Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/klimakes/gia-ton-tzak-xirsman
Για τον θάνατο του Jack Hirschman έμαθα την ίδια μέρα (22 Αυγούστου) από την κόρη του Celia, που ήταν συμμαθήτρια μου στην Σάντα Μόνικα, από τα πρώτα χρόνια που πήγα στην Καλιφόρνια. Μας ένωναν η αγάπη για την μουσική και το θέατρο, μαζί με όλα τα όμορφα παρατρεχάμενα εκείνης της ηλικίας, τα οποία πεισματάρικα κρατήσαμε μέσα στα χρόνια.
Σίγουρα, το ίδιο θα έλεγε και ο Τζακ, όχι μόνο για την κόρη του, αλλά για τον εαυτό του, καθώς στα 87 του, όταν έπαιξε την τελευταία παρτίδα της ζωής του με τον θάνατο, παρέμενε ο πιο επίμονα αειθαλής νεαρός που έχω γνωρίσει. Η σχέση που είχε με το αμεσότατο παρόν ήταν μάλλον ενσώματη, όχι θέση πεποίθησης αλλά φυσικό προσόν. Στο επιβλητικά γερασμένο πρόσωπο του, ήδη από τότε που πρωτογνωριστήκαμε, δεν έβλεπες ούτε συσσωρευμένο βάσανο, ούτε νεστορική σοφία – έβλεπες μόνο λαχτάρα για ανακάλυψη, όρεξη για κάθε στιγμή.
Το πρώτο μας ραντεβού ήταν πριν σαράντα χρόνια τουλάχιστον, στο Σαν Φρανσίσκο όταν, έχοντας περάσει μια αλησμόνητη ψυχοτροπική εμπειρία την προηγούμενη μέρα, ως είθισται, στα συγκλονιστικά βράχια του Big Sur, έφτανα στην πόλη για να αντιμετωπίσω στο Ελληνικό Προξενείο το θέμα της στρατιωτικής μου ανυποταξίας. Είχα κανονίσει το ραντεβού με δική μου πρωτοβουλία διά αλληλογραφίας και, κατά παράκληση του, τον συνάντησα στο γραφείο του, ένα πρωινό για καφέ.
Το γραφείο του ήταν το περίφημο Caffe Trieste, δυό βήματα πιο κάτω από το περίφημο βιβλιοπωλείο City Lights στην γειτονιά North Beach της πόλης, πολύ κοντά επίσης στο εξίσου θρυλικό διώροφο μπαρ Vesuvio και τα τεράστια στριπτίζ κλαμπ που με μυριάδες φώτα στόλιζαν κάθε διασταύρωση. Από τα ονόματα γίνεται ευθέως κατανοητό ότι μιλάμε για ιταλογειτονιά – εξού και η άγκυρα που έριξε εκεί ο Φερλινγκέτι για να μαζέψει την παρέα του. Το καφενείο εξάλλου υπήρξε το Μεγάλο Στρατηγείο των Beat ποιητών, όταν έκλεισαν το West End της Νέας Υόρκης κι έφυγαν για την Δύση.
Ο Τζακ όμως δεν έφυγε ποτέ από το Καφέ Τριέστ. Ήταν εκεί νυχθημερόν στο ξύλινο τραπέζι του, περικυκλωμένος από αναρίθμητα τετράδια και χαρτιά, και δεχόταν επισκέψεις. Ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι οι τυχόν περιηγητές, προσκυνητές, ή απλά περίεργοι θαμώνες του διέκοπταν το γράψιμο. Ως γνήσιος Μπητ, έγραφε όπως μιλούσε κι όταν μιλούσε έγραφε. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω την ποιητική αρετή αυτού του τρόπου, μάλλον γιατί με διέτρεχε ο αφελής σνομπισμός του μοντερνιστή που έβλεπε την γραφή ως εξαίσια τέχνη, διαχωρισμένη από την ζωή, την φευγαλέα παρότι αμείλικτα επαναληπτική καθημερινότητα, κι επίσης δεν είχα ακόμη καταλάβει την βαθειά συγγένεια ποίησης και μουσικής – και δη αυτοσχέδιας μουσικής που η σύνθεση της βρίσκεται στην συνάντηση, ενδεχομένως και εντελώς τυχαία.
