Χάρτης 32 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-32/poiisi-kai-pezografia/deka-zeygaria-sonetwn
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ (ΔΩΡΕΑΝ) Μ’ ΕΝΑ ΣΟΝΕΤΟ
Λέω να ταξιδέψω απόψε ώς τις Αζόρες,
σαν κοιμηθώ· κι άμα ανεβώ στη φασολιά,
θα με λικνίζουν οι επουράνιες αιώρες,
ενώ γυρνώ πλευρό προς τον ζεστό Νοτιά.
Κι ίσως να πεταχτώ και μέχρι τις Σεϋχέλλες.
Η φαντασία μας έχει ατσάλινα φτερά·
τρέχει σε κλάσματα φωτός πάνω σε σέλες
Πήγασων πρόθυμων για όνειρα τρελά.
Αιώνες, χρόνια, μήνες, μέρες και στιγμές
διασχίζω θάλασσες, ερήμους, παγετώνες,
ενόσω γράφω αυτές τις λιγοστές γραμμές,
χνάρια στο χιόνι, ζεστά χνώτα στους χειμώνες.
Η μουσική που δεν ηχεί είν’ η μουσική.
Και τα ταξίδια είναι η κίνηση η ακίνητη.
ΤΑΞΙΔΙΑ ΠΟΥ (ΔΕΝ) ΕΚΑΝΑ
Δεν έχω πάει ποτέ στις Πυραμίδες,
κι ας είμαι εκεί τα βράδια στα όνειρά μου:
μούμιες τριγύρω, μάσκες, προσωπίδες
στο λίκνισμα του Νείλου και της άμμου.
Δεν έχω πάει ποτέ στο Μάτσου Πίτσου.
Στη μυστική την πόλη είμαι πάντα:
το τρένο των νεφών, με ζίου ζίτσου,
προβαίνει στα βουνά, σαν μια γιρλάντα.
Στο Ταζ Μαχάλ δεν μπόρεσα να πάω,
στο Σινικό δεν έχω περπατήσει,
ούτε στον Άγιο Παύλο του Μακάο
την νότια πρόσοψη έχω μελετήσει.
Με το Google Earth σ’ Ανατολή και Δύση
είν’ όλα τους ταξίδια αληθινά μου:
πάω όπου θέλω – κι όλα είναι δικά μου.
ΑΙΘΕΡΟΒΑΜΟΝΕΣ
Είσαι ένα αστράκι μες στο άπειρο διάστημα.
Ρέεις πάνω μου βροχούλα κι είμαι πύκνωμα
ηλεκτρικών νεφών. Ἠ, αν θέλεις, βλάστημα
φυτού. Μαζί γινόμαστε συμπύκνωμα
μιας αύρας υφασμένης από αιθέρα
που μας τυλίγει, σαν βρέφη, απαλά.
Εισπνέουμε κι εκπνέουμε τον αέρα,
μετρώντας τόσα υποκοριστικά
στον ουρανό που απλώνεται μεγάλος
κι έχει σε μια γωνίτσα τη σελήνη
απ’ όπου φτάνει μέχρι εμάς ο σάλος
του άρρητου στίχου που μας κατευθύνει
στ’ άπειρο διάστημα∙ κι εκεί πλέεις αστράκι
ή ακίνητο στη θάλασσα βαρκάκι.
ΣΤΗ ΝΕΦΕΛΟΚΟΚΚΥΓΙΑ
Ιδανική κι ανάξια θα ’μαι αναγνώστρια
του πιο υπέροχου ελληνικού σονέτου.
Της μνήμης μόνιμη θα μείνω διασώστρια
σε σύνθεση επιστολική ενός ντουέτου.
Κοίτα, αν το δούμε απέξω σκέτη είναι μαγεία∙
(έτσι θα μοιάζει στους ανθρώπους απ’ το μέλλον).
Δυο θεόμουρλοι, σε μια νεφελοκοκκυγία
που όλο συνομιλούν με τάγματα Αρχαγγέλων
κι έχουνε τη σφραγίδα και το χάρισμα
σαν να χορεύουνε δι’ αλληλογραφίας.
Τον Ευριπίδη πατρονάρει ο Άρης, μα
η Αφροδίτη παραστέκει της Σοφίας.
Ίσως ο άγνωστος Θεός δεν παίζει ζάρια∙
μας αναγκάζει να του γράφουμε μιαν άρια.
ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Θα ’θελα το τραγούδι αυτό να νιώσεις·
ν’ ακούς να σου μιλάω, όντας βουβός·
κι εγώ να χάσω όλα όσα θα μου δώσεις,
γιατί θα τα επιστρέψει ο βυθός,
όταν καταδυθούμε στον αέρα,
ανέβουμε τη σκάλα της σιωπής
και βρούμε εκεί σ’ ακόμη άγραφη μέρα
το κόσμημα χαμένης συλλογής.
Αυτό που θα κοσμήσει το ωραίο εξώφυλλο
ενός βιβλιόκηπου μ’ άνθη χαρίτων
σπαρμένων από εμάς, το ζεύγος το άφυλο
θνητών αγγέλων που ’ναι κάτοχοι απορρήτων
φωτεινών μυστικών: μετά τη δύση,
θ’ ανάψουμε ένα φως που δεν θα σβήσει.
ΠΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ
Τι λεξιλόγιο έχουν οι φύλακες αγγέλοι;
Βρίζουν κι αυτοί, σαν τους θνητούς, καμιά φορά,
λένε κι εκείνοι πότε πότε «δεν με μέλλει»,
βγάζουνε τ’ άσπρα και διπλώνουν τα φτερά
και κατεβαίνουνε στα μπαρ να πιουν ουίσκι;
Λένε λοιπόν «άντε γαμήσου εσύ... κι εσύ ...κι εσύ»
κι απαρηγόρητους η νύχτα πώς τους βρίσκει
με την επίγνωση πως είναι πια κλειστή
η πρώτη εκείνη του παράδεισου η πύλη∙
με την επίγνωση πως άρχισε πια η πτώση,
θα ’ναι το σώμα τους φθαρτό καθώς η ύλη
και θα ’ρθει ο θάνατος για να τους ματαιώσει.
Και τότε εσύ ήρθες να μου πεις: «Μετά τη δύση
εμείς θ’ ανάψουμε ένα φως, που δεν θα σβήσει.»
ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ Ο ΚΑΝΕΝΑΣ ΠΟΥ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΑΕΙ Τ’ ΑΣΤΡΑ
– Σκέφτεσαι τίποτε άλλο από τον θάνατο; – Τον έρωτα;
– Καλά. Σου δίνω ακόμη μια ευκαιρία. – Και το ρίγος
του σώματος. – Από τον πυρετό; Μετά το θέρος, τα
σταφύλια όταν μαζεύουμε, το λέμε ακόμα τρύγος.
Ζώντας, ανέκαθεν, στο χάος της παροντικότητας,
είσαι διαρκώς στο χείλος του γκρεμού που λέμε μέλλον.
Όταν πέσεις σ’ αυτόν, η λάμψη της πραγματικότητας
θα σε φωτίσει τόσο! – θα ’σαι ο ήλιος ο ανατέλλων.
Άκου καλά, τελειώνουνε τα ψεύδη κι η σιωπή
δεν είναι σίγουρα χρυσός αλλά έχει λίγη αξία.
Σώπα, λοιπόν. Κι άρχισε ν’ αφαιρείς. Για αρχή, το θέρος,
τον έρωτα, μετά – θα μείνει τίποτε ως το τέλος;
Το ποίημα αυτό. Ή, με άλλες λέξεις, η ίδια μελωδία
της μονότονης μπάντας των αγγέλων «Η Σιγή.»
ΤΙ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΩΝΤΑΣ Τ’ ΑΣΤΡΑ
– Εσύ κρύβεις το πρόσωπό σου μες στην ψυχανάλυση
κι όχι στην ποίηση. Μα κοίτα, ο κόσμος είναι απλός.
Μα σου διαφεύγει αυτό, απ’ τη μόνιμη ανάλυση.
Θυμίζεις κάποιονε δερματολόγο, που διαρκώς
βλέποντας τσόντες εντοπίζει μελανώματα…
– Ωραία τα λες, μα, δάσκαλε, κι εσύ που μας διδάσκεις
μήπως δεν ρέπεις πάντα στα ίδια παραπτώματα,
με τις γραμματικές, εγκλίσεις, πτώσεις και συντάξεις;
Συνένοχοι, λοιπόν. Γυμνοί μπροστά στην ποίηση
που κάποτε θεωρήσαμε πως μοιάζει μ’ ένα τοίχο,
με μεταμφίεση, με ψέμα, με προσποίηση,
μα πάντα προδοθήκαμε μ’ ένα μονάχα στίχο,
που ο Κανένας έστειλε μέσω ενός ονείρου∙
το μοιραζόμαστε κι οι δυο, σαν χειραψία τ’ απείρου.
