Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/pyxides/mikrh-klimaka-gewrgia-kolobelwnh-kyriakos-margariths-iwanna-ntoymproy-maria-tziaoyrh-xilmer
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«κούνησε την ουρά του και με πλησίασε».
Οι εντυπώσεις μιας παρ’ ολίγον πνιγμένης
Δεν έχω ξεκάθαρη μνήμη από εκείνη τη μέρα. Θυμάμαι μόνο τα μόρια της υγρής ύλης να εισχωρούν σε κάθε πόρο μου, αστραφτερές διάφανες μπάλες που σκόνταφταν σε προεξοχές και κοιλότητες, πριν κυλήσουν στη μαύρη τρύπα του μυαλού μου. Ένιωσα πρώτα την παρουσία της από την αλλαγή στον παφλασμό της υγρής επιφάνειας και ύστερα την είδα. Όμορφο ον και αλλόκοτο. Κούνησε την ουρά του και με πλησίασε. Πολύχρωμες ιριδίζουσες ραβδώσεις έβαψαν το νερό. Σημαδιακό κι αταίριαστο πλάσμα, μουρμούρισε. Σου το είχα πει να μην εμπιστεύεσαι την ύλη. Φύσηξε μέσα στο στόμα μου και με ένα ευλύγιστο χτύπημα με πέταξε στη στεριά. Περίμενε, ήθελα να φωνάξω. Δεν σου έδωσα το σακουλάκι με τις καραμέλες σου. Αλλά η γλώσσα είχε κολλήσει στον ουρανίσκο μου, είχα χάσει τους φθόγγους μου και το μόνο που ήθελα ήταν κάποιος να σβήσει αυτό το εκτυφλωτικό φως μέσα στα μάτια μου.
Καντάδα (εις Άδην)
Δισταχτικά και με τρεμάμενη καρδιά, παραδίδω στο αναγνωστικό κοινό αυτές τις λιγοστές σελίδες που ανάβλυσαν από τα κατάβαθα του Είναι μου τις γλυκές ώρες της σχόλης και της ποιητικής έμπνευσης: θα βρει μέσα τους ζωγραφισμένη τη ζωή, με τις ελπίδες και τα βάσανά της και τους πόθους της.
Γάτος Μουρ
Από το Αρχείον του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη αλιεύω λίγα λογοπαίγνια με το επώνυμο του Χένρυ Μουρ: «Μουρ ιδιωματικά προφερόμενη η ελληνική λέξη μούρη, που σημαίνει, κυρίως, πρόσωπο ζώου και κοροϊδευτικά, πρόσωπο ανθρώπου, υποκοριστικά δε τρυφερό χάδι προσφιλούς προσώπου: μουρίτσα». Επίσης, η φράση: «Αν γκαστρωθεί γαϊδούρ’ και γεννήσ’ μελανούρ’ να δεις τότε μουρ».
Τα εμπλουτίζω αυτά με την αγγλική λέξη Moor, που είναι ο Μαυριτανός, φέρ’ ειπείν ο Ενετός πρίγκιπας που αναστέναξε στην Αμμόχωστο, ο Οθέλλος∙ αγγλιστί: Ot – HELL – o.
Hello kitty!
Η ίδια παρήχηση (moor) υποβάλλει τη μαύρη μοίρα, τον μόρο, τον θάνατο. Η μουριά φυλλοροεί λυπημένα.
Την Ουτοπία, βέβαια, την ύμνησε ο Τόμας Μορ. Αποχαιρέτα την, ώσπου να ξημερώσει. Εσύ την έχασες, εσύ την ξέχασες. Εσύ μπορεί να την έσφαξες. Τόσο κακό ριζικό. Η κακοδαιμονία – η Δυσδαιμόνα μου: Είσαι νεκρή!
Ο Πύργος του Οθέλλου ερημώνει σε κάτι τουρκοκρατούμενα μέρη. Έχει έναν θυρεό, μιαν πύλη που ράγισε, τα σκαλοπάτια σου. Ήρθα κι απόψε – παρακλαυσίθυρα: μα δεν ανοίγεις.
Το 1992, στον δίσκο Εμείς, ο μουσικοσυνθέτης Καρβέλας τραγουδά: Μούρη, / μ’ έχεις κάνει καψούρη. / Έφερες τα πάνω κάτω, / τζάμπα με φωνάζαν όλοι γάτο…
Αυτός κούνησε την ουρά του και με πλησίασε. Και είχε τα μάτια σου.
