Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/afierwma/h-eywdia-ths-adikias-h-koinwnikh-pleyra-twn-epanastatikwn-tasewn-ston-legomeno-anwnymo-toy-1789
Ο 18ος αιώνας στην Ευρώπη σημαδεύεται από σημαντικές ανακατατάξεις όχι μόνο στον δημιουργικό πεζό λόγο, όπου ανήκει το υπό εξέταση κείμενο, αλλά και στο πεδίο του φιλοσοφικού, πολιτικού, πολιτειακού και εν γένει ιδεολογικού πνευματικού στοχασμού, όπως είναι ευρύτερα γνωστό. Συχνά η λογοτεχνία, με τη σάτιρα ως εργαλείο σε πολλές περιπτώσεις, χαρακτηρίζεται από την ενσυνείδητη επιλογή των συγγραφέων να την καταστήσουν όχημα για την προβολή της νεοτερικής ιδεολογίας τους. Στα καθ' ημάς, ο δημιουργικός πεζός λόγος τον αιώνα των Φώτων αντιμετωπίζεται με αμηχανία, ίσως λόγω του γεγονότος ότι πολλά κείμενα μένουν ακόμα σε χειρόγραφη μορφή. Η περίπτωση της Αληθούς Ηστορίας,[1] την οποία επικράτησε να ονομάζουμε Ανώνυμο του 1789, αποτελεί μία από τις σημαντικές πειραματικές προσπάθειες δημιουργικής αφήγησης, η οποία τυπώθηκε μα δύσκολα προσεγγίζεται όχι μόνο λόγω της ανωνυμίας του συγγραφέα, του γλωσσικού, ειδολογικού και υφολογικού μείγματος ή της ελλειπτικότητας και παραμόρφωσης των πληροφοριών, αλλά και λόγω μιας κρυπτικότητας, την οποία οι μελετητές αντιμετωπίζουν με αμηχανία. Ένας από τους προαναφερθέντες λόγους που καθιστούν το κείμενο κρυπτικό είναι η δυσκολία σύνδεσης με ιστορικά γεγονότα,[2] λόγω της παραμορφωτικής υφής που προσλαμβάνει η απεικόνιση της πραγματικότητας από τη σάτιρα, ενώ ένας άλλος λόγος, ειδικά για το κείμενό μας, είναι η ιδιαίτερη θέση των συμβόλων και των αριθμών σε αυτό, κυρίως δε των πράξεων στο τέλος του, πρακτική διόλου ασυνήθιστη την εποχή εκείνη.
Οι μελετητές έχουν κατά καιρούς αποδώσει το έργο σε διάφορους συγγραφείς, όπως συνοψίζω στη μελέτη μου για το έργο, με πολλές ενδοκειμενικές ενδείξεις για το πρόσωπο του Χριστόδουλου Παμπλέκη.[3] Το έργο του Ακαρνάνα κυκλοφορεί τα ίδια χρόνια με την Αληθή Ηστορία, με αποτέλεσμα ο Π. Κιτρομηλίδης να θεωρήσει ότι ο Παμπλέκης είχε διαβάσει την Αληθή Ηστορία.[4] Ωστόσο, οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πως δεν μπορεί κανείς να απομακρυνθεί από την ομάδα των διαφωτιστών λογίων που είχαν γνώσεις όχι μόνο της δυτικής λογοτεχνικής παραγωγής της εποχής τους, αλλά και γνώσεις γεωγραφίας, μαθηματικών και κυρίως της φιλοσοφίας, ή και της βυζαντινής και μεταβυζαντινής πεζογραφικής παράδοσης (εκκλησιαστικής και μη).
