Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/biblia/h-apokaohlwsh-toy-oneiroy
Δύο χρόνια μετά από την ποιητική συλλογή Το χαμένο ποίημα, η Ζέφη Δαράκη επανέρχεται με την συλλογή Συναντήσεις στο άβατο.
Οι συναντήσεις στο άβατο έχουν το στοιχείο του απρόσμενου. Με πρώτη ύλη την αγωνία, τον πόνο προσεγγίζει το άρρητο για να κερδίσει μέσα από αυτό την διαύγεια. Μας αιφνιδιάζει ο τρόπος που η Δαράκη αφουγκράζεται τον ανθρώπινο πόνο. Ο τρόπος που προσεγγίζει αγαπημένα της μοτίβα όπως ο καθρέφτης και τ’ όνειρο. Ο τρόπος που το φως και το σκοτάδι λειτουργούν στα τρομακτικά αδιέξοδα των ανθρώπων. Η Δαράκη μέσα από τους στίχους αυτής της συλλογής φτάνει στα έγκατα της ανθρώπινης τραγωδίας. Αποκαλύπτει τις διαστάσεις του ανθρώπινου δράματος και μέσα από την στάση της διεκδικεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Kαι σε προηγούμενες συλλογές όπως τη Θάλεια ή στη Σπηλιά με τα βεγγαλικά: «underground banda» ή στην συλλογή Σε ονομάζω θα πει σε χάνω και ακόμα στη τελευταία συλλογή, Το χαμένο ποίημα συναντά ο αναγνώστης ένα υποφώσκον πυρετικό κλιμα σαν διαρκής προσωπικός καημός απέναντι στα φοβερά γεγονότα. Στην παρούσα συλλογή Συναντήσεις στο άβατο παράλληλα πάντα με το υπερδοτικό ως σαν ουράνιο ταξίδι στην ποίηση όπου: «Το ποίημα έχει /Το δικό του παράφορο παρόν/ Ύστερα /κλέινει τα ουράνια πίσω του/και χάνεται/σαν φτερούγα νεκρού».
Πέρα από αυτή την μεταφυσική του θανάτου ως μιας άλλης ζωής, ως το πίσω πρόσωπο του θανάτου, στη παρούσα συλλογή εισέρχεται ξαφνικά η σπαρακτική περσόνα ενός μουσικού, ενός μουσικού στα τρένα όπου ο καταγγελτικός του λόγος μιλάει για ένα κόσμο ο οποιός σκόπιμα και μόνιμα αναιρεί την ελπίδα ενός κοντινού ή έστω και μακρινού ουμανιστικού ορίζοντα «απέναντι στους ανεμιστήρες
των φοβερών γεγονότων», της προσφυγιάς του πολέμου των βασανιστηρίων των θανάτων «των παιδιών με τις μισάνυχτες λάμψεις στα μάτια που κουράζονται και ήσυχα πεθαίνουν».
Απέναντι σε αυτό «το αστρίφωτο φως» του κόσμου, απέναντι σε αυτόν «τον άγγγελο που περπατάει με τα φτερά του κατασκονισμένος», το άλγος υπαγορεύει μια εκρηκτική εικονοποιία αλλά και μια εκ βαθέων εφηβικότητα ενάντι «του τρομερού που αιώνες τώρα σουλατσάρει στην ιστορία».
Παρόλα αυτά πάντα το αόρατο υποφώσκει και το ανείπωτο το αναζητάει «Με ξεφυλίζει το αόρατο μου καταφιλώ τα ίχνη του φυτρώνω επάνω μου/σαν λουλούδι σε αναζητώ σε ξαναβρίσκω/ Ο θάνατος μου, που ψιθυρίζω,/δεν θ’ αφορά εμένα Αλλά/τα δάκρυά σου για μένα».
