστας Καραγιάννης και τον ιδεολογικό και ιστορικό πανζουρλισμό που προηγείτο κατά τρεις δεκαετίες από την ορθοβυζάτη γαλανομάτα Ζήνα, την Πριγκίπισσα του Πολέμου, και το αλαλούμ του χωροχρονικού ασυνεχούς που μας έκατσε από τη δεκαετία του Ενενήντα και μετά ως mainstream, και βγάλε άκρη.
Εμείς, μια τσογλαναρία, Γαβριάδες επηρμένοι καθόσον είχαμε δει Μπανάνες και Easy Rider αλλά και Νύχτα των Στρατηγών, χλευάζαμε παντειοτρόπως, μέλλοντες λάτρεις της Παντείου και του Βέλτσου, τα Φυσεκλίκια και τα μούσια, και παίρναμε πάντοτε το μέρος όχι του Παπαφλέσσα και του Κολοκοτρώνη —φρικαλέας αντιαισθητικής ονόματα— αλλά του Υψηλάντη (Αλεξάνδρου και Δημητρίου) και του Αδαμάντιου Κοραή, που ως φαίνεται επειδή ήταν επιμελώς ξυρισμένος δεν είχε την απαιτούμενη νταβραντισμένη φωτογένεια για να γίνει ταινία-υπερκολοσσός, πλην όμως εκδικήθηκε (και τον λατρέψαμε, για μάλλον ιδιοτελείς λόγους) όταν κόσμησε το κατοστάρικο, κι επίσης, ως πρώιμοι δυτικότροποι, προτιμούσαμε τον Πέτρο Φυσσούν που ήταν σένια δυτικόφατσα και έπαιζε τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον δικό μας άνθρωπο, στην ταινία Μαντώ Μαυρογένους δίπλα στην γατουτογαλλιδόφατσα Τζένη Καρέζη, κι όχι, καθόλου δεν προτιμούσαμε τον νταγλαρά καμπόσο Δημήτρη Παπαμιχαήλ που ήταν ο Παπαφλέσσας που οδηγούσε καμιά τριανταριά χιλιάδες κομπάρσους που ήταν φαντάροι στην πραγματικότητα που το Γενικό Επιτελείο Στρατού τους δάνεισε δωρεάν στον Ερρίκο Ανδρέου που έβαλε την Κάτια Δανδουλάκη να ζαχαρώνει τον Παπαφλέσσα που είναι λαβωμένος κάτω από κάτι ανεκδιήγητα τουλουμοτύρια που έμελλαν όταν ωριμάσαμε (χαχαχαχαχαχαχα!!!!!) να γίνουν ο αγαπημένος μας μεζές όταν πίναμε ούζο που ήταν τότε (τέλη δεκαετίας του Ογδόντα) το λατρεμένο μας αλκοόλι προτού το γυρίσουμε στην ουισκάρα που, όπως αποφάνθηκε ο, και ιστορικός του 21 και τα λοιπά, φιλοζόφ Κωστής Παπαγιώργης, είναι η Βασίλισσα των Ποτών.
Όλα αυτά τα φιλμικά κείμενα, όπως διδαχτήκαμε να λέμε τις ταινίες στη Μεγάλη του Γένους Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, τα ανέλυσε λαμπρά ύστερα από τρεις δεκαετίες ο τότε (αρχές δεκαετίας του Εβδομήντα) συμμαθητής μας και νυν διδάκτωρ Φρυόβολος Χαρούπης, πολυπράγμων λόγιος και πείσμων μελέτητής των φιλμικών Πέντε Φι (Φουστανέλες, Φυσεκλίκια, Φέσια, Φάτους, Φούντες) και θαμώνας των γαστρονομικών 5 Φι (Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε), τονίζοντας τον post-modern χαρακτήρα τους, και δη προτού ο Λυοτάρ μάς εισαγάγει στον μεταμοντερνισμό, επιμένοντας ότι οι Ερρίκος Ανδρέου και Κώστας Καραγιάννης και Τζαίημς Πάρης βρίσκονται στους αντίποδες του εσκεμμένου kitsch και είναι αδόλως και ανεπιγνώστως kitsch, κάτι που τείνει να καταστήσει φιλμικά κείμενα όπως ο Παπαφλέσσας, η Μαντώ Μαυρογένους, οι Σουλιώτες, και ούτω καθεξής, διαμάντια ενός kitsch που ο Δρ. Χαρούπης ονοματίζει post-pop, υπό την έννοια ότι έπονται της pop έκρηξης αντιγράφοντας δημιουργικά τα χρώματα και το στυλ, την τεχνοτροπία και το ιδίωμα, της ανάλαφρης αυτής εικαστικής και μουσικοχορευτικής τάσης, ούτως ώστε ενώ μεν χλευάζαμε ως πιτσιρικάδες το φουστανελοεπικό γκαγκάν-γκαγκάν, σήμερα, ως ώριμοι (χαχαχαχαχαχα!) παίκτες/ρέκτες του εκλεκτικώς και επιλεκτικώς αναμιγνύειν και απολαμβάνειν τα πάντα free, μπορούμε να χαρούμε, παρέα με φίλους κατά προτίμησιν και όχι κατά μόνας, τα εν λόγω φιλμικά κείμενα ως χαοτικά ηλεκτρολετριστικά έργα, και να σκάμε και στα γέλια από πάνω, κάτι λίαν ευπρόσδεκτον καθόσον το γέλιο κινεί έως και τετρακόσιους (400!) διαφορετικούς μυς του σώματός μας, είπε γελώντας τρανταχτά παρά τον ζοφοεγκλεισμό ο Οδυσσέας Γεωργίου στον Ρασκόλνικοφ της Κυψέλης τον Δεύτερο, γνωστό ως Ράσκυ ΙΙ.