Παρά τον σχετικά μεγάλο αριθμό υπαρχουσών υποθέσεων για τον συγγραφέα, η παρούσα προσέγγιση εστιάζει περισσότερο στο ίδιο το κείμενο και την ιδεολογική ταυτότητα του συγγραφέα. Η σατιρική πλευρά του κειμένου που ενίοτε πλησιάζει εκείνη του λίβελου είναι δύσκολο να επιδράσει σήμερα στον αναγνώστη, αλλά πρέπει να το είχε πετύχει στην εποχή του. Πέραν, ωστόσο, των συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων-στόχων, για τα οποία έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις, οι γενικότεροι στόχοι είναι συγκεκριμένοι και ξεκάθαροι: το πολιτικό και πολιτειακό σύστημα (αξιώματα, θεσμοί ή νόμοι, κοινωνικές τάξεις), η θρησκευτική εξουσία (αξιώματα, έλεγχος της κοινωνίας, πλούτος), η ηθική της άρχουσας κυρίως ελίτ (θρησκευτικής και πολιτικής), το εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή η πολιτισμική εν γένει κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γενικότερα και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ειδικότερα. Άλλος ένας στόχος, που όμως δεν διακρίνεται ξεκάθαρα, είναι και η διαμορφούμενη τότε ταυτότητα του ελληνισμού (πολιτισμική, θρησκευτική και εθνική ταυτότητα από τον αρχαίο στον σύγχρονο Έλληνα), αλλά και η σχέση των Ανατολικών με τους Δυτικούς, σε σύνδεση με την αλληλεπίδραση θεσμών και πολιτισμικής παραγωγής. Τέλος, ξεκάθαροι είναι οι υπαινιγμοί για το εβραϊκό μιλέτ (θρησκεία, καθημερινή ζωή και οικονομία) εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (και όχι μόνο), κάτι που είναι αρκετά συχνό τότε.
Δεδομένου ότι, κατά την εξέταση κειμένων του τέλους του 18ου αιώνα, η έμφαση τίθεται συνήθως στην εθνική διάσταση και την ανάδυση της ελληνικής ταυτότητας που θα οδηγήσει στην Επανάσταση του 1821, θα πρέπει εδώ να τονίσουμε και μια εξίσου σημαντική διάσταση, η οποία δεν αφορά μόνο στον «άλλο», τον Τούρκο «κατακτητή», μα και σε άλλες «ετερότητες» με κοινωνικό πρόσημο, όπως τον βογιάρο άρχοντα, τον κληρικό, τον δάσκαλο, τον τοκογλύφο, τον λόγιο. Στο κείμενό μας δεν φαίνεται παρά ελάχιστα η ετερότητα του «γένους», ενώ τονίζεται εκείνη της κοινωνικής τάξης. Φυσικά, ως προς τη θρησκεία, στο στόχαστρο δεν μπαίνουν τόσο ή μόνο οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι, αλλά οι Χριστιανοί και κυρίως οι κληρικοί, καθώς και το εκπαιδευτικό σύστημα υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Φυσικά, το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όσο παρουσιάζεται συνήθως, με τον προσδιορισμό του κειμένου ως αντικληρικαλικού λιβέλου που επηρεάζεται από τη Γαλλική Επανάσταση ή το κλίμα που επικρατεί στη Δύση. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί όχι μόνο επιστημονικά και ιδεολογικά δεδομένα από την Ευρώπη, αλλά εκμεταλλεύεται και την εκκλησιαστική σάτιρα με την πλούσια παράδοση της, από τον Σπανό
ως τις σάτιρες στο μέσο του 18ου αιώνα που αφορμώνται από την κοινωνική αναταραχή, η οποία ξεσπάει εντός του μιλετιού των Ρωμιών στην Πόλη λόγω της έριδας του Αναβαπτισμού. Θα λέγαμε, εν ολίγοις, πως το κείμενό μας σχετίζεται με την κοινωνική διάσταση της επανάστασης, η οποία όμως προβάλλεται με ένα κειμενικό μόρφωμα, τη σάτιρα, που διαλέγεται με την ελληνική παράδοση, αλλά μπολιάζεται με τα τότε ευρωπαϊκά τεκταινόμενα.