Θυμάμαι πόσο ανοιχτόκαρδα υποδέχτηκε εκείνο το νεαρό αγόρι με τις αφελώς απροκάλυπτες ποιητικές ανησυχίες. Τον ενθουσίασε ότι είχε μπροστά του έναν Έλληνα και ένα φοιτητή του UCLA ταυτόχρονα. Μου έδειξε κάτι μεταφράσεις της Κατερίνας Γώγου που έτυχε τότε να δοκιμάζει και μετά συνέχισε με ιστορίες από όταν ήταν καθηγητής στο ίδιο αυτό πανεπιστήμιο προ δεκαετίας.Τον απέλυσαν γιατί στα σεμινάρια λογοτεχνίας δίδασκε στους φοιτητές πώς να αρνηθούν και να αποφύγουν τις στρατιωτικές επιταγές που θα τους έστελναν στο Βιετνάμ. Μετά από αυτό το γεγονός η ζωή του άλλαξε άρδην. Δεν ξαναδούλεψε ποτέ σε πανεπιστήμιο (αν και είχε διδακτορικό στην Συγκριτική Λογοτεχνία – από τους πρώτους στην τότε νεοσύστατη επιστήμη), επανασυνδέθηκε με τον Φερλινγκέτι και εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, δηλαδή, στο Καφέ Τριέστ, γράφοντας, μεταφράζοντας, μεταγλωττίζοντας άπειρες συζητήσεις. Κάποια χρόνια αργότερα μου έστειλε την έκδοση του Τρία Κλικ Αριστερά, που ήταν και η πρώτη έκδοση της Γώγου στα αγγλικά.
Κανείς, νομίζω, δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό μεταφράσεων που έκανε ο Τζακ στην ζωή του. Εδώ καλά καλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς τις γλώσσες. Ήξερε γερμανικά και όλες τις λατινογενείς γλώσσες βέβαια, αλλά επίσης και τις σλαβικές, ξεκινώντας από τα ρωσικά που ήταν οι γλώσσα των γονιών του. Κάποια στιγμή μου είχε στείλει επίσης μια συλλογή Αλβανών ποιητών που είχε μεταφράσει, σε μια εποχή που όχι μόνο κανείς δεν ήξερε την αλβανική ποίηση, αλλά ούτε την ίδια την χώρα, εκτός από μια κουκίδα στον χάρτη. Η πολυγλωσσία του και η πολυμάθειά του ήταν εξωφρενική και δεν το συνειδητοποιούσες εύκολα γιατί το παρουσιαστικό του –το ήθος του, για την ακρίβεια, αλλά και η γενικότερη αισθητική του– παρέπεμπε σε άνθρωπο του δρόμου. Λέγεται ότι όταν η Diane di Prima, grande dame της συμμορίας των Μπητ, του παραπονέθηκε στα γεράματα ότι έτρεχε διαρκώς στους οδοντίατρους ο Τζακ απάντησε: «Καλύτερα να βγάλεις μουστάκι, είναι φθηνότερο». Με το πλούσιο μουστάκι του όντως κάλυπτε τα μπροστινά δόντια που του έλειπαν ήδη από το 1980.
Η πορεία της ζωής του μέσα στον χρόνο είναι όντως μοναδική. Γεννημένος στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από Ρωσοεβραίους γονείς, αυτός ο Καλιφορνέζος –επίσημα ο Ποιητής της Πόλης του Αγίου Φραγκίσκου– ήταν κλασικά νεοϋρκέζος εμιγκρέ σε μια ατέλειωτη εξορία. Δεν γνωρίζω άλλο Αμερικανό ποιητή με τέτοια νοοτροπία διεθνισμού – δεν λαμβάνω υπόψη τον Πάουντ – εκτός ίσως από τον Τζέημς Μέριλ, η ιδιοσυγκρασία του οποίου ήταν διαμετρικά αντίθετη.
