Χάρτης 32 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021
https://dev.hartismag.gr/hartis-32/klimakes/apo-ton-prwto-ston-deytero-hlia
( Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Χ Ρ Ο Ν Ο Υ )
Στα χρόνια του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, υπήρχε μια άγραφη όσο και απαράβατη αρχή: Οι δημοφιλείς πρωταγωνιστές του θεάτρου ήταν εκείνοι που πρωταγωνιστούσαν και στις κινηματογραφικές μεταφορές των έργων τους. Το δικαίωμα αυτό έμελλε να καταργηθεί με μια κωμωδία, στην οποία ο πρωταγωνιστής της θεατρικής εκδοχής αντικαταστάθηκε στην κινηματογραφική μεταφορά από έναν, ανερχόμενο τότε, αστέρα. Γεγονός που, πέρα από την αίσθηση που προκάλεσε στα θεατρο-κινηματογραφικά παρασκήνια της εποχής, σήμανε και το τέλος των διπλών εμφανίσεων «πρωταγωνιστικώ δικαίω».
Η κωμωδία εκείνη (πασίγνωστη χάρη στις πολλαπλές τηλεοπτικές προβολές της) ήταν «Ο Ηλίας του 16ου». Πρώτος διδάξας, στη σκηνή του θεάτρου, ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Διάδοχος, στην οθόνη, ο Κώστας Χατζηχρήστος στην ομότιτλη ταινία της Φίνος Φιλμ. Η μεγάλη αλλαγή, που ανέτρεψε τα μέχρι τότε ισχύοντα, σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Πιο συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1958 ο Βασίλης Λογοθετίδης ερμήνευσε τον αμίμητο «Ηλία» στο θέατρο «Παρκ». Λίγους μήνες αργότερα, ο Κώστας Χατζηχρήστος φόρεσε ξανά τη στολή του ρόλου στην αντίστοιχη ταινία που έκανε πρεμιέρα στις 6 Απριλίου 1959. Σε μια ειρωνεία της τύχης, η διαφημιστική καταχώρηση της κινηματογραφικής πρεμιέρας στην εφημερίδα Έθνος, συνυπήρχε με μια άλλη διαφημιστική καταχώρηση, στην ίδια σελίδα, που αφορούσε την επίσημη πρεμιέρα μιας καινούριας θεατρικής κωμωδίας του Βασίλη Λογοθετίδη.
Η σύμπτωση παρουσιάζει σημειολογικό ενδιαφέρον από τη θέση που καταλάμβαναν στη σελίδα των καλλιτεχνικών ειδήσεων οι δύο καταχωρήσεις. Πάνω, ο Βασίλης Λογοθετίδης με το θεατρικό «Ο γαμπρός μου δικηγόρος» (ρόλο που επανέλαβε αργότερα στον κινηματογράφο ο Νίκος Σταυρίδης). Ακριβώς από κάτω βρισκόταν η διαφήμιση για την κινηματογραφική πρεμιέρα του «Ηλία του 16ου». Το κείμενο ανέφερε: «Η Φίνος Φιλμ σας προσκαλεί να ξεχάσετε για δύο ώρες τις στεναχώριες σας και σας υπόσχεται να γελάσετε όσο δεν γελάσατε ποτέ στη ζωή σας». Το θέμα, βέβαια, είναι αν ρωτήθηκε επ’ αυτού ο πρώτος διδάξας. Ο οποίος (τυχαία ή μη) «καπέλωνε» τον κινηματογραφικό… σφετεριστή στη σύνθεση της σελίδας. Όπως και αν έχει το πράγμα, η κινηματογραφική μεταφορά προκάλεσε ενδιαφέρον. Οι μνήμες της θεατρικής παράστασης ήταν πρόσφατες και το κοινό είχε την περιέργεια να συγκρίνει τις δύο ερμηνείες. Η εισπρακτική επιτυχία της ταινίας ήταν ανάλογη της θεατρικής. Μια μέρα μετά την πρεμιέρα, ο Αχιλλέας Μαμάκης σημείωνε στη στήλη του «Η αθηναϊκή οθόνη», στην εφημερίδα Έθνος: «…Δέον να σημειωθεί ότι ο “Ηλίας του 16ου” επραγματοποίησε κατά την χθεσινήν πρώτην ημέραν της αθηναϊκής προβολής του, εν συνόλω 9.027 εισιτήρια ( “Ρεξ 4.585, “Άντζελα” 1.530, “Άστρον” 1.562, “Ριβολί” 1.350) και άλλα 2.202 εισιτήρια εις το “Καπιτόλ” του Πειραιώς».
