Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/biblia/h-logikh-ths-fantasias
Τα ζώα θεοί είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Άννας Γρίβα. Έπειτα από μια μακρά πορεία στην ποίηση, η συγγραφέας στρέφεται τώρα στο μικρής και μέσης έκτασης διήγημα, επιχειρώντας να διερευνήσει ένα νέο πεδίο λογοτεχνικής έκφρασης το οποίο, βέβαια, διατηρεί στενούς και έντονους δεσμούς με την ποιητική πράξη και πρακτική. Οι δεσμοί αυτοί επιβεβαιώνονται και στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου αφού, πολύ συχνά, ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ή, καλύτερα, την αίσθηση ότι ο λόγος της Γρίβα εκτρέπεται προς την ποίηση και υιοθετεί τον τρόπο, τις μεθόδους, κυρίως, όμως, την αύρα και τον κυματισμό, την ευαισθησία της στιχουργίας. Δεν είναι μόνο η συντομία, η συμπύκνωση και η περιεκτικότητα, όσο η προσέγγιση της πρώτης ύλης η οποία μεταπλάθεται κατά τρόπο τέτοιο ώστε, χωρίς να διαρρηγνύει τους δεσμούς της με την πραγματικότητα, να απομακρύνεται από αυτήν και να εξακτινώνεται σε ένα πεδίο πιο αφαιρετικό, πιο πλαστουργημένο, πιο ποιητικό.
Πράγματι, πολλά από τα διηγήματα της συλλογής, ενώ εκκινούν και αφορμώνται από πραγματικά γεγονότα και περιστατικά ή, πιο σωστά, από καταστάσεις που πείθουν για την αλήθεια τους, ολοκληρώνονται μέσα σε ένα τέλος εν πολλοίς απροσδιόριστο, ενίοτε θολό, όχι με την έννοια του συγκεχυμένου ή του ασαφούς, όσο με την έννοια του ονειρώδους, του ονειρικού, του μεταφυσικού. Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο διαφοροποιείται ο πεζογραφικός λόγος της Γρίβα και αποκτά την ιδιοτυπία και την ιδιαιτερότητά του. Η αρχική, δηλαδή, πρόθεση που θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει ως σύνθεση στιγμιοτύπων και στιγμών που επιχειρούν να εισδύουν και να διερευνήσουν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και όλων όσων συνυφαίνονται με αυτή, φαίνεται να «προδίδεται» για να δώσει τη θέση της σε μία πιο ποιητική, με την έννοια της φαντασιακής, ενατένιση του εαυτού και του κόσμου. Γιατί αυτό που προεξάρχει στη συλλογή και δίνει τον ρυθμό και τον τόνο είναι ακριβώς η εντατική λειτουργία της φαντασίας που διαθέτει τη δύναμη και τη δυναμική όχι μόνο να μετασχηματίζει και να μετουσιώνει ο, οτιδήποτε πραγματικό, αλλά στην κυριολεξία να το ερμηνεύει. Είναι μια βαθιά και υψηλή αντίληψη για τη φύση και τη λειτουργία της φαντασίας αυτή, που την αντικρίζει όχι μόνο σαν μια δημιουργική ενέργεια και εκδήλωση, αλλά σαν έναν δραστικό, καίριο και αποτελεσματικό τρόπο αποκρυπτογράφησης και κατανόησης του περιβάλλοντος κόσμου, του ανθρώπου και της συνθήκης μέσα στην οποία αυτός ζει και κινείται. Πρόκειται ουσιαστικά για μία αντιστροφή των όρων της λογικής και της φαντασίας με την πρώτη να υπεισέρχεται στη δεύτερη και να της προσδίδει το ουσιωδέστερο χαρακτηριστικό της, τη δύναμη της ανάλυσης και της διευθέτησης, εκβάλλοντας σε αυτό που θα όριζε κανείς ως «λογική της φαντασίας».