ΣΤΟ ΔΙΧΤΥ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΠΟΥ ΔΥΕΙ
«Στον έρωτα μάς σπρώχνει, αργά ή γοργά, η θνητότητα»
έλεγε ο Ποιητής στον έφηβο επισκέπτη του.
Στο λίγο φως της θαμπής λάμπας του, η στιλπνότητα
της γυμνής γάμπας, πώς δυνάμωνε τη σκέψη του.
«Καθώς οι θεοί είναι αθάνατοι, δεν έχουν λόγο
να κατεβαίνουνε τη σκάλα της λαγνείας.»
Λοιπόν, πώς λες, ευφυολόγο ή ψευδολόγο
τον γέρο ποιητή, στη σκιά της ευγλωττίας;
«Στον χρόνο που σπατάλησα για τις ορέξεις
του σώματος, θα ’χα τροχίσει την ψυχή…»,
ψιθύριζε· μα πια είχε φύγει ο νεαρός.
Τ’ άλλα του λόγια πρέπει εσύ να τα διαλέξεις,
ανώνυμε περαστικέ, που απ’ τη στροφή
πέφτεις στο δίχτυ του φωτός του ήλιου, τυφλός.
ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΑ ΒΡΟΧΙΑ ΤΟΥ ΠΙΑΣΤΕΙΣ
Μιλάς με γρίφους, γέροντα, για γάμπες και για λάμπες.
(Η σκάλα, ευφυολόγε, κατεβαίνει, της λαγνείας;)
Πού πάνε, όταν φεύγουμε, οι πιο παλιές αγάπες;
(Ο νεαρός ήσουν εσύ, σε χρόνια ακολασίας).
Άραγε υπήρξαν τέτοια χρόνια ή τα ονειρεύτηκες
σκυμμένος πάντα σε χαρτιά και σε βιβλία;
Τυφλός κατά τη δύση του φωτός πορεύτηκες,
χρόνια σμιλεύτηκες μες στη λεξιλαγνεία.
Κι εκείνος ο έφηβος που υπήρξες και υπάρχεις
στη σκέψη, στων ποιημάτων όλα τα Κομμάτια,
θα κατοικεί μόνος κι αιώνιος μονάρχης
μες στα ολοπόρφυρα του ήλιου τα παλάτια.
Δεν είναι δεδομένη ούτ’ η θνητότητα.
Θα πρέπει να οριστεί πρώτα η οντότητα.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΡΕΓΚΟΡ ΣΑΜΣΑ
Ο Γκρέγκορ θα ’ρθει βαθιά νύχτα στο κρεβάτι μου.
Θα ονειρευτούμε την angelica farfalla.
Κι όταν η αυγή θα καθρεφτίζεται στο μάτι μου,
θα του προσφέρω πρωινό φόλα με γάλα.
Ενώ ψοφά, φτερά θα σχίζουνε την πλάτη μου.
Το μεσημέρι ο Γκρέγκορ θα ’ναι σε μια γυάλα
με φορμόλη. Αν ξεφύγω απ’ την οφθαλμαπάτη μου,
ίσως τον δω να σέρνεται γυμνός στη σκάλα.
Φεύγοντας, είπε πως μισεί κάποιον Φραντς Κάφκα.
Όσο κι αν ψάχνω σε βιβλία και στο διαδίκτυο,
μηδέν πληροφορίες. Μόνον η λέξη «γλαύκα»
στα λεξικά ταιριάζει κάπως. Ολονύχτιο
πουλί, με πυρετώδη μάτια· η κουκουβάγια.
Με κοιτά σαν τον Γκρέγκορ. Με τα μάτια σφάγια.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΙ(Υ)ΠΙΔΗ
Εγώ τα βλέπω τα φτερά τώρα στην πλάτη σου∙
κι όσο κι αν τρόμαξες μην γίνεις κατσαρίδα
άγγελος έγινες – και με τον Πήγασο άτι σου
τους ουρανούς να διασχίζετε σας είδα.
Είσαι ένας άγγελος, που του έκοψαν το γράμμα.
Εσύ γεννήθηκες με το ύψιλον του ygrec∙
μα τώρα μ’ ένα γιώτα περπατάμε αντάμα
στου καραβιού της φαντασίας μας το deck.
Λόγια της πλώρης όλο λέμε και της πρύμνης∙
ανάκατα όλα και σπασμένα, σαν φτερά
που αδέξια –δες!– χαϊδεύουν της Νέας Σμύρνης
τα πεζοδρόμια, την πλατεία μια φορά.
Γυμνοί κι οι δυο στην ποίηση, mon semblable, mon frère∙
έχουμε συνομολογήσει, hypocrite lecteur.