Ένας ήρωας αντισυμβατικός, με το υβριδικό όνομα «Sigr Μπαρών [=Βαρώνος] Μουσταφά Αγάς», που κατέχει αναποδογυρισμένες δύο ιδιότητες, του κληρικού και του δασκάλου, στην αρχή του κειμένου αυτοβιογραφείται εξομολογούμενος. Μετά την εξομολόγηση έχουμε τη σκηνή του θανάτου κατά την αφόδευση, η οποία έχει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην έννοια του γκροτέσκο, με την ψυχή του να αποχωρίζεται το σώμα «από την κάτω τρύπα» και φυσικά να παραδίδεται «τω διαβόλω». Η σκηνή που ακολουθεί είναι η παραδοσιακή κατά τη χριστιανική παράδοση με τους αγγέλους να ανταγωνίζονται τους διαβόλους για την μεταθανάτια τύχη του θανόντος. Ωστόσο, η διαμάχη θυμίζει περισσότερο καυγά σε ταβέρνα, παρά τη συνήθη διαδικασία του λεγόμενου «τελωνισμού των ψυχών» κατά την ώρα του θανάτου. Ο ήρωας είναι εν τέλει αυτός που θα αποφασίσει με ποιους θα πάει, δηλαδή με τους διαβόλους, τους οποίους όμως διαφεντεύει. Αντί να έχουμε την πτήση ενός Αγίου με τους Αγγέλους κατά την οποία συναντά διάφορα «τελώνια» (όπως π.χ. στο κείμενο του Γρηγορίου του Μοναχού), εδώ έχουμε τον ήρωα να πετάει με τους διαβόλους. Η πτήση πάνω από τα Βαλκάνια και η εναλλαγή των tableaux vivants, των σκηνών από τα εσωτερικά των σπιτιών, συνδυάζει την παρωδία της αναπαράστασης των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων με την καταδίκη της κοινωνικής αδικίας και τυραννίας, όπως ξεκαθαρίζεται προς το τέλος του κειμένου.[5] Η αναποδογυρισμένη μορφή του ήρωά μας, που αντιμετωπίζει τη δυσωδία της κοινωνικής αδικίας ως «ευωδία», τη συναντά στο πέρασμά του.
Στον κατάλογο των ηρώων των επιμέρους σκηνών συγκαταλέγονται: το αρχοντολόι, διεφθαρμένο από τη φιλαργυρία και τη λαγνεία, με χαρακτηριστική τη σκηνή της αρχόντισσας που φέρνει τους εραστές εν γνώσει του συζύγου, ο χριστιανός κληρικός που «ηθέλησε να ανακαινίσει την εργασίαν τών αγίων Σοδομίτων», εβραίοι που συζητούν για το χρώμα των εσωρούχων των κοριτσιών που είδαν στη συναγωγή, ο φιλάργυρος αξιωματούχος που μετρά φλουριά και άλλα. Η κατάληξη είναι πολύ χαρακτηριστική όπως φαίνεται από τα λόγια του αφηγητή-καταγραφέα των συμβάντων: «Βρώμμα μεγάλη έυγενεν από την πόλιν, ερώτησα το αίτιον, ο κυρ Εωσφώρος me [sic] είπεν πως είναι η ευωδία ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΚΑΙ βαρβαρότητος, αίτινε εύρον εύλογον να εκλέξουν αυτήν την πόλιν… επήραν δε εις δούλευσίν των τους πογιάρηδες [=Βογιάρους, άρχοντες]». Η όλη μεταφυσική διάσταση ακυρώνεται στο τέλος με την αποκάλυψη ότι όλα είναι όνειρο και την εξαιρετικά αινιγματική παράθεση ενός συνεχόμενου κλάσματος που τείνει προς το άπειρο. Ωστόσο, η σάτιρα, αναμεμειγμένη με παρωδία ειδών και λόγων, έχει πετύχει τον στόχο της.
Η καταδίκη της κοινωνικής αδικίας κατά του λαού δίνεται με χιουμοριστικό αλλά πολύ καυστικό τρόπο, χωρίς καμία αναφορά σε εθνική ταυτότητα ή σοβαρή κατηγορία εναντίον της Πύλης. Αντίθετα, συναντάμε κατηγορίες σοβαρές εναντίον ομοθρήσκων κυρίως και ομόγλωσσων, μια και τα ελληνικά ήταν η κοινή γλώσσα των γραμματισμένων στα Βαλκάνια τότε.
Καταληκτικά θα λέγαμε πως, αν και συνήθως στις αναφορές για την περίοδο του Ελληνικού Διαφωτισμού δεν τονίζεται τόσο η τάση για κοινωνική επανάσταση όσο για εθνική, η δυσαρέσκεια του λαού για τους άρχοντες αναφαίνεται σε πολλά κείμενα του 18ου αλλά και των αρχών του 19ου αιώνα, δηλαδή εγγύτερα στην Επανάσταση του 1821 (πριν και μετά). Δεν είναι, συνεπώς, παράξενο που μετά από την Επανάσταση εκδηλώνεται μια εμφύλια διένεξη, η οποία σχετίζεται με τον κοινωνικό παράγοντα. Για παράδειγμα, ο Κοραής ήδη πριν την Επανάσταση μιλάει καθαρά ταξικά στον λεγόμενο Παπατρέχα (δηλαδή τα Προεγόμενα στην Ιλιάδα) και αλλού, ενώ το 1830 θα θέσει ανοιχτά το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης με αφορμή την αντίστοιχη της χρονιάς αυτής στη Γαλλία.