Ο διεθνισμός του Τζακ ήταν πολύπλοκος. Λόγω της γλωσσομάθειας του και της μεταφραστικής του δεινότητας υπήρξε αναμφισβήτητα ένας κοσμοπολίτης της ποίησης. Όμως, ήταν εξίσου αφιερωμένος στην πολιτική, με το ίδιο άσβηστο πάθος. Ο Τζακ ήταν γνήσια κομμουνιστής – χωρίς υπεκφυγές και στολίδια ευγενείας. Κομμουνιστής, όταν η λέξη είχε χάσει το αντικείμενο της και ενάντια σε όλες τις ακυρώσεις της από την ιστορία, τις οποίες γνώριζε και αποδεχόταν.
Θα διακινδύνευα την ερμηνεία ότι ήταν κομμουνιστής με ένα Μπητ τρόπο, όπως οτιδήποτε έλεγε και έκανε στην ζωή του – μια έκφραση ανατροπής, εναντίωσης στους καθωσπρεπισμούς παντός είδους, μια στάση ελεύθερη, σοβαρή μεν αλλά ταυτόχρονα στάση γέλωτος προς την σοβαροφάνεια του αστικού ιδεώδους, ίσως και του ίδιου του μηχανισμού της λογοτεχνίας, της αγοράς, της βιομηχανίας της λογοτεχνικής κριτικής. Τον Τζακ το ενδιέφεραν οι άνθρωποι, όχι οι θεσμοί – η ζωή, όχι η καριέρα. Η τέχνη του δεν πήρε ποτέ ξεχωριστή σημασία. Ούτε κλείστηκε ποτέ σε θεσμικά πλαίσια. Τα αμέτρητα περιοδικά που έβγαζε σε διάφορες φάσεις ήταν στην ουσία φυλλάδια. Σε ένα εξ αυτών, το Compages, δημοσίευσε τα πρώτα μου ποιήματα στα αγγλικά.
Τα περισσότερά του γραπτά (αλλά και κάποιες γκραβούρες, σχέδια, ή μικρές ζωγραφικές του) ήταν όντως φυλλάδια τα οποία τα διένεμε στις γωνίες του North Beach σαν να ήταν προκηρύξεις. Που ήταν. Σαν ένα είδος ποιητικού ραδιοφώνου, ενός ελεύθερου λόγου που αφορούσε τους πάντες, τους περαστικούς, τους τυχόντες, αυτούς που άκουγαν έστω και λίγο. Θεωρώ το ότι η πρώτη του γυναίκα, η Ruth Hirschman, με την οποία έφυγε παρέα από την Νέα Υόρκη για την Καλιφόρνια, δεν ήταν τυχαία η κορυφαία φυσιογνωμία του ελεύθερου ραδιοφώνου ανά την Αμερική, διευθύντρια του Pacifica Radio και μετά του πιο σημαντικού ραδιοσταθμού του Λος Άντζελες, του KCRW. Ως φοιτητές ξημεροβραδιαζόμασταν με την φωνή της.
Αυτή η στάση ζωής του Τζακ δεν άλλαξε ποτέ. Ενώ ήταν ιδρυτικό στέλεχος των Μπητς, και μια ολόκληρη ζωή στο πλευρό του Φερλινγκέτι, παρέα με τον Γκίνζμπερκ, τον Κάουφμαν, και την Ντι Πρίμα, ποτέ του δεν θέλησε να εγκλωβιστεί σε αυτό το ένδοξο παρελθόν. Την φήμη του, που στα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του την απήλαυσε κάνοντας αναγνώσεις παντού στον κόσμο (και στην Ελλάδα), την έβλεπε με καλοσυνάτο, αν και σαρδόνιο επίσης, χιούμορ. Κοιτούσε πάντα μπροστά του και τριγύρω του. Τους άμεσους γρίφους της ζωής τους αντιμετώπιζε σαν γνήσιος Καμπαλιστής – και αυτή την αρχαία εβραϊκή γνώση είχε επίσης μεταφράσει.
Δυό μέρες μετά που πέθανε, η Celia έγραψε ότι νεκρός ανιχνεύθηκε θετικός στον Covid. Δεν το ήξερε, προφανώς. Συνάντησε τον ιό στον διάβα του, όπως οτιδήποτε άλλο, και πέθανε γαλήνιος στον ύπνο του. Και στον θάνατο ακόμη έζησε σε αυτό το άμεσο παρόν.