Οφείλω να σημειώσω, συνέχισε ο Οδυσσέας, ότι θεωρώ όνειδος το γεγονός ότι δεν υπάρχει επικό φιλμικό κείμενο για τον τετιμημένο, κατά τα άλλα, συνονόματό μου, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, του ήρωος στο Χάνι της Γραβιάς, που εμείς το λέμε τώρα Honey του Γαβριά, ούτε και για τον μέγιστο Μπουρλοτιέρη Κανάρη, το άγαλμα του οποίου κοσμεί τη φερώνυμη πλατεία, καμιά τρακοσαριά μέτρα πιο πέρα από το «Άλαμουτ», όπως γνωρίζεις πολύ καλά Ράσκυ, αλλά ούτε και για τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, μια παράλειψη που οφείλουμε, ενδεχομένως, εμείς να αποκαστήσουμε, ήτοι να στρωθούμε το καλοκαίρι και να προβούμε στη δημιουργία μιας πολυταινίας, ενός υπερφιλμικού κειμένου αφιερωμένου στους τρεις neglected heroes, τους Ανδρούτσο, Κανάρη & Μοισιόδακα, τώρα μάλιστα που διαθέτουμε την κάμερα, εσύ, και το μαγνητόφωνο εγώ, κι έχουμε και τον Μπατζιάνα για μεταψυχεδελικά σκηνικά & κοστούμια, συν τον Τσώλη τζούνιορ για τα ηχητικά τοπία, μια χαρά μπορούμε να κάνουμε το φιλμ και να συμβάλουμε τοιουτοτρόπως στην διακοσιοστή επέτειο από την Παλιγγενεσία και ούτω καθεξής, διότι ποιο άλλο είναι το καθήκον μας εάν όχι το να συμπληρώνουμε τα κενά με τον δικό μας post-pop & post-punk τρόπο, τι λες;
Ακριβώς αυτό είναι το καθήκον μας, συμφώνησε ο Ράσκυ, οπότε η συζήτηση μετατοπίστηκε (ακριβέστερα: διολίσθησε) σε ενδυματολογικές επικράτειες, πάντοτε όμως υπό την σκιά των επικών φιλμικών κειμένων που συνετέλεσαν στη διάπλαση των παίδων που ήμασταν, και ενδεχομένως παραμένουμε, πάει να πει σε μια διάπλαση διά των αντιφάσεων, και των επικοδομητικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα, ούτως ειπείν, στο λαϊκό και στο ροκ, που εγελιανώς σμίγουν στο κορυφαίο άσμα «Ζεϊμπέκικο» με την ηλεκτροφόρο ενορχήστρωση και με την σύμπραξη Σωτηρίας Μπέλλου και Διονύση Σαββόπουλου, ή στην διάπλασή μας από τον επικολυρικό Καζαντζάκη, αίφνης, και τα μυθιστορήματα του Ρεξ Στάουτ συνάμα, ή από το μίξερ όπου ανακατεύονταν οι Φουστανέλες και η Ψυχεδέλεια, ήτοι ένα πεδίο μάχης αναίμακτων αντιφάσεων που αναπόδραστα επηρέασε και την περιβολή μας, π.χ. άλλοτε το αμπέχονο και ο τσεγκεβαρικός μπερές και άλλοτε στην πένα κοστουμιά και μεσοπολεμική τραγιάσκα τύπου Μεγάλος Γκάτσμπυ, οπότε, καθώς κυλούσε ο χρόνος και η τσικουδιά, ο Ράστυ ΙΙ, μάλλον τελών εν ευθυμία, ξαναγύρισε αλλού την κουβέντα, πάντα υπό τη μεγάλη ψυχεδελική σκιά των φιλμικών κειμένων για την Παλιγγενεσία, και, γνωρίζοντας την πρόσφατη λατρεία του Γεωργίου για τα λεπιδόπτερα και τη συνήθειά του να συλλέγει κείμενα και ταινίες σχετικά με τις πεταλούδες, έξυσε το κεφάλι του, τηλεφώνησε στον Μπατζιάνα και του παρήγγειλε να σχεδιάσει ένα παπιγιόν για τον Γεωργίου, εγελιανό, σε παρακαλώ, Σωτήρη μου, δηλαδή δίχρωμο διαλεκτικό, κόκκινο το ένα πτερύγιο, μαύρο το άλλο πτερύγιο, ώστε να εκφράζει αφενός τις περιπέτειες του Ζυλιέν Σορέλ στο γνωστό μυθιστόρημα του Σταντάλ, και αφετέρου τη θέση του Γκυ Ντεμπόρ ότι, στο εσωτερικό της Καταστασιακής Διεθνούς (Internationale Situationniste), αλλά και στη διάρκεια του Μάη του 68, επιτέλους συμφιλιώθηκε το κόκκινο του Καρόλου Μαρξ με το μαύρο του Μιχαήλ Μπακούνιν, ενώ, ικανοποιημένος και λάμποντας από χαρά για την ιδέα του, ο Ράσκυ ΙΙ πήγε στο πικάπ και έβαλε να ακούσουν, αυτός και ο Γεωργίου, για εικοστή φορά εκείνο το ανοιξιάτικο εικοσιτετράωρο, το Death of a Ladies’ Man.
[ Ερωτευμένη Κυψέλη, Μάρτιος 2021 ]