Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-33/metafrash/exi-poihmata
Ο Ινδός Arvind Krishna Mehrotra γεννήθηκε στη Λαχόρη του Πακιστάν το 1947. Είναι αγγλόγλωσσος ποιητής, κριτικός, μεταφραστής, ανθολόγος και επιμελητής. Τη δεκαετία του 1970 ίδρυσε την ποιητική κολεκτίβα Clearing House μαζί με άλλα μέλη της ομάδας των λεγόμενων Ποιητών της Βομβάης (Bombay Poets). Δίδαξε επί δεκαετίες στο Πανεπιστήμιο του Αλλαχαμπάντ, ενώ το 2009 ήταν υποψήφιος για την έδρα της Ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Σήμερα ζει κυρίως στο Ντεχραντούν, μια πόλη του ινδικού Βορρά που βρίσκεται στους πρόποδες των Ιμαλαΐων.
Χάραξη βίσωνα στην πέτρα
Η γη αντιστέκεται
Γιατί δεν μπορεί να μπει
Σε πειρασμό ή να σπάσει
Μέσα σε έναν θάλαμο. Καταγράφει,
Ανακατεύοντας με προσοχή τα φύλλα,
Το πέρασμα της κάθε καταιγίδας, της βροχής,
Της ξηρασίας. Η γη υποχωρεί εσκεμμένα
Κατά τόπους, έχοντας διδαχτεί τον πόλεμο
Απ’ τους στρατούς που έθρεψε η ίδια.
Η γη είναι μονοκόμματη
Και τα αρχαία θαύματα δεν έχει λησμονήσει:
Τη χάραξη ενός βίσωνα στην πέτρα,
Λόγου χάρη. Η γη εμφανίζεται
Σαν απρόσμενος επισκέπτης και δίνει καταφύγιο,
Δεν μπορεί να κλειδωθεί, να παραμεριστεί.
Η γη δεν μπορεί να υπογράψει το όνομά της,
Δεν μπορεί να πεθάνει γιατί δεν γίνεται να ταφεί,
Κατανοεί τη γλώσσα,
Μιλάει σε διάλεκτο.
Ψέματα
Οι τσέπες μου είναι άδειες
Η Τζουν, ο Πικς κι εγώ
Παρελάσαμε μαζί
Στη γιορτή για το νέο έτος
Η Τζουν είχε καστανά μάτια και λεπτά πόδια
Ο Πικς ήταν ο μόνος μου αντίζηλος
Οι τσέπες μου
Σαν δυο μυστικές κάμαρες
Κρατούσαν σπόρους ταμαρίνθου
Κομμάτια άσπρης κιμωλίας
Και μέρη ενός καταπέλτη
Είδα ένα όνειρο σήμερα το πρωί
Πέντε γαλάζιες φάλαινες
Βγήκαν βιαστικά από τη θάλασσα
Στάθηκαν όρθιες στην παραλία
Κινήθηκαν στη στεριά
Στράφηκαν προς το μέρος μου
Το χάραμα ψηλές και απαλές
Μπερδεύω τα όνειρα με τα ψέματα
Γεννήθηκα με ένα λεπτό φίδι
Κουλουριασμένο πάνω στο κεφάλι μου
Το φίδι εκείνο ήταν φυλαχτό
Το φίδι εκείνο έτρωγε μόνο περιστέρια
Το φίδι εκείνο μου μιλούσε στο αυτί
Στην αγέννητή μου κόρη
Αν το γράψιμο ενός ποιήματος θα μπορούσε
Να σε κάνει να υπάρχεις, θα έγραφα ένα τώρα,
Γεμίζοντας με περισσότερο δέρμα και ιστό
Απ’ όσο θέλει ένα σώμα τις στροφές,
Γεμίζοντας με ομιλία τους στίχους.
Θα σου έδινα μέχρι και της μητέρας σου
Τα φαγωμένα νύχια και τα ανοιχτοκάστανά της
Μάτια, γιατί νομίζω πως τέτοια είχε και εκείνη.
Την είδα μόνο μια φορά, μέσα από το παράθυρο
Του τρένου, σε ένα κίτρινο χωράφι. Ένα φόρεμα
Ανοιχτόχρωμο φορούσε. Είχε κρύο.
Νομίζω πως ήθελε κάτι να πει.
Το γεύμα
Ξέρεις πως τελειώσανε τα ψέματα
Όταν το σπίτι που κατοικείς
Αρχίζει να σε τρώει.
Η ξύλινη σκεπή
Είναι η σκεπή του στόματός του,
Το πέτρινο πάτωμα με τις λακκούβες
Τα σάπια δόντια του,
Η πίσω πόρτα και η μπροστινή
Το μαχαίρι του και το πιρούνι
Που σε κόβουν σε μικρά κομμάτια.
Σηκώνεις το βλέμμα σου απ’ το πιάτο
Και κοιτάς προς την ηλεκτρική κουζίνα
Πάνω στον πάγκο
Όπου στέκεται η μητέρα σου
Μες στον περιπατητήρα,
Με έναν απλήρωτο λογαριασμό
Που κρατά στο χέρι,
Επιβλέποντας το γεύμα.
Η κυρία που σιδερώνει
Κοινά καθημερινά ρούχα
Μαζεμένα χαλαρά σ’ έναν σωρό.
Η κυρία που σιδερώνει βγάζει
Από εκεί ένα μαντήλι
Και γλιστράει το σίδερο,
Με τα αναμμένα κάρβουνά του,
Στις άκρες, εξαφανίζοντας
Τις τσαλακωμένες κοιλάδες
Κάτω από το χέρι της.
Σειρά έχει ένα πουκάμισο.
Ξεκινάει από τα μανίκια, ύστερα
Πηγαίνει στον απόκρημνο γιακά
Και μετά στις πίσω και τις μπροστινές
Πεδιάδες, κόβοντας ταχύτητα
Καθώς φτάνει στα πλαστικά κουμπιά
Και στον αγριότοπο ανάμεσά τους.
Ένα μπλουτζίν είναι ανηφορικό
Σε όλη τη διαδρομή. Το σίδερο
Λαχανιάζει και σφυρίζει
Όπως το πηγαίνει πίσω μπρος
Πάνω στο τζιν, υγραίνοντάς το
Πού και πού με ένα πανί.
Σε μια γωνιά του τραπεζιού
Στοιβάζει τα σιδερωμένα ρούχα,
Κάθε δίπλωμα και αλλαγή στροφής,
Μέχρι να διπλώσει και το τελευταίο
Και να τελειώσει το χειρόγραφο.
Αλιγκάρ
Στον σιδηροδρομικό σταθμό ρωτάω
αν περνάει τρένο για το μέρος όπου βρίσκεσαι.
Μου λένε πως περνάει ένα, αλλά έχει φύγει ήδη,
όπως και το αυριανό και το μεθαυριανό.
Κάπου στα δέντρα, βαμμένα σε πράσινες αποχρώσεις,
με την πρωινή βαφή υγρή ακόμη,
ένα κοτσύφι στήνει τα μουσικά του όργανα.
Εσύ το ακούς στον κήπο σου κι εγώ απ’ τον δικό μου.
Τη νύχτα, σαν παιδί με κολικούς, με τα γέρικα κόκαλά μας
κουρασμένα, η επιθυμία μας κρατάει ξύπνιους.
Κοίμισέ την αν μπορείς, κι εγώ αυτό θα κάνω,
και ας ξεχάσουμε προς το παρόν
τον σιδηροδρομικό σταθμό. Πάρκινγκ εκεί δεν βρίσκεις,
τα τρένα δεν τηρούν τα δρομολόγια.