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στα περισσότερα από τα διηγήματα επιλέγεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στοιχείο που ουσιαστικά τα καθιστά αυτοβιογραφικά στιγμιότυπα, σκηνές ή εικόνες ενός βίου που προβάλλει με την αμεσότητα της προσωπικής εξιστόρησης η οποία, στην ακραία της εκδοχή, προβάλλει και πραγματώνεται ως εξομολόγηση. Είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο η Γρίβα χειρίζεται και τεχνουργεί το στήσιμο των ιστοριών της σε σχέση με τους ήρωες και τον τρόπο με τον οποίο αυτοί εξακτινώνονται και καταλαμβάνουν έναν αρκετά εκτεταμένο χώρο μέσα στον χρόνο, έναν χώρο που έχει στο ένα του άκρο την απομακρυσμένη, την πρώτη παιδική ηλικία, και, στο άλλο, το παρόν του ενήλικα ήρωα-αφηγητή. Αυτή η εξακτίνωση και η διάσταση, γνωστή και χρησιμοποιούμενη ανέκαθεν στην πεζογραφία, δεν θα είχε ίσως την ίδια δραστικότητα και καταλυτική λειτουργία αν δεν δημιουργούσε ένα σχήματα χιαστό με την λογική και τη φαντασία αντίστοιχα. Έτσι, αντί για το αναμενόμενο συνταίριασμα της παιδικότητας με τη φαντασία και της ενηλικίωσης με τη λογική, καθώς περιδιαβαίνει κανείς στις ιστορίες της Γρίβα, διαπιστώνει την αντιστροφή των όρων. Συγκεκριμένα, η συγγραφέας εκκινεί από την παιδική ηλικία με μία διάθεση ρεαλιστική, ορθολογιστική, με μία πρόθεση να εκθέσει, να περιγράψει, να αναπαραστήσει καταστάσεις που, ακόμα κι αν δεν είναι, δίνουν την ψευδαίσθηση του πραγματικού, του αληθινού και του λογικού για να καταλήξει στο τώρα, στο παρόν της λογοτεχνικής δημιουργίας, οπότε και διαπιστώνει κανείς πως τόσο η ίδια όσο και η συγγραφική της τέχνη εμφορείται από μια έντονη διάθεση αναπόλησης, φαντασιακής ενατένισης και ανάκλησης του παρελθόντος, προκειμένου αυτό να τοποθετηθεί μέσα στις νέες διαστάσεις, τους όρους και τα όρια που η ίδια η τέχνη θέτει.
Πρόκειται ασφαλώς για μία αλληγορία, μία καλά καλυμμένη, οπωσδήποτε όμως διαμορφωμένη, θεώρηση της ζωής και της τέχνης. Γιατί εκεί που θα περίμενε κανείς την αναμενόμενη ταύτιση της παιδικής ηλικίας με την οργιώδη λειτουργία της φαντασίας και της ενήλικης ζωής με τη συνειδητοποιημένη κρίση, έρχεται αντιμέτωπος με την αντιστροφή τους και αντιλαμβάνεται πως το προχώρημα στη ζωή και την αφήγηση συνεπάγεται και εκβάλλει σε μία πιο συναισθηματική, φαντασιακή ερμηνευτική εκδοχή του παρελθόντος και της εν γένει πραγματικότητας. Η παράδοξη αυτή αντίστροφη πορεία δεν μπορεί παρά να σχετίζεται και να απορρέει από τον καταλυτικό ρόλο της τέχνης στη ζωή του ανθρώπου που του προσφέρει τη δυνατότητα ή και τον προκαλεί να αντιστρέψει τους όρους της ζωής, την καθιερωμένη και προδιαγεγραμμένη πορεία των ανθρώπων και των πραγμάτων. Έτσι, μέσα στο βιβλίο της Γρίβα μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μία απόπειρα ερμηνείας του παρελθόντος και των μορφών που το στοιχειώνουν –ανάμεσα σε αυτές και της ίδιας της αφηγήτριας όσο αυτή ήταν παιδί – όχι με τα δεδομένα του παρόντος, αλλά με τα δεδομένα της τέχνης. Ο θάνατος, ο χρόνος, η μνήμη, οι οικογενειακές και φιλικές σχέσεις, η ανθρώπινη επαφή, ακόμα και οι ιστορικές στιγμές μπαίνουν στο μικροσκόπιο της συγγραφέως η οποία διαμορφώνει ένα πολυσύνθετο τοπίο στο οποίο συνυπάρχουν και συλλειτουργούν η λογική και η φαντασία, ο ρεαλισμός και η υπέρβασή του, η ζωή και η τέχνη.