Οι φήμες λέγανε ότι ο Λογοθετίδης πειράχτηκε από την κίνηση του Φίνου να προσλάβει άλλο ηθοποιό για την κινηματογραφική μεταφορά, καταργώντας (διά παντός, όπως απέδειξαν τα χρόνια που ακολούθησαν) τον άγραφο κανόνα του του πρωταγωνιστή σε δύο συσκευασίες, θεατρική και κατόπιν κινηματογραφική. Τα καλλιτεχνικά ρεπορτάζ της εποχής, πάντως, ήταν πιο κοντά στην αλήθεια. Ένα χρόνο πριν ανεβάσει τον «Ηλία του 16ου» στο θέατρο «Παρκ», ο Βασίλης Λογοθετίδης είχε υποστεί ένα καρδιακό επεισόδιο. Μη θέλοντας να εγκαταλείψει το θέατρο, προτίμησε να αποφύγει την ταλαιπωρία των κινηματογραφικών γυρισμάτων. Πράγματι, το κύκνειο άσμα του στην οθόνη —αλλά και στις διπλές εμφανίσεις— ήταν το «Ένας ήρως με παντούφλες» (1958) της Ανζερβός. Πάλι από μια δική του μεγάλη θεατρική επιτυχία, αν και με αρκετά μεγάλη χρονική απόσταση (από το 1947 που την είχε ανεβάσει στο θέατρο Κεντρικόν). Η αλήθεια είναι ότι ο «Ηλίας του 16ου» δεν ήταν το μοναδικό «πλήγμα» του Βασίλη Λογοθετίδη στη δικαιωματική κτήση ενός ρόλου. Τον Ιανουάριο του 1956 ο θίασός του παρουσίασε στο θέατρο «Αθηνών» την κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά «Ένας βλάκας και μισός». Η αντίστοιχη ταινία βγήκε στις αίθουσες λίγο πριν το θάνατο του Βασίλη Λογοθετίδη (στις 20/2/1960), με τον Χρήστο Ευθυμίου να ερμηνεύει, εξίσου απολαυστικά. το ρόλο του Κουτοθωμά.
Συνολικά, οκτώ θεατρικές επιτυχίες του Βασίλη Λογοθετίδη μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, με τον ίδιο ως πρωταγωνιστή, αρχής γενομένης από το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Η κωμωδία που έγραψαν οι Αλέκος Σακελλάριος - Χρήστος Γιαννακόπουλος και ανέβασε ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη το 1947, έγινε ταινία, τρία χρόνια αργότερα, από την Φίνος Φιλμ. Ο «σατιρικός εφιάλτης», σύμφωνα με τους τίτλους αρχής, είχε ξανά (σε ρόλο σεναριογράφων αυτή τη φορά) το συγγραφικό ντουέτο Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, με τον πρώτο των συμβαλλομένων να αναλαμβάνει και την σκηνοθεσία. Κάτι που θα επαναλαμβανόταν αρκετές φορές την επόμενη δεκαετία. Οι δυο τους έγραφαν κωμωδίες αποκλειστικά για τον Βασίλη Λογοθετίδη, με αποτέλεσμα να είναι ο ηθοποιός που παρουσίασε πρώτος πολλά θεατρικά έργα τους. Το ίδιο συνέβη και με τον «Ηλία του 16ου».
Προλογίζοντας το έργο που ανέβηκε στο θέατρο Κεντρικόν, ο Κώστας Μουσούρης, με την ιδιότητα του προέδρου της Πανελληνίου Ενώσεως Ελευθέρου Θεάτρου, σημείωνε στο πρόγραμμα της παράστασης: «Ο Λογοθετίδης δεν είναι μόνο μεγάλος ηθοποιός. Είναι μαζί και ο συνεργάτης, ο εμψυχωτής και ο οικοδόμος. Αυτός στήνει μερικές φορές, με την αχαλίνωτη φαντασία του το έργο πάνω στην σκηνή, πριν ακόμα το ολοκληρώσει στο χειρόγραφό του ο συγγραφέας. Όσο και αν αυτό φαίνεται κάπως παράδοξο, δεν βρίσκεται μακριά από την αλήθεια. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Λογοθετίδης έδωσε στους συγγραφείς την ιδέα, τον καμβά, τον τύπο, ένα πρόχειρο σκίτσο από την υπόθεση, για να δημιουργήσουν εκείνοι με το υλικό που τους έδωσε, μια καινούρια σπαρταριστή επιτυχία». Τη δική του άποψη διατύπωσε με το χειρόγραφο σημείωμά του πάνω σε ένα θεατρικό πρόγραμμα, κάποιος ανώνυμος θεατής της παράστασης (ίσως κριτικός θεάτρου): «Παρασκευή 8/8/58 10-12 μ.μ. Γελάς αρκετά. Αλλά πολύ μικρό το έργο. Κόσμος, φίσκα! Χρυσές δουλειές όταν συνεργάζεται το τρίο Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου - Λογοθετίδη».
Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν και ο σκηνοθέτης εκείνης της παράστασης, ενώ στον κινηματογραφικό «Ηλία» σκηνοθέτης ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος, που συνυπέγραφε (ξανά) με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο το σενάριο. Τόσο στο θέατρο όσο και στην ταινία, η πλοκή και οι περισσότεροι διάλογοι (πλην των καθ’ έξιν αυτοσχεδιασμών του Κώστα Χατζηχρήστου) παρέμειναν, σε γενικές γραμμές, ίδια. Η ιλαροτραγωδία των δύο φουκαράδων που επιχειρούν να κλέψουν ένα τοκογλύφο, με τον ένα να μεταμφιέζεται σε αστυνομικό για… ανεμπόδιστη εκτέλεση του σχεδίου τους, σίγουρα ήταν οικείο σε όσους θεατές της ταινίας είχαν παρακολουθήσει, λίγους μήνες νωρίτερα, τη θεατρική παράσταση. Αυτό που άλλαξε ήταν η διανομή των ρόλων, με τους περισσότερους ηθοποιούς του θεάτρου να δίνουν τη σκυτάλη σε άλλους συναδέλφους για την ταινία. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα (κατά σειρά, ρόλος - ηθοποιός θεατρικής παράστασης - ηθοποιός ταινίας):
κυρ Λάμπρος (καφετζής): Νίκος Φέρμας – Διονύσης Παπαγιαννόπουλος
Βαγγέλης (γκαρσόνι): Ευάγγελος Πρωτοπαπάς – Σταύρος Ξενίδης
Θωμάς (φίλος του Ηλία και Βαγγέλη): Βασίλης Ανδρεόπουλος – Θανάσης Βέγγος
Σπανομαρίας: Αντώνης Ξενάκης – Αλέκος Τζανετάκος
Τασία (υπηρέτρια): Ίλυα Λιβυκού – Αλίκη Γεωργούλη
Περισσότερο ενδιαφέρον (τουλάχιστον για τους… φυσιοδίφες του είδους) παρουσιάζουν δύο ηθοποιοί από το υπόλοιπο καστ που εμφανίστηκαν και στην ταινία, ερμηνεύοντας, μάλιστα, τους ίδιους ακριβώς ρόλους. Ο Θάνος Τζενεράλης (ως υπαστυνόμος που ερευνά την υπόθεση) και η εγγονή της μεγάλης Κυβέλης, η Κυβέλη-Καίτη Θεοχάρη (στο ρόλο της χαρτοπαίκτριας και… ενεχυριάζουσας κυρίας Αλίκης) δεν είχαν την παραμικρή δυσκολία στη μετάβαση από το σανίδι στο πανί.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος θα παραβίαζε, μια ακόμα φορά, τα χωρικά ύδατα του Βασίλη Λογοθετίδη. Το 1959, λίγους μήνες μετά τον κινηματογραφικό Ηλία, ο Χατζηχρήστος θα υποδυόταν στο θέατρο τον Φώτη Φαγκρή. Ο λόγος για μια παλαιότερη επιτυχία του Λογοθετίδη, τη σεζόν 1952-53 («Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ», πάλι από το δίδυμο Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου). Μια παράσταση που μεταφέρθηκε την επόμενη χρονιά στον κινηματογράφο («Σάντα Τσικίτα», με το Λογοθετίδη να επαναλαμβάνει την επιτυχία του). Στη θεατρική επαναφορά από τον Κώστα Χατζηχρήστο ο πρωτότυπος τίτλος είχε αλλάξει («Τα φώτα του Φώτη»), καταργώντας έναν ακόμα κανόνα. Το ίδιο συνέβη και στην ταινία που ακολούθησε, πέντε χρόνια αργότερα («Ο παράς και ο φουκαράς»), με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Όσο για τον «Ηλία του 16ου», η μοίρα του υπήρξε μια σκυταλοδρομία μεταξύ θεατρικής σκηνής και οθόνης. Λίγα χρόνια μετά την προβολή της ταινίας, ο Κώστας Χατζηχρήστος ερμήνευσε ξανά τον Ηλία του 16ου. Αυτή τη φορά στο θέατρο (αφετηρία της διαδρομής του έργου), ολοκληρώνοντας έτσι το ιδιαίτερο πήγαιν’ έλα ηθοποιών και ρόλων.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Όπως διασώζεται από το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ της εποχής, το καλοκαίρι του 1958 που παρουσιάστηκε «Ο Ηλίας του 16ου» στο θέατρο Κεντρικόν, επισκέφθηκε το Βασίλη Λογοθετίδη στο καμαρίνι του, ο… αυθεντικός ο Ηλίας του 16ου. Ήταν ένας αστυνομικός που λεγόταν Ηλίας και —ω, της σύμπτωσης— υπηρετούσε στο πραγματικό 16ο Αστυνομικό Τμήμα. Το Τμήμα αυτό εξακολουθεί να λειτουργεί στη διαχρονική του βάση, τα Πατήσια. Άγνωστο είναι στον γράφοντα, αν (τυχαία ή μοιραία) υπηρετεί σήμερα εκεί κάποιος αστυφύλακας, που επίσης ονομάζεται Ηλίας.
(Εικονογράφηση: αρχείο Άρη Μαλανδράκη)