Η Δαράκη βιώνει το τρομακτικό παρόν και την ανθρώπινη συμφορά συγκλονισμένη. Μα δεν αφήνει το περίλυπο να την καθηλώσει. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι γραμμένα με «το μελάνι της λύπης». Εξεγείρεται διά της λύπης. Ζητά από «το όμορφο τίποτα» να της μιλήσει. Ακούει τα βήματα της από ένα περαστικό. Δίνει λόγο στον μετανάστη μέσα στο ποίημα. Στιγματίζει την αδιαφορία για τον θάνατο μικρών παιδιών. Οι κραυγές και οι οιμωγές παιδιών ακούγονται ακόμα και μέσα στ’ όνειρο.
Η ανάγνωση των ποιημάτων της μας εξοικειώνει με το ασύλληπτο. Στα ποιήματα της διασταυρώνεται η ουτοπία με την δυστοπία. Αρθρώνει λόγο τραγικό σε διαβάσεις αφύλακτες που τίποτα δεν παραμένει στατικό. Η πατρίδα της την πληγώνει. Την πληγώνει τόσο πολύ που ζητά από την πατρίδα της να της εκμυστηρευθεί αυτό που δεν θα ήθελε να είναι.
Ο χρόνος δεν απολιθώνεται μέσα στο ποίημα. Ο χρόνος δεν βγαίνει αλώβητος από την ανθρώπινη συμφορά. Η ποιήτρια «αναποδογυρίζει το βάθος του χρόνου». «Οι ώρες κλώθουν το κίτρινο φόρεμα του χρόνου. Το αστρίφωτο φως απομαγεύτηκε να ράβει ξαφνικά τα σπασμένα κουμπιά των ωρών καπνίζοντας ένα δικό του σκοτάδι».
Σε αυτή την συλλογή δεν συναντούμε τον ουρανό της ουτοπίας. Ο ουρανός κατεβαίνει τον ουρανό του. Ο ουρανός συσκοτίζει τον ουρανό. Ο ουρανός γίνεται νόμισμα χαμένο και τα νεύρα του φεγγαριού τεντωμένα.
Οι λέξεις γίνονται απόκρημνες. Τα λόγια μόλις ειπωθούν ξεχνιούνται και τρέχουν για μιαν άλλη ιεροτελεστία ταφής. Πρόκειται για λόγια δίχως γλώσσα, σκοτεινά δίχως βλέμμα. Λόγια που πηγαινοέρχονται, ανοιγοκλείνουν πόρτες, λόγια που σκορπούν στους καθρέφτες.
Η ποιήτρια απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις ενός καθρεφτιζόμενου. Ο καθρέφτης μετατρέπεται σε πεδίο σπαραγμού. «Βρέχει καταρρακτωδώς μες στον καθρέφτη». «Η απαλή πρασινάδα μιας αμνησίας λιμνάζει μες στον καθρέφτη κι ένα τανγκό πνιγμένο βρίσκεται στο προαύλιο του καθρέφτη».
Τα όνειρο παύει να είναι τόπος καταφυγής. Μετατρέπεται σ’ όνειρο εφιάλτη. Ξυπνά μέσα στο ποίημα και προειδοποιεί: «Άκου να δεις, μου λέει/Τα φοβερά γεγονότα ή τα πονάς ή δεν τα πονάς/Άδικα τρέχεις/στα δικά μου στέκια να γλιτώσεις».
Η Δαράκη αφουγκράζεται τα αγριεμένα χορικά της ιστορίας στο ποίημα. Αίματα και κλαγγές οπλοστασίων. Ποδοβολητά πάνω από μόλις βρέφη κοιμισμένα. Στηλιτεύει την ανεκτικότητα των σύγχρονων κοινωνιών και ιδιαίτερα των πολιτικών στο απάνθρωπο. Δίνει τον λόγο στον μετανάστη. Συμπάσχει με τους κατατρεγμένους.
O έρωτας ως κύρια συνισταμένη της ύπαρξης δίνει αιφνιδιαστικά το παρόν του ακόμα και σε στιγμές απόγνωσης. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι:
«Έρωτας κόσμον έπλεκε / Έρωτας τον εξέπλεκε»