Μια άλλη μέρα
Ξύπνησε, έφτιαξε καφέ, φωτογράφισε το φλυτζάνι και το ανέβασε στο φέισμπουκ με λεζάντα «η μόνη ευχάριστη στιγμή της ημέρας». Στη δουλειά πέρασε μια ώρα προσπαθώντας να εξηγήσει σε μια κυρία τις διαφορές ανάμεσα σε δέκα μοντέλα κινητών, ενώ σκεφτόταν την αφίσα ενός καλλιτέχνη που έγραφε «Όλοι όσοι αγαπήσατε, τα πάνε μια χαρά χωρίς εσάς». Στο σουπερμάρκετ μια κοπέλα του έδωσε δώρο κάψουλες εσπρέσο και κουπόνια για μελλοντικές αγορές, στο μανάβικο όμως δεν βρήκε ούτε ένα ματσάκι κόλιανδρο. Στο δρόμο είχε κίνηση. Πού πήγαιναν όλοι; Στο σπίτι σκέφτηκε να μαγειρέψει, αλλά είχε ξεμείνει από ενέργεια. Φόρεσε φόρμα και κατέβηκε να αγοράσει τσουρέκι σοκολάτα. Στον πολυτελή φούρνο όλοι του χαμογελούσαν σαν να χαίρονταν που τον ξανάβλεπαν. Πήρε τσουρέκι, διπλό εσπρέσο και διέσχισε τον ακάλυπτο για να κόψει δρόμο. Σε μια βρώμικη ράμπα είδε ένα γατί. Μια γειτόνισσα εξηγούσε σ΄ έναν μπαμπά και την κόρη του πως η μάνα του δεν είχε γάλα για να το θηλάσει και το αδερφάκι του είχε πεθάνει. Είμαι τύπος των σκύλων, σκέφτηκε. Είδε το γατί να τρυπώνει κάτω από τη μπάρα και να βγαίνει στο δρόμο. Πετάχτηκε να το πιάσει κι ο καφές εκσφενδονίστηκε. Πρόλαβε. Το ακούμπησε προσεκτικά στο πεζοδρόμιο. Είχε γαλάζια μάτια και λευκό τρίχωμα. To βράδυ σκεφτόταν ξαπλωμένος στο σκοτάδι. Κούνησε την ουρά του και με πλησίασε. Σκαρφάλωσε στο παπούτσι, γαντζώθηκε από τη φόρμα. Σας συμπάθησε μάλλον, είπε το κοριτσάκι. Τουλάχιστον ο δρόμος δεν ήταν πολυσύχναστος. Μπορεί και να τη γλίτωνε. Δεν του κολλούσε ύπνος. Πέταξε τα σκεπάσματα και σηκώθηκε.
Στον παράδεισο
«Τέρμα πια οι έρωτες», σκέφτηκα — η τελευταία μου σκέψη πριν κλείσω τα μάτια μου. Ξύπνησα, δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα. Έκανε τρομερή ζέστη. Ήμουνα σ΄ ένα θάλαμο αναμονής μαζί με πλήθος άλλους. Κάθισα σε μια γωνιά. Ίδρωνα. Η πόρτα πρέπει ν΄ άνοιξε μέχρι και δέκα φορές. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Κι εγώ που νόμιζα πως θά’ μασταν λίγοι. Παρακολουθώ τις κινήσεις τους: κάποιοι χορεύουν ξαναμμένοι, άλλοι γλείφονται, μερικοί χώνουν τα δάχτυλα στα σπλάχνα τους. Τον ένιωσα να με καρφώνει με το βλέμμα —πυρακτωμένα μάτια, γαμψή μύτη, τραγίσιο γένι. Μια ανεξήγητη γοητεία, παρά την ασχήμια του—κοντός, με άγριες τρίχες παντού και κούτσαινε κιόλας. Χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου, κούνησε την ουρά του και με πλησίασε χαρούμενος:
—Θα μπεις σήμερα εκεί μέσα μαζί μου;
— Με κοροϊδεύεις; Να πάθω τα ίδια; Αν μπω εκεί μέσα*... θα καώ πάλι.
— Έλα τώρα! Μια ζωή δεν φοβόσουνα, τώρα τι σ΄ έπιασε;
— Δεν καταλαβαίνεις! Ξέρω καλά τι συμβαίνει εκεί μέσα*, γι΄ αυτό ξέχνα το. Δεν μπαίνω.
Εξακολουθούσε να με κοιτάει επίμονα σαλιώνοντας τα δάχτυλά του. Κι εγώ άρχισα να σιγοτραγουδώ, για να ξεχάσω την πείνα μου.
* Γιώργος Αποσκίτης, Στιγμόμετρο -Μικρά πεζά, Σμίλη 2021, σσ. 14-15· α' δημοσίευση Ιστορίες Μπονζάι, 22/10/2019.