Η ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΜΟΥΣΑΣ ΠΟΥ ΓΛΙΣΤΡΑΕΙ
Βεβαίως, διακρίνετε πάντοτε περισσότερα
απ’ όσα σκέφτεται κάποιος που απλώς το γράφει
το ποίημα. Κι έτσι ανασκαλεύετε τα ενδότερα
της ψυχής του, ανασύροντας ώς κι ό,τι οι τάφοι
της σιωπής του κρύψαν, τα κτερίσματα ή
το φως απ’ του έρωτά του το κρυμμένο μέλος.
Τον δείχνετε γυμνό. Με τ’ όνομά του: Εσύ.
– Τι σου απομένει; Παραδίδεσαι στο τέλος.
Ομολογείς, τα πάντα είν’ υπαγορευμένα.
Είσαι πιασμένος στον ιστό που ήσυχη αράχνη
υφαίνει μέσα σου από εικόνες κι από φράσεις.
Με τις κλωστές δένεις παρόν και περασμένα.
Γι’ αυτό κι η Μούσα σου γλιστράει στην πρωινή πάχνη
μιας εκδρομής που θα συμβεί και θα ξεχάσεις.
ΟΣΤΡΑΚΑ
Σε γνώρισα ολόκλειστο, σαν στρείδι,
βουλιάζοντας στον πιο βαθύ βυθό.
Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να πνιγώ
σε είδα, στ’ όστρακό σου, Ευριπίδη.
Και σκέφτηκα στο φως να σ’ ανασύρω∙
μα ίσως εσύ να τράβηξες εμένα
με δύναμη, απ’ τον άβατο πυθμένα
και μ’ έσυρες –ή εγώ σε παρασύρω;–
από το χρώμα τ’ άφωτο, το μαύρο
που ’χαμε τόσα χρόνια κατοικήσει
και που ’γινε η δεύτερή μας φύση.
Μα τ’ όστρακο θ’ ανοίξω κι ίσως θα ’βρω
ν’ αστράφτει, όλο δόξα κι όλο χάρη,
το μέσα σου ακριβό μαργαριτάρι.
Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ
Αυτού και του άλλου κόσμου υπερκόσμιο δέντρο
ρίχνεις κλαδιά κι απλώνεις ρίζες στον αέρα
κι εμείς παράλληλες ευθείες προς το κέντρο
τ’ άνθη μας σμίγουν στο νερό χώμα κι αιθέρα
Η λάσπη γίνεται ζυμάρι των φτερών μας
στάλα ουρανού μάς έχει στάξει απ’ την κορφή σου
για να καρπίσουμε τ’ αυλάκια των κορμιών μας
μια θάλασσα δακρύων μας ραίνει τη μορφή σου
Λες να ’ναι ο άνεμος που φέρνει τη φωνή σου;
Να ’ναι τα κύματα που μας παίρνουν τα χρόνια;
Σε κάθε ανάσα μας νιώθουμε την πνοή σου
χάδι μητέρας και χοή στα παναρμόνια
βάθη όπου λάμπουν με τα πάθη και τα λάθη μας
Του ρόδου είμαστε κι ο μίσχος και τ’ αγκάθι
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑΚΙΑ
Είμαστ’ εμείς, που ευλογηθήκαμε τη Σκέψη
κι όλο σκεφτόμαστε, αγκαλιάζοντας το χώμα.
Δέντρο από πάνω μας δεν είχαμε προβλέψει,
μήτε τολμούσαμε να ονειρευτούμε ακόμα.
Το ένα τ’ άλλο μόνο έβλεπε, σαν μάτια
που ’ταν ασώματα στ’ ωραίο περιβόλι.
Ο ένας τον άλλον – κι όπως ήμασταν κομμάτια,
την ομορφιά είδαμε, την αθωότητα όλη.
Και τότε βλάστησε θαρρώ η Φοινικιά μας
κι από τα δάκρυα τράφηκε κι απ’ την ασχήμια
κι από τα έντομα, που μες στα πέταλά μας
το νέκταρ μας όλο ρουφούσαν, σαν αγρίμια.
Στον πόνο θέριεψε, μας σκέπει σαν αστέρι∙
βλέπει τα φύλλα μας να πιάνονται απ’ το χέρι.
ΚΑΠΟΤΕ Ο ΣΤΑΤΙΟΣ Θ’ ΑΓΚΑΛΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΒΙΡΓΙΛΙΟ
Βάλε όλη την αγάπη μες στη μουσική.
Κι όλη τη μουσική μες στην αγάπη βάλε.
Θα σου απομείνουν δύο κοχύλια στη σιωπή,
για να νομίζεις πως τ’ ακούς. Μα έλα εσύ, σάλε
της θάλασσας. Εκεί που σίγουρα θα πάμε,
μαζί, πλησίστιοι, με πανιά τα σώματά μας.
Γύρω απ’ το ρόδο του φωτός θα τριγυρνάμε,
μέχρι ν’ ανάψουμε τα πορφυρά φτερά μας.
Κάποτε ο Στάτιος θ’ αγκαλιάσει τον Βιργίλιο.
Τους παλιούς ίσκιους θα σαρκώσουν νέα σώματα,
εμψυχωμένα τ’ άφθαρτά τους ομοιώματα.
Μαζί, σιωπώντας, θ’ ατενίζουν μ’ αλεξήλιο
ερυθρό γίγαντα ή, μπορεί, και λευκό νάνο,
πλησιάζοντάς τον με το θείο τους κενοπλάνο.
ΚΑΠΟΤΕ Ο ΣΤΑΤΙΟΣ ΤΟΝ ΒΙΡΓΙΛΙΟ Θ’ ΑΓΚΑΛΙΑΣΕΙ
Κάποτε ο Στάτιος θ’ αγκαλιάσει τον Βιργίλιο
κι εμείς, μαζί, τους πιο μεγάλους μας απόντες
που –πάει πια– πέταξαν στ’ αστέρια και τον ήλιο
και είν’ οι τόσοι συγγενείς μας, οι ανιόντες
που θα ’ρθουν όλοι μ’ ένα κόκκινο ελικόπτερο
από ψηλά μια φωτεινή κι εξαίσια μέρα.
Mαζί τους θα ’ρθουν με χρυσό εν’ ανεμόπτερο
κι οι έρωτές μας, τυλιγμένοι στον αιθέρα,
για πάντα νέοι. Κι αχ! εκείνοι που αγαπήσαμε
με ίδια αγάπη, τρυφερή, μας περιβάλλουν.
Μια μουσική κι ένα τραγούδι τώρα αρχίσαμε
προς τους αγγέλους, που όλο αγάλλονται και ψάλλουν.
Κάποτε ο Στάτιος τον Βιργίλιο θ’ αγκαλιάσει
κι εμείς, μαζί, ο ένας τον άλλον, που ’χε χάσει.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΧΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ. ΘΑ ΕΠΙΜΕΝΩ
Άκου, το σπορ είν’ εντελώς εξαντλημένο.
Γράφεις, σβήνεις και ξαναγράφεις το ίδιο ποίημα.
Λέξεις, φράσεις, εικόνες – απ’ τα ίδια. Προσμένω
–της νοσηρής σου φαντασίας αποκύημα–
να σταματήσεις. Δεν βλέπεις; Σ’ έχουν χεσμένο.
Και την ποίηση, εν γένει. Σωριάσου πρηνής,
στους συναδέλφους σου. Η ευαισθησία τους τρένο.
Σ’ έχουν καταχωρήσει: ο Καθηγητής.
«Αν σταματήσω ν’ αναπνέω θα πεθάνω»·
καλά, παραφραστή του Ρίλκε – τι φριχτό!
Αν θέλεις προβολή πήδηξε προς τα πάνω.
Θα πάρεις bonus στις ειδήσεις των οκτώ
μνεία; Θα σε νεκρολογήσουνε σαν άγιο;
Μπορεί να σε συνδέσουν, κάπως, με τον Λάγιο.
ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΑΣ Η ΠΙΟ ΥΠΕΡΟΧΗ ΑΥΤΑΠΑΤΗ
Όλα αν τα χάσουμε, μας απομένει κάτι
που είναι αναλλοίωτο και λάμπει μες στον χρόνο:
της ποίησής μας η πιο υπέροχη αυταπάτη
κι η μουσική το καταφύγιο είναι το μόνο.
Όταν σου γράφω, εξαφανίζονται η ανία
η οργή, ο θυμός και το κενό, που μεγαλώνει
και με τυλίγει κάποια άνοιξη· κι η ευδία
ας μοιάζει επίπλαστη, στου κόσμου την οθόνη.
Ο νους του ανθρώπου μες στην ποίηση ημερεύει
και τώρα βλέπω πάλι αστρόφως κι αστροσκόνη
καθώς ο στίχος σου να διαβαστεί γυρεύει.
Και θα τους διάβαζα κι αν επιζούσα μόνη
σ’ ερημονήσι, από φριχτό κάποιο ναυάγιο…
Θα είχα Καρυωτάκη, Γαραντούδη, Λάγιο.